Αριθμός 314/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» και με διακριτικό τίτλο «………..», η οποία εδρεύει στο … …… και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους Δημήτριο Βερβεσό και Παναγιώτη Βρεττάκο (αμφότεροι με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………, 2) …….. και 3) …………οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Κυριακή Μπάλτα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 824/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 7.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021- …………/2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H υπό κρίση έφεση (με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./9.5.2021) κατά της υπ’ αριθμ. 824/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 13.11.2017 αγωγής της εφεσιβλήτου κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 παρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015., έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα την 20.4.2021 και η έφεση κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 9.5.2021. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. στ΄ του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ. και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, ειδική διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρα 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Με την ως άνω αγωγή τους που άσκησαν οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ισχυρίσθηκαν ότι προσελήφθησαν από την εναγομένη με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την 5.4.1999 ο πρώτος, την 19.1.2021 η δεύτερη και την 11.11.1998 η τρίτη, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως υπάλληλοι γραφείου, με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και επί 8ωρο ημερησίως, έναντι των προσδιοριζόμενων στην αγωγή αποδοχών έκαστος. Ότι μολονότι από την πρόσληψή τους μέχρι το έτος 2017 προσέφεραν ανελλιπώς και προσηκόντως τις υπηρεσίες τους στην εναγομένη, η τελευταία, από τον Ιανουάριο του 2012 και εφεξής δεν τους κατέβαλε πλήρεις τις δεδουλευμένες αποδοχές τους και δεν τους χορήγησε το σύνολο των δικαιούμενων κατ΄ έτος ημερών κανονικής άδειας με συνέπεια να τους οφείλονται για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 26.6.2017 στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 15.739,47 ευρώ για καθυστερούμενους μισθούς, το ποσό των 14.694,92 ευρώ για αποζημίωση μη ληφθείσης άδειας, το ποσό των 600 ευρώ για επίδομα αδείας του έτους 2017 και το ποσό των 1250 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2017, στην δεύτερη το ποσό των 7.942,26 ευρώ για μισθούς και των 2.877,32 για αποζημίωση μη ληφθείσης άδειας του έτους 2017 και στην τρίτη το ποσό των 6.155,04 ευρώ για καθυστερούμενους μισθούς. Ότι συνεπεία της μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους, άσκησαν νόμιμα με εξώδικη δήλωσή τους δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, οι μεν δύο πρώτοι την 26.6.2017 η δε τρίτη την 19.5.2017, με αποτέλεσμα η εναγομένη να περιέλθει σε υπερημερία και να τους οφείλει αποδοχές υπερημερίας στον πρώτο και την δεύτερη για το χρονικό διάστημα 27.6.2017 έως 31.12.2017 συνολικού ποσού 9.210 και 8.399, 53 ευρώ αντίστοιχα για τον καθένα και στην τρίτη για το χρονικό διάστημα από 19.5.2017 έως 30.5.2019 που απολύθηκε με καταγγελία ποσού 420 ευρώ. Ότι, ενώ η εναγομένη τελούσε σε υπερημερία, λόγω της επίσχεσης, κοινοποίησε στον πρώτο και την δεύτερη εξ αυτών την από 2.10.2017 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία τους δήλωσε, ότι θεωρεί την συμπεριφορά τους ως οικειοθελή αποχώρηση και ότι θα επέλθει η λύση των συμβάσεών τους με την αναγγελία της οικειοθελούς αποχώρήσεώς τους στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Ότι η δήλωση αυτή της εναγομένης αποτελεί άτακτη καταγγελία της εργασιακής τους συμβάσεως και είναι άκυρη και καταχρηστική, επειδή δεν τους καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση και έγινε από λόγους εκδίκησης και κατά την διάρκεια της επισχέσεως. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 2.10.2017 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των δύο πρώτων εξ αυτών και να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει: α) για καθυστερούμενες αποδοχές στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 38.772,57 ευρώ, στην δεύτερη το ποσό των 14.431,73 ευρώ και στην τρίτη το ποσό των 6.845,72 ευρώ και β) για αποδοχές υπερημερίας στον πρώτο το ποσό των 7.360 ευρώ, στην δεύτερη το ποσό των 6.709,86 ευρώ και στην τρίτη το ποσό των 420 ευρώ, νομιμότοκα από την τελευταία ημέρα που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επιμέρους ποσό, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκρινε νόμιμη την αγωγή και εν μέρει βάσιμη και στην ουσία της και, αφού αναγνώρισε την ακυρότητα της από 2.10.2017 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των δύο πρώτων εναγόντων, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες τα αναφερόμενα σαυτήν ποσά.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα εναγομένη με την κρινόμενη έφεσή της και τους διαλαμβανόμενους σαυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η εναντίον της αγωγή.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το Δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Με την ανωτέρω διάταξη, χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο και στην κατ’ έφεση δίκη να αναβάλει με απόφασή του τη συζήτηση της υποθέσεως, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη η οποία επηρεάζει, κατά οποιοδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της αστικής διαφοράς (ΑΠ 678/1998 Ε Εργ Δ 47.297- ΕφΠειρ 401/2016 δημ. ΝΟΜΟΣ). Για δε την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται η ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της αστικής δικαιολογητικής σχέσης, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση της μιας πράξης, που τελέσθηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή, όσον αφορά τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσης περιστατικά (ΑΠ 533/2000 ΕλλΔνη 2000, σελ. 1370, ΑΠ 262/2000 ΕλλΔνη 2000, σελ. 1, ΕφΠειρ,194/2023 Νόμος). Η ποινική αγωγή θεωρείται εκκρεμής αν ασκήθηκε ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανεξάρτητα από την εισαγωγή ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά τον χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης (ΑΠ 1479/1984401/2016 Μον.Εφ.Πειραιώς 40/2015 Εφ.Πειραιώς244/2015 Νόμος) Η κατά το άρ. 250 ΚΠολΔ αναστολή της προόδου της δίκης είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική Εφ.Αθ. 6141/2007 Νόμος). Εν προκειμένω, οι δύο πρώτοι εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν με την ένδικη αγωγή τους, μεταξύ των άλλων, ότι ως εργαζόμενοι στην επιχείρηση της εναγομένης, με την οποία συνδέονταν με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν έλαβαν κατά τα έτη 2013 έως και 2017 και τους οφείλεται έκτοτε μέρος των δικαιούμενων μισθολογικών αποδοχών τους, καθώς και μέρος των δικαιουμένων ημερών αδείας κατ΄ έτος και ζήτησαν να επιδικασθούν σε καθέναν από αυτούς οι αναφερόμενες στην αγωγή μισθολογικές διαφορές, καθώς και αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια και δη ο μεν πρώτος εξ αυτών για μη ληφθείσα άδεια 20 ημερών το έτος 2013, 18 ημερών, το έτος 2014. 7 ημερών το έτος 2015, 13 ημερών το έτος 2016 και 22 ημερών το έτος 2017, για τις οποίες δικαιούται αποζημίωση ανερχόμενη στο ποσό των 14.694,92 ευρώ, η δε δεύτερη για μη ληφθείσα άδεια 10 ημερών το έτος 2016 και 22 ημερών για το έτος 2017, για τις οποίες η αποζημίωσή της ανέρχεται στο ποσό των 2.877,32 ευρώ. Προς απόδειξη των μισθολογικών αξιώσεών τους επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν πρωτοδίκως, όπως και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, εκτός των άλλων, και τα εξαχθέντα εκ του λογιστηρίου της εκκαλούσης αντίγραφα του γενικού καθολικού (καρτέλες μισθοδοσίας) που εμφάνιζαν τις έναντι του μισθού τους καταβολές, καθώς και αντίγραφα εκ του βιβλίου αδειών της εκκαλούσης που εμφάνιζαν τις ημέρες αδείας τους για τα έτη 2011–2016. Η εκκαλούσα με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, επικαλείται το πρώτον, ότι τα δύο αυτά έγγραφα είναι πλαστά και ότι περί αυτού έχει καταθέσει την με ΑΒΜ …./27.9.2017 μήνυσή της εναντίον των υπαλλήλων της …… και ……….., λογιστή και βοηθού λογιστή της επιχειρήσεώς της αντίστοιχα, εναντίον των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, εκτός των άλλων και για το αδίκημα της πλαστογραφίας. Ότι στην συνέχεια παραγγέλθηκε κυρία ανάκριση, η οποία περαιώθηκε με τυπικές κλήσεις και εκδόθηκε το υπ΄αριθμ. 808.2020 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το οποίο αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία εναντίον των μηνυομένων και δη σε βάρος του πρώτου, για τα αδικήματα α) της πλαστογραφίας με χρήση κατ΄εξακολούθηση, από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία άνω των 120.000 ευρώ, β) της απάτης (επί δικαστηρίω) εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, γ) της υπεξαίρεσης, δ) της υπεξαγωγής εγγράφων και ε) της πλαστογραφίας με χρήση και σε βάρος του δεύτερου για τα αδικήματα α) της πλαστογραφίας με χρήση κατ΄εξακολούθηση και β) της απάτης (επί δικαστηρίω) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ότι, κατόπιν της από 12.2.2021 αιτήσεώς της, ασκήθηκε από τον Αντισαγγελέα Εφετών Πειραιώς έφεση κατά του απαλλακτικού βουλεύματος και ήδη εκκρεμεί η υπ΄αριθμ. …../2022 πρότασή του ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με την οποία ζητείται: 1) να γίνει δεκτή η έφεση και να διαταχθεί περαιτέρω κυρία ανάκριση καθόσον αφορά τις πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας και απάτης, ώστε να διερευνηθεί με γραφολογική πραγματογνωμοσύνη η γνησιότητα της από 4.2.2023 υπεύθυνης δήλωσης, που φέρεται ότι έχει υπογράψει η εκ των μηνυτριών …… και της από 1.7.2016 επιστολής, που φέρεται ότι έχει υπογράψει η εκ των μηνυτριών ………., καθώς και η πλαστότητα ή μη των αντιγράφων εκ του βιβλίου αδειών του προσωπικού της, που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι σε μεταξύ τους δίκη και 2) να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι ενώπιον του Μονομελούς Πλημ/κείου Πειραιώς για να δικαστούν για τις υπόλοιπες πλημμεληματικές ως άνω πράξεις. Η παραπάνω ποινική δίκη υποστηρίζει η εκκαλούσα ότι επηρεάζει ουσιωδώς την ένδικη αστική υπόθεση, καθόσον στην παρούσα δίκη, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα των κονδυλίων για μισθολογικές διαφορές και για αποζημίωση μη ληφθείσης άδειας, παρίσταται ως προκριματικό ζήτημα η διερεύνηση της γνησιότητας ή μη των προσκομιζομένων από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες αποδεικτικών των απαιτήσεών τους εγγράφων και συγκεκριμένα: α) των υπ΄αριθμ. 