ΑΠΟΦΑΣΗ
Εκκλησία της Ελλάδος κατά Ελλάδας της 21.01.2025 (προσφ. αριθ. 44547/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα είναι η Εκκλησία της Ελλάδος, που διαχειρίζεται την Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, η οποία κατείχε τρεις εκτάσεις συνολικής έκτασης 31,9 εκταρίων στο νομό Αττικής. Το 1980 το κράτος συμφώνησε με την προσφεύγουσα να μεταβιβάσει τμήματα των εκτάσεων αυτών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών για την κατασκευή πανεπιστημιακού νοσοκομείου εντός 10 ετών υπό τον όρο της διάθεσης αριθμού κλινών και παροχής δωρεάν υγειονομικής περίθαλψης στους ιερείς και στις οικογένειές τους. Η μεταβίβαση περιείχε διαλυτική αίρεση σε περίπτωση που δεν υλοποιηθούν οι όροι. Το νοσοκομείο δεν κτίστηκε, έτσι το 2013 η Εκκλησία ζήτησε από τον Υπουργό Οικονομικών να επιστρέψει την ακίνητη περιουσία στην παραπάνω Μονή. Στη συνέχεια άσκησε σχετική αγωγή.
Η συζήτηση της αγωγής στο Πρωτοδικείο Αθηνών κηρύχθηκε απαράδεκτη λόγω μη συμμόρφωσης προς την απαίτηση να προσκομιστεί πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, να συμπεριληφθεί το επίδικο ακίνητο στις φορολογικές δηλώσεις της προηγούμενης πενταετίας και κατ΄ακολουθία να καταβληθεί ο σχετικός φόρος ακίνητης περιουσίας.
Κατά το ΕΔΔΑ δεν αποδείχθηκε ότι το κράτος εμποδίστηκε να εισπράξει τον σχετικό φόρο από την υπόχρεη προσφεύγουσα με άλλα μέσα.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι τα Ελληνικά δικαστήρια δεν τήρησαν τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας σε δικαστήριο και των επιδιωκόμενων νόμιμων σκοπών και η ανωτέρω απαίτηση του ελληνικού δικαστηρίου επέφερε δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Εκκλησίας της Ελλάδος διαχειρίζεται την ακίνητη περιουσία της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, η οποία κατείχε τρεις εκτάσεις γης συνολικής έκτασης 31,9 εκταρίων στο νομό Αττικής. Το 1933 το Γραφείο Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) ανέλαβε τη διαχείριση των εκτάσεων. Με τη συμβολαιογραφική πράξη με αριθ. 31184 της 1ης Απριλίου 1978, που καταχωρήθηκε στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, η ΟΔΕΠ και η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη δώρισαν την έκταση στο Ελληνικό Δημόσιο για την ανέγερση νοσοκομείου και συναφείς κρατικούς σκοπούς, υπό όρους, όπως η διάθεση αριθμού κλινών και η παροχή δωρεάν υγειονομικής περίθαλψης στους ιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος και στις οικογένειές τους. Η πράξη δωρεάς περιελάμβανε διαλυτική αίρεση σύμφωνα με την οποία, εάν ο προαναφερόμενος στόχος δεν είχε εκπληρωθεί εντός δέκα ετών από την υπογραφή της, η δωρεά θα ανακαλούνταν αυτόματα με μονομερή δήλωση του δωρητή που θα γινόταν ενώπιον συμβολαιογράφου και θα καταχωριζόταν δεόντως σύμφωνα με το νόμο. Με τη συμβολαιογραφική πράξη με αριθ. 32122 της 12.07.1978, που καταχωρήθηκε στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, με την οποία έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις στο αρχικό συμβόλαιο, ορίστηκε ότι η κατασκευή του νοσοκομείου θα έπρεπε να αρχίσει εντός δέκα ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο Υπουργός Οικονομικών αποδέχθηκε τη δωρεά.
Με υπουργική απόφαση της 03.08.1978 ο Υπουργός Οικονομικών αποδέχθηκε τη δωρεά και η απόφαση αυτή καταχωρήθηκε στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών. Στις 24.11.1978 το οικόπεδο εγγράφηκε στο Μητρώο Δημοσίων Κτημάτων (Βιβλίο Δημοσίων Κτημάτων).
