Θεσσαλονίκη, 29/05/2023
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: e242
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α8 – ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
Ταχ. Δ/νση : Τακαντζά 8 – 10
Ταχ. Κώδικας : 546 39 – Θεσσαλονίκη Τηλέφωνο : 2313-332239, 240 e-mail : ded.thess@aade.gr
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ’ όψη:
1. Τις διατάξεις:
α. του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4987/2022 Α’ 206), εφεξής
ΚΦΔ,
β. του άρθρου 10 της Δ. ΟΡΓ. Α 1125859 ΕΞ 2020/23.10.2020 Απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ (ΦΕΚ B’ 4738/26.10.2020) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής
Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ)», όπως αναριθμήθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει,
γ. της ΠΟΛ.1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ (ΦΕΚ Β’
1440/27.04.2017),
δ. Την με αριθμό Α.1165/22.11.2022 απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) με θέμα «Υποβολή ενδικοφανών προσφυγών και αιτημάτων αναστολής του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4987/2022), αποκλειστικά ψηφιακά μέσω διαδικτύου από το δικτυακό τόπο της ΑΑΔΕ» (ΦΕΚ Β’ 6009),
- Την ΠΟΛ.1069/04.03.2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του
Υπουργείου Οικονομικών,
- Την υπ’ αριθμ. ΔΕΔ1126366ΕΞ2016/30.08.2016 (Β’ 2759) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής»,
- Την από 30/01/2023 και με αριθμό πρωτοκόλλου ………. ενδικοφανή προσφυγή του ……………… ……………………….. ……………. με ΑΦΜ: ………………, κατά των κατωτέρω πράξεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ:
α) της υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2016,
β) της υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2017,
γ) της υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ για τη φορολογική περίοδο 01/01/2016 – 31/12/2016,
δ) της υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ για τη φορολογική περίοδο 01/01/2017 – 31/12/2017, και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
- Τις υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 και ……/29.12.2022 οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 2016 και 2017 αντίστοιχα, και τις υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 και ……/29.12.2022 οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ για τις φορολογικές περιόδους 01/01/2016 – 31/12/2016 και 01/01/2017 – 31/12/2017 αντίστοιχα, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ, των οποίων ζητείται η ακύρωση.
- Τις απόψεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ.
- Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α8 – Επανεξέτασης, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της από 30/01/2023 και με αριθμό πρωτοκόλλου ………. ενδικοφανούς προσφυγής του ……………… ……………………….. ……………. με ΑΦΜ: ………………, η
οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα: Με την υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ασκούντα ατομική επιχείρηση (χονδρικό εμπόριο γεωργικών φαρμάκων), για το φορολογικό έτος 2016, φόρος ποσού 8.362,35€, πρόστιμο ανακρίβειας άρθρου 58
ΚΦΔ ποσού 4.181,18€ και εισφορά αλληλεγγύης ποσού 812,43€, ήτοι συνολικό ποσό φόρου 13.355,96€, κατόπιν διαπίστωσης
προσαύξησης της περιουσίας του που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 4 του ν.4172/2013, ποσού 25.340,44€.
Με την υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, για το φορολογικό έτος 2017, φόρος ποσού 10.437,97€, πρόστιμο ανακρίβειας άρθρου 58 ΚΦΔ ποσού 5.218,99€ και εισφορά αλληλεγγύης ποσού 1.093,07€, ήτοι συνολικό ποσό φόρου 16.750,03€, κατόπιν διαπίστωσης προσαύξησης της περιουσίας του που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 4 του ν.4172/2013, ποσού 31.630,22€.
Με την υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ, μειώθηκε το πιστωτικό υπόλοιπο φόρου προς έκπτωση από το φόρο εκροών της επόμενης φορολογικής περιόδου, από 2.073,03€ σε 1.957,79€, ήτοι κατά το ποσό των 115,24€, λόγω μη αναγνώρισης προς έκπτωση του ΦΠΑ ποσού 115,24€, δαπανών αξίας 899,45€.
Με την υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ, επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, για τη φορολογική περίοδο 01/01/2017 – 31/12/2017, κύριος φόρος ποσού 251,31€ πλέον προστίμου άρθρου 58Α ΚΦΔ ποσού 125,66€, ήτοι συνολικό ποσό φόρου 376,97€, λόγω α) μη αναγνώρισης του πιστωτικού υπολοίπου φόρου της προηγούμενης φορολογικής περιόδου ποσού 115,24€ και β) μη αναγνώρισης προς έκπτωση του ΦΠΑ ποσού 136,07€, δαπανών αξίας 1.061,01€.