14, 20 και 27 σχετικών τους, που φέρονται ότι αποδεικνύουν τις δήθεν οφειλόμενες αποδοχές τους, τα οποία φέρονται ότι αποτελούν εκτύπωση εκ του λογιστηρίου της των καρτελών μισθοδοσίας τους, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν εκτυπωθεί από το λογιστήριό της, αλλά έχουν καταρτισθεί εξ αρχής σε άγνωστο τόπο και χρόνο και β) τα έγγραφα που επικαλούνται ότι αποτελούν αντίγραφα των βιβλίων αδειών του λογιστηρίου της, που φέρονται ότι αποδεικνύουν την μη λήψη όλων των δικαιούμενων ημερών αδείας. Ότι, εν όψει αυτών και προς αποφυγήν του κινδύνου να ληφθούν υπόψιν και να συνεκτιμηθούν έγγραφα, τα οποία προφανώς θα κριθούν από το ποινικό δικαστήριο πλαστά, ζητά την αναστολή της παρούσης δίκης μέχρι την έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως επί της εκκρεμούσης ως άνω ποινικής δίκης. Όπως όμως προκύπτει από την από 27.9.2017 μήνυση της εκκαλούσης, την υπ΄αριθμ. …/2021 έκθεση εφέσεως και την υπ΄αριθμ……/2022 πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, τα προσκομιζόμενα εν προκειμένω αποδεικτικά έγγραφα, που αφορούν τις καρτέλες μισθοδοσίας των εφεσιβλήτων δεν προσβάλλονται με την μηνυτήρια αναφορά της εκκαλούσης ως πλαστά και δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη ως προς αυτά. Εξ άλλου, δεν αποτέλεσαν ούτε αντικείμενο αυτεπάγγελτης εισαγγελικής έρευνας στα πλαίσια τουλάχιστον της άσκησης της ως άνω εφέσεως και της προτάσεως του Εισαγγελέα προς το συμβούλιο που επικαλείται η εκκαλούσα, της οποίας το αντικείμενο περιορίζεται με την μήνυση και την πρόταση του Εισαγγελέα στην πλαστότητα της από 4.2.2023 υπεύθυνης δήλωσης και της από 1.7.2016 επιστολής, έγγραφα που ουδόλως σχετίζονται με τις ένδικες απαιτήσεις, αλλά μόνον με τις αστικές διεκδικήσεις των εκεί μηνομένων, και, επομένως, δεν αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω ποινικής δίκης η έρευνα της γνησιότητάς τους, Επίσης, η καταγγελόμενη με την άνω μήνυση πλαστογραφία των βιβλίων των αδειών του προσωπικού της, δεν αφορά το βιβλίο αδειών των ετών 2011-2016, αντίγραφα του οποίου προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι στην παρούσα δίκη, αλλά άλλο, διαφορετικό, βιβλίο αδειών των ετών 2008-2016, που σύμφωνα με την μήνυση της εκκαλούσας, (σελ 23 αυτής), δεν περιέχει εγγραφές για τους λοιπούς υπαλλήλους της ή και τους εφεσιβλήτους για τα επίμαχα εν προκειμένω έτη 2013-2016. Μολονότι δε γίνεται αναφορά στην μήνυση αυτή και σε ένα δεύτερο βιβλίο αδειών των ετών 2013 – 2016, δεν καταγγέλλεται πλαστότητα αυτού, αλλά, αντιθέτως, γίνεται σύγκρισή του με το προηγούμενο βιβλίο, προκειμένου να καταδειχθεί η πλαστότητα του τελευταίου. Εξ άλλου, με την υπ΄αριθμ. ……/2022 πρόταση του Αντεισαγγελέα Πειραιώς, προτείνεται προς το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς περαιτέρω κυρία ανάκριση μόνο ως προς τα βιβλία αδειών που χρησιμοποίησαν οι δύο ως άνω κατηγορούμενοι, στα οποία, με βάση την λεπτομερή περιγραφή που γίνεται στην μήνυση, δεν συγκαταλέγεται το βιβλίο των ετών 2011-2016 ή, κι αν υποτεθεί ότι πρόκειται για το ίδιο βιβλίο, δεν προσβάλλονται ως πλαστές οι εγγραφές του που αφορούν τους εφεσιβλήτους. Κατά συνέπειαν, δεν κρίνεται αναγκαίο να ανασταλεί η παρούσα δίκη μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της παραπάνω εκρεμμούσης ποινικής δίκης, η οποία και χρονοβόρα θα είναι, εφόσον πρόκειται για κακουργηματικές διώξεις, και ουδέν στοιχείο θα προσθέσει στην έρευνα της ένδικης υποθέσεως, το δε ως άνω αίτημα της εκκαλούσης που προβάλλεται το πρώτον με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
Κατά το άρθρο 460 του ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνο, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (Ολ.ΑΠ 23/1999). Έτσι, η διάταξη του άνω άρθρου 463 ΚΠολΔ απαιτεί την ταυτόχρονη με την προβολή του ισχυρισμού για πλαστότητα του εγγράφου προσκομιδή των αποδεικτικών εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τόσο στην περίπτωση που κατονομάζεται ο πλαστογράφος όσο και στην περίπτωση που αυτός δεν κατονομάζεται, καθόσον η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 463 του ΚΠολΔ είναι γενική και στο άρθρο 464 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο αν έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος που προσκόμισε το έγγραφο επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, δεν προβλέπεται διάφορη ρύθμιση. Σε αντίθεση, δηλαδή, προς την ένσταση πλαστότητας, όπου κατονομάζεται ο πλαστογράφος, η οποία προτείνεται προνομιακώς σε κάθε στάση της δίκης δι’ αγωγής, ανακοπής ή ενστάσεως, εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε πρέπει να προταθεί μόνον κατά τη συζήτηση, κατά την οποίαν προσκομίζεται το έγγραφο (464 ΚΠολΔ) και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση, εκτός εάν κατονομασθεί πλαστογράφος, οπότε η ένσταση αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα. Συνεπώς, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσκομίσθηκε το έγγραφο, του οποίου προβάλλεται πλαστότητα του περιεχομένου του, διατάσσει αποδείξεις επί της πλαστότητας, μόνο αν η εν λόγω ένσταση προτάθηκε παραδεκτώς, ήτοι κατά τη συζήτηση κατά την οποία το έγγραφο για πρώτη φορά προσκομίσθηκε, άλλως το έγγραφο θεωρείται γνήσιο (ΟλΑΠ 23/1999 ΕλλΔνη 2000. 29, ΟλΑΠ 1408/1984 ΕλλΔνη 1985. 198, ΑΠ 401/2019 Νόμος, ΑΠ 291/2002, ΕφΑιγαίου 7/2020, Νόμος, ΕφΛαρ 192/2015 Δικογραφία 2016. 567. Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του δικαστηρίου προβάλλει επικουρικά, υπό την αίρεση δηλαδή της απόρριψης του προαναφερόμενου κυρίου αιτήματός της περί αναστολής της δίκης, ένσταση πλαστότητας των παρακάτω εγγράφων, που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου και κατονομάζει πλαστογράφο τον προϊστάμενο του λογιστηρίου της ……….. και δη: α) των αναφερομένων στις προτάσεις των εφεσιβλήτων με αριθμούς σχετ 14, 20 και 27, και β) του σχετ με αριθμό 9 των προτάσεων των εφεσιβλήτων. Τα έγγραφα αυτά αφορούν το γενικό ημερολόγιο που περιέχει τις καταβολές των μισθολογικών αποδοχών των εφεσιβλήτων (καρτέλες μισθοδοσίας) τα πρώτα και το βιβλίο των αδειών του προσωπικού της για τα έτη 2011 – 2016 το δεύτερο. Ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσης, που προβάλλεται από τον έχοντα ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόρο της (βλ. το από 1.2.2022 έγγραφο ειδικής πληρεξουσιότητας), κατονομάζει πλαστογράφο και προτείνει τα έγγραφα και τους μάρτυρες προς απόδειξή του, παραδεκτά, κατά τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, προτείνεται το πρώτον ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν. Η εκκαλούσα προς απόδειξη της πλαστότητας των καρτελών μισθοδοσίας των εφεσιβλήτων επικαλείται και προσκομίζει, ως μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, την αποτύπωση (φωτογραφικά στιγμιότυπα) των καμερών ασφαλείας των γραφείων της κατά την ημερομηνία της 26.6.2017, (σχετ. Νο 43), από τα οποία υποστηρίζει ότι αποδεικνύεται, ότι οι καρτέλες μισθοδοσίας τους που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι, δεν αποτελούν αντίγραφα εξαχθέντα από το αρχείο της, αλλά κατασκευάσθηκαν εκτός του γραφείου της με την μέθοδο της δημιουργικής λογιστικής και, επομένως, είναι πλαστές. Και τούτο διότι φέρουν ημερομηνία 26.6.2017 και ώρα εκτύπωσης την 13:32΄ και την 13:33΄ μ.μ αντίστοιχα για τον πρώτο και δεύτερη των εφεσιβλήτων, κατά την οποία ημέρα και ώρα ο κατονομαζόμενος ως πλαστογράφος υπάλληλός της ………….. είχε αποχωρήσει από το γραφείο του και δεν είχε την δυνατότητα να προβεί σε εκτύπωσή τους από το αρχείο της, αφού καταγράφεται από τις κάμερες του κτιρίου να αποχωρεί ενωρίτερα από το γραφείο του και δη περί ώρα 12:14 μ.μ. από το γραφείο του και περί ώρα 12:16 μ.μ., και από την είσοδο του κτιρίου. Η παραπάνω ένσταση της εναγομένης, παρίσταται ως ελλιπής κατά τα περιστατικά της, αφού δεν αναφέρει το περιεχόμενο των γνήσιων καρτελών του αρχείου της, ώστε να μπορούν να προσδιοριστούν στην συνέχεια τυχόν αναντιστοιχίες ή αλλοιώσεις που επήλθαν στα αντίγραφα που κατέχουν οι εφεσίβλητοι. Εξ άλλου, μολονότι μόνον η ίδια κατέχει το πρωτότυπο ηλεκτρονικό αρχείο, που περιέχει τις καταβολές της μισθοδοσίας του προσωπικού της, δεν προσκομίζει το αντίστοιχο γνήσιο αντίγραφό του, ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση, αλλά μόνο αντίγραφο εγγράφου που τιτλοφορείται ως γενικό ημερολόγιο, αλλά περιέχει την εν γένει κίνηση των τραπεζικών της λογαριασμών. Με τα δεδομένα αυτά δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο ισχυρισμός της περί πλαστότητας των άνω εγγράφων, και τούτο διότι: α) Η μόνη σελίδα των καρτελών μισθοδοσίας των εφεσιβλήτων που φέρει εκτύπωση την επίμαχη ημερομηνία της 26.6.2017, και επομένως, είναι και η μόνη που μπορεί να σχετίζεται με τον εν λόγω ισχυρισμό, είναι αυτή που αφορά το έτος 2017. Όλες οι υπόλοιπες σελίδες τους που αντιστοιχούν στα έτη 2012 έως και 2016 φέρουν ημερομηνία εκτύπωσης η κάθε μία την αντίστοιχη ημερομηνία και ώρα της 31ης Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αναφέρονται και, επομένως, αποδεικνύεται, ότι αυτές εκτυπώθηκαν σε ανύποπτο χρόνο από την ίδια την εκκαλούσα δια των αρμοδίων υπαλλήλων της, β) αν και προκύπτει από το επικαλούμενο μοναδικό αποδεικτικό ως άνω στοιχείο η έξοδος του ………….. από τα γραφεία της εκκαλούσης κατά την συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, δεν αποδεικνύεται περαιτέρω, και ότι ο εκτυπωτής των γραφείων της, όπου φέρονται ότι εκτυπώθηκαν τα έγγραφα που φορούν το έτος 2017, είχε την ίδια (σωστή) ώρα με την κάμερα ασφαλείας του κτιρίου που καταγράφει την έξοδο του φερόμενου ως δράστη, γ) σε κάθε περίπτωση, η εκτύπωση των καρτελών δεν είναι δεδομένο ότι έγινε από τον φερόμενο ως δράστη, αλλά μπορεί να έγινε και μετά την αποχώρησή του από άλλο πρόσωπο και ακόμα, μπορεί και ο ίδιος ο …… να επέστρεψε στο γραφείο του αργότερα, δ) η εκκαλούσα, με την από ΑΒΜ …../27.9.2017 μήνυσή της εναντίον των υπαλλήλων της . ….. και …….., μολονότι τους καταλογίζει και το αδίκημα της πλαστογραφίας, ουδόλως αναφέρεται ή τους καταμηνύει για πλαστογραφία των ως άνω καρτελών μισθοδοσίας, ε) αν και οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν τις ίδιες καρτέλες μισθοδοσίας τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και στην προηγηθείσα δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 1561/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η εκκαλούσα δεν προσέβαλε τότε τα έγγραφα αυτά ως πλαστά, αλλά μόνον ενώπιον αυτού του δικαστηρίου και στ) η ίδια η εκκαλούσα με τις προτάσεις της αναγνωρίζει ως πραγματικές όλες ανεξαιρέτως τις εγγραφές στις εν λόγω καρτέλες και, επομένως, επιβεβαιώνει το περιεχόμενό τους. Το γεγονός δε ότι η ίδια επικαλείται επιπλέον καταβολές από αυτές που εμφανίζονται στις καρτέλες των εφεσιβλήτων, χωρίς άλλα στοιχεία που να στοιχειοθετούν νόθευση ή με άλλο τρόπο αλλοίωση του περιεχομένου τους, δεν συνεπάγεται ότι αυτές είναι πλαστές. Δεν προκύπτει, επομένως, ζήτημα πλαστογραφίας για τις εκτυπωθείσες κατ΄ έτος και σε ανύποπτο, χρόνο καρτέλες μισθοδοσίας των ετών 1012 – 2016 και δεν αποδεικνύεται πλαστογραφία των καρτελών αυτών, αλλά ούτε και των καρτελών μισθοδοσίας του έτους 2017 με βάση το επικαλούμενο ως άνω μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, που εισφέρει η εκκαλούσα για την απόδειξή της, τα δε έγγραφα αυτά κρίνονται γνήσια. Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα της επικαλούμενης πλαστογραφίας του βιβλίου των αδειών του προσωπικού της, η εκκαλούσα προτείνει προς απόδειξή της την από 2.12.2019 έκθεση του τεχνικού της συμβούλου – γραφολόγου ………. και την υπ΄αριθμ. ……../7.10.2020 ένορκη βεβαίωση του ………, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και δη στα πλαίσια της αντιδικίας της με τον φερόμενο ως πλαστογράφο ………… Το βιβλίο αδειών του προσωπικού της εκκαλούσης που αφορά τα έτη 2011 – 2016 και ειδικότερα τα έτη 2013 – 2016 που ενδιαφέρει εν προκειμένω, τηρείται χειρόγραφα και φέρει δίπλα από την χορηγηθείσα κάθε φορά άδεια την υπογραφή του αδειούχου υπαλλήλου. Για τα έτη 2013, 2015 και 2016 φέρει και την υπογραφή της εκπροσώπου της εκκαλούσης, ενώ για το έτος 2014 φέρει την υπογραφή της τελευταίας μόνο στην πρώτη σελίδα του που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, διότι κανένας από τους δύο πρώτους εφεσιβλήτους που έχουν σχετικές αγωγικές αξιώσεις δεν αναφέρεται στην σελίδα αυτή. Η γραφολογική εκτίμηση του άνω τεχνικού συμβούλου της εκκαλούσης επί του συγκεκριμένου βιβλίου που αφορά την παρούσα υπόθεση περιορίσθηκε στις υπογραφές της εκπροσώπου της εκκαλούσης, εκ των οποίων κρίθηκε μη γνήσια αυτή που τίθεται στην σελίδα του έτους 2015. Ως προς την προέλευση της γραφής όλων των σελίδων κρίθηκε ότι αυτή δεν ανήκει στον υπάλληλο της εκκαλούσης ….., αλλά στον ………… Όπως προκύπτει από την γραφολογική έκθεση, τα ερωτήματα που τέθηκαν στον συντάκτη της και η γραφολογική προσέγγιση και αξιολόγηση του βιβλίου αδειών ουδέν εισφέρει στην διερεύνηση της παρούσης υποθέσεως, και τούτο διότι: Η εκκαλούσα, η οποία ασφαλώς γνωρίζει σχετικά, δεν κατονομάζει ποιος από τους υπαλλήλους της τηρούσε το συγκεκριμένο βιβλίο, ούτε προσδιορίζει που ακριβώς εντοπίζει την πλαστότητα σε σχέση με το περιεχόμενό του, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη περί τυχόν αλλοίωσης του περιεχομένου του, σε ποιο σημείο και από ποιόν. Οι υπογραφές των υπαλλήλων της εκκαλούσης δίπλα από την στήλη των ληφθεισών αδειών καθενός εξ αυτών και εν προκειμένω οι υπογραφές των εφεσιβλήτων δεν προσβάλλονται ως πλαστές, ούτε κατονομάζονται αυτοί ως πλαστογράφοι, συνεργοί ή ηθικοί αυτουργοί και, επομένως με τις υπογραφές τους και την ένδικη αγωγή τους επιβεβαιώνουν ως έχει το περιεχόμενό του αναφορικά με το κρίσιμο στην παρούσα υπόθεση ζήτημα περί του αν και πόσες ημέρες έλαβε ο καθένας από αυτούς ετήσια άδεια. Η όψιμη εξ άλλου επίκληση το πρώτον με την προσθήκη αντίκρουσή της ενώπιον αυτού του δικαστηρίου αιτιάσεων περί απλής χρήσεως εκ μέρους των εφεσιβλήτων πλαστού εγγράφου, επιβεβαιώνει την άποψη, ότι δεν αμφισβητεί την ακρίβεια των γεγονότων που καλύπτονται με τις υπογραφές τους, διότι, διαφορετικά θα τους απέδιδε μορφή συμμετοχής στην πλαστογραφία. Οι υπογραφές της εκπροσώπου της εκκαλούσης, σε όποιες από τις σελίδες του βιβλίου υπάρχουν και κρίθηκαν γνήσιες από τον τεχνικό της σύμβουλο, επίσης επιβεβαιώνουν το περιεχόμενό του, εφόσον η εκκαλούσα με την ένστασή της δεν προέβαλε ειδικά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου συγκεκριμένο αντίθετο ισχυρισμό. Ως προς την γραφή του βιβλίου το ερώτημα που τέθηκε στον τεχνικό της σύμβουλο από την ίδια την εκκαλούσα ήταν αν αυτή ανήκει στον υπάλληλό της ……. ή στον ………. Ο ……. όμως με την υπ΄αριθμ. …./7.10.2020 ένορκη βεβαίωσή του επιβεβαιώνει ότι δεν τηρούσε εκείνος το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά ότι για τα θέματα των αδειών το προσωπικό του λογιστηρίου “συνεννοούνταν με τον προϊστάμενο του λογιστηρίου τον ……….”