Με σύμβαση ανταλλαγής ακινήτων του 1979 και με σύμβαση του 1980, οι οποίες επικυρώθηκαν με τον ν. 1081/1980, το Δημόσιο μεταβίβασε τμήματα των 31,9 εκταρίων στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, προκειμένου το Πανεπιστήμιο να κατασκευάσει πανεπιστημιακό νοσοκομείο εντός δέκα ετών. Ο ν.2166/1993 επικύρωσε περαιτέρω σύμβαση μεταξύ του Δημοσίου και του Πανεπιστημίου, η οποία ανέφερε ότι το Δημόσιο δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ανέλαβε να καλύψει πλήρως τα έξοδα κατασκευής του νοσοκομείου εντός δέκα ετών. Ο ν.2892/2001 επικύρωσε σύμβαση μεταξύ του κράτους και του πανεπιστημίου, η οποία προέβλεπε ότι η έκταση που αποτελεί αντικείμενο των προαναφερόμενων συμβάσεων θα επιστρεφόταν στην κυριότητα του δημοσίου, δεδομένου ότι το τελευταίο δεν μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, διότι, μεταξύ άλλων, μια χωροταξική μελέτη είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό ήταν αδύνατο. Με υπουργική απόφαση του 2001 τρία αγροτεμάχια συνολικής έκτασης 97.500 τ.μ. από τα 31,9 εκτάρια μεταβιβάστηκαν στη Β’ Υγειονομική Διοικητική Περιφέρεια υπό τον όρο να κατασκευάσει νοσοκομειακές μονάδες εντός πέντε ετών. Το 2006 η Διοικητική Περιφέρεια ζήτησε την παράταση της περιόδου αυτής για άλλα δέκα έτη.
Στις 23 Απριλίου 2013 η Εκκλησία της Ελλάδος κατέθεσε αίτημα στον Υπουργό Οικονομικών με το οποίο ζητούσε να ανακηρυχθεί ιδιοκτήτρια της έκτασης των 31,9 εκταρίων η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη. Το αίτημα διαβιβάστηκε επίσης στη Διεύθυνση Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, η οποία απέστειλε τον φάκελο στη Διεύθυνση Δασών του Δήμου Αθηναίων ζητώντας τη διοικητική εξέταση του αιτήματος.
Στις 21.11.2013, χωρίς να λάβει απάντηση στο αίτημά της, η προσφεύγουσα κατέθεσε αγωγή με την οποία ζητούσε από το Πρωτοδικείο Αθηνών (i) να αναγνωρίσει ότι η μεταγενέστερη προϋπόθεση της αρχικής μεταβίβασης της κυριότητας είχε εκπληρωθεί, (ii) να κηρύξει ότι η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη ήταν η ιδιοκτήτρια της εν λόγω έκτασης και (iii) να διατάξει την εκποίηση της έκτασης από το Ελληνικό Δημόσιο. Στις προτάσεις της, με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, διότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε την κυριότητα της επίδικης έκτασης και, ως εκ τούτου, ήταν ο φορέας που όφειλε βάσει του νόμου να υποβάλει το πιστοποιητικό. Επικαλέστηκε περαιτέρω την με αριθμ. 2/2014 απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων ως προς την αντισυνταγματικότητα της εν λόγω απαίτησης. Στην απόφαση αυτή το δικαστήριο είχε κρίνει ότι το άρθρο 54Α § 5 του ν.4174/2013 («Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας») που προέβλεπε την εν λόγω απαίτηση ήταν αντίθετο προς το Σύνταγμα και τη Σύμβαση.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2014 πραγματοποιήθηκε ακροαματική διαδικασία. Στις 25 Φεβρουαρίου 2015 το Πρωτοδικείο Αθηνών με την με αριθ. 573/2015 απόφαση έκρινε ότι η αγωγή δεν έπρεπε να γίνει δεκτή και κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση στο ακροατήριο (κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση), διότι η ενάγουσα δεν είχε καταθέσει το πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, αφού προηγουμένως είχε κληθεί να συμπληρώσει την απαίτηση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 227 του ΚΠολΔ. Δεν υποβλήθηκε σε έφεση. Στις 2 Σεπτεμβρίου 2015 η προσφεύγουσα κατέθεσε προσφυγή στο ΕΔΔΑ.
