Αριθμός 275/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου – Βασιλείου και Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. Β. του Λ., που δεν παραστάθηκε και 2) Ρ. συζ. Α. Β., κατοίκου … Θεσσαλονίκης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Ζερζελίδου, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ο Θ. Β. του Λ. (1ος) απεβίωσε την 1-9-2019 και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι κληρονόμοι του α. Χ. Β. του Α., β. Α. Β. του Θ., κάτοικοι … Θεσσαλονίκης, γ. Ε. Β. του Θ., κάτοικος … και δ. Φ. Τ. του Κ., κάτοικος … Θεσσαλονίκης, εκπροσωπούμενοι από την ίδια.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Δ. του Φ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέλιο Λεμονίδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-6-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12643/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2094/2018 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22-10-2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α’, 287 παρ. 1 όπως ήδη ισχύει, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, 291 και 292 του Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής, με επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξεως. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί, είτε εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε αναγκαστικά, με πρόσκληση του αντιδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος μπορεί να επισπεύσει την επανάληψή της, κοινοποιώντας στο διάδικο υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή δικόγραφο για επανάληψη της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου και τα διαδικαστικά έγγραφα της υποθέσεως, εισάγεται προς συζήτηση η από 22/10/2018 και με αριθμό καταθέσεως 294/22-10-2018 αίτηση των Θ. Β. και Ρ. συζ. Α. Β., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2094/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κατά την ορισθείσα αρχικώς για τη συζήτηση αυτής δικάσιμο της 7-2-2020, γνωστοποιήθηκε στο ακροατήριο ο θάνατος του αναιρεσείοντος Θ. Β., που επισυνέβη την 1-9-2019, ήτοι μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 71/1/2019 ληξιαρχικής πράξεως θανάτου του Ληξιάρχου Δ.Ε. … Δράμας, μετά δε τη δήλωση αυτή, η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 2-4-2021. Κατά τη δικάσιμο εκείνη (2-4-2021) ματαιώθηκε η συζήτηση της υποθέσεως, εξ αιτίας των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, επαναπροσδιορίστηκε δε αυτή αυτεπαγγέλτως για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με πράξη της Προέδρου του Δ’ Πολιτικού τμήματος, και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο, σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4690/2020. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο η δικηγόρος Μαρία Ζερζελίδου, ως πληρεξούσια των 1) Χ. Β. του Α., 2) Α. Β. του Θ., 3) Ε. Β. του Θ. και 4) Φ. Τ. του Κ. (δυνάμει των ειδικών πληρεξουσίων α) …, της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Σεβαστής Αδαμοπούλου, ως προς την πρώτη και τον δεύτερο, και …, της συμβολαιογράφου Ξάνθης Ελένης Κουμουλίδου, ως προς την τρίτη και τον τέταρτο τούτων), η οποία δήλωσε ότι οι προαναφερόμενοι επαναλαμβάνουν εκουσίως την βιαίως διακοπείσα, λόγω του θανάτου του αρχικώς πρώτου αναιρεσείοντος, δίκη. Ο τελευταίος, όπως αποδεικνύεται από τα νομίμως προσκομιζόμενα: α) 4260/8-4-2020 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δημάρχου … Δράμας, β) … πρακτικό δημοσιεύσεως διαθήκης, του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Δράμας και γ) …, πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης, κληρονομήθηκε, εν μέρει μεν εκ διαθήκης, από τη θυγατέρα του Ε. Β. και τους εγγονούς του Χ. Β. του Α. και Φ. Τ. του Κ., εν μέρει δε εξ αδιαιρέτου, από τα τέκνα του Α. Β. και Ε. Β., γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσίβλητο.
Συνεπώς, οι ανωτέρω κληρονόμοι, παραδεκτά επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη, υπεισερχόμενοι στη δικονομική θέση του θανόντος αρχικώς αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 287 και 290 ΚΠολΔ.
Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.), είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρα 577 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της (άρθρα 577 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ.).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 Α.Κ. προκύπτει ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος απαίτηση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, ενώ η παραγραφή της αντίστοιχης αξιώσεως, έστω και αν αφορά μέλλουσα ζημία, που όμως είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι, κατ’ αρχήν, πενταετής και, εφόσον η δικαστική επιδίωξη αυτής της αξιώσεως είναι δυνατή, πράγμα που, εξαιρέσει σχετικού νομικού κωλύματος, πάντοτε συμβαίνει, η παραγραφή αυτή αρχίζει να τρέχει, για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της πρώτης επιζήμιας συνέπειας και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Ως γνώση της ζημίας νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας, χωρίς, ωστόσο, να είναι απαραίτητη η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως (ΑΠ 750/2018, ΑΠ 674/2013, ΑΠ 666/2010). Επίσης, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 εδάφ. α’ Α.Κ. και 221 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντίστοιχα εκκρεμοδικία (ΑΠ 996/2014, ΑΠ 1993/2013). Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α’ Α.Κ, κατά την οποία “κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή”, προκύπτει ότι, εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξιώσεως για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 Α.Κ., από την τελεσιδικία αυτής αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξιώσεως για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση. Και τούτο διότι και το μέρος αυτό της αξιώσεως, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 331 Κ.Πολ.Δ.) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικά, για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η νέα, όμως, αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 Α.Κ., την ύπαρξη αξιώσεως που δεν έχει ήδη υποκύψει στη βραχυχρόνια παραγραφή που ισχύει μέχρι την τελεσιδικία, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε, χωρίς διακοπή κατά το άρθρο 261 Α.Κ. (Ολ.ΑΠ 24/2003, ΑΠ 1651/2018, ΑΠ 750/2018, ΑΠ 481/2015). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 261 εδ. α’ Α.Κ., όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20-3-2013 (ΦΕΚ Α 74/20-3-2013) και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου εκδόσεως των υπ’ αριθμ. 265/2008 και 2078/2009 τελεσίδικων αποφάσεων του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής (εδ. α’), η παραγραφή δε που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου (εδ. β’). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, αν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής με αυτή που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως του είδους της ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους, αμέσως μετά την έγερση της αγωγής, διακόπτεται δε μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, και αμέσως μετά την επιχείρηση αυτής αρχίζει ισόχρονη με την αρχική παραγραφή, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου που ισχύει γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική ενέργεια ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης (ΑΠ 61/2013, ΑΠ 74/2013). Κατά την διάταξη δε του άρθρου 263 του Α.Κ. “κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή”. Κατά την έννοια της τελευταίας ως άνω διατάξεως, αυτή εφαρμόζεται όταν η απόρριψη της αγωγής γίνεται για λόγους τυπικούς. Απόρριψη της αγωγής για τυπικούς λόγους υπάρχει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία η παροχή δικαστικής προστασίας ματαιώνεται για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαιτήσεως. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη της ικανότητας δικαστικής παραστάσεως, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι, οι οποίοι ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξιώσεως και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωσή της, καθ’ όσον στις περιπτώσεις αυτές είναι πρόδηλο ότι είναι αντικειμενικώς δυνατόν με τη νέα αγωγή να διορθωθεί το τυπικό σφάλμα της απορριφθείσας προηγούμενης αγωγής. Αντίθετα, η απόρριψη της αγωγής ως προώρως ασκουμένης, δεν αποτελεί απόρριψη της αγωγής για τυπικούς, αλλά για ουσιαστικούς λόγους, χωρίς εντεύθεν να δημιουργείται δεδικασμένο. Τούτο δε καθ’ όσον κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι είναι αντικειμενικώς δυνατή η, εντός εξαμήνου από την προηγούμενη απόρριψη ως πρόωρης, έγερση νέας αγωγής, η οποία δεν είναι δυνατή στην συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 794/2019, ΑΠ 416/2019, ΑΠ 1445/2018). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔικ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των πραγματικών περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με την μορφή του διατακτικού (Ολ.ΑΠ 1/2016, Ολ.