. Από την κατάθεση αυτή, την οποία υιοθετεί και η εκκαλούσα με την επίκλησή της, προκύπτει ότι υπεύθυνος για την τήρηση του βιβλίου ήταν ο κατονομαζόμενος ως πλαστογράφος ….. .. Υπό την εκδοχή αυτή όμως, και με βάση τα περιστατικά που εισφέρει η εκκαλούσα για να θεμελιώσει την ένστασή της δεν τίθεται ζήτημα νόθευσης ή αλλοίωσης του βιβλίου των αδειών, αλλά μόνον αμφισβήτησης του περιεχομένου του. Η δε γραφολογική εκτίμηση της γραφής επί του προσβαλλόμενου εγγράφου στηρίζεται επί απρόσφορου συγκριτικού στοιχείου και ουδέν εισφέρει για την αξιολόγηση της γνησιότητάς της Και τούτο διότι έγινε σύγκριση της γραφής επί του εγγράφου με την γραφή προσώπου άσχετου με αυτό, (δεν ήταν ούτε συντάκτης του ούτε κατονομαζόμενος πλαστογράφος), αλλά και επιβεβαιώθηκε το γνωστό ήδη γεγονός, ότι το έγγραφο φέρει την γραφή του συντάκτη του. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί, ότι η ίδια η εκκαλούσα, που εδώ κατονομάζει ως πλαστογράφο τον υπάλληλό της …….., στην μήνυσή της που προαναφέρεται κατονομάζει πλαστογράφο για διαφορετικό ή το ίδιο με το παρόν βιβλίο, (δεν διευκρινίζεται ρητά στο παρόν δικαστήριο), άλλον υπάλληλό της τον ………….. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν κρίνεται σκόπιμη ούτε η διεξαγωγή γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης ειδικότερα ως προς τις εμφανιζόμενες στο βιβλίο των αδειών εγγραφές, η οποία δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αξιολογήσιμο αποτέλεσμα. Εν όψει αυτών, και δεδομένου ότι το δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει άποψη περί του κρίσιμου εν προκειμένω ζητήματος από τα λοιπά προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είναι πρόσφορα για την διάγνωση της αγωγικής απαίτησης που αφορά και δη της απαίτησης του πρώτου και της δεύτερης των εφεσιβλήτων για αποζημίωση μη ληφθείσης αδείας για τα έτη 2013 έως και 2016, κρίνεται, ότι, ανεξάρτητα από την βασιμότητα ή μη των αιτιάσεων της εκκαλούσης για την γνησιότητά του, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψιν το προσβαλλόμενο βιβλίο αδειών και η σχετική ένσταση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Ι) Κατά τη διάταξη του άρθρου 648 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Τέτοια υποχρέωση του εργοδότη, πλην της καταβολής του μισθού, συνιστά η από το άρθρο 18 του Ν. 1082/1980 προβλεπομένη υποχρέωση αυτού χορήγησης στον εργαζόμενο, κατά την εξόφληση των αποδοχών, εκκαθαριστικού σημειώματος, όπου απεικονίζονται αναλυτικά οι κάθε είδους αποδοχές του τελευταίου και οι επ` αυτών κρατήσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής συμβάσεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτής έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ΄ εξοχήν για την καταβολή του μισθού), δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δεν καταβάλει δηλαδή τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα όμως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για το οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (βλ. Α.Π. 1248/2015 δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 324/2017, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ 1502/2010, ΑΠ 1153/2009). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους. Περαιτέρω, όταν ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ύστερα από νόμιμη δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να θεωρήσει λυμένη την σύμβαση (εργασίας) και εφόσον αποκρούει την προσφορά των υπηρεσιών του εργαζομένου, χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του (έγγραφη καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης), καθίσταται υπερήμερος (ΑΠ 1203/1998, ΕλλΔ/νη 41.92). Η άρση της επισχέσεως γίνεται αυτοδικαίως είτε με την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του εργοδότη, η οποία πρέπει να είναι πραγματική είτε με συμφωνία εργοδότη και εργαζομένου. Ο εργοδότης μισθωτού, εργαζόμενου με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου που έχει ασκήσει δικαίωμα επισχέσεως, δεν μπορεί να θεωρήσει ότι ο τελευταίος εγκατέλειψε αυθαίρετα τη θέση του και να συναγάγει εξ αυτού ότι ο εργαζόμενος κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση, ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης απολύσεως ν. 2112/20 και του ν. 3198/55 (ΑΠ 1803/1987, ΕΕΔ 48.176, ΑΠ 1412/1986, ΕΕΔ 46.817, βλ. σχετικά με τα παραπάνω ΑΠ 11/2017 δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416, 417 παρ.1 και 424 εδ. α’ ΑΚ συνάγεται ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, δηλαδή με εκπλήρωση της παροχής που αποτελεί το αντικείμενό της. Σε περίπτωση προβολής από τον οφειλέτη της ένστασης καταβολής (εξόφλησης), πρέπει αυτός να επικαλεστεί και να αποδείξει (ΑΠ 594/1999, ΑΠ 1482/1995, ΑΠ 1007/1995), την παροχή που καταβλήθηκε. Αν πρόκειται για χρηματική παροχή, πρέπει, για το ορισμένο της ένστασης, να αναφέρει τόσο στο συνολικό ποσό, όσο και τα επί μέρους κονδύλια, τα οποία το απαρτίζουν, την αιτία καθώς και τον χρόνο καταβολής, όχι, όμως, και τον ισχυρισμό, ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, το οποίο εξυπακούεται (ΑΠ 555/2008, ΑΠ 894/2007, ΑΠ 1405/2006, ΑΠ 1086/2006). Κατά τη διάταξη του άρθρου 424 ΑΚ, ο οφειλέτης, καταβάλλοντας έχει το δικαίωμα, να απαιτήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη και, αν εξοφλήσει ολοσχερώς, απόδοση του χρεωστικού εγγράφου. Από την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους. Στο κείμενο της απόδειξης πρέπει να προσδιορίζεται, αναλυτικά, το είδος της παροχής που καταβλήθηκε, και η αιτία της καταβολής, άλλως η απόδειξη είναι αόριστη (1218/2020, ΑΠ 24/2000).
ΙΙ) Από τη διάταξη του άρθρου 416 Α.Κ., η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος της καταβολής. Η ένσταση αυτή με περιεχόμενο τη δήλωση του εναγομένου, καθώς και την επίκληση απ` αυτόν σχετικής έγγραφης αποδείξεως του μισθωτού περί του ότι πληρώθηκε όλες τις απαιτήσεις του, χωρίς να γίνεται ειδικότερα ανάλυση του ποσού, που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το καταβληθέν συνολικό ποσό. Εκτός και αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους. Τούτο όμως δεν συμβαίνει όταν ασκούνται με την αγωγή αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας και προσκομίζεται από τον εργοδότη έγγραφη απόδειξη του εργαζομένου περί καταβολής σ` αυτόν συνολικού ποσού, που καλύπτει κατά ένα μέρος τις αγωγικές αξιώσεις, χωρίς να αναφέρει την κάθε αιτία και το επί μέρους ποσό, που καταβλήθηκε γι` αυτή. Διότι στην εν λόγω περίπτωση δεν αποκλείεται να καταβλήθηκε το ποσό αυτό προς εξόφληση άλλων αξιώσεων του εργαζομένου, που δεν περιλήφθηκαν στην αγωγή, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία του εργαζομένου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 ν.δ. 4020/1959). Αλλωστε, για το λόγο αυτό με τα άρθρα 18 παρ. 1 ν. 1082/1980 και 26 παρ. 9 περ. ε α.ν. 1846/1951, όπως η περ. ε προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 2 ν. 1469/1984, επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σ’ αυτές (ΑΠ 667 / 2019, ΑΠ 953/2018, ΑΠ. ΑΠ 1418/2015, ΑΠ. 1069/2014). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 424 ΑΚ, ο οφειλέτης, καταβάλλοντας έχει το δικαίωμα, να απαιτήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη και, αν εξοφλήσει ολοσχερώς, απόδοση του χρεωστικού εγγράφου. Από την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους. Στο κείμενο της απόδειξης πρέπει να προσδιορίζεται, αναλυτικά, το είδος της παροχής που καταβλήθηκε, και η αιτία της καταβολής, άλλως η απόδειξη είναι αόριστη (1218/2020, ΑΠ 24/2000 Νόμος).
ΙΙΙ) Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 445, 457 παρ. 1, 2 και 3 και 458 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει ισχυρισμό του διαδίκου ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Ο αντίδικος έχει την υποχρέωση να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής του εγγράφου. Σε περίπτωση άρνησης, ο διάδικος, που επικαλείται το ιδιωτικό έγγραφο, έχει την υποχρέωση να αποδείξει τη γνησιότητα, με κάθε αποδεικτικό μέσο. Εφόσον η γνησιότητα αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ότι η δήλωση, που περιέχει, προέρχεται από τον εκδότη του. Ως προς το ζήτημα αυτό, της προέλευσης, δηλαδή, της δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου, παράγεται αμάχητο τεκμήριο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθρα 460, 461, 463 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1254/2010). Η ως άνω αποδεικτική δύναμη (πλήρης απόδειξη) αναφέρεται μόνο στο ότι αυτή προέρχεται από τον υπογραφέα του εγγράφου. Δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο της δήλωσης. Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης, επιτρέπεται ανταπόδειξη (ΑΠ 1930/2013, ΑΠ 1051/2010, ΑΠ 1071/2010). Ως ανταπόδειξη στο άρθρο 445 ΑΚ, νοείται η απόδειξη του αντιθέτου, χωρίς την ανάγκη προσβολής του εγγράφου για πλαστότητα, με διεξαγωγή κύριας απόδειξης, δηλαδή απόδειξης που διεξάγεται από τον επικαλούμενο ότι η υπογραφή είναι γνήσια, αλλά τέθηκε υπό συνθήκες που δεν τον δεσμεύουν (1218/2020, ΑΠ 1445/2017 Νόμος).
IV) Εξάλλου, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων καθώς και αυτών των άρθρων 527 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015 (ο οποίος κατήργησε και το άρθρο 269 ΚΠολΔ) και 529 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στη δευτεροβάθμια δίκη επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η προβολή για πρώτη φορά πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, εφόσον μπορούν να προταθούν παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης, όπως είναι η ένσταση του συμψηφισμού κατ` άρθρο 442 Α.Κ. ή η ένσταση εξόφλησης κατ΄άρθρ. 416 επ. ΑΚ (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 514/2016, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 523/2015, ΑΠ 1337/2014, ΑΠ 1146/2011, AΠ 343/2009 Ελλ.Δνη 2010.471, Α.Π. 1500/2007 Ελλ.Δνη 48. 1441, ΕφΑθ 723/2018, ΕφΑθ 1008/2015 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΛαρ 415/2012, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013/26, Μ. Μαργαρίτη – Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ [2η έκδοση-2018], άρθρο 527, αριθ. 34, 35), εφόσον αποδεικνύονται παραχρήμα, δηλαδή άμεσα (Α.Π. 1281/2014, Α.Π. 1500/2007 ΤΝΠ Νόμος) και δη με έγγραφα ή δικαστική ομολογία του αντιδίκου του προτείνοντος, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω έρευνα της βασιμότητας του ισχυρισμού με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ. Α.Π. 10/1993 Ελλ. Δνη 35 1242, Α.Π. 1281/2014, Α.Π. 1205/2013, Α.Π. 942/2010, Εφ.Θεσ. 1275/2008 ΤΝΠ Νόμος). Η προβολή των ενστάσεων αυτών μπορεί να γίνει από τον εκκαλούντα-εναγόμενο και με τη μορφή κύριου ή πρόσθετου λόγου έφεσης, εφόσον η ανταπαίτηση ή η εξόφληση αποδεικνύονται παραχρήμα ,δηλαδή άμεσα (ΑΠ 1453/ 2019, Α.Π. 1281/2014, Α.Π. 1500/2007 ό.π., Ε.Α. 479/2012 Ελλ.Δνη 2013.206, Εφ.ΓΙειρ. 436/2015, Εφ.Πειρ. 644/2015 Τ.Ν.Π Νόμος).