Στις 4 Ιουνίου 2018 η προσφεύγουσα κατέθεσε αίτηση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου για την ανάκληση της ανωτέρω απόφασης με αριθ. 573/2015 και ζήτησε να οριστεί ημερομηνία για την εκδίκασή της. Υποστήριξε ότι δεν είχε καταθέσει, όπως απαιτεί το άρθρο 54Α § 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, το πιστοποιητικό της φορολογικής αρχής από το οποίο να προκύπτει ότι η έκταση είχε συμπεριληφθεί στη δήλωση του ΕΝΦΙΑ για το 2014 και στη δήλωση του φόρου επί των οικοπέδων (φόρος ακίνητης περιουσίας, ΦΑΠ – «ΦΑΠ») για τα έτη 2010 έως 2013 και ότι είχε καταβληθεί ο αντίστοιχος φόρος για τα πέντε αυτά έτη. Ο λόγος ήταν ότι τα δικαστήρια δεν είχαν ακόμη αποφανθεί σχετικά με το αν είχε εκπληρωθεί η μεταγενέστερη προϋπόθεση της αρχικής δωρεάς ή, αν είχε εκπληρωθεί, πότε η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη είχε αποκατασταθεί ως ιδιοκτήτρια της εν λόγω έκτασης, την οποία το Δημόσιο κατείχε τότε. Υποστήριξε ότι η φύση και ο χαρακτήρας της γης και η αξία της για φορολογικούς σκοπούς ήταν ασαφείς, καθώς το Δημόσιο ισχυρίστηκε ότι οι εκτάσεις γης είχαν συμπεριληφθεί παράνομα στο πολεοδομικό σχέδιο, επειδή ήταν δασικές εκτάσεις και η συμπερίληψή τους δεν είχε εγκριθεί όπως απαιτείτο από τον Υπουργό Γεωργίας. Επιπλέον, υπό την προϋπόθεση ότι οι εκτάσεις αποτελούσαν μέρος του πολεοδομικού σχεδίου, θα είχαν αποτιμηθεί σε περίπου 53.000.000 ευρώ, γεγονός που θα οδηγούσε σε φορολογική υποχρέωση ύψους περίπου 500.000 ευρώ για την πενταετία. Η προσφεύγουσα ήταν αδύνατον να καταβάλει το ποσό αυτό για έκταση που βρισκόταν υπό δικαστική διεκδίκηση και της οποίας δεν μπορούσε να απολαύσει τα ιδιοκτησιακά της δικαιώματα.
Η υποχρέωση υποβολής του φορολογικού πιστοποιητικού ήταν, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, αδύνατον να τηρηθεί και αντίθετη προς το Σύνταγμα, το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, όπως είχαν αποφανθεί διάφορα εθνικά δικαστήρια. Η συζήτηση δεν έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω μη τήρησης μιας απαίτησης που δεν προβλεπόταν στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αλλά σε ειδική φορολογική νομοθεσία που αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση φορολογικών σκοπών. Ο φόρος δεν είχε σημασία για την έκβαση της υπόθεσης και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τις φορολογικές αρχές. Σκοπός της δίκης θα πρέπει να είναι η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι δικονομικές απαιτήσεις θα πρέπει να επιτρέπουν την απρόσκοπτη εξέλιξη της διαδικασίας και να εγγυώνται την έκδοση ορθών αποφάσεων. Εξάλλου, η απαίτηση προσκόμισης του πιστοποιητικού δεν ίσχυε ιδίως όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας με την αγωγή να αναγνωριστεί ότι πληρούται η μεταγενέστερη προϋπόθεση της αρχικής σύμβασης δωρεάς, δεδομένου ότι αυτό δεν αφορούσε εμπράγματη αξίωση. Εν αναμονή της συμμόρφωσης με την απαίτηση αυτή, η οποία ήταν μη νόμιμη, η εκδίκαση της αγωγής της προσφεύγουσας είχε καθυστερήσει άσκοπα.