ΑΠ 2/2013). Κατά την έννοια δε του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Δηλαδή, ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσεως, και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή την κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της αποφάσεως ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 809/2017, 1361/2013, 1266/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναιρέσεως, πραγματικά περιστατικά: “Επί των από 30.07.2003 (και με αριθμό εκθ. κατ. 28.242/01.08.2003) και 02.06.2004 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 18640/03.06.2004) προγενέστερων αγωγών του και ήδη ενάγοντος που συνεκδικάστηκαν με τη με αριθμό εκθ. καταθέσεως 31133/2004 παρεμπίπτουσα αγωγή, και μετά τους γενόμενους μερικούς περιορισμούς των αιτημάτων παροχής έννομης προστασίας από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 26201/2005 εν μέρει οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και ακολούθως η υπ’ αριθμ. 2167/19.01.2007 οριστική απόφαση αυτού με τις οποίες οι κύριες αγωγές έγιναν εν μέρει δεκτές ως βάσιμες κατ’ ουσία και η παρεμπίπτουσα αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία. Κατά των παραπάνω αποφάσεων ασκήθηκαν η με αριθμ. εκθ. προσδιορισμού 334/24.01.2007 έφεση του τότε και νυν ενάγοντος, η με αριθμ. κθ. προσδιορισμού 982/09.03.2007 έφεση των τότε και νυν πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και η με αριθμ. εκθ. προσδιορισμού 1031/14.03.2007 έφεση της τότε και νυν τρίτης εναγομένης και παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας. Επί των εφέσεων αυτών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 265/29.01.2008 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, με την οποία μεταξύ άλλων απορρίφθηκαν οι ασκηθείσες ως άνω εφέσεις ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, το οποίο έτσι τελεσιδίκησε ως προς όλους τους τότε και νυν διαδίκους, ενώ κατά τα λοιπά διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της εφέσεως κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να διενεργηθεί νέα ιατρική πραγματογνωμοσύνη.
Συνεπώς, με την παραπάνω απόφαση όσα κρίθηκαν σχετικά με τα ζητήματα των συνθηκών του ατυχήματος, της υπαιτιότητας της δεύτερης εναγομένης, της σχέσης και των συνεπειών αυτής, έχουν περιβληθεί την ισχύ δεδικασμένου, δεσμευτικού για το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 321 και 322 παρ. 1 του ΚΠολΔ)…………. Ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2078/17.09.2009 τελεσίδικη απόφαση του παρόντος δικαστηρίου με τη οποία κρίθηκε ότι ο ενάγων συνεπεία του επελθόντος αυτοκινητικού ατυχήματος διεκομίσθηκε στο Π.Γ.Ν Θεσσαλονίκης “ΑΧΕΠΑ” και εξετάσθηκε στα εξωτερικά ιατρεία της Α’ Χειρουργικής Κλινικής αυτού, όπου και διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί επιφανειακά τραύματα, τα οποία υποβλήθηκαν σε καθαρισμό-περιποίηση και ευθειασμό της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, στο ύψος των Α5 και Α6 αυχενικών σπονδύλων, χωρίς να έχει υποστεί κάκωση κεφαλής ή να εκδηλώνει απώλεια συνείδησης, δεν είχε υποστεί κάποιο κάταγμα και δεν διαπιστώθηκε τίποτα το παθολογικό (βλ. σχετ. το 21057/21.08.2001 πιστοποιητικό της γραμματείας εξωτερικών ιατρείων του ΑΧΕΠΑ). Στις 16.09.2001, λόγω εκδήλωσης απόσυρσης, ανηδονίας, ελάττωσης των κοινωνικών δραστηριοτήτων και παραμέλησης του προσώπου του, εισήχθη στο Π.Γ.Ν Θεσσαλονίκης “Γ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ”, και δη στο ψυχιατρικό τμήμα αυτού, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος για χρονικό διάστημα 23 ημερών και εξήλθε στις 08.10.2001 υπό φαρμακευτική αγωγή και με διάγνωση σχιζοφρένειας παρανοϊκού τύπου. Παρακολουθείται δε έκτοτε στα εξωτερικά ιατρεία του ως άνω νοσοκομείου και επιπλέον έχει νοσηλευθεί σε αυτό από τις 08.09.2002 έως τις 19.09.2002, από τις 17.10.2002 έως τις 20.12.2002 και από τις 21.01.2003 έως τα 06.02.2003 και παρουσιάζει μεν κάποια βελτίωση της κατάστασης του, πλην όμως τελεί πάντοτε υπό φαρμακευτική αγωγή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, πριν το ένδικο τροχαίο ατύχημα δεν είχε προβλήματα ψυχικής υγείας, και οι κοινωνικές και διαπροσωπικές του σχέσεις ήταν ομαλές. Είχε κληρονομική προδιάθεση και υπήρχαν στο περιβάλλον του ψυχοπιεστικοί παράγοντες που ευνοούσαν την εκδήλωση της ψυχικής νόσου της σχιζοφρένειας, όμως η νόσος του εισέβαλε αιφνίδια και μετά το επίδικο ατύχημα, το οποίο δεν ήταν η αιτία της πάθησης του, αλλά ήταν ένας επιπλέον ψυχοπιεστικός παράγοντας που ευόδωσε και επιτάχυνε την εκδήλωση των συμπτωμάτων της, και συνεχίζει να έχει ενεργά αρνητικά συμπτώματα της νόσου και είναι επιβεβλημένη η συνέχιση της φαρμακευτικής αγωγής, η εμφάνιση δε της