Αριθμός 864/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Μαρία Βασδέκη, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 10 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Της αναιρεσείουσας: Κ. συζύγου Μ. Τ., κατοίκου … Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καρδουλάκη, ο οποίος ανακάλεσε την από 5-2-2020 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Ρ., κατοίκου … και 2) Ι. Κ., κατοίκου … Ο 1ος αναιρεσίβλητος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κορωναίο, ενώ ο 2ος αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Β) Του αναιρεσείοντος: Κ. Ρ., κατοίκου … Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κορωναίο.
Της αναιρεσίβλητης: Κ. συζύγου Μ. Τ., κατοίκου … Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καρδουλάκη, ο οποίος ανακάλεσε την από 5-2-2020 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-12-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας – αναιρεσίβλητης Κ. συζύγου Μ. Τ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5555/2013 μη οριστική και 2899/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 194/2017 μη οριστική και 514/2018 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με τις από 18-10-2018 και 22-10-2018 αιτήσεις τους.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας – αναιρεσίβλητης Κ. συζύγου Μ. Τ. ζήτησε την παραδοχή της από 18-10-2018 αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος – αναιρεσιβλήτου Κ. Ρ. την παραδοχή της από 22-10-2018 αίτησης, καθένας δε την απόρριψη της αίτησης του αντιδίκου μέρους και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις υπό κρίση από 18-10-2018 και από 22-10-2018 αντίθετες αιτήσεις αναιρέσεως που πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν (άρθρα246,573 ΚΠολΔ) προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (ΑΠ1379/2014) προσβάλλεται η υπ’αριθμ. 514/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής κατ’ επιτρεπτήν εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα) άσκησε την από 17-12-2007 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποίαν ζήτησε την επιδίκαση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως προς αποκατάσταση της θετικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που επήλθε στην υγεία της συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων ως θεραπόντων ιατρών της, μετατρέποντας παραδεκτώς το καταψηφιστικό αίτημά της ως προς το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποιήσεως σε αναγνωριστικό για το πέραν των 28.000 ευρώ χρηματικό ποσό. Με την υπ’αριθμ. 5555/2013 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων εκδοθείσα, διατάχθηκε η διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και με την υπ’αριθμ. 2899/2015 οριστική του απόφαση η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν. Η ενάγουσα άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως. Το Εφετείο με την υπ’αριθμ. 194/2017 μη οριστική του απόφαση διέταξε τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και με την υπ’αριθμ. 514/2018 απόφασή του κατά παραδοχή της εφέσεως δέχθηκε εν μέρει κατ’ουσίαν την ένδικη αγωγή, απορρίπτοντας ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την περί παραγραφής της ενδίκου αξιώσεως ένσταση των εναγομένων. Η ως άνω απόφαση του Εφετείου πλήττεται από την ενάγουσα και τον πρώτο εναγόμενο με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτές και αναλύονται ειδικότερα κατωτέρω. Όπως δε προκύπτει από την υπ’αριθμ. …/11-2-2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών Α. Κ., ακριβές αντίγραφο της από 18-10-2018 αιτήσεως αναιρέσεως με την κάτω από αυτήν πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης, επιδόθηκε με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας στον δεύτερο αναιρεσίβλητο. Επομένως εφ’ όσον αυτός δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της προκειμένης υποθέσεως στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, πρέπει η συζήτηση να προχωρήσει παρά την απουσία του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Επειδή από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό, την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ80/2018, ΑΠ467/2017, ΑΠ211/2017).
Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δ, “αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005), κατά δε την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ. ο απ’ αυτήν προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της τα περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με το χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν, εξαιτίας της υπάρξεως αντιφασκουσών παραδοχών, δεν προκύπτει από την απόφαση, ποια πραγματικά περιστατικά δέχτηκε αυτή, ώστε σε συνδυασμό με το διατακτικό να κριθεί περαιτέρω, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (ΑΠ 1131/2007).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικόν έλεγχον, μέρος των τα εξής: ” … Στις 11 Νοεμβρίου του έτους 2002 η ενάγουσα, η οποία, ήταν χρόνια χρήστης φακών επαφής, ενόψει του ότι ο αριστερός οφθαλμός αυτής εμφάνισε ερυθρότητα, αίσθηση ξένου σώματος και δακρύρροια, επισκέφθηκε το ιδιωτικό ιατρείο του πρώτου εναγομένου, χειρουργού-οφθαλμίατρου, ο οποίος, … διέγνωσε ότι πάσχει από επιπεφυκίτιδα και της χορήγησε κολλύριο αντιβίωσης -κορτικοειδούς. Ενόψει του ότι τα συμπτώματα επέμεναν, η ενάγουσα μετέβη εκ νέου στο ιατρείο του ως άνω εναγομένου που της συνέστησε, επίσης, να κρατά τον οφθαλμό της κλειστό με επιθέματα οφθαλμικής γάζας, την οποία άλλαζε ο ίδιος όταν επισκεπτόταν το ιατρείο του. Ειδικότερα η τελευταία πραγματοποίησε επισκέψεις στο ιατρείο του, στις 13-11-2002, 14-11-2002, 15-11-2002, 18-11-2002, 22-11-2002, χωρίς όμως να βελτιώνεται η κατάστασή της, αλλά αντιθέτως να επιδεινώνεται, και για τελευταία φορά τη Δευτέρα 25-11-2002, την οποία αυτός αρνείται ότι έλαβε χώρα. Η ενάγουσα, βλέποντας ότι δεν υπάρχει βελτίωση με την αγωγή που της συνέστησε ο πρώτος εναγόμενος, αποφάσισε να αλλάξει ιατρό και στις 26-11-2002 μετέβη στο ιδιωτικό ιατρείο του δεύτερου εναγομένου – οφθαλμίατρου. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο ισχυρισμός της ότι τελευταία φορά επισκέφθηκε τον πρώτο εναγόμενο στις 25-11-2002, κρίνεται αληθής από το δικαστήριο, καθώς ενισχύεται από το ότι οι επισκέψεις της σε αυτόν ήταν πολύ συχνές, δεν είναι δε λογικό, αφού η κατάστασή της επιδεινωνόταν κι ενώ, μάλιστα, είχε αρχίσει από 16-11-2002 να αισθάνεται ότι μειώνεται η όρασή της, μετά την επικαλούμενη από τον πρώτο εναγόμενο τελευταία επίσκεψη στο ιατρείο του (22- 11- 2002), να αφήσει τόσες ημέρες να παρέλθουν μέχρι την επίσκεψή της στον δεύτερο εναγόμενο-ιατρό. Ο ως άνω οφθαλμίατρος, της χορήγησε επίσης θεραπευτικό σχήμα από αντιβίωση και κορτικοειδές, το οποίο ενδείκνυνται για επιπεφυκίτιδα, ενώ η ενάγουσα επανέλαβε τις επισκέψεις της στον εν λόγω ιατρό στις 27, 28 και 29-11-2002, χωρίς επίσης να παρατηρήσει βελτίωση. Στις 2-12-2002, που ήταν η τελευταία επίσκεψη της ενάγουσας και στον δεύτερο εναγόμενο, αυτή παρουσίαζε ήδη έντονο πόνο στον οφθαλμό της. Ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι της συνέστησε τότε ο ίδιος να μεταβεί στο Νοσοκομείο ”…” για περαιτέρω εξέταση, ενώ η ενάγουσα αναφέρει ότι με δική της πρωτοβουλία πήγε στο ως άνω νοσοκομείο, …. Κατά τη μετάβαση της ενάγουσας στις 2-12-2002 στο εξωτερικά ιατρεία της κρατικής οφθαλμολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών ‘Γ. Γεννηματάς”. (όπου παραπέμφθηκε επειγόντως απο το “…”), κατόπιν λήψης δείγματος για καλλιέργεια, διαγνώσθηκε ότι αυτή πάσχει από κερατίτιδα, η οποία προκλήθηκε απο το μικρόβιο της ακανθαμοιβάδας. Νοσηλεύτηκε δε στο εν λόγω νοσοκομείο, λαμβάνοντας θεραπευτική αγωγή μέχρι τις 13-12-2002, οπότε και έλαβε εξιτήριο, ενώ της συστήθηκε τακτική παρακολούθηση από τους ιατρούς της εν λόγω Κλινικής λαμβάνοντας και τη σχετική φαρμακευτική αγωγή ( call ophtamendine, call neosporin και call PHMB0,02). Στις 21-3-2003, λόγω αδυναμίας ανάσχεσης της καταστροφής του κερατοειδούς του αριστερού οφθαλμού της ενάγουσας, αυτή εισήλθε επειγόντως στην ώς άνω Κλινική και υποβλήθηκε στις 22-3-2003 σε χειρουργική επέμβαση διαμπερούς κερατοπλαστικής (μεταμόσχευσης κερατοειδούς), χωρίς ωστόσο βελτίωση