Στις 10 Μαΐου 2019 το Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την αγωγή, με την υπ’ αριθμ. 1829/2019 απόφασή του. Έκρινε ότι, για να γίνει παραδεκτή η συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 54Α § 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 4474/2017, όπως ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2017, και σύμφωνα με την απόφαση 573/2015, δεν ήταν απαραίτητο να έχει υπολογιστεί και καταβληθεί ο ενιαίος φόρος γης για το εν λόγω ακίνητο, αλλά μόνο να έχει συμπεριληφθεί το ακίνητο στη σχετική δήλωση προς την αρμόδια αρχή. Η απαίτηση αυτή δεν έθιγε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο ή την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Όσον αφορά το αίτημα για την εξακρίβωση της συνδρομής της μεταγενέστερης προϋπόθεσης στην οποία είχε υπαχθεί η αρχική δωρεά, το δικαστήριο έκρινε ότι αυτό αποτελούσε αναγκαίο προδικαστικό ερώτημα για την υποστήριξη των εμπράγματων αξιώσεων της προσφεύγουσας οργάνωσης και δεν μπορούσε να διαχωριστεί από αυτές. Ως εκ τούτου, απέρριψε την αίτηση ανάκλησης της υπ’ αριθμ. 573/2015 απόφασης και το αίτημα για τον ορισμό ημερομηνίας εκδίκασης της προσφυγής.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
ΑΡΘΡΟ 6 ΠΑΡ. 1
Παραδεκτό
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα οργάνωση δεν είχε εγείρει την υποτιθέμενη παραβίαση των δικαιωμάτων της βάσει της Σύμβασης στα εθνικά δικαστήρια και, ως εκ τούτου, δεν είχε εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα μέσα. Αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα οργάνωση υποστήριξε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να συμπεριλάβει τα αρχικά αγροτεμάχια στη δήλωση του ΕΝΦΙΑ, διότι αυτά είχαν μεταβιβαστεί στο ελληνικό Δημόσιο το 1978 με δωρεά και η ικανοποίηση της μεταγενέστερης προϋπόθεσης δεν συνεπαγόταν την ipso jure ανάκτηση της κατοχής του ακινήτου. Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, η προσφεύγουσα θα έπρεπε επομένως να είχε διατυπώσει τα επιχειρήματά της με σαφή και ακριβή τρόπο και να αποδείξει τα επιχειρήματά της τόσο με την αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών όσο και κατά την κατάθεση του αιτήματός της με την οποία ζητούσε την ανάκληση της απόφασης με αριθ. 573/2015, μαζί με το αίτημα για τον ορισμό ημερομηνίας εκδίκασης της αγωγής της επί της ουσίας.
Στις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να προβάλει οποιοδήποτε επιχείρημα στην ανωτέρω αίτηση σχετικά με το γιατί η συμμόρφωση με την υποχρέωση να συμπεριληφθεί η έκταση στη φορολογική δήλωση ήταν αδύνατη ή ιδιαίτερα δύσκολη. Επιπλέον, δεν υπήρχε κανένας νομικός περιορισμός για την προσφεύγουσα να υποβάλει εκ νέου αίτηση για την ανάκληση της απόφασης, παραθέτοντας οποιαδήποτε επιχειρήματα σχετικά με το γιατί ήταν αδύνατη η υποβολή του φορολογικού πιστοποιητικού.
Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η ένσταση της Κυβέρνησης σχετικά με την εξάντληση των εθνικών ένδικων μέσων συνδέεται στενά με την ουσία της καταγγελίας βάσει της 6 § 1, καθώς αφορά το πεδίο εφαρμογής, την ερμηνεία και την εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια και τις αρχές της υποχρέωσης υποβολής φορολογικού πιστοποιητικού, σε διαδικασίες που αφορούν ακίνητη περιουσία, στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο το εντάσσει στην ουσία της υπόθεσης.