ψυχικής νόσου συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο τροχαίο ατύχημα και τον τραυματισμό του ενάγοντος σ’ αυτό. Μετά την απόλυση του από το στρατό (στις 20.03.2000) και μέχρι το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος (15.08.2001), ο ενάγων εργαζόταν ως βοηθός τεχνίτη σε αλουμινοκατασκευές χωρίς να είναι ασφαλισμένος σε δικό του ασφαλιστικό φορέα, γι’ αυτό και ήταν έμμεσα ασφαλισμένο μέλος, στον οργανισμό ασφάλισης ελευθέρων επαγγελματιών, από 06.06.2001, ενώ στη συνέχεια κρίθηκε ανίκανος προς εργασία και παρατάθηκε το δικαίωμα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από 01.01.2005 έως 31.12.2010 στο βιβλιάριο ασθενείας του πατέρα του (βλ την σχετ. αριθμ. 14212/08 βεβαίωση του Ο.Α.Ε.Ε). Η ως άνω απόφαση έκρινε επίσης ότι ο ενάγων μέχρι το τέλος του έτους 2008 δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει την ως άνω εργασία του, τούτο όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα διαρκέσει μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση του, διότι οι πιθανότητες καλής ή κακής εξέλιξης της ψυχικής νόσου από την οποία πάσχει, είναι ίδιες και η δυνατότητα του να ασκήσει το προ του επιδίκου ατυχήματος επάγγελμα του ή άλλο συναφές, εξαρτάται πέρα από την επάρκεια της επαγγελματικής του κατάρτισης, κυρίως από την εξέλιξη της πάθησης του και την ύπαρξη ή όχι ολοκληρωμένου οργανισμού υποστήριξης για την κοινωνική και επαγγελματική του επανένταξη, σε κάθε περίπτωση η ανικανότητα του προς εργασία θα διαρκέσει με βεβαιότητα μέχρι το έτος 2012, ενώ λόγω της σοβαρότητας της ψυχικής υγείας του, είχε ανάγκη των υπηρεσιών οικιακής βοηθού – αποκλειστικής νοσοκόμου, αφού δεν ήταν σε θέση να αυτοεξυπηρετείται και να λαμβάνει τα φάρμακα του κατά το χρονικό διάστημα από 01.10.2001 έως 30.09.2006, ενώ για το χρονικό διάστημα από 01.10.2007 έως 30.09.2012 θα συνεχίσει να έχει περιορισμένη ανάγκη υπηρεσιών οικιακής βοηθού. Ακολούθως με την ως άνω απόφαση έγιναν δεκτές ως και κατ’ ουσία βάσιμες οι κατά τα ανωτέρω ασκηθείσες εφέσεις, εξαφανίσθηκαν οι εκκαλούμενες αποφάσεις (υπ’ αριθμ. 26201/2005 εν μέρει οριστική και 2167/2007 οριστική του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης) (πλην του ήδη τελεσιδικήσαντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας ως προς την επέλευση του ατυχήματος), έγινε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη η από 30.07.2003 και με αριθμό εκθ. κατ. 28.242/01.08.2003 αγωγή και Α) υποχρεώθηκαν όλοι οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, μεταξύ των άλλων, ποσό 9.600,00 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη για το χρονικό διάστημα από 16.08.2001 έως 16.08.2003 (400,00 ευρώ ανά μήνα), Β) απορρίφθηκε η από 02.06.2004 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 18640/03.06.2004 αγωγή στο σύνολο της καθ’ ό μέρος στρεφόταν κατά της τότε και νυν τρίτης εναγομένης, κατά παραδοχή του ισχυρισμού αυτής περί παραγραφής κατ’ άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 489/1976, και Γ) υποχρεώθηκαν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρο έκαστος, στον ενάγοντα, 1)ποσό 500,00 ευρώ ανά μήνα ως διαφυγόντα κέρδη για το χρονικό διάστημα από 16.08.2003 έως 15.08.2008, 2) ποσό 500,00 ευρώ ανά μήνα ως δαπάνη συμπαραστάτη για το χρονικό διάστημα από 01.10.2001 έως 30.09.2006, Δ) αναγνωρίστηκε δε ότι οφείλουν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, και εις ολόκληρο έκαστος 1) ποσό 650,00 ευρώ ανά μήνα ως διαφυγόντα κέρδη για το χρονικό διάστημα από 16.08.2008 έως 15.08.2012 και 2) ποσό 300,00 ευρώ ανά μήνα ως δαπάνη συμπαραστάτη για το χρονικό διάστημα από 01.10.2007 έως 30.09.2012. Έτσι, με την ως άνω τελεσίδικη απόφαση απορρίφθηκε τελεσιδίκως έναντι των δύο πρώτων εναγομένων το αίτημα της από 02.06.2004 και με αριθμ. εκθ. κατ. 18640/03.06.2004 αγωγής να καταβληθεί στον ενάγοντα αποζημίωση σε αποκατάσταση της θετικής περιουσιακής ζημίας αυτού από δαπάνες συμπαραστάτη κατά το μετά την 01.10.2012 και έως 30.09.2016 χρονικό διάστημα ως ουσιαστικά αβάσιμο, λόγω βελτίωσης της δυνατότητας αυτοεξυπηρέτησης αυτού, ενώ η αγωγική αξίωση διαφυγόντων κερδών για το μετά την 16.08.20012 χρονικό διάστημα απορρίφθηκε έναντι των δύο πρώτων εναγομένων ως προώρως ασκηθείσα. Ήδη ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν αποζημίωση λόγω διαφυγόντων κερδών για το χρονικό διάστημα από 16-08-2012 έως 15.08.2044, και λόγω απασχόλησης συμπαραστάτη για το χρονικό διάστημα 01.10.2012 έως 30.09.2049. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, όπως και κατά την άσκηση των προγενέστερων από 30.07.2003 (και με αριθμό εκθ. κατ. 28.242/01.08.2003) από 02.06.2004 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 186407/03.06.2004) αγωγών, εξαιτίας του τραυματισμού του κατά το επίδικο ατύχημα και της εκδηλωθείσας λόγω του ατυχήματος, ως εκλυτικού αιτίου, ψυχικής νόσου της σχιζοφρένειας, η οποία διαρκώς επιδεινούται, κατέστη μόνιμα ανάπηρος και δια βίου ανίκανος ν’ ασκήσει το επάγγελμα του και συγκεκριμένα αυτό του βοηθού τεχνίτη σε αλουμινοκατασκευές, αλλά και οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, αλλά και να αυτοεξυπηρετείται και να λαμβάνει την απαιτούμενη φαρμακευτική αγωγή, με αποτέλεσμα να χρειάζεται υποκατάστατη δύναμη (οικιακή βοηθό – αποκλειστική νοσοκόμα). Ενόψει των προαναφερθέντων το σχετικό αίτημα της κρινόμενης αγωγής να επιδικασθεί στον ενάγοντα αποζημίωση σε αποκατάσταση της θετικής περιουσιακής ζημίας αυτού από τη χρήση υπηρεσιών συμπαραστάτη για το χρονικό διάστημα από 01.10.2012 έως 30.09.2016 θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο έναντι των δύο πρώτων εναγομένων, καθ’ ό μέρος προσκρούει στο ουσιαστικό δεδικασμένο από την υπ’ αριθμ. 2078/17.09.2009 τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου αυτού. Επιπλέον με την παραπάνω τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου αυτού απορρίφθηκε έναντι των δύο πρώτων εναγομένων το αίτημα της από 02.06.2004 και με αριθμό εκθ. κατ. 18640/03.06.2004 αγωγής να καταβάλει στον ενάγοντα αποζημίωση σε αποκατάσταση της αποθετικής περιουσιακής ζημίας αυτού λόγω διαφυγόντων εισοδημάτων για το μετά την 16.08.2012 χρονικό διάστημα, πλην όμως η κρίση του αυτή οφείλεται, όπως προαναφέρθηκε, στο ότι “η ανικανότητα του προς εργασία δεν είναι βέβαιο ότι θα διαρκέσει μέχρι τη συνταξιοδότηση του, διότι οι πιθανότητες καλής ή κακής εξέλιξης της ψυχικής νόσου από την οποία πάσχει, είναι ίδιες και η δυνατότητα του να ασκήσει το προ του επιδίκου ατυχήματος επάγγελμα του ή άλλο συναφές, εξαρτάται πέρα από την επάρκεια της επαγγελματικής του κατάρτισης, κυρίως από την εξέλιξη της πάθησης του και την ύπαρξη ή όχι ολοκληρωμένου οργανισμού υποστήριξης για την κοινωνική και επαγγελματική του επανένταξη”, ήτοι η πραγμάτωση της ζημίας για το μετά την 16.08.2012 χρονικό διάστημα, εξαρτάτο από αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι ενδεχομένως θα επέρχονταν στο μέλλον και των οποίων η τυχόν μέλλουσα πραγματοποίηση ήταν αδύνατο να προβλεφθεί κατά τους κανόνες της κοινής πείρας. Έτσι η αξίωση διαφυγόντων κερδών για το μετά την 16.08.20012 χρονικό διάστημα απορρίφθηκε έναντι των δύο πρώτων εναγομένων ως προώρως ασκηθείσα χωρίς από την κρίση αυτή του δικαστηρίου να κωλύεται η έγερση νέας αγωγής ή να απορρέει δεδικασμένο για το μη επιδικασθέν λόγω του προώρου χρονικό διάστημα. Αποδείχθηκε δε περαιτέρω από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι συνεπεία του τραυματισμού του ο ενάγων, ο οποίος κατά το χρόνο του ατυχήματος διέτρεχε το 21° έτος της ηλικίας του και κατά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής το 33° έτος της ηλικίας του και εργαζόταν κατά τον προ του ατυχήματος χρόνο ως ανασφάλιστος βοηθός τεχνίτη σε αλουμινοκατασκευές, πιθανολογείται ότι λόγω της ψυχικής νόσου της σχιζοφρένειας παρανοϊκού τύπου, από την οποία πάσχει, και της εξ αυτής απορρέουσας πλήρους ανικανότητας προς εργασία, απώλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 16.08.2012 έως τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής στις 02.05.2017, και θα απωλέσει κατά το χρονικό διάστημα από 03.05.2017 έως 31.12.2022 το ποσό των 500,00 ευρώ μηνιαίως, το οποίο θα αποκόμιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την προμνησθείσα εργασία του, εάν δεν μεσολαβούσε το ένδικο τροχαίο ατύχημα και η εξ αυτού του λόγου αιφνίδια εκδήλωση της ψυχικής του νόσου, ενόψει του ότι, λόγω της ενσκυψάσης οικονομικής κρίσης, έχει επέλθει κατά το χρονικό διάστημα από 16.08.2012 έως τη συζήτηση της αγωγής μείωση τόσο των αποδοχών των μισθωτών όσο και των εσόδων των ελευθέρων επαγγελματιών κατά ποσοστό 20%, και δεν αναμένεται να επανέλθουν στα προ της κρίσης επίπεδα προ της 31.12.2022 τουλάχιστον, γεγονός το οποίο το δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως ως κοινό τοις πάσι. Το παραπάνω ποσό, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε η πλήρης οικονομική απορία του ενάγοντος ενώ η ισόβια ψυχική αναπηρία αυτού δεν δύναται να θεωρηθεί από μόνη της ως σπουδαίος λόγος, με την έννοια του άρθρου 930 παρ. 1 εδ 2 ΑΚ, η οποία να δικαιολογεί εφάπαξ καταβολή, δικαιούται ο ενάγων και πρέπει να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, εις ολόκληρο έκαστος, το ποσό των 28.750 (= 