της όρασης. Στις 2-4-2013 έγινε πλύση του πρόσθιου θαλάμου, ενώ στις 19-4-2003 διενεργήθηκε στον εν λόγω οφθαλμό υπερηχογραφία, οπότε διαπιστώθηκε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, για την αντιμετώπιση της οποίας παραπέμφθηκε για χειρουργική αποκατάσταση στο Νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός”, ενώ στις 9-7-2003 χειρουργήθηκε εκ νέου στον αριστερό οφθαλμό, λόγω υποτροπής της αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς. Μετά την παρέλευση τριών ετών, στις 17-5-2006, υποβλήθηκε σε νέα μεταμόσχευση κερατοειδούς λόγω ανεπάρκειας του αρχικού μοσχεύματος. Τα παραπάνω προκύπτουν από την με αρ. πρωτ. 7644/2007 βεβαίωση του ως άνω νοσοκομείου, στο τέλος της οποίας αναφέρεται ότι έκτοτε (δηλ. μετά τις 17-5-2006) παρακολουθείτο στενά και ευρίσκετο υπό θεραπευτική αγωγή, μέχρι που πρότινος διαπιστώθηκε επεισόδιο απόρριψης και βαθμιαίας έκπτωσης του μοσχεύματος. Στην δε από 20-4-2011 Ιατρική γνωμάτευση της διευθύντριας της Β’ οφθαλμολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου “Ερρίκος Ντυνάν”, Σ. Α., αναφέρεται ότι”…διαπιστώθηκε στο μεν δεξιό οφθαλμό της ενάγουσας υψηλή μυωπία, μετεγχειρητική αφακία και ενδοφακός οπισθίου θαλάμου. Η οπτική οξύτητα του δεξιού οφθαλμού είναι 1.5/10 μη βελτιούμενη περαιτέρω {…). Στον δε αριστερό οφθαλμό διαπιστώθηκε παλαιά μεταμόσχευση κερατοειδούς, θόλωση μοσχεύματος κερατοειδούς, οίδημα- φυσαλιδώδης κερατοπάθεια, εξωτροπία. Η οπτική οξύτητα του αριστερού οφθαλμού είναι δυο προβολές φωτός. Υπερτονία, γλαύκωμα. Δεν ελέγχεται το οπίσθιο ημιμόριο του αριστερού οφθαλμού λόγω θολερότητος του κερατοειδούς. Δεν συνιστάται τρίτη μεταμόσχευση κερατοειδούς του αριστερού, οφθαλμού. Όπως αναφέρεται δε και στις δύο ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, ήτοι τόσο του Α. Κ., που διατάχθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και στη συμπληρωματική του Α. Χ. που διατάχθηκε από το παρόν, η οπτική οξύτητα του επίμαχου για την ένδικη υπόθεση (αριστερού) οφθαλμού της ενάγουσας είναι αντίληψη φωτός (μικρότερη του 1/20). Οι εναγόμενοι – ήδη εφεσίβλητοι, οι οποίοι δεν αμφισβητούν την ως άνω κατάσταση του οφθαλμού της ενάγουσας αλλά αρνούνται τη δική τους υπαιτιότητα στην πρόκληση αυτής, πρότειναν ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, της οποίας το τελευταίο, εφόσον απέρριψε την αγωγή, έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση, και την οποία επαναφέρουν, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι, από τις 2-12-2002 που η ενάγουσα μετέβη στο ως άνω Νοσοκομείο (…), οπότε υποβλήθηκε στις σχετικές εξετάσεις και έμαθε ότι είχε προσβληθεί από το μικρόβιο της ακανθαμοιβάδας και σε κάθε περίπτωση από τις 14-12-2002 που εξήλθε από το εν λόγω νοσοκομείο, γνωρίζοντας την πάθηση του οφθαλμού της και λαμβάνοντας σχετική θεραπευτική αγωγή και συνεπώς και τις τυχόν μελλοντικές επιζήμιες συνέπειες αυτής (πάθησης), έως τις 21-12-2007 που ασκήθηκε (κατατέθηκε και επιδόθηκε) η ένδικη αγωγή, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, που ορίζεται ως χρόνος παραγραφής, από τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ για την απαίτηση από αδικοπραξία, όπως η ένδικη, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση. Η ως άνω ένσταση, όμως, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα, … ναι μεν η αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, συμπεριλαμβανόμενης και της μέλλουσας, γεννάται εξαρχής, αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες και επομένως αρχίζει έκτοτε να τρέχει και ο χρόνος παραγραφής για όλη τη ζημία, αλλά μόνο εφόσον αυτή (ζημία) μπορεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προβλεφθεί. Αντίθετα αν η ζημία αυτή και οι συνέπειές της είναι απρόβλεπτη, για την αποκατάστασή της, αρχίζει η παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειας τους με την ίδια αδικοπραξία του υπαιτίου. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προαναφερθέντα προκύπτει, ότι υπήρξε έντονη και ξαφνική επιδείνωση της κατάστασης της ενάγουσας, εξαιτίας της μη έγκαιρης και σωστής διάγνωσης και συνεπώς και θεραπευτικής αντιμετώπισης από τους εναγομένους, (όπως τουλάχιστον υποστηρίζει η ενάγουσα και ερευνάται παρακάτω από το δικαστήριο) στις 21 -3-2003, οπότε εισήλθε στο νοσοκομείο εκ νέου εσπευσμένα και υποβλήθηκε την επομένη, ανεπιτυχώς, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, σε επέμβαση μεταμόσχευσης κερατοειδούς, συνέπεια που δεν μπορούσε να προβλεφθεί νωρίτερα ήτοι όταν διαγνώσθηκε η ακανθαμοιβάδα. Οπότε, από την ως άνω ημερομηνία, έως την άσκηση της αγωγής δεν έχει παρέλθει ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής. Περαιτέρω, όπως επίσης αναφέρεται στις ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, η μόλυνση του κερατοειδούς από την ακανθαμοιβάδα προκαλεί κερατίτιδα σοβαρή και απειλητική για την όραση. Προδιαθεσικοί δε παράγοντες που μπορεί να αλλάξουν τους μηχανισμούς άμυνας του οφθαλμού και να επιτρέψουν την εισβολή των βακτηρίων στον κερατοειδή είναι μεταξύ άλλων (εξωγενών παραγόντων) και – η χρήση φακών επαφής και το τραύμα κερατοειδούς. Η κερατίτιδα από ακανθαμοιβάδα, ειδικά στα αρχικά στάδια, χαρακτηρίζεται απο έντονο πόνο δυσανάλογο με τα κλινικά ευρήματα. Μπορεί επίσης να εκδηλωθεί θάμβος όρασης, ερυθρότητα, αίσθηση ξένου σώματος, φωτοφοβία και εκκρίσεις. Δεδομένης της μη- ειδικής κλινικής εικόνας στα αρχικά στάδια της λοίμωξης, η κερατίτιδα από ακανθαμοιβάδα μπορεί να μιμηθεί άλλες ιογενείς, μικροβιακές ή μυκητιασικές κερατίτιδες. Η διαφορική διάγνωση στα πρώιμα κλινικά στάδια περιλαμβάνει την ξηροφθαλμία, την κερατίτιδα από τον ιό του απλού έρπητα, την υποτροπιάζουσα απόπτωση επιθηλίου του κερατοειδούς και την κερατοπάθεια που σχετίζεται με τη χρήση φακών επαφής. Τα θεραπευτικά δε σχήματα για την αντιμετώπιση της κερατίτιδας από ακανθαμοιβάδα είναι ειδικά και στηρίζονται σε συνδυασμό αμινογλυκοσίδης (Neomycine), πολομιξίνης και προπαμιδίνης (Brolene) ή προπαμιδίνης και διγουανιδίου (ΡΗΜΒ). Για την αντιμετώπιση της φλεγμονής μπορούν να χορηγηθούν τοπικά κυκλοπληγικά (Cyclogyl, Atropine). Ή χορήγηση κολλυρίων κορτικοειδών, (όπως αυτά που χορήγησαν στην ενάγουσα οι εναγόμενοι -ιατροί) αν και φαινομενικά ελαττώνει τα συμπτώματα της φλεγμονής, καταστέλλει την τοπική άμυνα με συνέπεια την επιδείνωση της νόσου. Eπίσης, φαίνεται ότι η χορήγηση τοπικών κορτικοειδών επηρεάζει τη μορφογένεση της ακανθαμοιβάδας, επιτρέποντας την επιτάχυνση της ανάπτυξης τροφοζωιτών, οι οποίοι, ως η ενεργός μορφή του πρωτοζώου, επάγουν την παθολογία του κερατοειδικού επιθηλίου. Τέλος, η πρόγνωση της κερατίτιδας από ακανθαμοιβάδα είναι χειρότερη πολλών άλλων μορφών μολυσματικής κερατίτιδας, οπότε η έγκαιρη διάγνωση παριστά τη μόνη ελπίδα διάσωσης του κερατοειδούς, Εφόσον δεν έχουν εγκατασταθεί. ακόμη οι όψιμες εκδηλώσεις της νόσου, τα θεραπευτικά αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά και μπορεί να υπάρξει έως και πλήρης θεραπεία της. Ακόμη, ο πραγματογνώμονας Α. Χ., στη σελ. 14-15 της ως άνω έκθεσής του, αποφαίνεται ότι, σε επίπεδο ιδιωτικού ιατρείου, και για λοιμώξεις της οφθαλμικής επιφάνειας (επιπεφυκότα και κερατοειδούς), τα κλινικά ενδεχόμενα είναι: α) η διάγνωση μίας ειδικής κλινικής εικόνας, όπως π.χ του δενδριτικού έλκους του κερατοειδούς, παθογνωμονικού προσβολής του κερατοειδούς από έρπητα, και χορήγηση της ειδικής αγωγής, β) η διαπίστωση μιας μη-ειδικής εικόνας, όπως πχ διάχυτης στικτής επιθηλιοπάθειας του κερατοειδούς, η οποία μπορεί να προέλθει από ένα μακρύ κατάλογο μικροβιακών, φλεγμονωδών ή άλλων αιτίων (πχ ξηροφθαλμία, χρήση φακών επαφής). Στις περιπτώσεις αυτές, δικαιολογείται η χορήγηση εμπειρικής θεραπείας (ήτοι, χωρίς ταυτοποίηση του υποκείμενου αιτίου), όπως των ευρέως φάσματος αντιβιοτικών κολλυρίων (πχ επί οξείας επιπεφυκίτιδας με πυώδεις εκκρίσεις ή μονήρους, μικρής έκτασης έλκους κερατοειδούς μικροβιακής μορφολογίας) ή των μεικτών κολλυρίων αντιβιοτικού – κορτικοειδούς (πχ επί οξείας επιπεφυκίτιδας με θυλακιώδη αντίδραση, ενδεικτική ενδεχόμενης ιογενούς προσβολής). Η εμπειρική αγωγή οφείλει να ανταποκρίνεται στο λεγόμενο θεραπευτικό κριτήριο, δηλαδή να συνεχίζεται για βραχύ χρονικό διάστημα και με την προυπόθεση ότι διαπιστώνεται σαφής