Σημειώνει περαιτέρω ότι η καταγγελία σχετικά με το άρθρο 6 § 1 δεν είναι ούτε προδήλως αβάσιμη ούτε απαράδεκτη για άλλους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 35 της Σύμβασης. Συνεπώς, την κήρυξε παραδεκτή.
Επί της ουσίας
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο ΕΝΦΙΑ εισήχθη με τον ν.4223/2013 και αποτελεί ένα παράδειγμα μέτρων που αποσκοπούν στη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και την είσπραξη δημόσιων εσόδων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου. Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Κουφάκη (§§ 37-41), η ύπαρξη έκτακτης κρίσης των δημόσιων οικονομικών που αποτελούσε σοβαρή απειλή για την εθνική οικονομία είχε δικαιολογήσει τη λήψη μέτρων όπως η μείωση μισθών και συντάξεων, η αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, καθώς και η αναθεώρηση των διαδικασιών ελέγχου και λογιστικού ελέγχου των δημόσιων οικονομικών. Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Μαμάτας κ.α. (§§ 101-05), το κράτος δικαιολογείτο να λάβει μέτρα για την επίτευξη των στόχων της διατήρησης της οικονομικής σταθερότητας και της αναδιάρθρωσης του χρέους του, προς το συμφέρον της κοινότητας, και συνεπώς τα επίμαχα μέτρα θεωρήθηκε ότι πραγματοποιήθηκαν προς το δημόσιο συμφέρον.
Το Δικαστήριο δεν παραβλέπει το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά την υποχρέωση καταβολής τελών στα πολιτικά δικαστήρια σε σχέση με απαιτήσεις που καλούνται να κρίνουν (βλ. π.χ. Kreuz κατά Πολωνίας, αριθ. 28249/95) και ότι η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 54Α § 5 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας δεν επέβαλε οικονομικό περιορισμό στην πρόσβαση σε δικαστήριο, ο οποίος δικαιολογείται από το συμφέρον της δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα, δέχεται ότι η διασφάλιση της είσπραξης του ΕΝΦΙΑ εντάσσεται στο πρόγραμμα μέτρων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση του υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους και την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και ότι επιδιώκει έτσι θεμιτό σκοπό.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το κράτος παραμένει ελεύθερο να καθορίζει τη διαδικασία με την οποία θα πραγματοποιείται η πρόσβαση σε δικαστήριο, καθώς και τον τρόπο είσπραξης των φόρων (όσον αφορά τους φόρους ειδικότερα, βλ. Cacciato κατά Ιταλίας της 16.01.2018, αριθ. 60633/16 § 25). Σημειώνει, ωστόσο, ότι η επίμαχη απαίτηση, η οποία εξαρτούσε το παραδεκτό της εκδίκασης της αγωγής με την οποία διεκδικείται ακίνητη περιουσία από την εκπλήρωση φορολογικής υποχρέωσης, έδωσε αφορμή για αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων που την έκριναν αντίθετη προς το Σύνταγμα και το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της προσφεύγουσας που βασίστηκαν στο εργαλείο υπολογισμού της φορολογικής αρχής και στο σύστημα αντικειμενικής εκτίμησης της αξίας των ακινήτων, η επίμαχη έκταση των 31,9 εκταρίων αποτιμήθηκε σε περίπου 53.815.300 ευρώ. Βάσει των υπολογισμών που έγιναν με τη χρήση λογισμικού που αναπτύχθηκε για τον σκοπό αυτό, αυτό θα καθιστούσε την προσφεύγουσα υπόχρεη σε σημαντική φορολογική υποχρέωση, ύψους 95.700 ευρώ για το 2014 και περίπου 500.000 ευρώ για την πενταετία συνολικά. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχθεί το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι οι υπολογισμοί της προσφεύγουσας δεν ήταν τεκμηριωμένοι, δεδομένου επίσης ότι η Κυβέρνηση δεν τους αμφισβήτησε δεόντως και δεν υπέβαλε τους δικούς της υπολογισμούς για την αξία του ακινήτου και του φόρου.
Το Δικαστήριο απέδωσε σημασία στον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι, αν έχανε την υπόθεση, δεν θα μπορούσε να επιτύχει την επιστροφή του καταβληθέντος φόρου, τον οποίο η Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε. Δεν θεωρεί ότι έχει κρίσιμη σημασία για την έκβαση της παρούσας υπόθεσης το γεγονός ότι το δικαστήριο είχε προηγουμένως καλέσει την προσφεύγουσα να προσκομίσει το πιστοποιητικό, καθώς αυτό δεν θα είχε επιλύσει το πρόβλημα της προσφεύγουσας και δεν θα της είχε αφήσει άλλη εύλογη εναλλακτική λύση από το να συμπεριλάβει το επίμαχο ακίνητο στη δήλωση και να καταβάλει τον σχετικό φόρο γι’ αυτό, προκειμένου η διαφορά να κριθεί από το δικαστήριο. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι το Δημόσιο, το οποίο είχε απαλλαγεί από την καταβολή του ΕΝΦΙΑ (άρθρο 3 § 1(α) του ν. 4223/2013), μπορούσε να κινηθεί δικαστικά για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας χωρίς να χρειάζεται να συμμορφωθεί με την εν λόγω απαίτηση.
Στο πλαίσιο διαδικασίας που πηγάζει από ατομική προσφυγή, το Δικαστήριο οφείλει να περιορίσει την προσοχή του, στο μέτρο του δυνατού, στη συγκεκριμένη υπόθεση που έχει ενώπιόν του (βλ. απόφαση Ashingdane § 59). Κατά συνέπεια, το καθήκον του κατά την εκτίμηση της συμβατότητας με τη Σύμβαση του περιορισμού που επιβλήθηκε στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι να εξετάσει το άρθρο 54Α § 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αυτό καθαυτό, αλλά τις περιστάσεις και τον τρόπο με τον οποίο η διάταξη αυτή εφαρμόστηκε πράγματι στην προσφεύγουσα οργάνωση. Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι το Πρωτοδικείο Αθηνών, κηρύσσοντας απαράδεκτη την εκδίκαση της αγωγής επειδή η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει πιστοποιητικό από το οποίο να προκύπτει ότι το διεκδικούμενο ακίνητο είχε συμπεριληφθεί στις φορολογικές δηλώσεις της προηγούμενης πενταετίας και ότι είχε καταβληθεί ο σχετικός φόρος γης, με την με αριθμ. 573/2015 απόφασή του επέβαλε ουσιαστικό περιορισμό στην προσφεύγουσα οργάνωση, εμποδίζοντάς την να εκδικάσει δικαστικά τη διαφορά της για το διεκδικούμενο ακίνητο. Χωρίς να παραβλέπει το γενικό πλαίσιο στο οποίο εισήχθη η εν λόγω απαίτηση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μη συνέχιση της εξέτασης της υπόθεσης της προσφεύγουσας επί της ουσίας κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας σχετικά με την ακίνητη περιουσία, την οποία δεν είχε στην κατοχή της, αλλά η οποία αποτελούσε αντικείμενο της αξίωσής της, ήταν δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το Δημόσιο εμποδίστηκε να εισπράξει τον φόρο ακίνητης περιουσίας από τον υπόχρεο με άλλα μέσα πλην του περιορισμού της πρόσβασής του σε δικαστήριο.