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, τις ληφθείσες με επιμέλεια των εναγόντων ένορκες βεβαιώσεις και δη την υπ΄αριθμ. …../26.1.2018 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων …………….., ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ΄αριθμ. ……./23.1.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ……..) και τις υπ΄αριθμ. …./24.6.2021 και …./24.1.2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………… αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εκκαλούσης – εναγομένης (βλ. τις υπ΄αριθμ. …/18.6.2021 και …./2022 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή . …., την υπ΄αριθμ. …./8.2.2018 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων ………. και …….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης με δήλωση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, με εξαίρεση το προσκομιζόμενο βιβλίο αδειών του προσωπικού της εναγομένης των ετών 2011 – 2016, το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψιν για τους προεκετεθέντες ως άνω λόγους, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα – εναγομένη είναι ανώνυμη εταιρεία και έχει ως αντικείμενο εξορυκτικές και λατομικές δραστηριότητες, καθώς και την εμπορία των μεταλλευμάτων που εξορύσσονται από το λατομείο της στην νήσο …….. Η έδρα της κατά το καταστατικό της είναι στην ……….. του Ν. Κυκλάδων, αλλά στην πραγματικότητα εδρεύει στον Πειραιά επί της οδού ……….., όπου συστεγάζεται με τις ανήκουσες στον ίδιο όμιλο εταιρείες “…………”, η οποία έχει ως αντικείμενο τη διαχείριση ποντοπόρων πλοίων και ναυλομεσιτικές υπηρεσίες, και “. ………..”, η οποία διατηρεί πρακτορείο γενικού τουρισμού. Οι εφεσίβλητοι ενάγοντες προσελήφθησαν από την εκκαλούσα εναγομένη με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την 5.4.1999 ο πρώτος, την 19.1.2001 η δεύτερη και την 11.11.1998 η τρίτη, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σαυτήν ως υπάλληλοι γραφείου οι πρώτος και τρίτη και υπάλληλος – καθαρίστρια η δεύτερη, άπαντες με 8ωρη ημερήσια απασχόληση επί πενθήμερο εβδομαδιαίως. Από την πρόσληψή του ο καθένας παρείχε προσηκόντως τις υπηρεσίες του τόσο στην εκκαλούσα όσο και στις άλλες εταιρείες του ομίλου, ανάλογα με τις προκύπτουσες ανάγκες κάθε φορά και σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες της εκκαλούσης. Ειδικότερα, ο πρώτος των εφεσιβλήτων, εκτός από την εργασία που παρείχε στην εκκαλούσα, εργαζόταν μέχρι και το έτος 2016, (χωρίς πρόσθετη αμοιβή), και για λογαριασμό της ναυτιλιακής εταιρείας του ομίλου “……….”, έχοντας κυρίως την ευθύνη της αγοράς ανταλλακτικών και εφοδίων (λάδια, τρόφιμα, αναλώσιμα, χάρτες κ.λ.π.) και της μεταφοράς τους με δικό του όχημα στα ελλιμενισμένα πλοία της σε διάφορα λιμάνια της Ελλάδας ή και του εξωτερικού. Οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του διαμορφώθηκαν το 2009 στο ποσό των 2.184 ευρώ και παρέμειναν στο ποσό αυτό με εξαίρεση το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2016 έως την 31.12.2017, που με νέα τροποποιητική συμφωνία μειώθηκαν στο ποσό των 1.200 ευρώ μεικτά. Πέραν του ποσού αυτού ελάμβανε μέχρι το έτος 2016 και το ποσό των 300 ευρώ περίπου κατά μήνα από την εταιρεία “…………” για έξοδα κινήσεως, κατά κανόνα χωρίς επίσημα παραστατικά, (με απλή απόδειξη), διότι δεν φαινόταν στα βιβλία της εταιρείας αυτής ως εργαζόμενος. Με απλή απόδειξη, επίσης, ελάμβανε και διάφορα χρηματικά ποσά είτε για έξοδα κινήσεως που υπερέβαιναν το παραπάνω ποσό, είτε έναντι απόδοσης παραστατικών για δαπάνες που πραγματοποιούσε για την αγορά εφοδίων ή ανταλλακτικών των πλοίων και των εξορυκτικών δραστηριοτήτων της. Η δεύτερη εξ αυτών απασχολούνταν κατά κύριο λόγο ως καθαρίστρια των γραφείων της εκκαλούσας και της ναυτιλιακής εταιρείας “…………”, καθώς και με διάφορες εξωτερικές εργασίες (θελήματα). Επιπλέον, απασχολούνταν εντός του ωραρίου της και με τον καθαρισμό των γραφείων του ταξιδιωτικού πρακτορείου της εταιρείας “…..”, έναντι πρόσθετης αμοιβής 200 ευρώ μηνιαίως, καθώς και, εκτός και πέραν του ωραρίου της, με τον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων του όλου κτιρίου, έναντι ιδιαίτερης αμοιβής 250 ευρώ κατά μήνα, την οποία της είχαν αναθέσει ατομικά τα φυσικά πρόσωπα της διοίκησης της εκκαλούσης. Για τις τελευταίες αυτές υπηρεσίες της, (……….. και κοινόχρηστοι χώροι του κτιρίου), πληρωνόταν έναντι απλής αποδείξεως. Ο μισθός της για την παρεχόμενη εντός του ωραρίου της εργασία ανέρχονταν για το χρονικό διάστημα 1.1.2012 έως 31.5.2016 στο ποσό των 1.094 ευρώ μεικτά. Από τον Ιούνιο του 2016 έως και την 30.4.2017 συμφωνήθηκε με την εναγομένη να εργάζεται εκ περιτροπής για 15 ημέρες ανά μήνα, με αποτέλεσμα να μειωθεί αντίστοιχα και ο μισθός της, ο οποίος ανήλθε στο ποσό των 586 ευρώ μηνιαίως, προσαυξανόμενος ανάλογα, εφόσον προέκυπτε ανάγκη μέσα στον ίδιο μήνα για πλέον των 15 ημερών εργασία. Μετά την 31.5.2017 συμφωνήθηκε ο μισθός της να επανέρχεται κανονικά στα 1.094 ευρώ με πλήρη απασχόληση. Η τρίτη των εφεσιβλήτων απασχολούνταν ως υπάλληλος γραφείου (γραμματεία) και ο μηνιαίος μισθός της για το χρονικό διάστημα 1.1.2012 έως 13 Μαΐου 2016 ανέρχονταν στο ποσό των 2.094,96 ευρώ. Από την ημερομηνία αυτή και εφεξής (μέχρι την 30.5.2017), με σχετική τροποποιητική συμφωνία, ο μισθός της μειώθηκε σε 1.050 ευρώ μεικτά μηνιαίως. Μέχρι το έτος 2012 η εργασιακή σχέση των εφεσιβλήτων εξελίχθηκε ομαλά, η δε εκκαλούσα ανταποκρίνονταν στις υποχρεώσεις της, καταβάλλοντας κανονικά τις αποδοχές τους και στο ακέραιο. Από το έτος όμως αυτό και εφεξής η εκκαλούσα έπαψε να τους καταβάλει το σύνολο των δεδουλευμένων και προέβαινε σε τμηματικές έναντι του μισθού τους καταβολές, υποσχόμενη συνεχώς την σύντομη εξόφλησή τους, χωρίς όμως και να τηρούνται οι υποσχέσεις αυτές. Οι έναντι του μισθού τους εκάστοτε καταβολές της εκκαλούσης, καθ΄ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα γινόταν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αποκλειστικά με κατάθεση στον τραπεζικό τους λογαριασμό για τον καθένα και αντίστοιχη καταχώρηση της καταβολής στην καρτέλα μισθοδοσίας τους – Γενικό Ημερολόγιο. Αντιθέτως, τα ποσά που έπρεπε να λαμβάνει ο πρώτος εξ αυτών για έξοδα κινήσεως ή για τις έναντι παραστατικών δαπάνες για την αγορά ανταλλακτικών και εφοδίων των πλοίων και των εξορυκτικών δραστηριοτήτων της, καθώς και αυτά των 250 και 200 ευρώ που ελάμβανε η δεύτερη εξ αυτών για τις επιπρόσθετες ως άνω υπηρεσίες της αποδίδονταν με απλή απόδειξη. Το λογιστήριο της εναγομένης, λειτουργούσε ενιαία με αυτό της εταιρείας “……….” και των εταιρειών του ομίλου με την επωνυμία “……….. και “……..” και από το ίδιο λογιστήριο εξυπηρετούνταν και η εταιρεία “…………”. Έτσι, οι παραπάνω χειρόγραφες αποδείξεις πληρωμής, που αφορούσαν είτε τα παραπάνω έξοδα κινήσεως και λοιπές δαπάνες του πρώτου, είτε την καταβολή της αμοιβής της δεύτερης εφεσίβλητης για την επιπλέον εργασία της, εκδίδονταν χωρίς τον λογότυπο της εκκαλούσης, και χωρίς το λογότυπο των λοιπών εταιρειών στις οποίες παρείχε την επιπλέον εργασία, διότι οι εφεσίβλητοι δεν φαινόταν στα βιβλία τους ως εργαζόμενοι στις εταιρείες αυτές. Εν ολίγοις δηλαδή, και μολονότι οι δύο πρώτες τουλάχιστον από τις παραπάνω εταιρείες ήταν ανώνυμες εταιρείες και όφειλαν να λειτουργούν με λογιστική αυτοτέλεια και τάξη, στην πραγματικότητα λειτουργούσαν ως οικογενειακή επιχείρηση και οι εργαζόμενοι καθεμιάς εξ αυτών εξυπηρετούσαν και τις λοιπές εταιρείες, η δε πληρωμή τους για τις πρόσθετες υπηρεσίες τους ή τις δαπάνες για λογαριασμό των λοιπών εταιρειών γινόταν από το λογιστήριο της εκκαλούσας, χωρίς να καταλογίζονται στην μισθοδοσία τους. Αντίθετα, οι πραγματικές έναντι της μισθοδοσίας τους καταβολές καταχωρούνταν κανονικά στο μηχανογραφικό της σύστημα και συγκεκριμένα στο γενικό ημερολόγιο (καρτέλες μισθοδοσίας). Αντίγραφα των καρτελών αυτών επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι και στο παρόν δικαστήριο, υποστηρίζοντας, ότι οι ένδικες μισθολογικές διαφορές προκύπτουν με βάση τις αναγραφόμενες σαυτές καταβολές. Η εκκαλούσα στα πλαίσια της προταθείσης πρωτοδίκως ενστάσεως εξοφλήσεως, την οποία επαναφέρει με την έφεσή της, επικαλείται επιπλέον των αναφερομένων στις καρτέλες μισθοδοσίας τους καταβολές, προσκομίζοντας προς απόδειξή τους υπογεγραμμένες ή και ανυπόγραφες χειρόγραφες αποδείξεις με διάφορα χρηματικά ποσά και, μάλιστα πολλές από αυτές το πρώτον στο παρόν δικαστήριο, και υποστηρίζει ότι τα αναγραφόμενα σαυτές ποσά αποτελούν καταβολές προς τους εφεσίβλητους έναντι των οφειλομένων μισθολογικών αποδοχών τους. Υποστηρίζει, επίσης, ότι η καθυστερημένη προσκόμισή τους και η επίκληση κάθε φορά και νέων αποδεικτικών στοιχείων οφείλεται στην αταξία του λογιστηρίου της, η οποία προέκυψε, όταν οι υπάλληλοι του λογιστηρίου της ……… και ………. κατά την αποχώρησή τους την 26.6.2017 και, ιδίως, ο πρώτος από αυτούς, διέγραψαν τα αρχεία του υπολογιστή της και εγκατέλειψαν “ένα χάος” με τα έγγραφα πεταμένα ατάκτως στο πάτωμα ή μέσα σε πλαστικούς σάκκους. Όπως, όμως προκύπτει, από τους επόμενους ισχυρισμούς της ίδιας, το λογιστήριό της βρισκόταν κατά την ημερομηνία αυτή υπό μετακόμιση και η κατάσταση αυτή, έτσι όπως απεικονίζεται στις προσκομιζόμενες σχετικές φωτογραφίες, ήταν φυσιολογική υπό τις δεδομένες συνθήκες, τα δε αρχεία της, και υπό την εκδοχή της διαγραφής τους, έχουν κατά τους ισχυρισμούς της ανακτηθεί και μάλιστα εντός τριμήνου, δηλαδή πριν από την άσκηση της ένδικης αγωγής. Εξ άλλου, η μάρτυράς της που κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου παραδέχεται, ότι κατά την