ανταπόκριση της νόσου, κλινική βελτίωση και πορεία προς ίαση. Σε διαφορετική περίπτωση, η εμπειρική θεραπεία διακόπτεται και η οφειλόμενη ενέργεια είναι ο ειδικός διαγνωστικός- εργαστηριακός έλεγχος για την ταυτοποίηση του υπαίτιου μικροοργανισμού. Από τα παραπάνω, και όσα παρακάτω θα εκτεθούν, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, συνάγεται ότι οί εναγόμενοι οφθαλμίατροι υπέπεσαν σε ιατρικό σφάλμα, ήτοι εξεδήλωσαν συμπεριφορά, αποκλίνουσα σε σχέση με αυτή την οποία ο μέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας όφειλε, και μπορούσε να επιδείξει υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις τηρώντας τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, συμπεριφορά που συνδέεται αιτιωδώς με τη σημαντική επιδείνωση της κατάστασης στον αριστερό “οφθαλμό της ενάγουσας, με αποτέλεσμα αυτή να είναι εξαιρετικά δυσχερές να, αναστραφεί, πράγμα που τελικά όντως δεν συνέβη, κατά τα προαναφερθέντα. Πιο συγκεκριμένα, κι αν δεχθούμε ως δεδομένο, ότι από τα αρχικά συμπτώματα που εμφάνιζε η ενάγουσα, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί από τους εναγόμενους κατά την κλινική, εξέτασή, της σε επίπεδο ιδιωτικού ιατρείου, ότι επρόκειτο για κερατίτιδα, καθώς, πράγματι, κατά τα προεκτεθέντα, τα συμπτώματα τόσο της επιπεφυκίτιδας και της κερατίτιδας ομοιάζουν στα αρχικά στάδια, όμως, όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο, αφού χορήγησε τη φαρμακευτική αγωγή που προσιδιάζει στα συμπτώματα της επιπεφυκίτιδας και μετά από μερικές ημέρες, (διάστημα μίας εβδομάδας και πλέον) δεν διαπιστώθηκε βελτίωση, αλλά αντίθετα χειροτέρευση στον οφθαλμό της ενάγουσας, θα έπρεπε να υποπτευθεί, ότι ενδεχομένως αυτή δεν πάσχει από επιπεφυκίτιδα, αλλά από κερατίτιδα και να την παραπέμψει για. περαιτέρω πιο εξειδικευμένες εξετάσεις. Αυτό μάλιστα ενισχύεται κι από το γεγονός, ότι η ενάγουσα, η οποία είχε μεγάλη μυωπία, φορούσε επί σειρά ετών φακούς επαφής, οπότε είχε αυξημένο κίνδυνο να προσβληθεί από ακανθαμοιβάδα (80% των περιπτώσεων κερατίτιδας από ακανθαμοιβάδα εμφανίζεται στους χρήστες φακών επαφής). Εξ άλλου, όπως αναφέρει ο προαναφερθείς πραγματογνώμονας, τα επιθέματα με γάζες, τα οποία εφάρμοσε ο πρώτος εναγόμενος δεν είναι ενδεδειγμένα επί οξείας επιπεφυκίτιδας, αλλά επί απόπτωσης επιθηλίου, του κερατοειδούς, ενώ επίσης παραμένει αδιευκρίνιστο το είδος της επιπεφυκίτιδας που διέγνωσαν οι εναγόμενοι, (οξεία ή χρόνια, μικροβιακή, ιογενής ή αλλεργική), δεδομένου ότι κάθε μία από αυτές, αντιμετωπίζεται με διαφορετική φαρμακευτική αγωγή, π.χ τα κορτικοειδή (που χορηγήθηκαν από τους εναγόμενους) ενδείκνυται υπό όρους στις ιογενείς επιπεφυκίτιδες, αλλά όχι στις μικροβιακές. Όσον αφορά, ειδικότερα, στον δεύτερο εναγόμενο, στον οποίο απευθύνθηκε η ενάγουσα, έχοντας πολύ έντονα συμπτώματα, και αφού είχε ήδη επισκεφθεί, χωρίς επιτυχία, πολλές φορές τον πρώτο εναγόμενο σε διάστημα 2 και πλέον εβδομάδων, πρέπει να ‘αναφερθούν τα εξής: Πέραν του ότι είναι πιθανό να ήταν πλέον αναγνωρίσιμα τα σημάδια κερατίτιδας στον κερατοειδή της, πράγμα βέβαια που σε αυτήν τη φάση δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε, εφόσον. η ενάγουσα, όπως τον ενημέρωσε, παρουσίαζε επί πολλές ημέρες τα συμπτώματα, που αναφέρθηκαν παραπάνω στην απόφαση αυτή, τα οποία χειροτέρευαν διαρκώς, προστέθηκε δε σε αυτά και οξύς πόνος, και αφού είχε ήδη λάβει από τον προηγούμενο οφθαλμίατρο – πρώτο εναγόμενο, αγωγή για τη θεραπεία της επιπεφυκίτιδας, χωρίς αποτέλεσμα, δεν ήταν επιστημονικά ορθό, να της χορηγήσει εκ νέου αγωγή για την ίδια πάθηση, αλλά θα έπρεπε πρώτα να αποκλείσει την ύπαρξη άλλης πάθησης, παραπέμποντάς την άμεσα για εξειδικευμένες εξετάσεις. Ακόμη κι αν δεχθούμε τα υποστηριζόμενα από το δεύτερο εναγόμενο, ότι δηλ. ο ίδιος παρέπεμψε την ενάγουσα στο “…” Νοσοκομείο για περαιτέρω εξετάσεις, το οποίο ουδόλως προέκυψε κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, αυτό συνέβη αφού είχε περάσει ήδη μία εβδομάδα, μετά την πρώτη επίσκεψη στο ιατρείο του. Συμπερασματικά, οι lege artis ενέργειες ενός ιδιώτη οφθαλμίατρου και εν προκειμένω των εναγομένων, θα ήταν η επαγρύπνηση