Το Δικαστήριο επισήμανε περαιτέρω ότι, όταν η προσφεύγουσα οργάνωση κατέθεσε την προσφυγή της στις 21 Νοεμβρίου 2013, η απαίτηση σχετικά με το φορολογικό πιστοποιητικό δεν είχε ακόμη εισαχθεί. Το άρθρο 54Α του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας προστέθηκε με το άρθρο 9 § 2 του ν.4223/2013, που ψηφίστηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Στη συνέχεια, τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2014. Στις Προτάσεις της με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου 2014 στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα υποστήριξε ότι δεν θα έπρεπε να υποχρεωθεί να προσκομίσει το φορολογικό πιστοποιητικό επειδή το Δημόσιο είχε την κυριότητα της έκτασης. Έθεσε επίσης το ζήτημα της συνταγματικότητας της απαίτησης αυτής, παραπέμποντας στην απόφαση με αριθ. 2/2014 του Πρωτοδικείου Χανίων. Με την απόφαση αυτή το δικαστήριο έκρινε ότι η εκδίκαση εμπράγματης αγωγής σχετικά με ακίνητο ήταν παραδεκτή, παρά το γεγονός ότι ο ενάγων στην υπόθεση αυτή δεν είχε καταθέσει το πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, με την αιτιολογία ότι το άρθρο 54Α § 5 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας ήταν ανεφάρμοστο ως αντίθετο στο συνταγματικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας, στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης και στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όπως προστατεύεται από το Σύνταγμα.
Περαιτέρω, με την αίτηση ανάκλησης της υπ’ αριθ. 573/2015 απόφασης και το αίτημα για τον ορισμό ημερομηνίας εκδίκασης της αγωγής της, η προσφεύγουσα οργάνωση κατήγγειλε ότι η απαίτηση υποβολής του φορολογικού πιστοποιητικού ήταν αδύνατον να τηρηθεί. Εξήγησε λεπτομερώς τους λόγους γι’ αυτό, ήτοι ότι τα δικαστήρια δεν είχαν ακόμη αποφανθεί για το αν είχε εκπληρωθεί η μεταγενέστερη προϋπόθεση της αρχικής δωρεάς ή, αν είχε εκπληρωθεί, πότε η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη είχε αποκατασταθεί ως ιδιοκτήτρια της εν λόγω έκτασης – ότι η φύση, ο χαρακτήρας και η αξία της έκτασης για φορολογικούς σκοπούς ήταν ασαφείς και ότι η φορολογική υποχρέωση θα μπορούσε να ανέλθει σε περίπου 500.000 ευρώ κατά την πενταετία, πράγμα που ήταν αδύνατο να καταβάλει η προσφεύγουσα για έκταση υπό δικαστική διεκδίκηση της οποίας δεν μπορούσε να απολαύσει τα περιουσιακά της δικαιώματα. Υποστήριξε επίσης ότι το άρθρο 54Α § 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αποτελούσε διαδικαστικό εμπόδιο για την εξέταση της αγωγής της επί της ουσίας και έθεσε ρητά ότι ήταν αντίθετο στο Σύνταγμα, στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης και στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Επιπλέον, αμφισβήτησε ότι η ακροαματική διαδικασία κηρύχθηκε απαράδεκτη λόγω μη τήρησης απαίτησης που προβλέπεται στη φορολογική νομοθεσία και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση φορολογικών σκοπών, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και θα μπορούσαν να έχουν αντιμετωπιστεί από τις φορολογικές αρχές.
Όσον αφορά, τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης ότι, όταν η προσφεύγουσα οργάνωση ζήτησε στις 4 Ιουνίου 2018 την ανάκληση της απόφασης με αριθ. 573/2015 και ζήτησε από το δικαστήριο να ορίσει ημερομηνία για την εκδίκαση της αγωγής της, δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να έχει καταθέσει βεβαίωση καταβολής του σχετικού φόρου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η σχετική διάταξη είχε πράγματι τροποποιηθεί. Με την με αριθμ. 1829/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε η αγωγή της προσφεύγουσας, κρίνοντας ότι, μετά την τροποποίηση της προϋπόθεσης, για να είναι παραδεκτή η συζήτηση της υπόθεσης απαιτείται μόνο η αναγραφή του ακινήτου στις δηλώσεις φόρου ακίνητης περιουσίας της προηγούμενης πενταετίας και όχι η πραγματική καταβολή του φόρου. Ωστόσο, η τροποποίηση αυτή τέθηκε σε ισχύ πολύ μετά τα γεγονότα που καταγγέλλονται στην υπό κρίση υπόθεση (βλ. mutatis mutandis, Sâmbata Bihor Greek Catholic Parish κατά Ρουμανίας της 12.01.2010, αριθ. 48107/99, §§ 72-75).
Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι η τροποποίηση αυτή σήμαινε ότι «το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της υπόθεσης είχε αλλάξει ουσιαστικά», όπως υποστήριξε η Κυβέρνηση, διότι: (i) η απαίτηση να έχει συμπεριληφθεί το ακίνητο στις δηλώσεις φορολογίας ακίνητης περιουσίας για τα προηγούμενα πέντε έτη παρέμεινε, και (ii) η Κυβέρνηση δεν αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ότι η τροποποιημένη απαίτηση εξακολουθούσε να καθιστά την προσφεύγουσα φορολογικά υπόχρεη και ότι σε περίπτωση μη καταβολής της θα προέκυπτε φορολογική οφειλή και επιπλέον τόκοι (άρθρο 53 § 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας). Επίσης, η Κυβέρνηση δεν αντέκρουσε το επιχείρημα ότι το κράτος μπορούσε να συμψηφίσει τυχόν οφειλόμενο φόρο της προσφεύγουσας με ποσά που της οφείλονταν (άρθρο 48 § 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας σε συνδυασμό με το άρθρο 83 του ΝΔ. 356/1974).
Ακόμα και αν η προσφεύγουσα απαλλάχθηκε τυπικά από την υποχρέωση προσκόμισης βεβαίωσης πληρωμής του φόρου προκειμένου να ζητήσει δικαστική προστασία του ακινήτου, δεν εξηγήθηκε από την Κυβέρνηση, η οποία απέρριψε τα σχετικά επιχειρήματα ως υποθετικά, πώς η προσφεύγουσα θα είχε πράγματι αποφύγει τις αρνητικές επιπτώσεις που συνδέονται με την ανάληψη φορολογικής οφειλής. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να αντιληφθεί πώς η απαίτηση να έχει συμπεριληφθεί το ακίνητο στις δηλώσεις φόρου ακίνητης περιουσίας για τα πέντε προηγούμενα έτη θα μπορούσε να διαχωριστεί από την υποχρέωση καταβολής του σχετικού φόρου. Επομένως, δεν μπορούσε να δεχθεί τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί πλέον να διαμαρτύρεται για παραβίαση του δικαιώματός της πρόσβασης σε δικαστήριο μετά τη νομοθετική τροποποίηση της εν λόγω απαίτησης. Επισήμανε δε ότι υπήρχαν ορισμένα εθνικά δικαστήρια που έκριναν ότι, ακόμη και μετά την τροποποίησή της, η απαίτηση παραβίαζε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
Επιπροσθέτως, αφού εξέτασε τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας και στην αίτησή της για την ανάκληση της απόφασης σχετικά με το φορολογικό πιστοποιητικό και λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω εκτιμήσεις όσον αφορά την νομοθεσία που τροποποιήθηκε, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα όντως προέβαλε τα παράπονά της σχετικά με το άρθρο 6 § 1 τουλάχιστον κατ’ ουσίαν στα εθνικά δικαστήρια και ότι η προσφεύγουσα παρείχε στο εθνικό δικαστήριο την ευκαιρία να αποφύγει ή να αποκαταστήσει την εικαζόμενη παραβίαση, όπως απαιτεί το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης. Έτσι, η ένσταση της Κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα δεν εξάντλησε τα εθνικά ένδικα μέσα απορρίφθηκε.
Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Πρωτοδικείο Αθηνών, κρίνοντας ως απαράδεκτη την εκδίκαση της αγωγής της προσφεύγουσας με την απόφαση με αριθ. 573/2015, λόγω της μη συμμόρφωσής της με την υποχρέωση να συμπεριλάβει το επίδικο ακίνητο στη φορολογική δήλωση της προηγούμενης πενταετίας και να καταβάλει τον σχετικό φόρο γι’ αυτό, δεν τήρησε τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των επιδιωκόμενων σκοπών και της αποτελεσματικής πρόσβασης της προσφεύγουσας στο δικαστήριο. Ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας σε δικαστήριο ήταν δυσανάλογος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Δίκαιη Ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 6.000 ευρώ στην προσφεύγουσα για ηθική βλάβη.