Οι ανωτέρω πράξεις εδράζονται επί των από 29/12/2022 εκθέσεων φορολογίας εισοδήματος (ν.4172/2013) και Φ.Π.Α. (ν.2859/2000) της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. …../……../2020 εντολής του Προϊσταμένου της. Ειδικότερα, από την επεξεργασία των δεδομένων των τραπεζικών λογαριασμών σε συνδυασμό με τα στοιχεία του Ειδικού Λογισμικού Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας (Α.Υ.Ο. 4105/2015), οι παρακάτω πιστώσεις – καταθέσεις, συνολικού ύψους 25.340,44€ και 31.630,22€ στα φορολογικά έτη 2016 και 2017 αντίστοιχα, σε τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους ο προσφεύγων είναι δικαιούχος ή συνδικαιούχος, κρίθηκαν από τον έλεγχο ως πρωτογενείς, που δεν αιτιολογήθηκαν επαρκώς και καταλογίστηκαν ως προσαύξηση περιουσίας προερχόμενη από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 4 του ν.4172/2013:
α/α | Ημερομηνία | Τράπεζα & ΙΒΑΝ | Περιγραφή & Αιτιολογία Συναλλαγής | Αρ. Δικαιο ύχων | Ποσό Συναλλαγής | Ποσό που αναλογεί |
1 | 29/2/2016 | 3 | 3.587,00 € | 1.195,67 € | ||
2 | 4/3/2016 | 1 | 3.587,00 € | 3.587,00 € | ||
3 | 29/3/2016 | 1 | 2.315,00 € | 2.315,00 € | ||
4 | 29/3/2016 | 3 | 1.308,00 € | 436,00 € | ||
5 | 7/4/2016 | 1 | 1.103,00 € | 1.103,00 € | ||
6 | 13/4/2016 | 1 | 1.531,00 € | 1.531,00 € | ||
7 | 28/4/2016 | 2 | 175,00 € | 87,50 € | ||
8 | 6/5/2016 | 2 | 962,73 € | 481,37 € | ||
9 | 11/5/2016 | 3 | 2.500,00 € | 833,33 € | ||
10 | 12/5/2016 | 1 | 3.660,00 € | 3.660,00 € | ||
11 | 4/7/2016 | 3 | 260,00 € | 86,67 € | ||
12 | 7/7/2016 | 3 | 206,00 € | 68,67 € | ||
13 | 2/8/2016 | 1 | 752,00 € | 752,00 € | ||
14 | 3/8/2016 | 3 | 150,00 € | 50,00 € | ||
15 | 19/8/2016 | 1 | 2.000,00 € | 2.000,00 € | ||
16 | 1/9/2016 | 3 | 752,00 € | 250,67 € | ||
17 | 1/9/2016 | 3 | 432,50 € | 144,17 € | ||
18 | 2/9/2016 | 1 | 752,00 € | 752,00 € | ||
19 | 2/9/2016 | 1 | 432,50 € | 432,50 € | ||
20 | 19/9/2016 | 1 | 1.000,00 € | 1.000,00 € |
21 | 29/9/2016 | 2 | 5.782,62 € | 2.891,31 € | ||
22 | 3/10/2016 | 3 | 432,50 € | 144,17 € | ||
23 | 5/10/2016 | 1 | 432,50 € | 432,50 € | ||
24 | 2/11/2016 | 1 | 1.000,00 € | 1.000,00 € | ||
25 | 10/11/2016 | 2 | 211,81 € | 105,91 € | ||
ΣΥΝΟΛΟ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΑΡΘΡΟΥ 21 ΠΑΡ. 4 Ν.4172/2013 ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΤΟΣ 2016 | 35.325,16 € | 25.340,44 € | ||||
26 | 9/1/2017 | 1 | 1.304,00 € | 1.304,00 € | ||
27 | 30/1/2017 | 2 | 10.000,00 € | 5.000,00 € | ||
28 | 9/2/2017 | 3 | 200,00 € | 66,67 € | ||
29 | 3/3/2017 | 2 | 400,00 € | 200,00 € | ||
30 | 6/3/2017 | 1 | 2.818,00 € | 2.818,00 € | ||
31 | 24/3/2017 | 3 | 100,00 € | 33,33 € | ||
32 | 27/3/2017 | 3 | 300,00 € | 100,00 € | ||
33 | 6/4/2017 | 1 | 2.818,00 € | 2.818,00 € | ||
34 | 10/4/2017 | 3 | 170,00 € | 56,67 € | ||
35 | 14/6/2017 | 3 | 500,00 € | 166,67 € | ||
36 | 21/6/2017 | 2 | 500,00 € | 250,00 € | ||
37 | 25/7/2017 | 2 | 1.100,00 € | 550,00 € | ||
38 | 27/7/2017 | 2 | 400,00 € | 200,00 € | ||
39 | 31/7/2017 | 2 | 1.100,00 € | 550,00 € | ||
40 | 3/8/2017 | 3 | 1.309,00 € | 436,33 € | ||
41 | 4/8/2017 | 1 | 1.309,00 € | 1.309,00 € | ||
42 | 16/8/2017 | 2 | 1.400,00 € | 700,00 € | ||
43 | 21/8/2017 | 1 | 1.700,00 € | 1.700,00 € | ||
44 | 21/9/2017 | 1 | 1.100,00 € | 1.100,00 € | ||
45 | 26/9/2017 | 1 | 7.235,00 € | 7.235,00 € | ||
46 | 27/9/2017 | 3 | 1.309,00 € | 436,33 € | ||
47 | 28/9/2017 | 1 | 1.309,00 € | 1.309,00 € | ||
48 | 28/9/2017 | 2 | 700,00 € | 350,00 € | ||
49 | 12/10/2017 | 2 | 500,00 € | 250,00 € | ||
50 | 22/11/2017 | 2 | 64,32 € | 32,16 € | ||
51 | 23/11/2017 | 2 | 600,00 € | 300,00 € | ||
52 | 4/12/2017 | 2 | 403,45 € | 201,73 € | ||
53 | 6/12/2017 | 1 | 1.618,00 € | 1.618,00 € | ||
54 | 6/12/2017 | 3 | 1.618,00 € | 539,33 € | ||
ΣΥΝΟΛΟ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΑΡΘΡΟΥ 21 ΠΑΡ. 4 Ν.4172/2013 ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΤΟΣ 2017 | 43.884,77 € | 31.630,22 € |
Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να γίνει αυτή δεκτή και να ακυρωθούν ή άλλως να τροποποιηθούν οι προαναφερθείσες πράξεις, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι ο καταλογισμός της προσαύξησης περιουσίας είναι εσφαλμένος διότι όλες οι πιστώσεις είναι γνωστής προέλευσης και τεκμηριώνονται από τα συνυποβληθέντα τραπεζικά παραστατικά, καρτέλες πελατών, φωτοαντίγραφα συναλλαγματικών και άλλα έγγραφα.
Επειδή, με το άρθρο 64 του ΚΦΔ ορίζεται ότι: «Η Φορολογική Διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξης και τον προσδιορισμό φόρου».
Επειδή, με το άρθρο 34 του ανωτέρω Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβεί, μετά από έλεγχο, σε έκδοση πράξης διόρθωσης οποιουδήποτε προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή προληπτικού προσδιορισμού φόρου, εφόσον από τον έλεγχο διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι ο προηγούμενος προσδιορισμός φόρου ήταν ανακριβής ή εσφαλμένος…».