για το ενδεχόμενο ανάπτυξης αυτού του είδους κερατίτιδας σε ασθενείς που κάνουν χρήση φακών επαφής και δη της ενάγουσας και η άμεση παραπομπή της σε ειδικό τμήμα κερατοειδούς- προσθίου ημιμορίου τριτοβάθμιου νοσοκομείου, μόλις η όποια εμπειρική θεραπεία δείχνει να μην αποδίδει, και παρουσιάζει επιδείνωση μετά από ένα εύλογο διάστημα 1 έως 2 εβδομάδων, ανεξαρτήτως εάν η κλινική εικόνα προσομοιάζει με επιπεφυκίτιδα, κερατίτιδα ή κερατοπάθεια. Αν είχαν μεριμνήσει δε οι εναγόμενοι, κατά τα προεκτεθέντα, για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου της ενάγουσας και την παραπομπή της σε εξειδικευμένο οφθαλμολογικό Κέντρο, (καθώς η εικόνα κατά την αρχική εξέταση στο … Νοσοκομείο είναι ” απόστημα κερατοειδούς”, που υποδηλώνει, ότι το νόσημα είχε ήδη υπεισέλθει σε όψιμο στάδιο), θα είχε, πιθανότατα ως αποτέλεσμα την πλήρη θεραπεία της και την αποφυγή της μεταμόσχευσης κερατοειδούς, (ανεξάρτητα αν η τελευταία έγινε ή όχι με τον ενδεδειγμένο ιατρικά τρόπο, ζήτημα που δεν αφορά το αντικείμενο της παρούσας δίκης). Από τα προαναφερθέντα δε πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη από την ως αδικοπρακτική συμπεριφορά των δύο εναγομένων – οφθαλμιάτρων, για την ανόρθωση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Λαμβανομένων δε υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες επήλθε η ως άνω σωματική βλάβη της ενάγουσας, της γενικότερης κατάστασης των οφθαλμών της, του είδους της αναπηρίας της, της ηλικίας της (53 ετών, όταν υπέστη την ως άνω βλάβη), της ψυχικής της ταλαιπωρίας και της θλίψης που δοκίμασε και θα δοκιμάζει μέχρι το τέλος της ζωής της, του βαθμού του πταίσματος των εναγομένων, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων μερών, το δικαστήριο κρίνει ότι για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, θα πρέπει να της επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση που, κατά την κρίση του, ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση κρίνεται ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και είναι σύμφωνη με το σκοπό και το μέτρο στο οποίο απέβλεψαν οι διατάξεις των άρθρων 914, 932, 207, 298 και 330 Α.Κ., χωρίς να επιφέρει αδικαιολόγητο πλουτισμό στην ενάγουσα (Ολ.ΑΠ 6/2009), Η αγωγή, λοιπόν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς το σχετικό, ως άνω αίτημά της…”. Με τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση της ενάγουσας και ακολούθως την ένδικη αγωγή της κατά ένα μέρος κατ’ ουσίαν, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την περί παραγραφής ένσταση των εναγομένων, υποχρεώνοντας τους τελευταίους να καταβάλουν στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης καθένας εις ολόκληρον α) το ποσό των 14.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και β)αναγνωρίζοντας την υποχρέωση των ανωτέρω να της καταβάλουν καθένας εις ολόκληρον 11.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της άνω αγωγής.
Με την ως άνω κρίση του, το Εφετείο, δηλαδή με το να καθορίσει τη χρηματική ικανοποίηση της αναιρεσείουσας λόγω ηθικής βλάβης, στο ποσό των 25.000 ευρώ, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υστερεί και μάλιστα καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης, ενόψει και των ανέλεγκτων αναιρετικά παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης ότι ο αριστερός οφθαλμός της έχει “.δυνατότητα αντίληψης φωτός (μικρότερη του 1/20). η επελθούσα βλάβη συνιστά “αναπηρία” και ότι (η ενάγουσα, 53 ετών ούσα ) “… δοκίμασε και μέχρι το τέλος της ζωής της θα δοκιμάζει θλίψη.” . Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην πληττόμενη απόφαση τις αιτιάσεις ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Εφετείο, κατά την εφαρμογή της, ουσιαστικού δικαίου, διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ, επιδίκασε σ’ αυτήν ως εύλογη χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από την ανωτέρω σωματική της βλάβη, το προαναφερόμενο ποσό, το οποίο, όμως, είναι δυσαναλόγως μικρό σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις και προκύπτουν από τις συνθήκες της εν λόγω αδικοπραξίας ( ιατρικής αμέλειας).