57,5 μήνες Χ 500,00) ευρώ, που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από 15.08.2012 τις 31.05.2017, εφάπαξ, αφού η αποζημίωση επιδικάζεται για παρελθόντα χρόνο, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση, και σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα το ποσό των 500,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 01.06.2017 μέχρι 31.12.2022 στην αρχή κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση εκάστης δόσεως μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω το δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί ότι υφίσταται υποχρέωση επιδίκασης αποζημίωσης σε αποκατάσταση της αποθετικής περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος για το μετά την 31.12.2022 χρονικό διάστημα, και κατά το σκέλος αυτό η αγωγή είναι απορριπτέα ως προώρως ασκηθείσα, καθόσον η πιθανότητα ή το ενδεχόμενο των διαφυγόντων κερδών αλλά και το ύψος αυτών εξαρτώνται και από άλλους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι ενδέχεται να επέλθουν στο μέλλον και των οποίων η τυχόν μέλλουσα πραγματοποίηση είναι αδύνατο να προβλεφθεί κατά τους κανόνες της κοινής πείρας από το παρόν δικαστήριο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του δέχθηκε τα ίδια, όσον αφορά στο ποσό της αποζημίωσης, αλλά όμως επιδίκασε για την ίδια αιτία στο ενάγοντα αποζημίωση λόγω διαφυγόντων εισοδημάτων για το μικρότερο χρονικό διάστημα από 15.08.2012 μέχρι 31.12.2019 έσφαλε ως προς την ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος του ενάγοντος πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσία, απορριπτόμενου του αντιθέτου (τετάρτου) λόγου της έφεσης των δύο πρώτων εναγομένων………… Κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στις 02.05.2017, οι εναγόμενοι προέβαλαν ορισμένως ένσταση…………… της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, καθόσον από τότε που συνέβη το ατύχημα (15.08.2001) και ο ενάγων πληροφορήθηκε τους υπόχρεους προς καταβολή της αποζημίωσης για αποκατάσταση της επελθούσας ζημίας, συνεπεία του τραυματισμού του, οι συνέπειες του οποίου και η έκταση της ζημίας, ενεστώσας και μέλλουσας, μπορούσαν έκτοτε να προβλεφθούν, μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής παρήλθε πενταετία. Η ένδικη αξίωση αποθετικής περιουσιακής ζημίας (διαφυγόντων κερδών) του ενάγοντος κατά των δύο πρώτων εναγομένων, η ασκούμενη δηλαδή με την ένδικη από 22.06.2015 και με αριθμ. εκθ. κατ. 14240/09.07.2015 αγωγή, γεννήθηκε στις 15.08.2001, οπότε τελέστηκε η αδικοπραξία εξαιτίας της οποίας επήλθε ο τραυματισμός του ενάγοντος. Η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 21.07.2015, όπως οι τελευταίοι αναφέρουν στην έφεση τους και δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, δηλαδή μετά την πάροδο πενταετίας και πλέον από την επομένη του ένδικου ατυχήματος στις 15.08.2001. Όμως η ένδικη αξίωση αποτελεί μέρος, αναγόμενο σε μεταγενέστερο χρόνο, της όλης αξίωσης για αποθετική ζημία από τον τραυματισμό του ενάγοντος κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα, η ύπαρξη της οποίας, για τα χρονικά διαστήματα από 16-08-2001 έως 16-08-2003 και από 16.08.2003 έως 15.08.2012 βεβαιώθηκε με την 2078/17.09.2009 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε επί των από 30.07.2003 (αριθμ. εκθ. κατ. 28242/01.08.2003) και 02.06.2004 (αριθμ. εκθ. κατ. 18640/03.06.2004) προγενέστερων αγωγών του ιδίου ενάγοντος κατά των αυτών εναγομένων από αδικοπραξία, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 265/29.01.2008 εν μέρει τελεσίδικης και εν μέρει μη οριστικής απόφασης του, η οποία αφού απέρριψε τις εφέσεις των διαδίκων ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, το οποίο έτσι τελεσιδίκησε, ως προς όλους, τους τότε και νυν, διαδίκους, ακολούθως διέτασσε ιατρική πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να διαπιστωθεί η ανικανότητα του ή μη, για την άσκηση του επαγγέλματος του, ως βοηθού τεχνίτη σε αλουμινοκατασκευές κατά το χρονικό διάστημα από 16.08.2001 έως 15.08.2038 και αν χρήζει νοσοκόμας κατά το χρονικό διάστημα από 01.10.2001 έως 30.09.2016. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι από την 15.08.2001, οπότε άρχισε η παραγραφή των αξιώσεων του ενάγοντος, μεσολάβησε η άσκηση των ως άνω αγωγών, ήτοι η άσκηση της από 30.07.2003 και με αριθμό εκθ. κατ. 28.242/01.08.2003 αγωγής και η άσκηση της από 02.06.2004 και με αριθμ. εκθ. κατ. 18640/03.06.2004 αγωγής, εκ των οποίων η δεύτερη από αυτές προκύπτει ότι επιδόθηκε στους δύο πρώτους εναγομένους στις 21.06.2004 (βλ. τις υπ’ αριθμ. 