Επειδή, με το άρθρο 28 παρ. 2 του ίδιου Κώδικαορίζεται ότι: «…Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται με βάση έκθεση ελέγχου, την οποία συντάσσει η Φορολογική Διοίκηση. Η έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει εμπεριστατωμένα και αιτιολογημένα τα γεγονότα, τα στοιχεία και τις διατάξεις τις οποίες έλαβε υπόψη της η Φορολογική Διοίκηση για τον προσδιορισμό του φόρου…». Επειδή,βασικά στοιχεία της αιτιολογίας αποτελούν κατά το νόμο, τη θεωρία και τη νομολογία εκτός από το νόμιμο έρεισμα της πράξης, δηλαδή την αναφορά των απρόσωπων κανόνων δικαίου που προβλέπουν την έκδοσή της, η ερμηνεία τους, οι νόμιμες προϋποθέσεις που έχουν διαπιστωθεί, η ουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών καταστάσεων, ο απαιτούμενος νομικός χαρακτηρισμός τους καθώς και τα κριτήρια και οι σκέψεις του διοικητικού οργάνου σχετικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας (Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, εκδόσεις
Αντ. Ν. Σάκκουλα 2001, παρ. 516 επ.). Η αιτιολογία δε, θεωρείται νόμιμη όταν είναι α) ειδική (και όχι γενική και αόριστη) και β) πλήρης ή επαρκής (και όχι ανεπαρκής ή ελλιπής). Σκοπός ύπαρξης αιτιολογίας σε μια διοικητική πράξη είναι ουσιαστικά η δημιουργία δυνατότητας ελέγχου της πράξης αυτής από τα δικαστήρια.
Επειδή, με το άρθρο 23 του ΚΦΔ ορίζεται ότι: «1. Η Φορολογική Διοίκηση έχει την εξουσία να επαληθεύει, να ελέγχει και να διασταυρώνει την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων εκ μέρους του φορολογούμενου, την ακρίβεια των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλονται σε αυτήν και να επιβεβαιώνει τον υπολογισμό και την καταβολή του οφειλόμενου φόρου, διενεργώντας έλεγχο σε έγγραφα, λογιστικά αρχεία (βιβλία και στοιχεία) και στοιχεία γνωστοποιήσεων και παρόμοιες πληροφορίες, θέτοντας ερωτήσεις στον φορολογούμενο και σε τρίτα πρόσωπα, ερευνώντας εγκαταστάσεις και μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διαδικασίες και χρησιμοποιώντας μεθόδους που προβλέπονται στον Κώδικα…».
Επειδή, με το άρθρο 21 παρ. 4 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι: «Κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας».
Επειδή, με το άρθρο 29 παρ. 4 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι: «Το εισόδημα από προσαύξηση περιουσίας της παραγράφου 4 του άρθρου 21 φορολογείται με συντελεστή τριάντα τρία τοις εκατό (33%)».
Επειδή, με το άρθρο 39 του ΚΦΔ ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση διαπίστωσης προσαύξησης περιουσίας κατά την παρ. 4 του άρθρου 21 του Κ.Φ.Ε., η προσαύξηση αυτή δεν υπόκειται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσσεται από τον φόρο σύμφωνα με ειδικές διατάξεις».
Επειδή, στο άρθρο 14 παρ. 1 του ανωτέρω Κώδικα ορίζεται ότι: «Πληροφορίες, τις οποίες ζητά εγγράφως η Φορολογική Διοίκηση από τον φορολογούμενο, πρέπει να παρέχονται μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση του σχετικού αιτήματος, εκτός εάν ο φορολογούμενος προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις για πιθανές δυσχέρειες κατά την προετοιμασία και υποβολή των πληροφοριών που του ζητήθηκαν, εφόσον οι δυσχέρειες αυτές οφείλονται σε πράξεις ή παραλείψεις της Δημόσιας Διοίκησης ή σε λόγους ανωτέρας βίας».
Επειδή, στο άρθρο 15 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «Ο Διοικητής δικαιούται να ζητά πληροφορίες ή έγγραφα από λοιπά τρίτα πρόσωπα, όπως ιδίως από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, τα επιμελητήρια, τους συμβολαιογράφους, τους υποθηκοφύλακες, τους προϊσταμένους των κτηματολογικών γραφείων, τους οικονομικούς ή κοινωνικούς ή επαγγελματικούς φορείς ή οργανώσεις, για τον προσδιορισμό της φορολογικής υποχρέωσης, που προκύπτει με βάση τις διασταυρώσεις των στοιχείων και για την είσπραξη της φορολογικής οφειλής με τους ειδικότερους όρους που προβλέπονται στην παρ. 1…».
Επειδή, με το υπ’ αριθ. πρωτ. ΔΕΑΦ Α΄ 1144110 ΕΞ 2015 έγγραφο της Διεύθυνσης Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας και της Διεύθυνσης Ελέγχων της Γ.Γ.Δ.Ε. παρασχέθηκαν οδηγίες σχετικές με θέματα ανάλωσης κεφαλαίου προηγουμένων ετών και προσαύξησης περιουσίας και διευκρινίστηκε ότι: «…Β’ Προσαύξηση περιουσίας 1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθ. 21 του ΚΦΕ, κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία, θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. 2. Επιπλέον, με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ΚΦΔ ορίζεται ότι σε περίπτωση διαπίστωσης προσαύξησης περιουσίας κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 21 του ΚΦΕ, η προσαύξηση αυτή δεν υπόκειται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία, είτε απαλλάσσεται από τον φόρο σύμφωνα με ειδικές διατάξεις. 3. Οι διατάξεις της ως άνω παραγράφου αναφέρονται σε οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας, που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή και αιτία προέλευσης, και ορίζεται ότι ο φορολογούμενος, έχει τη δυνατότητα να αποδείξει την πραγματική πηγή ή την αιτία προέλευσης ή ότι η εν λόγω προσαύξηση φορολογήθηκε ή απαλλάχθηκε νόμιμα. Σε περίπτωση που οι αποδείξεις δεν είναι ικανοποιητικές, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. 4. Η προσαύξηση της περιουσίας μπορεί να αναφέρεται σε κινητή ή ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής, όπως οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, αεροσκάφη, τραπεζικές καταθέσεις και πάσης φύσεως χρεόγραφα, (μετοχές, τοκομερίδια, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κλπ.), η οποία δεν δικαιολογείται από τα εισοδήματα που δηλώνει ο φορολογούμενος. Η μεταβολή της σύνθεσης ή της διατήρησης της περιουσίας δεν σημαίνει απαραίτητα και την προσαύξησή της. 5. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας διαπιστωθεί κατά τον έλεγχο, προκειμένου να φορολογηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 4 του άρθρου 29
του ΚΦΕ, δηλαδή με συντελεστή τριάντα τρία τοις εκατό (33%), απαιτείται να ελέγχονται και να συνεκτιμώνται και οι τυχόν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 32 του ΚΦΕ… 8. Η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις / καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές – κινήσεις που δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη φορολογητέο εισόδημα. Περαιτέρω μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα. Δηλαδή το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό. Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι, οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς. Επιπλέον ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς. Σημειώνεται ότι δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων. 9. Όταν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προσαύξηση της περιουσίας, τότε αυτή φορολογείται στη χρήση που διαπιστώνεται από τον έλεγχο ότι επήλθε. Ο φορολογούμενος δύναται σε κάθε περίπτωση να αποδείξει ότι ο χρόνος αυτός είναι διάφορος από αυτόν που διαπιστώθηκε από τον έλεγχο…». Επειδή, με την ΠΟΛ.1175/2017 παρασχέθηκαν οδηγίες για την αντιμετώπιση θεμάτων ελέγχου προσαύξησης περιουσίας και διευκρινίστηκε ότι: «1. Δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013, στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου (π.χ. εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα Δ’ πηγής του ν.2238/1994, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κτλ.), ακόμα και αν το ποσό