Ωσαύτως βάσιμος είναι και ο δεύτερος εκ του αρ.9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι εκ του αρ.1, ούτε εκ του αρ.8 του ίδιου άρθρου) αναιρετικός λόγος με τον οποίον η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλομένη, ότι μετά τον περιορισμό του αιτήματός της ως προς το αίτημα της χρηματικής ικανοποιήσεως σε αναγνωριστικό για το πέραν των 28.000 ευρώ, άφησε “αδίκαστο” κατά ένα μέρος το ως άνω καταψηφιστικό της αίτημα, καθόσον , ενώ καθόρισε ως χρηματική ικανοποίηση το μικρότερο ποσό των 25.000 ευρώ , δεν το επεδίκασε ολόκληρο ως καταψηφιστικό, αλλά μόνον ως προς το ποσό των 14.000 ευρώ, το δε υπόλοιπο ποσό (των 11.000 ευρώ) “επεδίκασε” ως αναγνωριστικό.
Εν όψει των ανωτέρω, η από 18-10-2018 αίτηση αναιρέσεως της ενάγουσας πρέπει γίνει δεκτή κατά παραδοχή των προαναφερόμενων λόγων της και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη εφετειακή απόφαση, ως προς τα κεφάλαια που προεκτέθηκαν. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση, κατά τα αναιρούμενα κεφάλαιά της, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα (άρθρα 495 παρ. 3 εδαφ. ε’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ’ άρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα κατατιθέμενα από την 1η-1-2016 ένδικα μέσα) και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου που ηττάται (άρθρο 183, 176ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία κατέθεσε προτάσεις, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
Περαιτέρω ως προς την συνεκδικαζομένη αντίθετη αίτηση αναιρέσεως του πρώτου εναγομένου Κ. Ρ., πρέπει να λεχθούν τα εξής: Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β”, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του -, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεως του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε όντως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών του. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 “περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ (και ίσχυε στην κρινόμενη υπόθεση, πριν τη κατάργησή του με το άρθρο 341 ν.4512/2018) “Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεως της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες που προσαναφέρθηκαν προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Αντιθέτως, δεν φέρει καμιά ευθύνη αν ενήργησε σύμφωνα με τους πιο πάνω κανόνες (lege artis), και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεση του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός. Για τη θεμελίωση, εξάλλου της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας (διπλή λειτουργία της αμέλειας). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια (ΑΠ655/2019, ΑΠ1478/2018). Μάλιστα η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για τη ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σ αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρ. 8 του ν. 2251/1994 “για την προστασία των καταναλωτών”, που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ427/2015, ΑΠ 867/2013, 424/2012).
Επειδή κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη (άρθρ. 249 ΑΚ). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 247 και 251 Α.Κ., προκύπτει ότι η αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία γεννάται από τότε που επήλθε η ζημία και σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημιώσεως εξακολουθητικώς, αλλά γενικά η αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί, γεννάται αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες. Εφόσον δε η ικανοποίηση της αξίωσης αυτής είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη, πράγμα που πάντοτε συντρέχει, αν δεν παρεμβληθεί νομικό κώλυμα για την έγερση της σχετικής αγωγής, αρχίζει αμέσως η διαδρομή του χρόνου και της παραγραφής, που ορίζεται σε πέντε (5) έτη από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου. Γνώση της ζημίας για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξης, όχι όμως και η γνώση της έκτασης της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης. Έτσι, ο χρόνος της παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες που έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευσή τους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (Ολ.ΑΠ 24/2003, ΑΠ666/2010), όπως τούτο δύναται να συμβεί επί απρόβλεπτη κατά τα ιατρικά δεδομένα επιδεινώσεως της υγείας του παθόντος, γεγονός, το οποίο όμως αποτελεί στοιχείο της βάσης της σχετικής αγωγής σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ (ΑΠ 1368/2010). Το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Αυτό ισχύει μόνον για εκείνες τις επιζήμιες συνέπειες που μπορούν κατά την αντίληψη των συναλλαγών να προβλεφθούν -το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά- ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης. Αν όμως μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές οι επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειάς της με την αδικοπραξία. Στην πενταετή παραγραφή ισχύουν γενικές ρυθμίσεις του ΑΚ ως προς τη διακοπή (ΑΚ 255 επ.) και αναστολή της παραγραφής (ΑΚ 260 επ.). Ειδικώς, με την άσκηση της αγωγής, επέρχεται διακοπή της παραγραφής (ΑΚ 261, ΑΠ1322/2019), ενώ ο ισχυρισμός του εναγομένου ως υπαιτίου ότι η επακολουθήσασα ζημία ήταν εξ αρχής προβλέψιμη αποτελεί μέρος της περί παραγραφής ένστασής του και όχι αντένσταση του ενάγοντος (ΑΠ21/2012, ΑΠ2/2010).