11706 και 11705Ε/21.06.2004 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Χ. Δ. Π.) που διέκοψε την παραγραφή και της συμπεριλαμβανομένης σε εκείνη ένδικης αξίωσης για περαιτέρω αποζημίωση, η οποία κατά τα ανωτέρω απορρίφθηκε ως προώρως ασκηθείσα, και ακολούθως από της δημοσιεύσεως, της υπ’ αριθμ. 265/29.01.2008 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία αναγνωρίσθηκε η έννομη σχέση από την οποία απορρέει η προς αποζημίωση ευθύνη του εναγομένου και αναγνωρίζεται η ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του ενάγοντος γενικώς για κάθε ζημιά από την αδικοπραξία και συνεπώς και για τη ζημιά του που ζητείται με την ένδικη αγωγή, και ακολούθως της υπ’ αριθμ. 2078/17.09.2009 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού επίσης, με την οποία επιδικάστηκε στον ενάγοντα αποζημίωση για ζημιές που ανάγονται σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, από την αδικοπραξία και ακολούθως, κατέστη εικοσαετής κατ’ άρθρο 268 εδ 1 ΑΚ (28.01.2028), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία προηγήθηκε, έστω και εάν δεν ήταν δυνατή η ουσιαστική επιδίκαση ή αναγνώριση αυτής επειδή κρίθηκε ότι είχε ασκηθεί προώρως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ένσταση παραγραφής, που προέβαλαν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, δεχόμενο την αντένσταση διακοπής της παραγραφής, που προέβαλε ο ενάγων και, εν συνεχεία, δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία την αγωγή, δεν έσφαλε και τα αντίθετα από τους δύο πρώτους εναγομένους υποστηριζόμενα με τους λόγους της έφεσης τους είναι αβάσιμα και απορριπτέα…….”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ένσταση παραγραφής που είχαν προβάλει παραδεκτά οι αναιρεσείοντες, δεχθέν: 1) ότι το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα την 15-10-2001, 2) ότι ο τραυματισθείς κατ’ αυτό ενάγων, ήδη αναιρεσίβλητος, άσκησε κατά των ήδη αναιρεσειόντων τις από 30-7-2003 (αρ. κατ. 28242/1-8-2003) και από 2-6-2004 (αρ. κατ. 18640/2004) αγωγές, με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την, λόγω της ανικανότητάς του προς εργασία, επιδίκαση διαφυγόντων εισοδημάτων, χρονικού διαστήματος, από 16-8-2001 μέχρι 16-8-2003 με την πρώτη, και από 16-8-2003 μέχρι 15-8-2038 με τη δεύτερη, 3) ότι οι ως άνω αγωγές συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε επ’ αυτών η υπ’ αριθμ. 26201/2005 εν μέρει οριστική και ακολούθως η υπ’ αριθμ. 2167/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατόπιν δε ασκήσεως αντίθετων εφέσεων κατ’ αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 265/2008 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και διέταξε τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, εν συνεχεία δε εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2078/2009 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο επιδίκασε υπέρ του ενάγοντος διαφυγόντα εισοδήματα χρονικού διαστήματος από 16-8-2003 έως 15-8-2012, απέρριψε δε ως προώρως ασκηθείσα την αξίωση αυτή για το από 15-8-2012 και μέχρι 15-8-2038 χρονικό διάστημα, 4) ότι η υπό κρίση (από 22-6-2015) αγωγή, με την οποία ο ενάγων ζητεί, μεταξύ άλλων, την επιδίκαση διαφυγόντων εισοδημάτων χρονικού διαστήματος από 16-8-2012 έως 30-9-2044, επιδόθηκε στους εναγομένους- αναιρεσίβλητους την 21-7-2015, μετά την παρέλευση δηλαδή πενταετίας από την ημέρα του ατυχήματος (15-10-2001), πλην όμως, με την άσκηση των προγενέστερων, από 30-7-2003 και από 2-6-2004, αγωγών, είχε διακοπεί η παραγραφή της περιλαμβανόμενης και σ’ αυτές αξιώσεως για διαφυγόντα εισοδήματα (προγενέστερου διαστήματος), με επακόλουθο η ένδικη αξίωση, η οποία αποτελεί μέρος, αναγόμενο σε μεταγενέστερο χρόνο, της όλης αξιώσεως για αποθετική ζημία από τον τραυματισμό του ενάγοντος κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα, να μην έχει παραγραφεί κατά το χρόνο εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 2078/2009 τελεσίδικης αποφάσεως, από τη δημοσίευση της οποίας (17-9-2009) επήλθε επιμήκυνση του χρόνου της πενταετούς παραγραφής σε εικοσαετή, κατά το άρθρο 268 εδ. α’ Α.Κ. και, συνεπώς, η ένδικη αξίωση, που ασκήθηκε στις 21-7-2015 (με την επίδοση της αγωγής), ήτοι δεκατέσσερα έτη μετά το ατύχημα (15-10-2001), δεν είχε υποπέσει, στην ισχύουσα πλέον, εικοσαετή παραγραφή. Έκρινε δηλαδή το Εφετείο, μεταξύ άλλων, ότι η άσκηση της από 2-6-2004 αγωγής -με την οποία εζητείτο η επιδίκαση διαφυγόντων εισοδημάτων χρονικού διαστήματος από 16-8-2003 μέχρι 15-8-2038- διέκοψε την παραγραφή της σχετικής αξιώσεως του ενάγοντος- αναιρεσίβλητου για το χρονικό αυτό διάστημα, και ότι η απόρριψη, ως προώρως ασκηθέντος, του μέρους αυτής που αντιστοιχεί στο διάστημα από 15-8-2012 μέχρι 15-8-2038, δεν αποτελεί απόρριψη για τυπικούς, αλλά για ουσιαστικούς λόγους, χωρίς να υφίσταται υποχρέωση επανανασκήσεως εντός έξι μηνών από την τελεσίδικη απόρριψη, κατ’ άρθρ. 263 Α.