αυτό δεν συμπεριελήφθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον οι εν λόγω πιστώσεις συνεπάγονται φορολογική υποχρέωση στον φόρο εισοδήματος, ο καταλογισμός δεν θα γίνεται κατ’ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά των, κατά περίπτωση, εφαρμοστέων διατάξεων του ν.2238/1994 ή του ν.4172/2013, αναλόγως του είδους του εισοδήματος. 2. Γενικά, επισημαίνεται ότι πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013 του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, είτε την οποία αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε την οποία εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου. Σημειώνεται ότι ο φορολογούμενος οφείλει κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων. Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του. Σε περίπτωση που δεν προσκομίζονται στοιχεία για επένδυση ή κίνηση λογαριασμού ημεδαπής ή αλλοδαπής, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών (για παράδειγμα, διότι έχει παρέλθει ο χρόνος που η τράπεζα ή άλλο ίδρυμα έχει υποχρέωση διαφύλαξης των σχετικών αρχείων), γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του ελεγχόμενου, εκτός αν η φορολογική αρχή αιτιολογημένα απορρίψει αυτούς στη βάση άλλων στοιχείων που διαθέτει…». Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 884/2016 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία απάντησε σε προδικαστικά ερωτήματα υποβληθέντα από το ΔΕΑ, κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο φορολογούμενος (τεκμαίρεται ότι) γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν τραπεζικοί λογαριασμοί του. Κατ’ ακολουθίαν, μπορεί ευχερώς και υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να υποδείξει στη φορολογική αρχή την εν λόγω αιτία ή πηγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 περιπτ. α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994 -ΚΦΕ) και, ήδη, εκείνη του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας – ΚΦΔ), δεδομένου, άλλωστε, ότι πρόκειται για μη ευαίσθητο ή, γενικότερα, μη χρήζον αυξημένης προστασίας προσωπικό δεδομένο, για την πρόσβαση στο οποίο, στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου και της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, το κράτος διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης. Επομένως, οφείλει, κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της φορολογικής ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, πληροφοριακά στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα (μη απορριφθέντα από τη φορολογική αρχή) στοιχεία των δηλώσεών του φορολογίας εισοδήματος. Και ναι μεν μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να αντιταχθεί, εν όλω ή εν μέρει, στην εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσής του, επικαλούμενος κάποιο υπέρτερο δικαίωμά του, όπως, ιδίως, το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησής του, αλλά, πάντως, η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς που προβάλλει προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς του λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή (και περαιτέρω, σε περίπτωση άσκησης ένδικης προσφυγής, από το διοικητικό δικαστήριο) των αποδείξεων σε βάρος του και επιτρέπεται να οδηγήσει στη συναγωγή συμπερασμάτων προς θεμελίωση της ύπαρξης παράβασης ανακρίβειας της δήλωσής του και αντίστοιχης παράβασης φοροδιαφυγής, η τέλεση της οποίας μπορεί να προκύπτει όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, “τεκμήρια”), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις, οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης. Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων. Ειδικότερα, τέτοια στοιχεία έμμεσης απόδειξης (ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος) μπορούν να θεωρηθούν ότι συντρέχουν σε περίπτωση στην οποία τραπεζικός λογαριασμός του φορολογούμενου, μέσω του οποίου πραγματοποιείται έμβασμα, περιλαμβάνει μεγάλο ποσό το οποίο δεν καλύπτεται από τα (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που αυτός έχει
δηλώσει στη φορολογική αρχή ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία. Περαιτέρω, το προαναφερόμενο, εμμέσως αποδεικνυόμενο, εισόδημα, ως άγνωστης πηγής ή αιτίας, λογίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 (εδ. α’) του ΚΦΕ, η οποία είναι, κατά τούτο, αρκούντως σαφής και προβλέψιμη στην εφαρμογή της, για το μέσο επιμελή φορολογούμενο, ο οποίος δεν θα μπορούσε να έχει τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι τέτοιο εισόδημά του μένει αφορολόγητο. Επομένως, κατά την αρκούντως σαφή και προβλέψιμη έννοια της διάταξης (του εδαφίου α’) της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ΚΦΕ (όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν από την προσθήκη σε αυτήν εδαφίου β’ με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3888/2010), ερμηνευόμενης σε συνδυασμό, αφενός, με τις διατάξεις του άρθρου 66 (παρ. 1) του ίδιου νόμου και ήδη των άρθρων 14 (παρ. 1), 15 (παρ. 3) και 27 (παρ. 1) του ν. 4174/2013 και, αφετέρου, με τον κανόνα περί δυνατότητας έμμεσης απόδειξης ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος και αντίστοιχης φορολογικής παράβασης, ποσό τραπεζικού λογαριασμού και αντίστοιχου εμβάσματος μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού και χορηγήσαντος την εντολή διενέργειας του εμβάσματος, εφόσον δεν καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου. Επειδή, τα προαναφερόμενα, τα οποία κρίθηκαν με την απόφαση 884/2016 του Δικαστηρίου, ισχύουν κατ’ αναλογίαν και σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμό από κοινού με ένα ή περισσότερα άλλα πρόσωπα. Πράγματι, και σε τέτοια περίπτωση, το (σημαντικό) χρηματικό ποσό που εισέρχεται στον κοινό λογαριασμό και το οποίο δεν καλύπτεται από τα (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που έχουν δηλώσει στη φορολογική αρχή όλοι οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, την οποία είτε επικαλείται ο ελεγχόμενος συνδικαιούχος του λογαριασμού είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, λαμβάνοντας τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και έρευνας (στα οποία περιλαμβάνεται και η κλήση των λοιπών συνδικαιούχων του λογαριασμού για παροχή πληροφοριών και, ενδεχομένως, συναφών αποδεικτικών στοιχείων), μπορεί
να θεωρηθεί, κατ’ εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων και των συνθηκών της υπόθεσης ότι συνιστά εισόδημα του συγκεκριμένου συνδικαιούχου του λογαριασμού (ΣτΕ 1893/2018).
