Μη λήψη μέτρων ασφαλείας προς αποτροπή της καταστροφής του καταστήματος της τράπεζας στο νεοκλασικό κτίριο στην οδό Σταδίου, συνεπεία πυρκαγιάς κατά τη διάρκεια πορείας την 5η Μαΐου 2010 – Ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης
Κάνοντας δεκτή την αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος αναγνώρισε την ευθύνη της τότε μισθώτριας Τράπεζας MARFIN και των κατ’ ιδίαν εξ αδικοπραξίας μελών του Δ.Σ. της, για την μη λήψη μέτρων ασφαλείας προς αποτροπή της καταστροφής του καταστήματος της τράπεζας στο νεοκλασικό κτίριο στην οδό Σταδίου αριθ. 23, συνεπεία πυρκαγιάς κατά τη διάρκεια πορείας – συλλαλητηρίου την 5η Μαΐου 2010 (ΑΠ 1532/2024).
Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι, με τις παραδοχές του εφετείου, καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος σχετικά με το αν η παράλειψη λήψης των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας στο ένδικο μίσθιο συνέβαλε στην πρόκληση της πυρκαγιάς, εξαιτίας της ρίψης αυτοσχέδιων εκρηκτικών εμπρηστικών μηχανισμών (βόμβες μολότοφ), την επέκταση αυτής σε ολόκληρο το κτίριο και το εξ αυτής επελθόν αποτέλεσμα της ολοσχερούς καταστροφής του μισθίου ακινήτου.
Συγκεκριμένα, διαπίστωσε πως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι για την ολοσχερή καταστροφή του μισθίου δεν φέρει καμία υπαιτιότητα η πρώτη εναγόμενη μισθώτρια, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές για τη λήψη και την τήρηση των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας.
Διέλαβε, επίσης, ανεπαρκείς αιτιολογίες εάν οι αποδιδόμενες παραλείψεις στη μισθώτρια τράπεζα και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, ως οργάνων του νομικού προσώπου, όπως η έλλειψη τοποθέτησης στην πρόσοψη του ισογείου καταστήματος ενισχυμένων “αντιβανδαλικών” υαλοπινάκων, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα είτε ρολών ασφαλείας, η έλλειψη ύπαρξης δεύτερης εξόδου κινδύνου προς κοινόχρηστο χώρο, η έλλειψη τοποθέτησης υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου ή εύκαμπτου σωλήνα συνδεομένου μόνιμα με παροχή ύδατος, η έλλειψη μελέτης πυρασφαλείας, καθώς και το γεγονός ότι δεν έκλεισε το ανωτέρω κατάστημα είτε από την αρχή του ωραρίου λειτουργίας κατά την ημέρα της διαδήλωσης είτε πριν από την έναρξη της πορείας, συνετέλεσαν ή μη στην επέλευση του ως άνω αποτελέσματος, συντρεχούσης αιτιώδους συνάφειας.
Επιπλέον, διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί αυτοδίκαιης λύσης της μίσθωσης (στις 5-5-2010), ενώ κατά τις προηγούμενες παραδοχές της, η μίσθωση είχε παραταθεί μέχρι την 30-6-2012. Τέλος, διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί έλλειψης υποχρέωσης της μισθώτριας τράπεζας προς αποκατάσταση των ζημιών του μισθίου και τη μείωση της εμπορικής του αξίας.
Κατόπιν των ανωτέρω, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε βάσιμους τους σχετικούς λόγους αναίρεσης που αποδίδουν στην απόφαση του εφετείου την πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβιάσεως με ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες κανόνων ουσιαστικού δικαίου και, στη συνέχεια, παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο για περαιτέρω εκδίκαση.
Απόσπασμα απόφασης
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, [αφού προηγουμένως έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση καθ’ό μέρος στρεφόταν εναντίον των δευτέρου έως και πέμπτου των αναιρεσίβλητων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και απέρριψε ως αόριστο το επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (μείωσης της εμπορικής αξίας του μισθίου ακινήτου), όπως προελέχθη], δέχθηκε εν μέρει την έφεση της αναιρεσείουσας, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση μόνον κατά τις διατάξεις της περί παραπομπής της αγωγής προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ως προς τους δεύτερο έως και πέμπτο των εναγομένων και απόρριψης του ως άνω αγωγικού κονδυλίου (μείωσης της εμπορικής αξίας του μισθίου ακινήτου) ως αορίστου κράτησε και δίκασε την αγωγή κατά τα άνω κεφάλαια και την απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατά τα λοιπά δε απέρριψε την έφεση κατ’ ουσίαν.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 330, 574-576, 585, 592 και 71 ΑΚ και των άρθρων 1 και 2 παρ.1 της ΥΑ 3015/30/6 (ΦΕΚ Β’ 536/23-3- 2009), συμφώνως προς τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, είναι βάσιμοι οι συναφείς τρίτος, πέμπτος, έκτος και ένατος λόγοι αναίρεσης.
Περαιτέρω, το Εφετείο υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αδικοπρακτικής ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης μισθώτριας τράπεζας και των μελών του ΔΣ αυτής (δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου των αναιρεσίβλητων), ως προς τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς παραλείψεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 330, 300, 297 και 298 του ΑΚ, τις οποίες εσφαλμένα δεν εφάρμοσε κι έτσι παραβίασε αυτές εκ πλαγίου.
Ειδικότερα, 1) δέχθηκε ότι για την ολοσχερή καταστροφή του μισθίου δεν φέρει καμία υπαιτιότητα η πρώτη εναγόμενη μισθώτρια, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές για τη λήψη και την τήρηση των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, 2) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες εάν οι αποδιδόμενες παραλείψεις στη μισθώτρια τράπεζα και στα μέλη του ΔΣ αυτής, ως οργάνων του νομικού προσώπου,[α) έλλειψη τοποθέτησης στην πρόσοψη του ισογείου καταστήματος ενισχυμένων “αντιβανδαλικών” υαλοπινάκων, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα είτε ρολών ασφαλείας, β) έλλειψη ύπαρξης δεύτερης εξόδου κινδύνου προς κοινόχρηστο χώρο, γ) έλλειψη τοποθέτησης υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου ή εύκαμπτου σωλήνα συνδεομένου μόνιμα με παροχή ύδατος, δ) έλλειψη μελέτης πυρασφαλείας], ως επίσης να κλείσει το ανωτέρω κατάστημα είτε από την αρχή του ωραρίου λειτουργίας κατά την ημέρα της διαδήλωσης (5-5-2010) είτε πριν από την έναρξη της πορείας, συνετέλεσαν ή μη στην επέλευση του ως άνω αποτελέσματος, συντρεχούσης αιτιώδους συνάφειας, 3) διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί αυτοδίκαιης λύσης της μίσθωσης (στις 5-5-2010), ενώ κατά τις προηγούμενες παραδοχές της, η μίσθωση είχε παραταθεί μέχρι την 30-6-2012 και 4) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί έλλειψης υποχρέωσης της μισθώτριας τράπεζας προς αποκατάσταση των ζημιών του μισθίου και τη μείωση της εμπορικής του αξίας.
Έτσι, εξ αιτίας των ανωτέρω ελλείψεων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος σχετικά με το αν η παράλειψη λήψης των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας στο ένδικο μίσθιο συνέβαλε στην πρόκληση της πυρκαγιάς, εξαιτίας της ρίψης αυτοσχέδιων εκρηκτικών εμπρηστικών μηχανισμών (μολότοφ), την επέκταση αυτής σε ολόκληρο το κτίριο και το εξ αυτής επελθόν αποτέλεσμα της ολοσχερούς καταστροφής του μισθίου ακινήτου. Επομένως, οι τέταρτος, έβδομος και δέκατος, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβιάσεως με ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες των προαναφερομένων κανόνων ουσιαστικού δικαίου, είναι βάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή ως προς τους πρώτη (ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία “CUPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD”), δεύτερο (.), τρίτο (.), τέταρτο (.), και πέμπτο (.) των αναιρεσιβλήτων, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης (δευτέρου, όγδοου, ενδέκατου, δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατου τετάρτου) από τους αριθμούς 8, 9, 11γ, και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι οποίοι καταλαμβάνονται από την αναιρετική εμβέλεια των λόγων αναίρεσης που έγιναν δεκτοί. Στη συνέχεια, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλο δικαστή από αυτόν που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρ. 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παράβολου που κατέθεσε για το παραδεκτό της αίτησης (άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των πρώτης, δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου των αναιρεσίβλητων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.