αποχώρηση των υπαλλήλων της, τα έγγραφα του λογιστηρίου της βρισκόταν μεν μέσα σε “μαύρες σακούλες” αλλά μέσα σε ντοσιέ. Με βάση τα παραπάνω δεν δικαιολογείται η μετά από επτά μήνες, που μεσολάβησαν μέχρι την συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αδυναμία της να ανασυντάξει το λογιστήριό της, τουλάχιστον καθόσον αφορά τα έγγραφα που επικαλείται στο παρόν δικαστήριο. Πέραν, όμως αυτού, και ανεξάρτητα από την καθυστερημένη επίκληση κσι προσκόμισή τους, η οποία δεν έχει κατά την κρίση του δικαστηρίου δικονομικές συνέπειες σε σχέση πάντοτε με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς εξόφλησης που προτείνονται παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης, κατά τα προεκτεθέντα στην με αριθμό (IV) νομική σκέψη, όσες από τις παραπάνω αποδείξεις δεν φέρουν υπογραφή ή δεν σημειώνεται σαφώς η αιτία της καταβολής, ή διαλαμβάνεται ήδη το ποσό τους στις μισθολογικές καταστάσεις της εκκαλούσας κρίνεται, σύμφωνα και με την νομική σκέψη με αριθμό (II), ότι δεν είναι πρόσφορες να αποδείξουν επιπλέον προσήκουσες καταβολές και εξόφληση των οφειλομένων μισθολογικών απαιτήσεων των εφεσιβλήτων και σχολιάζονται επιλεκτικά με την παρούσα. Εξαίρεση αποτελούν όσες αποδείξεις εξ αυτών, είτε αναφέρονται παρακάτω κατά τον υπολογισμό των καταβληθησών σε καθέναν εκ των εφεσιβλήτων ποσών, είτε σχολιάζονται για τους εκεί αναφερόμενους λόγους. Εξ άλλου, και οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα χειρόγραφες καρτέλες ταμείου, δεν αποδεικνύουν πρόσθετες καταβολές πέραν αυτών που επικαλούνται οι εφεσίβλητοι, με την αγωγή τους, καθώς δεν φέρουν υπογραφές των τελευταίων. Εκτός αυτού, οι καρτέλες αυτές συντάσσονταν καθημερινά και πρόχειρα με μοναδικό σκοπό την ενημέρωση των μετόχων των εταιρειών για τα ταμειακά τους διαθέσιμα. Η μεταφορά τους δε στα επίσημα βιβλία της εκκαλούσης, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, αλλά και καθ΄ ομολογίαν της εκκαλούσης στην από 8.11.2019 αίτησή της προς επίδειξη εγγράφων, (σελ. 14 αυτής), γινόταν μόνον εφόσον εκδίδονταν και τα αντίστοιχα παραστατικά. Κατά συνέπειαν, τα αναγραφόμενα στις χειρόγραφες σελίδες του ταμείου της ποσά και ανεξάρτητα από την ελλείπουσα υπογραφή ή και την αιτιολογία τους, είναι τα ίδια ποσά για τα οποία εκδόθηκαν, (αν εκδόθηκαν), τα αντίστοιχα παραστατικά, τα οποία, εφόσον κατέτειναν στην εξόφληση των ενδίκων αξιώσεων, έχουν ήδη καταχωριστεί και στα επίσημα βιβλία της εκκαλούσης και, πάντως, σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύουν αυτοτελείς πρόσθετες καταβολές, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία. Τέλος, προς απόκρουση του αγωγικού κονδυλίου για αποζημίωση μη καταβληθείσας άδειας η εκκαλούσα υποστηρίζει, ότι αποδεικνύεται από την ανάρτηση περίληψης του βιβλίου αδειών στο σύστημα στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, όπου οι εφεσίβλητοι φέρεται ότι έλαβαν το σύνολο των δικαιούμενων αδειών για όλα τα έτη της εργασίας τους. Ο ισχυρισμός αυτός διαψεύδεται από εξώδικη ομολογία της ιδίας στην από ΑΒΜ ……../27.9.2017 μήνυσή της, όπου παραδέχεται ότι οφείλεται άδεια για όλα τα παραπάνω έτη στον υπάλληλό της ……….., παρά το αντίθετο περιεχόμενο των αναρτήσεών της στο παραπάνω σύστημα. Ομοίως και από την ομολογία της με τις προτάσεις της στο πτωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι οφείλεται στον πρώτο των εφεσιβλήτων άδεια 13 ημερών για το έτος 2016, χωρίς να αιτιολογεί την ανακολουθία της αντίθετης ανάρτησης στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Συνεκτιμωμένων των παραπάνω, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του πρώτου εφεσιβλήτου για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 30.6.2017 διακυμάνθηκαν ως εξής: Από τον Ιανουάριο του 2012 έως τον Δεκέμβριο του 2012 στο ποσό των 1.533,69 ευρώ, τον Ιανουάριο του 2013 στο ποσό των 1.507,86 ευρώ, από τον Φεβρουάριο του 2013 έως τον Ιούνιο του 2014 στο ποσό των 1.500,82 ευρώ, από τον Ιούλιο του 2014 έως τον Δεκέμβριο του 2014 στο ποσό των 1.515,34 ευρώ, από τον Ιανουάριο του 2015 έως και τον Μάϊο του 2015 στο ποσό των 1.526,41 ευρώ, από τον Ιούνιο του 2015 έως και τον Μάϊο του 2016 στο ποσό των 1.527,56 ευρώ και από τον Ιούνιο του 2016 έως τον Ιούνιο του 2017 στο ποσό των 924,33 ευρώ. Με βάση τα ποσά αυτά οι καθαρές αποδοχές που έπρεπε να λάβει για το παραπάνω χρονικό διάστημα ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 92.497,18 ευρώ, για τους υπολογισμούς του οποίου δεν αντιλέγει η εκκαλούσα. Από το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 4.601,07 που θα ελάμβανε για τους μήνες Απρίλιο, Μάϊο και Ιούνιο του 2012, κατά το οποίο δεν παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη λόγω ασθενείας του και επιδοτήθηκε από τον ΕΦΚΑ, καθώς και το ποσό των 1.272,89 ευρώ, που αντιστοιχεί στον μισθό του για τον μήνα Αύγουστο του 2014 (από 6.8.2014 έως 31.8.2014), κατά τον οποίο εργάσθηκε μόνο τέσσερις ημέρες, ενώ για τον υπόλοιπο μήνα επιδοτήθηκε από τον ΕΦΚΑ. Επίσης, θα πρέπει να αφαιρεθεί και το ποσό των 147,75 ευρώ που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από 26 έως 30 Ιουνίου 2017, κατά το οποίο βρισκόταν υπό επίσχεση εργασίας και δεν υπολογίζεται στους οφειλόμενους μισθούς από παροχή πραγματικής εργασίας. Για το χρονικό διάστημα 1.9.2014 έως 12.10.2014 αποδεικνύεται, ότι ο εφεσίβλητος εργάσθηκε προσφέροντας κανονικά τις υπηρεσίες του στην εκκαλούσα με κατ΄ οίκον εργασία μέσω του ηλεκτρονικού προγράμματος “team viewer” ή και με την φυσική του παρουσία στα γραφεία της εφεσιβλήτου, ιδίως, για το χρονικό διάστημα του Οκτωβρίου. Δικαιούται, επομένως, να λάβει τις αντίστοιχες αποδοχές, χωρίς να νομιμοποιείται η εφεσίβλητη, η οποία και ωφελήθηκε από την παροχή των υπηρεσιών του, να αιτείται την έκπτωση του επιδόματος ασθενείας από την οφειλόμενη δική της αντιπαροχή, διότι δικαιούχος είναι μόνον ο ασφαλιστικός του φορέας που κατέβαλε το επίδομα. Επομένως, το συνολικό ποσό των μισθολογικών παροχών που έπρεπε να του καταβληθεί κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα (1.1.2012 έως 2.6.2017), αφαιρουμένων αυτών που αντιστοιχούν στα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα που προαναφέρθηκαν, ανέρχεται στο ποσό των 86.475,47 ευρώ. Επίσης, για δώρο Πάσχα (2012 – 2017), δώρο Χριστουγέννων (2012-2016) και επίδομα αδείας (2012-2016) έπρεπε να του καταβληθεί το συνολικό ποσό των 14.623,34 ευρώ καθαρά (δώρο Πάσχα 792,62, 772, 14,772,14, 785,47, 785,78 και 477,71 ευρώ αντίστοιχα κατ΄ έτος, δώρο Χριστουγέννων 1.228,13, 1.544,30, 1.437,65, 1571,57 και 955,41 αντίστοιχα κατ΄ έτος και επίδομα αδείας 766.84, 750,41, 757,67, 763,78 και 461,72 αντίστοιχα κατ΄ έτος), για τον υπολογισμό των οποίων, επίσης δεν αντιλέγει η εκκαλούσα. Συνολικά δε οι εν γένει αποδοχές (μισθοί + δώρα + επιδόματα) που έπρεπε να του καταβληθούν για όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα ανέρχονται στο ποσό των 101.098,81 ευρώ. Από την καρτέλα μισθοδοσίας του πρώτου εφεσιβλήτου σε συνδυασμό με την κίνηση του υπ΄αριθμ. ………… λογαριασμού του στην Εθνική Τράπεζα, στον οποίο καταθέτονταν οι εν γένει μισθολογικές του παροχές, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη του κατέβαλε για το χρονικό διάστημα 1.1.2012 έως 30.6.2017, (με πρώτη καταβολή την 10.2.2012 και τελευταία καταβολή την 9.6.2017), το συνολικό ποσό των 85.359,34 ευρώ. Η καταβολή του ποσού των 1.593,01 ευρώ, που έγινε την 10.1.2012, αφορά τον μήνα Δεκέμβριο του 2011, όπως σαφώς σημειώνεται τόσο στην καρτέλα μισθοδοσίας όσο και ως αιτιολογία στην κίνηση του λογαριασμού του πρώτου εφεσιβλήτου, που φέρει την υπογραφή του υπαλλήλου της τράπεζας. Επομένως, δεν συνυπολογίζεται το ποσό αυτό στις καταβολές για το επίδικο χρονικό διάστημα. Οι καταβολές των 300 και 150 ευρώ που εμφανίζονται μόνον στον λογαριασμό του κατά τις ημερομηνίες 1.9.2016 και 24.3.2017 δεν αποδεικνύεται, ότι αφορούν την μισθοδοσία του, αλλά αφορούν δαπάνες που κατέβαλε εξ ιδίων ο εφεσίβλητος και του αποδόθηκαν μέσω του λογαριασμού του και για το λόγο αυτό δεν εμφανίζονται στην καρτέλα μισθοδοσίας του και δεν συνυπολογίζονται στο παραπάνω ποσό. Οι επικαλούμενες από την εκκαλούσα επιπλέον καταβολές και δη οι από 17.5.2012 και 7.9.2012 χειρόγραφες αποδείξεις με τα ποσά των 1.000 και 1.128 ευρώ αντίστοιχα, δεν αφορούν την μισθοδοσία του για το επίδικο χρονικό διάστημα, αλλά οικειοθελή παροχή της εκκαλούσας για τους μήνες Απρίλιο, Μάϊο και Ιούνιο του 2012, όπως προκύπτει από την αιτιολογία τους “έναντι” στην πρώτη και 4ος, 5ος και 6ος/2012 στην δεύτερη, μήνες κατά τους οποίους ο εφεσίβλητος απουσίαζε από την εργασία του λόγω ασθενείας. Μάλιστα η πρώτη από αυτές, φέρει υπογραφή Α/Α και από το πρόχειρο ταμείο της φαίνεται να μην προέρχεται καν η καταβολή από την εκκαλούσα, αλλά από την “………….”, αφού στην επισημείωση του ταμείου της έχει ένδειξη (1), όπως και στην προηγούμενη αυτής σημείωση με την ένδειξη “……….. (1)” Εν πάσει όμως περιπτώσει δεν ζητείται με την αγωγή κανένα ποσό για τους παραπάνω μήνες, και οι μισθοί που αντιστοιχούν στο χρονικό αυτό διάστημα αφαιρούνται κατά τα παραπάνω από το συνολικό ποσό που θα έπρεπε να λάβει για το όλο το χρονικό διάστημα των ετών 2012 – 2017. Δεν μπορούν, επομένως, να συνυπολογισθούν τα ποσά αυτά στις καταβολές που έγιναν έναντι των οφειλομένων μισθών που δεν αφορούν τους μήνες αυτούς. Οι αποδείξεις από 11.7.2012 ποσού 1.000 ευρώ, από 21.11.2012 ποσού 3.000 ευρώ, από 23.1.2014 ποσού 300 ευρώ, από 23.1.2015 ποσού 350 ευρώ, από 1.2.2015 ποσού 300 ευρώ, από 8.5.2015 ποσού 300 ευρώ και από 11.9.2015 ποσού 300 ευρώ, αμφισβητούνται ως προς την γνησιότητα της υπογραφής του πρώτου εφεσιβλήτου, η δε εκκαλούσα δεν απέδειξε την γνησιότητά τους, αν και είχε το βάρος της απόδειξης κατά τα αναφερόμενα στην με αριθμό (ΙΙΙ) νομική σκέψη. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν φέρουν αιτιολογία, ούτε την επωνυμία της εκκαλούσης και δεν είναι πρόσφορες να αποδείξουν προσήκουσα καταβολή προς εξόφληση των ενδίκων αξιώσεων, δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος αντενίσταται νόμιμα στην προβαλλόμενη από την εκκαλούσα ένσταση εξόφλησης, υποστηρίζοντας ότι γενικότερα οι χειρόγραφες αποδείξεις αφορούν έξοδα κίνησης και δαπανών και πράγματι προκύπτει ότι αντιστοιχούν σε τέτοια έξοδα, όπως διαπιστώνεται και από τα ποσά τους και επιβεβαιώνεται από όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων του εφεσιβλήτου. Ούτε μπορεί να εξαχθεί διαφορετικό συμπέρασμα από την λέξη “έναντι” που αναγράφεται στην πρώτη από αυτές (11.7.2012), διότι, παρά το ποσό της, μπορεί να αφορά καταβολή έναντι μεγαλύτερης δαπάνης για αγορά ανταλλακτικών ή άλλης δαπάνης της “………………”. Για την από 21.11.2012 απόδειξη ποσού 3.000 ευρώ, πρέπει να σημειωθεί ειδικότερα, ότι προκύπτει άμεσα η μη γνησιότητα της υπογραφής του εφεσιβλήτου, καθώς προσκομίσθηκε από την εκκαλούσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, (ως σχτ. 9), χωρίς υπογραφή, ενώ ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου προσκομίζεται, (ως σχετ. Κ 30), με υπογραφή. Οι λοιπές χειρόγραφες αποδείξεις από 16.2.2012 ποσού 257 ευρώ, από 15.3.2013, 2.4.2013, 2.5.2013, 5.6.2013, 2.8.2013, 27.9.2013 ποσού 316,31 ευρώ η κάθε μία, από 23.1.2014 ποσού 300 ευρώ, από 25.7.2014 ποσού 350 ευρώ, από 13.3.2015 ποσού 350 ευρώ, από 9.4.2015 ποσού 300 ευρώ, από 16.10.2015, 4.12.2015 (ή 4.11.15) 30.12.2015 και 29.1.2016 ποσού 300 ευρώ η κάθε μία, οι οποίες δεν φέρουν την επωνυμία της εκκαλούσης, είτε δεν φέρουν υπογραφή, όπως η από 2.8.2013, είτε δεν φέρουν αιτιολογία ή, έστω, σαφή αιτιολογία και, σε κάθε περίπτωση δεν αφορούν καταβολές έναντι της μισθοδοσίας του, αλλά έξοδα κίνησης και δαπανών. Τέλος, δεν είναι πρόσφορες να αποδείξουν καταβολή και οι χωρίς υπογραφή χειρόγραφες σημειώσεις στο πρόχειρο ταμείο της εκκαλούσης, κατά τα προεκτεθέντα. Κατ΄ακολουθίαν, δεν αποδεικνύεται βάσιμη η νόμιμη κατ΄ άρθρο 416 ΑΚ ένσταση εξόφλησης των ενδίκων απαιτήσεων του πρώτου εφεσιβλήτου και μάλιστα δια καταβολής του μεγαλύτερου ποσού των 107.478, 94 ευρώ και η νόμιμη κατ΄ άρθρο 416 ΑΚ ένσταση εξόφλησης της εκκαλούσης, πρέπει να απορριφθεί ως προς τον εφεσίβλητο αυτό ως αβάσιμη στην ουσία της. Επομένως, εφόσον οι έναντι του παραπάνω οφειλομένου ποσού καταβολές της εκκαλούσης από 1.1.2012 μέχρι την 26.6.2017, που ο πρώτος εφεσίβλητος προέβη σε επίσχεση εργασίας, ανέχονται κατά τα προλεχθέντα στο ποσό των 85.359,34 ευρώ προκύπτει ανεξόφλητο υπόλοιπο μισθολογικών αποδοχών ποσού (101.098,81 – 85.359,34 =) 15.739,47 ευρώ καθαρά ή 22.227,65 ευρώ μεικτά. Το ποσό αυτό συνάδει και με το από 23.6.2016 σημείωμα που προσυπογράφεται για λογαριασμό της εκκαλούσης χωρίς επιφύλαξη από τον αντιπρόεδρό της …………., με το οποίο αναγνωρίζεται οφειλή της προς τον εφεσίβλητο κατά την ημερομηνία αυτή ποσού 14.000 ευρώ. Εξάλλου, για το ίδιο χρονικό διάστημα, η εκκαλούσα δεν είχε χορηγήσει στον πρώτο εφεσίβλητο και όλες τις δικαιούμενες κατ΄ έτος ημέρες αδείας, (για το έτος 1016 συνομολογείται από την εκκαλούσα με τις πρωτόδικες προτάσεις της, για τα λοιπά έτη αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων ιδίως των ……. και ………….), οι οποίες ανήλθαν για τα έτη 2013 – 2016 σε 20, 18, 7 και 13 ημέρες αντίστοιχα και σε 22 ημέρες για το έτος 2017. Επομένως, δικαιούται αποζημίωση προσαυξημένη κατά 100% συνολικού ποσού (4.193,28 + 3.773,96 + 1.467,64 + 2.725 + 2.534,40 =) 14.694,92 ευρώ μεικτά, για τον υπολογισμό του οποίου δεν αντιλέγει η εκκαλούσα.
Οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της δεύτερης ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 30.6.2017 διακυμάνθηκαν ως εξής: Τον Ιανουάριο του 2012 στο ποσό των 873,48 ευρώ, τον Φεβρουάριο του 2012 στο ποσό των 891,76 ευρώ, από τον Μάρτιο του 2012 έως και τον Δεκέμβριο του 2012 στο ποσό των 873,48 ευρώ, από τον Ιανουάριο του 2013 έως και τον Ιούνιο του 2014 στο ποσό των 854,37 ευρώ, από τον Ιούλιο του 2014 έως τον Δεκέμβριο του 2014 στο ποσό των 862,83 ευρώ, από τον Ιανουάριο του 2015 έως και τον Μάϊο του 2016 στο ποσό των 865,61 ευρώ, τον Ιούνιο του 2016 στο ποσό των 550,02 ευρώ, τον Ιούλιο του 2016 στο ποσό των 515,63 ευρώ, τον Αύγουστο του 2016 στο ποσό των 550,02 ευρώ, τον Σεπτέμβριο του 2016 στο ποσό των 584,39 ευρώ, από τον Οκτώβριο του 2016 έως τον Απρίλιο του 2017 στο ποσό των 515,63 ευρώ και από τον Μάϊο του 2017 έως τον Ιούνιο του 2017 στο ποσό των 859,39 ευρώ. Επομένως, οι καθαρές αποδοχές της που έπρεπε να της καταβληθούν για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 30.6.2017 ανέρχονται στο ποσό των 53.299,30 ευρώ. Από το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 137,50 ευρώ που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα 26.6.2017 έως 30.6.2017, που βρισκόταν σε επίσχεση εργασίας. Επομένως, το συνολικό ποσό που έπρεπε να της καταβληθεί για μισθούς κατά το χρονικό διάστημα 1.1.2012 έως 26.6.2017 ανέρχονταν σε 53.161,80 ευρώ καθαρά. Επίσης, για δώρο Πάσχα (2012 – 2017), δώρο Χριστουγέννων (2012-2016) και επίδομα αδείας (2012-2016) έπρεπε να της καταβληθεί το συνολικό ποσό των 8.977,94 ευρώ καθαρά (δώρο Πάσχα 452,18, 441,87, 441,87, 447,73, 447,71 και 398,33 ευρώ αντίστοιχα κατ΄ έτος, δώρο Χριστουγέννων 904,37, 883,75, 892,56, 895,45 και 614,40 αντίστοιχα κατ΄ έτος και επίδομα αδείας 436,71, 427,16, 431,39, 432,77 και 429,67 αντίστοιχα κατ΄ έτος). Με βάση τα ποσά αυτά οι καθαρές αποδοχές που έπρεπε να λάβει για το παραπάνω χρονικό διάστημα (μισθοί + δώρα + επιδόματα) ανέρχονται στο συνολικό ποσό των (53.299,30 + 8977,94 =) 62.139,74 ευρώ καθαρά. Από την κίνηση του υπ΄αριθμ. ………….. λογαριασμού της Εθνικής Τράπεζας της δεύτερης ενάγουσας, στον οποίο καταθέτονταν οι εν γένει μισθολογικές παροχές, σε συνδυασμό και με την καρτέλα μισθοδοσίας της, αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα της κατέβαλε για το χρονικό διάστημα 1.1.2012 έως 30.6.2017 (με πρώτη καταβολή την 11.1.2012 και τελευταία καταβολή την 9.6.2017) το συνολικό ποσό των 54.197,48 ευρώ. Επίσης, της κατέβαλε και το ποσό των 300 ευρώ την 25.8.2015 σε μετρητά, έναντι απλής απόδειξης, λόγω της έκτακτης ανάγκης της να ταξιδέψει στην πατρίδα της, όπως βάσιμα υποστηρίζει κατά τούτο και η εκκαλούσα. Έτσι, το συνολικά καταβληθέν ποσό ανέρχεται σε 54.497,48 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του ποσού των 600 ευρώ που εμφανίζεται στην καρτέλα μισθοδοσία της την 8.4.2015. Αντιθέτως, δεν συμπεριλαμβάνεται το ποσό των 500 ευρώ που κατατέθηκε μεν στον λογαριασμό της στις 5.9.2014, χωρίς όμως να αναφέρεται η αιτιολογία του, όπως στις λοιπές περιπτώσεις του λογαριασμού της, αλλά και δεν εμφανίζεται στην καρτέλα μισθοδοσίας της, με συνέπεια να μην αποδεικνύεται ότι αφορά την μισθοδοσία της, ή την αμοιβόμενη ιδιαιτέρως πρόσθετη εργασία της. Η καταβολή του ποσού των 903,73 της 10.1.2012 δεν συνυπολογίζεται, διότι αφορά τον μήνα Δεκέμβριο του 2011. Άλλες καταβολές πέραν των ως άνω δεν αποδεικνύεται ότι έγιναν, διότι: Τα ποσά που εμφανίζονται στον λογαριασμό της την 25.7.2016 των 200 και την 20.2.2017 των 110 ευρώ δεν κατατέθηκαν από την εκκαλούσα και αφορούν την αμοιβόμενη ιδιαιτέρως εργασία της.
Οι αποδείξεις από 31.1.2012 ποσού 250 ευρώ, από 20.4.2012, 25.5.2012, 28.6.2012, 27.7.2012, 6.8.2012 ποσού 450 ευρώ η κάθε μία, από 31.8.2012 ποσού 200 ευρώ, από 19.10.2012 ποσού 250 ευρώ, από 19.10.2012, 30.11.2012, 12.2.2013, 8.3/2013, ποσού 200 ευρώ, από 14.5.2013, 20.6.2013, 23.7.2013, 8.8.2013, 13.6.2014, 11.8.2014, 3.10.2014, 14.11.2014, 19.12.2014 16.1.2015, 12.2.2015, 30.3.2015, 8.5.2015, ποσού 250 ευρώ η κάθε μία από 2.9.2015, 11.9.2015, 18.9.2015, 23.10.2015, 26.11.2015, 31.12.2015 ποσού 250 ευρώ η κάθε μία, από 2.2.2015 ποσού 200 ευρώ και από 4.2.2015 ποσού 50 ευρώ δεν αφορούν καταβολές της εκκαλούσας προς εξόφληση των ενδίκων μισθολογικών απαιτήσεων, αλλά κατέτειναν στην εξόφληση αυτής για την εκτός ωραρίου εργασία της για τον καθαρισμό του κτιρίου, καθώς και την εργασία της στην εταιρεία …………… Δεν προκύπτει δε το αντίθετο από τις αποδείξεις που προσκομίζει η εκκαλούσα, προκειμένου να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της, ότι δήθεν υπάρχουν άλλα, πέραν των άνω αποδείξεων, παραστατικά για την πληρωμή της εφεσίβλητης από την ……….., διότι οι αποδείξεις αυτές φέρουν μεν την σφραγίδα της τελευταίας αυτής εταιρείας, πλην όμως, αμφισβητείται ο χρόνος που τέθηκε επ΄αυτών η σφραγίδα της εταιρείας και η αιτιολογία “σκάλα”. Πέραν αυτού, όσες από αυτές αφορούν ιδίως το έτος 2012, φέρουν εμφανώς αλλοιωμένες ημερομηνίες. Επομένως, μέχρι την 26.6.2017, που η δεύτερη εφεσίβλητη προέβη σε επίσχεση εργασίας, υπήρχε ανεξόφλητο υπόλοιπο αποδοχών ποσού (62.139,74 – 54.497,48 =) 7.642,26 ευρώ καθαρά, ή 9.493,08 μεικτά Οφείλεται, επίσης, στην εφεσίβλητη αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια δέκα ημερών για το έτος 2016 (586 ευρώ μεικτά χ 100% =) 562,56 και είκοσι δύο ημερών για το έτος 2017 (μισθός 1.096 ευρώ μικτά: 1.157,38.χ 100% = 2.314,76 και (562,56 + 2..314,76=) 2.877,32 ευρώ μεικτά, για τον υπολογισμό του οποίου δεν αντιλέγει η εκκαλούσα.