Επειδή,σύμφωνα με την ΠΟΛ.1033/21.02.2013, για τους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, το ποσό του εμβάσματος επιμερίζεται στους συνδικαιούχους καταρχήν ισομερώς και, εφόσον ο φορολογούμενος επικαλείται διαφορετική αναλογία, φέρει το βάρος της απόδειξης με κάθε νόμιμο μέσο.
Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1050/17.02.2014, περιπτώσεις κοινών λογαριασμών καταλογίζονται στον πραγματικό δικαιούχο, ο οποίος καθορίζεται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις και τη φύση των συναλλαγών. Εφόσον αυτό δεν είναι δυνατό, τα ποσά κατανέμονται ισόποσα σε όλους τους συνδικαιούχους (ποσό διά αριθμό συνδικαιούχων).
Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1228/15.10.2014, αναφορικά με την κατανομή κοινών λογαριασμών στους συνδικαιούχους διευκρινίζεται ότι στις περιπτώσεις αποστολών εμβασμάτων που πραγματοποιούνται από κοινούς λογαριασμούς πρέπει να γίνεται καταρχήν ισομερής επιμερισμός αυτών μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού προέλευσης του εμβάσματος. Σε περίπτωση που ο ελεγχόμενος επικαλείται διαφορετική αναλογία των χρηματικών αυτών ποσών οφείλει να αποδείξει με κάθε πρόσφορο μέσο τον ισχυρισμό του. Επί αμφισβήτησης του ισχυρισμού του προσφεύγοντος από τη φορολογική αρχή η ίδια οφείλει να αιτιολογήσει την αναλογία που αυτή επικαλείται εάν αυτή είναι διαφορετική του ισομερούς επιμερισμού. Η αιτιολόγηση αυτή πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη (σχετ. διατάξεις άρθρων 28 και 64 ν.4174/2013).
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαλαμβανόμενα στην από 29/12/2022 έκθεση φορολογίας εισοδήματος (ν.4172/2013) της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ προκύπτει ότι η φορολογική αρχή, κατόπιν ελέγχου που διενήργησε, διαπίστωσε την προσαύξηση της περιουσίας του προσφεύγοντος στο έτος 2016 κατά το ποσό των 25.340,44€ και στο έτος 2017, κατά το ποσό των 31.630,22€, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 4 του ν.4172/2013, από πιστώσεις στους τραπεζικούς του λογαριασμούς, που δεν αιτιολογήθηκαν (επαρκώς), κατόπιν επιμερισμού συγκεκριμένων πιστώσεων μεταξύ των συνδικαιούχων, διότι δεν αποδείχθηκε η πραγματική πηγή ή αιτία προέλευσής τους και αν έχουν φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί του φόρου.
Επειδή, με το άρθρο 65του ΚΦΔ ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που προβαίνει στην εν λόγω αμφισβήτηση φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού του φόρου».
Επειδή, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση της προσαύξησης περιουσίας σε αμφότερα τα ελεγχόμενα έτη είναι εσφαλμένη διότι όλες οι πιστώσεις είναι γνωστής προέλευσης και τεκμηριώνονται από τα συνυποβληθέντα τραπεζικά παραστατικά, καρτέλες πελατών, φωτοαντίγραφα συναλλαγματικών και άλλα έγγραφα. Αναλυτικότερα, από την αντιπαραβολή των ανωτέρω εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα:
- Οι πιστώσεις με α/α 1 και 2, ποσού 3.587,00€ έκαστη, αφορούν στην πληρωμή της υπ’ αριθ. …………… συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 29/02/2016, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία
εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 29/02/2016, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, προς διευκόλυνσή του, κατέθεσε το ποσό των 3.587,00€ σε λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Τράπεζα Πειραιώς και ακολούθως, στις 04/03/2016, ο προσφεύγων προέβη σε ανάληψη και ταυτόχρονη κατάθεση ποσού για την πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 3 και 4, ποσού 2.315,00€ και 1.308,00€ αντίστοιχα, αφορούν στην πληρωμή συναλλαγματικής, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα
Eurobank. Στις 29/03/2016, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, προς διευκόλυνσή του, κατέθεσε το ποσό των 2.315,00€ σε λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Εθνική Τράπεζα και το ποσό των 1.308,00€ σε λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Τράπεζα Πειραιώς και ακολούθως, ο προσφεύγων απέσυρε τη συναλλαγματική που είχε κατατεθεί προς είσπραξη στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του
προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 5, ποσού 1.103,00€, αφορά στην πληρωμή της υπ’ αριθ. …………. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 30/03/2016, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία εκδόθηκε από τον
ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 07/04/2016, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, προς διευκόλυνσή του, κατέθεσε το ανωτέρω ποσό για την πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 6 και 21, ποσού 1.531,00€ και 5.782,62€ αντίστοιχα, αφορούν στην πληρωμή των υπ’ αριθ. …………. με ημερομηνία λήξης 29/03/2016, και ………….. με ημερομηνία λήξης 16/09/2016 συναλλαγματικών, αντίστοιχα, που αποδέχτηκε ο πελάτης του ………….. ………………… (ΑΦΜ …………..), οι οποίες εκδόθηκαν από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού στις 16/02/2016 και κατατέθηκαν στην Τράπεζα Eurobank. Στις 13/04/2016 και στις 29/09/2016, πιστώθηκαν τα ανωτέρω ποσά για την πληρωμή των εν λόγω συναλλαγματικών, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 7, ποσού 175,00€, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, πραγματοποιήθηκε από το λογιστή του, ως ένδειξη καλής συνεργασίας για συμβουλές που του παρείχε στην καλλιέργεια ακτινιδίων. Για την εν λόγω πίστωση δεν έχει εκδοθεί κάποιο παραστατικό. Συνεπώς, ορθώς η ελεγκτική αρχή έκρινε ότι η εν λόγω πίστωση δεν αιτιολογείται επαρκώς και συνιστά προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη πηγή ή αιτία, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος, ως αναπόδεικτο.