Υπό τις προεκτεθείσες ως άνω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 914, 330, 932, 937 ΑΚ, 24 ν.1565/1939 και 8 ν.2251/1994, κατέληξε δε στο αποδεικτικό του πόρισμα, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και κυρίως χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, σχετικά με την ουσιαστική βασιμότητα του αγωγικού ισχυρισμού ότι η σωματική βλάβη της αναιρεσιβλήτου οφείλεται σε αμέλεια του αναιρεσείοντος κατά την άσκηση των ιατρικών καθηκόντων του. Ειδικότερα την κρίση του Εφετείου στηρίζουν επαρκώς οι παραδοχές ότι “…. δεν μερίμνησε για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου της παθούσας, παρά το ενδεχόμενο ανάπτυξης του συγκεκριμένου είδους κερατίτιδας ως χρήστη φακών επαφής και για την άμεση παραπομπή της σε εξειδικευμένο οφθαλμολογικό τμήμα νοσοκομείου, παρά το γεγονός ότι η εφαρμοσθείσα θεραπεία έδειχνε να μην αποδίδει και παρουσίαζε επιδείνωση μετά από ένα εύλογο διάστημα 1 έως 2 εβδομάδων σε αξιολόγηση της ασθενούς.”, αρκούν δε για να χαρακτηρίσουν, ως αμελή, τη συμπεριφορά του τελευταίου, (ο οποίος κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει ως μέσος συνετός και επιμελής ιατρός της ειδικότητάς του και της εμπειρίας του, δεν έλαβε τα ενδεδειγμένα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας της αναιρεσιβλήτου) και να συνδέσουν αιτιωδώς την ως άνω συμπεριφορά του με την επελθούσα σωματική βλάβη αυτής. Περαιτέρω υπό τις παραδοχές ότι “… υπήρξε έντονη και ξαφνική επιδείνωση της υγείας της ενάγουσας, εξ αιτίας τη μη έγκαιρης και σωστής διάγνωσης και συνεπώς και θεραπευτικής αντιμετώπισης εκ μέρους του στις 21-3¬2003, οπότε εισήλθε στο νοσοκομείο εκ νέου και υποβλήθηκε σε επέμβαση μεταμόσχευσης κερατοειδούς, συνέπεια που δεν μπορούσε να προβλεφθεί νωρίτερα, ήτοι όταν διαγνώσθηκε η ακανθαμοιβάδα…οπότε από την ως άνω ημερομηνία έως την άσκηση της αγωγής δεν έχει παρέλθει ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής.”, διέλαβε σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα ότι δεν ήταν προβλεπτές οι επιζήμιες συνέπειες της πάθησης που οδήγησε στην απώλεια του αριστερού οφθαλμού της αναιρεσιβλήτου κατά το χρόνο της γνώσεως εκ μέρους της ότι προσβλήθηκε από ακανθαμοιβάδα (2-12-2002 και σε κάθε περίπτωση 13-12-2002), θεμελιώνουν δε το σαφώς διατυπούμενο αρνητικό αποδεικτικό του πόρισμα ότι η εν λόγω αγωγική αξίωση δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του ΑΚ937 απορρίπτοντας κατ’ ουσίαν την σχετικώς προβληθείσα ένσταση.
Συνεπώς αμφότεροι οι λόγοι της από 22-10-2018 αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτου εναγομένου, με τους οποίους μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση ότι με την παραδοχή ως νόμω και ουσία βασίμου της από 17-12-2007 αγωγής κατά ένα μέρος και την απόρριψη κατ’ ουσίαν της εκ του άρθρου 937ΑΚ ενστάσεως , υπέπεσε στις πλημμέλειες εκ των αρ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τυγχάνουν αβάσιμοι, πέραν του απαραδέκτου αυτών, ενόψει του ότι όλες οι αιτιάσεις του κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ανάγονται στην πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων.
Μετά ταύτα, η από 22-10-2018 αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος λόγω της ήττας του (183, 176ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 18-10-2018 αίτηση της Κ. Τ. και την από 22-10-2018 αίτηση του Κ. Ρ. για αναίρεση της 514/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Απορρίπτει την από 22-10-2018 αίτηση του Κ. Ρ. για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
Δέχεται την από 18-10-2018 αίτηση αναιρέσεως της Κ. Τ..
Αναιρεί την 514/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης.
Παραπέμπει την υπόθεση για το παραπάνω κεφάλαιο για περαιτέρω εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την παραπάνω απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Και, Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσιβλήτου τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 29 Ιουλίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 864 / 2020 Ανεπαρκής η αποζημίωση που επιδικάστηκε λόγω ιατρικής αμέλειας, δεδομένης της σοβαρότητας της κατάστασης της ενάγουσας
Πηγή :