Κ., και, συνακόλουθα, από την έκδοση της ως άνω υπ’ αριθμ. 2078/2009 τελεσίδικης αποφάσεως (τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου), άρχισε νέα, εικοσαετής πλέον, παραγραφή, κατά τα άρθρα 261 παρ. 2 και 937 παρ. 1 Α.Κ. Με τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο, σε σχέση με τα διαφυγόντα εισοδήματα χρονικού διαστήματος από 15-8-2012 και μέχρι 15-8-2038, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και δεν παραβίασε αυτές ευθέως, αλλά ούτε και εκ πλαγίου, αφού διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών, για να δικαιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η επιμήκυνση της παραγραφής της αξιώσεως αυτής του ενάγοντος σε εικοσαετή, κατ’ άρθρ. 268 εδ. α’ Α.Κ. και η συνακόλουθη απόρριψη ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης της προβληθείσας εκ μέρους της αναιρεσείουσας, κατά το μέρος τούτο της αξιώσεως, ενστάσεως παραγραφής.
Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, καθώς και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι το Εφετείο, το μεν εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, το δε παραβίασε εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 241, 247, 251, 298, 914, 937 του Α.Κ., 10 παρ. 2 Ν. 489/1976, 261 εδ. α’ Α.Κ, σε συνδ. με 221 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και 268 εδ. α’ Α.Κ., με την παραδοχή ότι η παραγραφή της ένδικης αξιώσεως για διαφυγόντα εισοδήματα χρονικού διαστήματος από 15-8-2012 μέχρι 15-8-2038, επιμηκύνθηκε σε εικοσαετή μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 2078/2009 τελεσίδικης αποφάσεως, παρότι με την εν λόγω τελεσίδικη απόφαση η αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα χρονικού διαστήματος από 15-8-2012 μέχρι 15-8-2038, είχε απορριφθεί ως προώρως ασκηθείσα, δηλαδή για λόγο μη ουσιαστικό, χωρίς ο ενάγων- αναιρεσίβλητος να την επανεγείρει μέσα σε έξι μήνες, με συνέπεια, η παραγραφή, που είχε διακοπεί με την έγερση της από 2-6-2004 αγωγής, να θεωρείται ότι δεν διακόπηκε, κατ’ άρθρ. 263 ΑΚ. Κατ’ εσφαλμένη όμως ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων το Εφετείο έκρινε ότι το αγωγικό κονδύλιο των διαφυγόντων εισοδημάτων χρονικού διαστήματος από 16-8-2038 έως 15-8-2044 δεν είχε υποπέσει σε παραγραφή και, ακολούθως, απέρριψε αυτό ως προώρως ασκηθέν. Και τούτο διότι, το χρονικό αυτό διάστημα δεν είχε περιληφθεί στην προγενέστερη από 2-6-2004 αγωγή (με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, εζητείτο η επιδίκαση διαφυγόντων εισοδημάτων χρονικού διαστήματος από 16-8-2003 και μέχρι 15-8-2038) και συνεπώς, κατά το μέρος αυτό, η αξίωση, ασκηθείσα το πρώτον με την υπό κρίση από 22-6-2015 αγωγή, είχε υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 Α.Κ. από την 16-10-2006 (ενόψει του ότι το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα την 15-10-2001), ήταν δηλαδή ήδη παραγεγραμμένη κατά το χρόνο εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 2078/17-9-2009 τελεσίδικης αποφάσεως, με επακόλουθο να μην αρχίζει, με την έκδοσή της, νέα, εικοσαετής, παραγραφή, κατ’ άρθρ. 268 εδ. α’ Α.Κ.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει ως προώρως ασκηθέν, και όχι ως παραγεγραμμένο, το αγωγικό κονδύλιο διαφυγόντων εισοδημάτων χρονικού διαστήματος από 16-8-2038 έως 15-8-2044, εσφαλμένα ερμήνευσε εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 241, 247, 251, 298, 914, 937 του Α.Κ., 10 παρ. 2 Ν. 489/1976, 261 εδ. α’ Α.Κ, σε συνδ. με 221 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και 268 εδ. α’ Α.Κ., είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά στο αγωγικό κονδύλιο των διαφυγόντων εισοδημάτων χρονικού διαστήματος από 16-8-2038 έως 15-8-2044, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο, κατά τα άνω, μέρος, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρ. 520 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους καταθέσαντες τούτο αναιρεσείοντες, ενόψει της νίκης τους (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. ε’ Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1.1.2016) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2094/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Και Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στους καταθέσαντες τούτο αναιρεσείοντες.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 275 / 2022 Αποζημίωση από αδικοπραξία λόγω τροχαίου ατυχήματος -Παραγραφή αξιώσεων
Πηγή :