- Η πίστωση με α/α 8, ποσού 962,73€, πραγματοποιήθηκε από την πελάτισσά του ………….. ………………. (ΑΦΜ …………..) για την εξόφληση του τιμολογίου ΤΙ20182810/19.04.2016 εκδόσεως του προσφεύγοντος. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 9 και 10, ποσού 2.500,00€ και 3.660,00€ αντίστοιχα, αφορούν στην μερική πληρωμή της υπ’ αριθ. ……….. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 29/04/2016, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα
Eurobank. Στις 11/05/2016, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, προς διευκόλυνσή του, κατέθεσε το ποσό των 2.500,00€ σε λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Τράπεζα Πειραιώς και ακολούθως, εκδόθηκε νέα συναλλαγματική πληρωτέα στις 27/12/2016, αξίας 1.304,00€, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων. Εν συνεχεία, στις 12/05/2016, ο προσφεύγων προέβη ο ίδιος στην πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 11 και 12, ποσού 260,00€ και 206,00€ αντίστοιχα, αφορούν σε κέρδη από την ΟΠΑΠ ΑΕ, όπως προκύπτουν από τα προσκομισθέντα τραπεζικά παραστατικά και τις αντίστοιχες αιτήσεις πληρωμής των κερδισμένων δελτίων. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 13, ποσού 752,00€, αφορά στην πληρωμή της υπ’ αριθ. ……………. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 28/07/2016, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία
εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 02/08/2016, η προαναφερθείσα πελάτισσα κατέθεσε το ανωτέρω ποσό για την πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός. Η πίστωση με α/α 14, ποσού 150,00€, πραγματοποιήθηκε από τον …………….. …………. και αφορά στην πληρωμή ενοικίου μηνός Αυγούστου ακινήτου που εκμισθώνει η μητέρα του προσφεύγοντος ………….. ………… (ΑΦΜ …………) που είναι συνδικαιούχος του οικείου τραπεζικού λογαριασμού. Συνεπώς, ως προς
- την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 15, ποσού 2.000,00€, αφορά στην αποπληρωμή της υπ’ αριθ. ……….. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 17/08/2016, που αποδέχτηκε ο πελάτης του ………… …………… (ΑΦΜ …………..) και εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 16 και 18, ποσού 752,00€ έκαστη, αφορούν στην πληρωμή της υπ’ αριθ. …………… συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 28/08/2016, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία
εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 01/09/2016, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, προς διευκόλυνσή του, κατέθεσε το ποσό των 752,00€ σε λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Τράπεζα Πειραιώς και ακολούθως, στις 02/09/2016, ο προσφεύγων προέβη στην πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 17 και 19, ποσού 432,50€ έκαστη, αφορούν στην πληρωμή της υπ’ αριθ. ………….. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 28/08/2016, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία
εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 01/09/2016, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, προς διευκόλυνσή του, κατέθεσε το ποσό των 432,50€ σε λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Τράπεζα Πειραιώς και ακολούθως, στις 02/09/2016, ο προσφεύγων προέβη στην πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός. Η πίστωση με α/α 20, ποσού 1.000,00€, αφορά στην πληρωμή της υπ’ αριθ. ………….. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 17/09/2016, που αποδέχτηκε ο πελάτης του …………… …………….. (ΑΦΜ ……………) και εκδόθηκε από τον ίδιο
- χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 22 και 23, ποσού 432,50€ έκαστη, αφορούν στην πληρωμή της υπ’ αριθ. ……………. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 28/09/2016, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία
εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 03/10/2016, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, προς διευκόλυνσή του, κατέθεσε το ποσό των 432,50€ σε λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Τράπεζα Πειραιώς και ακολούθως, στις 05/10/2016, ο προσφεύγων προέβη στην πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 24, ποσού 1.000,00€, αφορά στην πληρωμή της υπ’ αριθ. …………. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 17/10/2016, που αποδέχτηκε ο πελάτης του ……………… ……………… (ΑΦΜ …………..) και εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 25, ποσού 211,81€, αφορά στην πληρωμή του υπ’ αριθ. 27/30.09.2016 φορολογικού στοιχείου (τίτλου κτήσης) ισόποσης αξίας εκδόσεως του προσφεύγοντος από τον ……………. ………….. (ΑΦΜ ……………..). Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 26, ποσού 1.304,00€, αφορά στην πληρωμή της υπ’ αριθ. ………… συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 27/12/2016, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..) και εκδόθηκε σε μερική
αντικατάσταση της υπ’ αριθ. ………… συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 29/04/2016 από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν
ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 09/01/2017, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, κατέθεσε το ανωτέρω ποσό για την
πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής που είχε κατατεθεί στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 27, ποσού 10.000,00€, αφορά στη μεταφορά χρημάτων από το λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Τράπεζα Πειραιώς (……………………….) στον λογαριασμό του ίδιου στην Τράπεζα Eurobank (……………………….). Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 28, ποσού 200,00€, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, πραγματοποιήθηκε από το συνάδελφό του ………….. ……………., στο πλαίσιο εξυπηρέτησης και συναδελφικής αλληλεγγύης. Για την εν λόγω πίστωση δεν έχει εκδοθεί κάποιο παραστατικό. Συνεπώς, ορθώς η ελεγκτική αρχή έκρινε ότι η εν λόγω πίστωση δεν αιτιολογείται επαρκώς και συνιστά προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη πηγή ή αιτία, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος, ως αναπόδεικτο.
- Η πίστωση με α/α 29, ποσού 400,00€, αφορά στην κατάθεση μετρητών σε τραπεζικό του λογαριασμό από τον ίδιο, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει πιστώσεις αυτού του ύψους, σύμφωνα με το συναλλακτικό του προφίλ. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 30, ποσού 2.818,00€, αφορά στην πληρωμή της υπ’ αριθ. ……………… συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 27/02/2017, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..) και εκδόθηκε
από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 06/03/2017, κατατέθηκε το ανωτέρω ποσό για την πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του
προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 31, ποσού 100,00€, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, πραγματοποιήθηκε από το συνάδελφό του ………………. …………….., στο πλαίσιο εξυπηρέτησης και συναδελφικής αλληλεγγύης. Για την εν λόγω πίστωση δεν έχει εκδοθεί κάποιο παραστατικό. Συνεπώς, ορθώς η ελεγκτική αρχή έκρινε ότι η εν λόγω πίστωση δεν αιτιολογείται επαρκώς και συνιστά προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη πηγή ή αιτία, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος, ως αναπόδεικτο.