Με βάση τον συμφωνημένο μηνιαίο μισθό της τρίτης ενάγουσας οι καθαρές αποδοχές της για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 30.6.2017 διακυμάνθηκαν ως εξής: Τον Ιανουάριο του 2012 στο ποσό των 1.509,13 ευρώ, τον Φεβρουάριο του 2012 στο ποσό των 1514,14 ευρώ, τον Μάρτιο του 2012 στο ποσό των 1.509,13 ευρώ, από τον Απρίλιο του 2012 έως και τον Δεκέμβριο του 2012 στο ποσό των 1.479,13 ευρώ, από τον Ιανουάριο του 2013 έως και τον Ιούνιο του 2014 στο ποσό των 1.461,87 ευρώ, από τον Ιούλιο του 2014 έως τον Δεκέμβριο του 2014 στο ποσό των 1.470,83 ευρώ, από τον Ιανουάριο του 2015 έως και τον Μάϊο του 2015 στο ποσό των 1.481,46 ευρώ, από τον Ιούνιο του 2015 έως και τον Απρίλιο του 2016 στο ποσό των 1.482,98 ευρώ, από την 1η Μαΐου έως 12.5.2016 στο ποσό των 606,60 ευρώ και από 13.5.2016 έως 31.5.2016 στο ποσό των 488,93 ευρώ, από τον Ιούνιο του 2016 έως και τον Μάϊο του 2017 στο ποσό των 827,52 ευρώ. Επομένως, οι καθαρές αποδοχές της που έπρεπε να της καταβληθούν για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 30.5.2017 ανέρχονται στο ποσό των 87.728,82 ευρώ. Από το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 794,42 ευρώ, για τις 29 ημέρες του Νοεμβρίου του 2016 που απουσίασε λόγω ασθενείας και δεν αναζητείται, καθώς και το ποσό των 300,92 ευρώ που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα 19.5.2017 έως 30.5.2017, που βρισκόταν σε επίσχεση εργασίας, το οποίο θα συνυπολογισθεί στους μισθούς υπερημερίας. Επίσης, πρέπει να αφαιρεθεί και το ποσό των 651 ευρώ, κατά το οποίο επιδοτήθηκε από το ΙΚΑ για το χρονικό διάστημα 18.1.2017 έως 18.2.2017, όπως βάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα..Επομένως, το συνολικό ποσό που έπρεπε να της καταβληθεί για μισθούς κατά το χρονικό διάστημα 1.1.2012 έως 19.5.2017 ανέρχονταν σε 85.982,48 ευρώ καθαρά. Επίσης, για δώρο Πάσχα (2012 – 2017), δώρο Χριστουγέννων (2012-2016) και επίδομα αδείας (2012-2016) έπρεπε να της καταβληθεί το συνολικό ποσό των 14.433,61 ευρώ καθαρά (δώρο Πάσχα 766,31, 749,93, 749,93, 762,71, 763,36 και 427,74 ευρώ αντίστοιχα κατ΄ έτος, δώρο Χριστουγέννων 614,40 1.532,64, 1.499,87, 1.514,38, 1.5266,73 και 778,78 ευρώ αντίστοιχα κατ΄ έτος και επίδομα αδείας 739,58, 730,95, 735,43, 741,50 και 413,76 αντίστοιχα κατ΄ έτος). Με βάση τα ποσά αυτά οι καθαρές αποδοχές (μισθοί + δώρα + επιδόματα) που έπρεπε να λάβει για το παραπάνω χρονικό διάστημα ανέρχονται στο συνολικό ποσό των (85.982,48 + 14.433,61 =) 100.416,09 ευρώ καθαρά Από την καρτέλα μισθοδοσίας και την κίνηση του υπ΄αριθμ. …………. λογαριασμού της Εθνικής Τράπεζας της τρίτης ενάγουσας, στον οποίο καταβάλλονταν οι εν γένει μισθολογικές παροχές, αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα της κατέβαλε για το χρονικό διάστημα 1.1.2012 έως 30.6.2017 (με πρώτη καταβολή την 31.1.2012 και τελευταία καταβολή την 9.6.2017) το συνολικό ποσό των 94.912,05 ευρώ.. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσης ότι κατέβαλε επιπλέον το ποσό των 1.537,70 ευρώ την 5.1.2012, καθώς και διάφορα ποσά δια συμψηφισμού είναι αβάσιμος κατ΄ ουσίαν. Και τούτο διότι, το ποσόν της 5.1.2012 των 1.537,70 ευρώ αφορά, όπως προκύπτει από την καρτέλα μισθοδοσίας, τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2011 και οι δόσεις προς εξόφληση δανείου ποσού 14.829 ευρώ, που έλαβε η εφεσίβλητη από την εκκαλούσα, παρακρατούνταν από τον μισθό της, και καταλογίζονταν στις καρτέλες της μισθοδοσίας της ως καταβολές, η δε εφεσίβλητη δεν αιτείται την καταβολή των ποσών αυτών, τα οποία έχει συναθροίσει στην αγωγή της στο κεφάλαιο με τις καταβολές και όχι στο κεφάλαιο με τις οφειλές. Το δάνειο δε αυτό εξοφλήθηκε πλήρως το έτος 2015. Τα επιπλέον ποσά που η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι της κατέβαλε στις 8.5.2014, 8.8.2014, 22.8.2014, 3.4.2015, 6.4.2015, 26.10.2015, 29.10.2015, και 18.12.2015 συμπεριλαμβάνονται στην καρτέλα μισθοδοσίας της. Επομένως, είναι αβάσιμη η ένσταση εξοφλήσεως της εναγομένης, με την οποία επικαλείται την καταβολή επιπλέον ποσών. Σύμφωνα με τα παραπάνω, μέχρι την 19.5.2017, που η τρίτη εφεσίβλητη προέβη σε επίσχεση εργασίας, υπήρχε ανεξόφλητο υπόλοιπο αποδοχών ποσού (100.416,09 – 94.912,05 =) 5.504,04 ευρώ καθαρά ήτοι6.103,78 ευρώ μεικτά.
Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι οι εφεσίβλητοι συνέδραμαν με την υπομονή τους, αλλά και με σημαντικές παραχωρήσεις την εκκαλούσα, όπως με τη μείωση του μισθού τους κατά το ήμισυ και την εξ ιδίων πληρωμή μικροδαπανών, ώστε να την διευκολύνουν να ξεπεράσει την οικονομική δυσπραγία της. Από το έτος όμως 2016 και εντεύθεν, λόγω σημαντικής καθυστέρησης στην καταβολή των δεδουλευμένων, διαμαρτυρήθηκαν επανειλημμένα για την μη εξόφληση των οφειλόμενων αμοιβών και πάντοτε λάμβαναν υποσχέσεις για την διευθέτηση του ζητήματος, οι οποίες όμως δεν τηρούνταν, αλλά, αντιθέτως, μειώθηκαν και οι τμηματικές καταβολές. Έτσι, την άνοιξη του έτους 2017 που οι διαμαρτυρίες των εναγόντων έγιναν πλέον έντονες, ο πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου ………….., τους δήλωσε ότι για τα δεδουλευμένα τους θα πρέπει να απευθυνθούν σε δικηγόρους. Η παραπάνω καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων και η εν γένει αρνητική συμπεριφορά της εκκαλούσης, που εκφράστηκε με την παραπάνω προτροπή του νομίμου εκπροσώπου της, αποτέλεσε και την αιτία η οποία οδήγησε την τρίτη των εφεσιβλήτων να ασκήσει πρώτη δικαίωμα επίσχεσης εργασίας με την από 19.5.2017 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – άσκηση δικαιώματος επίσχεσης. Η εξώδικη αυτή δήλωση, η οποία επεδόθη στην εναγομένη με την υπ΄αριθμ. ……/19.5.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……………., περιείχε και την δήλωση, ότι θα επιστρέψει στην εργασία της αμέσως μόλις εξοφληθούν οι ληξιπρόθεσμες δεδουλευμένες αποδοχές της, ποσού 6.930 ευρώ. Η εκκαλούσα αντέδρασε με την απόλυσή της στις 30.5.2017, για την οποία της κατέβαλε και την νόμιμη αποζημίωση, όχι όμως και τα οφειλόμενα δεδουλευμένα. Ακολούθως, με την από 26.6.2017 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση-άσκηση δικαιώματος επίσχεσης, η οποία επεδόθη αυθημερόν στην εκκαλούσα με την υπ΄αριθμ. ……/26.6.2017 έκθεση επιδόσεως του ιδίου δικαστικού επιμελητή, άσκησαν δικαίωμα επίσχεσης εργασίας και οι πρώτος και δεύτερη των εφεσιβλήτων. Ειδικότερα, με τα ως άνω εξώδικά τους οι δύο πρώτοι εφεσίβλητοι γνωστοποίησαν στην εκκαλούσα, ότι προβαίνουν σε επίσχεση εργασίας από την επίδοση της εξωδίκου του ο καθένας για τις ληξιπρόθεσμες δεδουλευμένες (μεικτές) αποδοχές, συνολικού ποσού 21.476 ευρώ ο πρώτος και 9.665,21 ευρώ η δεύτερη, τις οποίες προσδιόρισαν αναλυτικά κατά αιτία ποσό και χρονικό διάστημα που αντιστοιχούσαν. Δήλωσαν, επίσης, στην εκκαλούσα ότι δεν θα της παρέχουν τις υπηρεσίες τους μέχρις ότου εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς τις παραπάνω απαιτήσεις τους, καθώς και ότι θα επιστρέψουν στην εργασία τους αμέσως μόλις εξοφληθούν τα δεδουλευμένα. Μετά την εξέλιξη αυτή η εκκαλούσα δεν έκανε καμία προσπάθεια διευθετήσεως της διαφοράς μεταξύ τους, ώστε να τους καταβάλει, έστω, μέρος των οφειλομένων και οι εφεσίβλητοι να επανέλθουν στην εργασία τους. Και ναι μεν επικοινώνησε δια των εκπροσώπων της με τον πρώτο εξ αυτών με τηλεφωνικά μηνύματα, πλην όμως αυτά είχαν μόνον επικριτικό και υποτιμητικό περιεχόμενο και τον καλούσαν να επιστρέψει στην εργασία του, χωρίς καμία απολύτως υπόσχεση για την εξόφληση ή έστω διευθέτηση εξόφλησης των οφειλομένων. Ακολούθως, η εκκαλούσα στις 2.10.2017 επέδωσε στους δύο πρώτους των εφεσιβλήτων την από ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωσή της, με την οποία τους γνωστοποιούσε, αφενός μεν ότι δεν τους οφείλει κανένα ποσό, αλλά αντίθετα της οφείλουν εκείνοι, αφετέρου ότι θεωρεί παράνομη και καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας και, ότι “θα επέλθει η λύση της εργασιακής μας σχέσης δια της αναγγελίας της οικειοθελούς σας αποχώρησης στο πληροφοριακό σύστημα “ΕΡΓΑΝΗ” Οι ως άνω δηλώσεις των δύο πρώτων εφεσιβλήτων, με τις οποίες άσκησαν το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, δεν ενείχαν ρητή ή σιωπηρή δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης και δεν συνάγεται τέτοια πρόθεσή τους ούτε από το γεγονός ότι αποχωρώντας παρέδωσαν τα κλειδιά των γραφείων τους, περί του οποίου άλλωστε είχαν υποχρέωση, εφόσον δεν ήταν βέβαιοι για την εξέλιξη της εργασιακής τους σχέσης, αλλά ούτε από το γεγονός, ότι δεν απαντούσαν στις τηλεφωνικές κλήσεις των εκπροσώπων της εκκαλούσας. Και τούτο, διότι της γνωστοποιήθηκε ρητά με το εξώδικό τους η πρόθεσή τους να επιστρέψουν στην εργασία τους αμέσως μετά την ολοσχερή εξόφληση των καθυστερούμενων αποδοχών τους. Η άσκηση του άνω δικαιώματος επίσχεσης εργασίας των δύο πρώτων εφεσιβλήτων, όπως και της τρίτης εξ αυτών, που έλαβε χώρα υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες είναι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη με αριθμό (ι), νομότυπη. Συνέτρεχαν δε και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη νόμιμη άσκησή του από τον καθένα, αφού η επίσχεση αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της ικανοποίησης των ως άνω αξιώσεών τους έναντι της εκκαλούσης, οι οποίες ανέρχονταν κατ΄ εκείνο το χρονικό σημείο, (χωρίς να συνυπολογίζεται και η αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια) στα ποσά των 15.739,47, 7.642,26 και 5.504,04 ευρώ καθαρά αντίστοιχα, και ήταν βάσιμες, ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Η εκκαλούσα επικαλέσθηκε πρωτοδίκως, και ήδη επικαλείται και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου με τις προτάσεις και την έφεσή της, όπως εκτιμάται το περιεχόμενο των δικογράφων της, ότι δεν όφειλε κανένα ποσό στους εφεσιβλήτους, αλλά, αντιθέτως εκείνοι της όφειλαν τα ποσά των 9.528,72, 7.621,47 και 526,76 ευρώ αντίστοιχα ο καθένας, τα οποία υποστηρίζει ότι τους κατέβαλε αχρεωστήτως, γεγονός όμως που κατά τα παραπάνω δεν αποδεικνύεται αληθές. Επικουρικά, και προς θεμελίωση ενστάσεως εκ του άρθρου 281 ΑΚ, επικαλείται οικονομικά προβλήματα της ίδιας και του ομίλου της γενικότερα, οφειλόμενα, αφενός μεν στην από το έτος 2010 και εντεύθεν οικονομική κρίση, η οποία είχε ως συνέπεια την δραστική μείωση στις πωλήσεις της, αφετέρου δε στην, από το έτος 2012, ναυτιλιακή κρίση, η οποία στέρησε τους μετόχους της από σημαντικά εισοδήματα, με συνέπεια να αναγκαστούν να αντισταθμίζουν με τα μειωμένα πλέον εισοδήματά τους τις ζημίες των επιχειρήσεων της ίδιας και του ομίλου τους και ταυτόχρονα να καλύπτουν τις δαπάνες του επενδυτικού της σχεδίου εγκατάστασης στο λατομείο της στην …… εξοπλισμού βιομηχανικής επεξεργασίας των εξορυσσομένων ορυκτών, έργο το οποίο άρχισε το 2010 και διήρκεσε μέχρι το 2013 με δαπάνη του εγγίζει τα 2.000.000 ευρώ. Επιπλέον, υποστηρίζει, ότι κατά το έτος 2012, κορυφώθηκε η αντιδικία της σχετικά με το κύρος των αποφάσεων της έγκρισης των Περιβαλλοντολογικών Όρων λειτουργίας του λατομείου της, η οποία εκκρεμούσε ενώπιον του ΣΤΕ, με συνέπεια να επικεντρωθούν οι εκπρόσωποί της στο εν λόγω σημαντικό για την λειτουργία της επιχείρησής της ζήτημα, γεγονότα που γνώριζαν οι εφεσίβλητοι και, λόγω και της μακροχρόνιας συνεργασίας τους, των σχέσεων εμπιστοσύνης και της γνωστής φερεγγυότητάς της, όφειλαν να κατανοήσουν και να μην ασκήσουν καταχρηστικά το παραπάνω δικαίωμά τους, το οποίο συνεπαγόταν επιζήμιες συνέπειες για την ίδια, που στερήθηκε τις υπηρεσίες τους και δεν μπορούσε να λειτουργήσει την επιχείρησή της, λόγω αδυναμίας άμεσης αντικατάστασής τους. Αποδεικνύεται, όμως, ότι η άσκηση του επιδίκου δικαιώματος επίσχεσης από τους εφεσιβλήτους, εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού, δεν υπερέβαινε τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη όρια, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο άσκησής του υπήρχε καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών τους πλέον των πέντε ετών, τα δε οφειλόμενα ποσά στον καθένα ήταν, επίσης, πολύ μεγάλα για τα δεδομένα της οικονομικής καταστάσεώς τους ως εργαζόμενοι για τον βιοπορισμό τους. Μετά δε και την δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της εκκαλούσης, ότι για την είσπραξή τους θα πρέπει να απευθυνθούν στους δικηγόρους, δημιουργήθηκε εύλογα σε αυτούς η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να τους καταβληθούν τα δεδουλευμένα και ότι οι μέχρι τότε υποσχέσεις της εκκαλούσης ενείχαν την πρόθεση να εκμεταλλευτεί την περαιτέρω ανοχή τους, ώστε να εξακολουθήσουν να της παρέχουν τις υπηρεσίες τους, χωρίς εκείνη να εκπληρώνει την αντίστοιχη υποχρέωσή της για την καταβολή των δεδουλευμένων. Εξάλλου, πριν την άσκηση της επίσχεσης, οι εφεσίβλητοι είχαν οχλήσει επανειλημμένως τους εκπροσώπους της για την εξόφληση των δεδουλευμένων τους και είχαν αποδεχθεί ακόμα και την μείωση των αποδοχών τους στο ήμισυ για ένα έτος περίπου ο καθένας, χωρίς ωστόσο να υπάρξει αντίστοιχη ανταπόκριση από την πλευρά της. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν ήταν υποχρεωμένοι οι εφεσίβλητοι να απεμπολήσουν τα εργασιακά τους δικαιώματα και να εξακολουθήσουν να συνδράμουν με την εργασία τους τα επενδυτικά σχέδια της εκκαλούσας, τα οποία, κατά την ομολογία της, άρχισαν και συνέχισαν να υλοποιούνται εν μέσω της οικονομικής κρίσης και σε βάρος των εργαζομένων της. Ούτε ήταν υποχρεωμένοι οι εργαζόμενοι να την προειδοποιήσουν ή να κατανοήσουν τις ανησυχίες των εκπροσώπων της εκκαλούσης για τις αντιδικίες που προέκυψαν στα πλαίσια της ανάπτυξης των επιχειρηματικών της σχεδίων, τον κίνδυνο των οποίων είχαν αναλάβει οι ίδιοι. Πολύ περισσότερο δεν ήταν υποχρεωμένοι να απεμπολήσουν τα εργασιακά τους δικαιώματα, χωρίς να υπάρχει ανάλογη προσπάθεια και ανταπόκριση από την πλευρά τους. Απεδείχθη δε ότι, παρά ταύτα, επέδειξαν και ιδιαίτερη ανοχή και υπομονή στον χρόνο, αλλά και κατέβαλαν ειλικρινή προσπάθεια να την συνδράμουν με κάθε τρόπο, ακόμα και με την δραστική περικοπή του μισθού τους, ώστε να ξεπεράσει την ταμειακή δυσχέρεια, που υποστήριζε ότι είχε. Άλλωστε, και οι τρεις εφεσίβλητοι εργάζονταν για την εκκαλούσα επί είκοσι περίπου έτη, γεγονός που αποδεικνύει όχι μόνο την αποδοτικότητα, αλλά και την αφοσίωση και την εν γένει επαγγελματική συμπεριφορά τους, προσόντα τα οποία είχε εκτιμήσει και η ίδια, εφόσον δεν είχε λύσει μέχρι τότε την εργασιακή τους σχέση. Εξ άλλου, δεν αποδείχθηκε και ότι η απουσία των εφεσιβλήτων από την εργασία τους κατά το διάστημα που τελούσαν σε επίσχεση, προκάλεσε στην επιχείρηση της εκκαλούσης δυσανάλογη ζημία, αφού, αν αυτή είχε την απόλυτη ανάγκη της εργασίας τους, θα είχε φροντίσει να προβεί στην εξόφληση έστω και μέρους των παλαιότερων αποδοχών τους ή, τουλάχιστον, να ορίσει συγκεκριμένη προθεσμία για την καταβολή τους, γεγονός που δεν έπραξε ούτε με τα τηλεφωνικά μηνύματα του αντιπροέδρου της ……….. προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων. Αντ΄ αυτού προτίμησε να προσλάβει άμεσα άλλους υπαλλήλους, τουλάχιστον για το λογιστήριό της, όπως η ίδια παραδέχεται. Οι εφεσίβλητοι, εξ άλλου, οι οποίοι δεν προκύπτει ότι είχαν άλλες πηγές εισοδημάτων, και ο πρώτος εξ αυτών είναι οικογενειάρχης με ανήλικο τέκνο και με σοβαρά προβλήματα υγείας ο ίδιος, όπως και η τρίτη εξ αυτών, η οποία υποβλήθηκε σε μαστεκτομή, αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα βιοπορισμού ένεκα της μη καταβολής των δεδουλευμένων τους, που αντιστοιχούσαν κατά το χρόνο της επίσχεσης στους μισθούς 14, 7 και 5 περίπου μηνών αντίστοιχα για τον καθένα. Εν όψει αυτών και, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη, δεν παρίσταται ως καταχρηστική η εκ μέρους των εφεσιβλήτων άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας και από την άσκησή του την 26.6.2017 για του δύο πρώτους και την 19.5.2017 για την τρίτη η εκκαλούσα περιήλθε σε υπερημερία περί της αποδοχή της εργασίας τους. Μετά ταύτα, και η μεταγενέστερη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των δύο πρώτων εξ αυτών με το πρόσχημα της οικειοθελούς αποχώρησης, που εκτιμάται ότι εμπεριέχεται στην επιδοθείσα στις 2.10.2017 εξώδικη δήλωση της εκκαλούσης που προαναφέρθηκε, η οποία έλαβε χώρα ενώ αυτοί βρισκόταν σε νόμιμη επίσχεση εργασίας χωρίς να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, είναι κατά τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη με αριθμό (Ι) άκυρη, η δε εργασιακή σχέση των εφεσιβλήτων αυτών εξακολούθησε υφισταμένη και μετά από αυτήν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι οι τελευταίοι να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην εκκαλούσα. Αντιθέτως, η εκκαλούσα, η οποία έπαψε να καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές τους και βρισκόταν σε υπερημερία από την άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως την 26.6.2017 για τους δύο πρώτους, εξακολούθησε και είναι υπερήμερη και μετά την άκυρη ως άνω καταγγελία. Κατ΄ακολουθίαν, δικαιούνται οι εφεσίβλητοι αυτοί να απαιτήσουν από την εκκαλούσα τους μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από την 26.6.2017 μέχρι την 31.12.2017, αφού αποδείχθηκε ότι έως το χρονικό αυτό σημείο δεν είχε άρει την υπερημερία της (ΑΠ 752/2007, ΕφΔωδ249/2005 Νόμος). Επίσης, δικαιούται και η τρίτη εφεσίβλητη να απαιτήσει τις αποδοχές της για το χρονικό διάστημα από την άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως την 19.5.2017 μέχρι την 30.5.2017 που απολύθηκε νόμιμα και έπαψε η υπερημερία της εεκκαλούσας και ειδικότερα: Ο πρώτος εξ αυτών δικαιούται για μισθούς υπερημερίας το ποσό των (1.200 ευρώ μεικτά τον μήνα χ 6μ = 7.200 + 160 ευρώ για 4 ημέρες για τον 6ο/2017), = 7.360 ευρώ μεικτά, για επίδομα αδείας το έτος 2017 (22 ημέρες) το ποσό των 600 ευρώ μεικτά, και για δώρο Χριστουγέννων 1.200 ευρώ μεικτά και συνολικά για αποδοχές υπερημερίας δικαιούται το ποσό των 9.160 ευρώ μεικτά. Συνολικά για μισθολογικές παροχές από όλες τις παραπάνω αιτίες δικαιούται το ποσό των (22.227,65 + 14.694,92=) 36.922,57 για δεδουλευμένες αποδοχές + 9.160 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας = 46.082,57 ευρώ. Η δεύτερη εφεσίβλητη δικαιούται για μισθούς υπερημερίας το ποσό των (1.094 ευρώ μεικτά χ 6 μ. και 4 ημ.=) 6.709,86 ευρώ, για επίδομα αδείας 2017 το ποσό των 548 ευρώ και για δώρο Χριστουγέννων 2017 το ποσό των 1.141,67 ευρώ μεικτά και συνολικά δικαιούται για τις αιτίες αυτές το ποσό των 8.399,53 ευρώ μεικτά. Επομένως οι εν συνόλω ένδικες απαιτήσεις της ανέρχονται στο ποσό των (9.493,08 + 2.877,32 =) 12.370,4 ευρώ μεικτά. για δεδουλευμένες αποδοχές + 8.399,53 για αποδοχές υπερημερίας = 20.769,93 ευρώ μεικτά Η τρίτη εξ αυτών με μισθό 1.050 ευρώ μεικτά, δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα 19.5.2017 έως 30.5.2017 ποσού 420 ευρώ μεικτά, και συνολικά για όλες τις ένδικες απαιτήσεις δικαιούται το ποσό των 6.103,78 ευρώ (για μισθολογικές αποδοχές) + 420 ευρώ (για μισθούς υπερημερίας) = 6.523,78 μεικτά. Από το ποσό αυτό, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 726,78 ευρώ, το οποίο η εφεσίβλητη της κατέβαλε μετά την άσκηση της αγωγής και δη την 22.1.2019, όπως βάσιμα υποστηρίζει η τελευταία, και επομένως της οφείλεται το συνολικό ποσό των 5.797,00 ευρώ μεικτά.
Τα χρηματικά ποσά των 6.000 των 2.400 και 2.500 ευρώ που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση της υπ΄αριθμ. 1561/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ασφαλιστικά μέτρα) δεν συμψηφίζονται με την παρούσα επί της κύριας δίκης απόφαση, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα, αλλά καταλογίζονται κατά την εκτέλεση, με βάση σχετικό ισχυρισμό του οφειλέτη (σχτ. ΑΠ 1295/2021ΑΠ 348/2009).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε νόμιμη την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος επίσχεσης και αναγνώρισε την ακυρότητα της από 2.10.2017 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των δύο πρώτων εφεσιβλήτων, απορρίπτοντας κατ΄ουσίαν (σιγή) την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση της τελευταίας, καθώς και την ένσταση εξόφλησης ως προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφεόμενες διατάξεις και δεν υπέπεσε σε σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τους συναφείς δεύτερο και τρίτο λόγους της εφέσεώς της. Ορθά, επίσης, επιδίκασε στον πρώτο των εφεσιβλήτων το συνολικό ποσό των 46.082,57 ευρώ και ορθά απέρριψε το αίτημα της εκκαλούσης να συμψηφίσει με τα επιδικασθέντα ποσά τα ποσά που καταβλήθηκαν σε καθένα των εφεσιβλήτων σε εκτέλεση της υπ΄αριθμ. 1561/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και ο πρώτος λόγος της εφέσεως κατά το σχετικό σκέλος του και τον πρώτο των εφεσιβλήτων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αντιθέτως, με το να επιδικάσει στις δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων μεγαλύτερα από τα ως άνω ποσά, απορρίπτοντας στο σύνολό της την ένσταση εξόφλησης της εκκαλούσης, ενώ αυτή ήταν εν μέρει βάσιμη και στην ουσία της, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της εφέσεως ως εν μέρει βάσιμου και στην ουσία του να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς την δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων και, για την ενότητα της αιτιολογίας και της εκτέλεσης να εξαφανιστεί στο σύνολό της, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί στην ουσία της να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της. Να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 2.10.2017 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των δύο πρώτων εφεσιβλήτων και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει: α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων ογδόντα δύο ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών 46.082,57 ευρώ, β) στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων επτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (20.769,93 ευρώ), και γ) στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα επτά ευρώ (5.797,00) νομιμότοκα όλα τα ποσά από τότε που έκαστο επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος της εκκαλούσας εναγομένης, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 KΠολΔ) , όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικά και εν μέρει και κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 884/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση .
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατ΄ουσίαν
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την ακυρότητα της από 2.10.2017 καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των δύο πρώτων εναγόντων
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει: α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων ογδόντα δύο ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (46.082,57) ευρώ, β) στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων επτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (20.769,93 ευρώ), και γ) στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα επτά (5.797,00 ) ευρώ, νομιμότοκα όλα τα ποσά από τότε που έκαστο επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων (2.800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Μαΐου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