- Η πίστωση με α/α 32, ποσού 300,00€, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, πραγματοποιήθηκε από το συνάδελφό του …………….. ………….., στο πλαίσιο εξυπηρέτησης και συναδελφικής αλληλεγγύης. Για την εν λόγω πίστωση δεν έχει εκδοθεί κάποιο παραστατικό. Συνεπώς, ορθώς η ελεγκτική αρχή έκρινε ότι η εν λόγω πίστωση δεν αιτιολογείται επαρκώς και συνιστά προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη πηγή ή αιτία, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος, ως αναπόδεικτο.
- Η πίστωση με α/α 33, ποσού 2.818,00€, αφορά στην πληρωμή της υπ’ αριθ. …………… συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 27/03/2017, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..) και εκδόθηκε από τον ίδιο
χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 06/04/2017, κατατέθηκε το ανωτέρω ποσό για την πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 34, ποσού 170,00€, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, πραγματοποιήθηκε από το συνάδελφό του …………… …………….., στο πλαίσιο εξυπηρέτησης και συναδελφικής αλληλεγγύης. Για την εν λόγω πίστωση δεν έχει εκδοθεί κάποιο παραστατικό. Συνεπώς, ορθώς η ελεγκτική αρχή έκρινε ότι η εν λόγω πίστωση δεν αιτιολογείται επαρκώς και συνιστά προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη πηγή ή αιτία, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος, ως αναπόδεικτο.
- Η πίστωση με α/α 35, ποσού 500,00€, αφορά στην κατάθεση του ……………
- ……….. (ΑΦΜ …………..), συζύγου της πελάτισσας του προσφεύγοντος …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), έναντι οφειλόμενου ποσού. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 36, ποσού 500,00€, αφορά στην κατάθεση μετρητών σε τραπεζικό του λογαριασμό από τον ίδιο, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει πιστώσεις αυτού του ύψους, σύμφωνα με το συναλλακτικό του προφίλ. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 37, 38, 39, 42 και 51, ποσού 1.100,00€, 400,00€, 1.100,00€ και 1.400,00€, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα έγγραφα και παραστατικά, φέρονται να πραγματοποιήθηκαν από τη συνδικαιούχο του λογαριασμού ………….. …………. (ΑΦΜ …………..), η οποία, κατά το έτος 2017, απέκτησε εισόδημα από μισθωτή εργασία που καλύπτει το άθροισμα των ανωτέρω πιστώσεων. Εντούτοις, η φορολογική αρχή δεν έλαβε τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και έρευνας στα οποία περιλαμβάνεται και η κλήση της προαναφερθείσας συνδικαιούχου του λογαριασμού για παροχή πληροφοριών και συναφών αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, κατ’ εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων και των συνθηκών της υπόθεσης, κρίνεται ότι οι εν λόγω πιστώσεις συνιστούν εισόδημα της συγκεκριμένης συνδικαιούχου του λογαριασμού και όχι του προσφεύγοντος και ο σχετικός ισχυρισμός περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 40 και 41, ποσού 1.309,00€ έκαστη, αφορούν στην πληρωμή της υπ’ αριθ. …………. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 25/07/2017, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία
- εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 03/08/2017, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, προς διευκόλυνσή του, κατέθεσε το ποσό των 1.309,00€ σε λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Τράπεζα Πειραιώς και ακολούθως, στις 04/08/2017, ο προσφεύγων προέβη στην πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω
- πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 43, ποσού 1.700,00€, αφορά στην πληρωμή της υπ’ αριθ. ……….. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 17/08/2017, που αποδέχτηκε ο πελάτης του προσφεύγοντος ………… ………… (ΑΦΜ …………) και εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 44, ποσού 1.100,00€, αφορά στην πληρωμή της υπ’ αριθ. …………. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 17/08/2017, που αποδέχτηκε ο πελάτης του ………….. …………… (ΑΦΜ …………….) και εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 45, ποσού 7.235,00€, αφορά στην πληρωμή της υπ’ αριθ. …………. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 20/09/2017, που αποδέχτηκε ο πελάτης του ………….. ………………… (ΑΦΜ …………..) και εκδόθηκε από τον ίδιο
- χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 46 και 47, ποσού 1.309,00€ έκαστη, αφορούν στην πληρωμή της υπ’ αριθ. ………… συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 25/09/2017, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία
- εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 27/09/2017, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, προς διευκόλυνσή του, κατέθεσε το ποσό των 1.309,00€ σε λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Τράπεζα Πειραιώς και ακολούθως, στις 28/09/2017, ο προσφεύγων προέβη στην πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 48, 49 και 50, ποσού 700,00€, 500,00€ και 64,32€ αντίστοιχα, πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση με την επωνυμία ……….. ……….. ΑΕ για την εξόφληση των τιμολογίων ΤΙΜ31/18.09.2017 και ΤΙΜ Α3/11.10.2017, συνολικής αξίας 1.264,32€, εκδόσεως του προσφεύγοντος. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Η πίστωση με α/α 52, ποσού 403,45€, αφορά σε επιστροφή φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2015 που διενήργησε η ίδια η ελεγκτική αρχή, ήτοι η Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ. Συνεπώς, ως προς την εν λόγω πίστωση, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Οι πιστώσεις με α/α 53 και 54, ποσού 1.618,00€ έκαστη, αφορούν στην πληρωμή της υπ’ αριθ. …………. συναλλαγματικής, με ημερομηνία λήξης 25/11/2017, που αποδέχτηκε η πελάτισσά του …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), η οποία
- εκδόθηκε από τον ίδιο χάριν εγγύησης καταβολής του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού και κατατέθηκε στην Τράπεζα Eurobank. Στις 06/12/2017, ο …………… ……………… (ΑΦΜ …………..), σύζυγός της, προς διευκόλυνσή του, κατέθεσε το ποσό των 1.618,00€ σε λογαριασμό του προσφεύγοντος στην Τράπεζα Πειραιώς και ακολούθως, αυθημερόν, ο προσφεύγων προέβη στην πληρωμή της εν λόγω συναλλαγματικής, στην Τράπεζα Eurobank. Συνεπώς, ως προς τις εν λόγω πιστώσεις, ο σχετικός ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί γνωστής πηγής και προέλευσης κρίνεται βάσιμος και γίνεται αποδεκτός.
- Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί πιστώσεων γνωστής πηγής και προέλευσης προβάλλεται εν μέρει βάσιμα και γίνεται αποδεκτός για πιστώσεις ύψους 25.252,94€ στο φορολογικό έτος 2016 και ύψους 31.373,55€ στο φορολογικό έτος 2017.
- Επειδή, ουδείς ισχυρισμός προβάλλεται για τις διαφορές και τα καταλογισθέντα ποσά φόρου στις προσβαλλόμενες οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ.
- Α π ο φ α σ ί ζ ο υ μ ε
- την μερική αποδοχή της υπ’ αριθ. πρωτ. ………./30.01.2023 ενδικοφανούς προσφυγής του ……………… ……………………….. ……………. με ΑΦΜ: ……………… και συγκεκριμένα:
- α) την τροποποίηση της υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2016, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ,
- β) την τροποποίηση της υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2017, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ,
- γ) την επικύρωση της υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ για τη φορολογική περίοδο 01/01/2016 – 31/12/2016, του
- Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ,
- δ) την επικύρωση της υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ για τη φορολογική περίοδο 01/01/2017 – 31/12/2017, του
- Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΒΕΡΟΙΑΣ.
- Οριστική φορολογική υποχρέωση – καταλογιζόμενο ποσό / πρόστιμο με βάση την παρούσα απόφαση:
- Υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου
- εισοδήματος φορολογικού έτους 2016
α/ α | Ανάλυση | Βάσει δήλωσης | Βάσει ελέγχου | Βάσει απόφασης | Βάσει απόφασης – ελέγχου |
1 | Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες | 4.942,34 | 4.942,34 | 4.942,34 | 0,00 |
2 | Εισόδημα από κεφάλαιο | 130,38 | 130,38 | 130,38 | 0,00 |
3 | Εισόδημα από αγροτική δραστηιρότητα | 1.985,50 | 1.985,50 | 1.985,50 | 0,00 |
4 | Εισόδημα από ακίνητα | 940,61 | 940,61 | 940,61 | 0,00 |
5 | Εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα | 0,00 | |||
6 | Εισόδημα άρθρου 21 παρ. 4 ν.4172/2013 | 25.340,44 | 87,50 | -25.252,94 | |
7 | Φορολογητέο εισόδημα (1+2+3+4+5+6) | 7.998,83 | 33.339,27 | 8.086,33 | -25.252,94 |
8 | Φόρος που αναλογεί | 490,23 | 8.852,58 | 519,11 | -8.333,47 |
9 | Φόρος που παρακρατήθηκε κτλ | 302,79 | 302,79 | 302,79 | 0,00 |
10 | Κύριος φόρος (8-9) | 187,44 | 8.549,79 | 216,32 | -8.333,47 |
11 | Διαφορά κύριου φόρου | 8.362,35 | 28,88 | -8.333,47 | |
12 | Πρόστιμο άρθρου 58 ΚΦΔ | 4.181,18 | -4.181,18 | ||
13 | Διαφορά εισφοράς αλληλεγγύης | 812,43 | 1,93 | -810,50 | |
14 | Σύνολο φόρου για καταβολή (11+12+13) | 13.355,96 | 30,81 | -13.325,15 |
Υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου
εισοδήματος φορολογικού έτους 2017
α/ α | Ανάλυση | Βάσει δήλωσης | Βάσει ελέγχου | Βάσει απόφασης | Βάσει απόφασης – ελέγχου |
1 | Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες | 4.942,32 | 4.942,32 | 4.942,32 | 0,00 |
2 | Εισόδημα από κεφάλαιο | 130,54 | 130,54 | 130,54 | 0,00 |
3 | Εισόδημα από αγροτική δραστηιρότητα | 0,00 | |||
4 | Εισόδημα από ακίνητα | 917,70 | 917,70 | 917,70 | 0,00 |
5 | Εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα | 0,00 | |||
6 | Εισόδημα άρθρου 21 παρ. 4 ν.4172/2013 | 31.630,22 | 256,67 | -31.373,55 | |
7 | Φορολογητέο εισόδημα (1+2+3+4+5+6) | 5.990,56 | 37.620,78 | 6.247,23 | -31.373,55 |
8 | Φόρος που αναλογεί | 157,24 | 10.595,21 | 241,94 | -10.353,27 |
9 | Φόρος που παρακρατήθηκε κτλ | 377,99 | 377,99 | 377,99 | 0,00 |
10 | Κύριος φόρος (8-9) | -220,75 | 10.217,22 | -136,05 | -10.353,27 |
11 | Διαφορά κύριου φόρου | 10.437,97 | 84,70 | -10.353,27 | |
12 | Πρόστιμο άρθρου 58 ΚΦΔ | 5.218,99 | 8,47 | -5.210,52 | |
13 | Διαφορά εισφοράς αλληλεγγύης | 1.093,07 | 5,65 | -1.087,42 | |
14 | Σύνολο φόρου για καταβολή (11+12+13) | 16.750,03 | 98,82 | -16.651,21 |
Υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου 01/01/2016 – 31/12/2016
Μείωση πιστωτικού υπολοίπου | 115,24€ |
Υπ’ αριθ. ……/29.12.2022 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου 01/01/2017 – 31/12/2017
Χρεωστικό υπόλοιπο για καταβολή | 251,31 |
Πρόστιμο άρθρου 58Α ΚΦΔ | 125,66 |
ΣΥΝΟΛΟ ΦΟΡΟΥ για καταβολή | 376,97 |
Επί των οφειλόμενων φόρων και προστίμων θα υπολογιστούν κατά την καταβολή και τόκοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 του ΚΦΔ.
Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.
Ακριβές αντίγραφο Η υπάλληλος του Αυτοτελούς Γραφείου Διοικητικής Υποστήριξης | ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ |
Ο Προϊστάμενος του Τμήματος Α8 Επανεξέτασης Ζαχαράκη Αικατερίνη | Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΤΣΙΟΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ |