Αριθμός 32 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: 1) …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Παρασκευή Μακρή.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) ………….., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Παπανικολάου και 2) …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Λεμονιά Καπετάνιου.
Η εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 1023/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την από 12.6.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ ……../2023- ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετ ………/2023) έφεσή της και β) οι εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες-εκκαλούσες με την από 23.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ ………./2023- ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετ …………/2024) έφεσή τους, των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν (διαδοχικά) τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου : Α) η από 14.6.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……../2023 και αρ. εκ. κατ. Εφ………/2023) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, Β) από 25.7.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………/2023 και αρ. εκ. κατ. Εφ. ……../2023) έφεση των ηττηθέντων εναγομένων και ήδη εκκαλουσών οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, κατά της με αριθμό 1023/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 07.12.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./7.12.2020 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας- εφεσιβλήτης κατά των ως άνω εναγομένων και ήδη εκκαλούντων -εφεσιβλήτων. Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η άσκηση της υπό στοιχεία Α έφεσης έλαβε χώρα πριν την επίδοσης της εκκαλουμένης (14.6.2023) και της υπό στοιχεία Β έφεσης εντός τριάντα ημερών (25.7.2023) από την επίδοση της εκκαλούμενης που περάτωσε τη δίκη, έλαβε χώρα την 26.06.2023, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί του δικογράφου της έφεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ……….. (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 147 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν.4335/2015). Οι υπό κρίση εφέσεις αρμοδίως εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της υπό στοιχεία Α έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από το ενσωματωμένο στην άνω πράξη κατάθεσης της έφεσης, πράξη κατάθεσης παραβόλου (………/2023) και για το παραδεκτό της υπό στοιχεία Β έφεσης έχει κατατεθεί από τις εκκαλούσες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από το ενσωματωμένο στην άνω πράξη κατάθεσης της έφεσης, πράξη κατάθεσης παραβόλου (…………../2023) αντιστοίχως της αρμοδίως γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά. Πρέπει, επομένως, οι ως άνω εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων εκάστης (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση εκάστης έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ, αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 218 του ΚΠολΔ «1. Περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται γ) αν υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου, δ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας, ε) αν η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση. 2. Αν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, διατάσσεται ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ΄ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47.». Σε περίπτωση δε, που το Δικαστήριο, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 218 του ΚΠολΔ, διατάξει ή όχι τον χωρισμό των περισσοτέρων αγωγών, η σχετική απόφαση, κατά την κρατούσα άποψη στη νομολογία, είναι εκκλητή. Η ρύθμιση του ως άνω άρθρου (218 του ΚΠολΔ) μπορεί να καμφθεί από την εφαρμογή του άρθρου 31 του ΚΠολΔ που ορίζει ότι «1. Δίκες που έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου, ιδίως οι παρεμπίπτουσες αγωγές, οι αγωγές για εγγύηση, οι παρεμβάσεις, και άλλες όμοιες υπάγονται στην αποκλειστική Αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης. 2. Στην Αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της Αρμοδιότητας του μονομελούς και του ειρηνοδικείου, και στην Αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της Αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου. 3. Αν πρόκειται για κύριες δίκες που είναι συναφείς μεταξύ τους, έχει αποκλειστική Αρμοδιότητα το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο, και εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της παραγράφου 2.». Το άρθρο αυτό (31 του ΚΠολΔ) ρυθμίζει τη δωσιδικία της συνάφειας, που αποσκοπεί στην οικονομία της δίκης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, με παράλληλη διεξαγωγή δύο ή και περισσοτέρων δικών, σε δύο ή και περισσότερα διαφορετικά Δικαστήρια, και η οποία διέπει όχι μόνο την κατά τόπο, αλλά και την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης μπορεί να υπαχθούν και οι παρεπόμενες αυτής δίκες, που ανήκουν στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα κατώτερου Δικαστηρίου. Συνάφεια υπάρχει και όταν τα δικαιώματα, που αποτελούν τα αντικείμενα των περισσοτέρων δικών, βρίσκονται σε εσωτερικό ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου ή το ένα από τα υπό διάγνωση δικαιώματα αποτελεί προϋπόθεση της γέννησης του άλλου υπό διάγνωση δικαιώματος, όταν το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσεως όλων των διαγνωστέων δικαιωμάτων, δηλαδή κοινή βάση περισσοτέρων αγωγών (ΕφΔωδ 188/2004, ΕφΑθ 7013/1999 ΔΕΕ. 2000.45) και συνακόλουθα, η συνεκδίκασή τους είναι απαραίτητη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΕφΑθ 2442/1998 ΕλλΔνη 1998.891, ΕφΘεσσαλ 2852/1991 ΕλλΔνη 1992.1274, Β. Βαθρακοκοίλης: ΚΠολΔ, εκ. 1995, άρθρο 31, αρ. 5). Στην περίπτωση δε της συνάφειας θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 31 του ΚΠολΔ, οπότε στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου υπάγεται και η σωρευόμενη συναφής απαίτηση, για την οποία καθ΄ ύλην αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο (πρβλ. ΕφΠειρ 459/2016). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 του ΚΠολΔ, έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό: α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Συνεπώς, η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η δεχόμενη την αναρμοδιότητα αυτού και παραπέμπουσα την αγωγή στο αρμόδιο Δικαστήριο υπόκειται σε έφεση (άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Δικαίωμα εφέσεως έχουν αμφότεροι οι διάδικοι, όταν η παραπεμπτική κρίση στηρίζεται σε αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου (ΕφΘεσσαλ 1514/1999). Περαιτέρω, κατ΄ άρθρο 46 εδ. β΄ του ΚΠολΔ η απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία δέχεται την αναρμοδιότητα αυτού και παραπέμπει την αγωγή στο αρμόδιο Δικαστήριο όταν καταστεί τελεσίδικη, είναι υποχρεωτική τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσο και ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή (ΕφΘεσσαλ 168/2012). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν, πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, ασκηθεί έφεση κατά της παραπεμπτικής αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ερευνά την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πρωτοδίκως δικάσαντος και παραπέμψαντος Δικαστηρίου και εάν κρίνει ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση υπάγεται στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση κατ΄ άρθρο 535 παρ. 2 του ΚΠολΔ στο Δικαστήριο στο οποίο αρχικά είχε εισαχθεί, καίτοι αυτό κηρύχθηκε αναρμόδιο (ΕφΠειρ 459/2016, ΕφΑθ 6197/2009, ΕφΑθ513/1997 ΕλλΔνη 1997.1605, ΕφΑθ 1644/1988 ΕλλΔνη 1989.631), προκειμένου άλλωστε οι διάδικοι να μην αποστερηθούν αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρο 12 του ΚΠολΔ), αν όμως κρίνει ότι το παράπεμψαν Δικαστήριο ήταν καθ΄ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής απορρίπτει την έφεση ως αβάσιμη (ΕφΛαρ 30/2003 ΝοΒ 2003.1650). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως, ιδίως εάν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το Δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. (ΕΦ. ΠΕΙΡ. 580/2021, νομολογία Εφετείου Πειραιώς) .
Με την από 07.12.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2020 αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει αποκλειστική κυρία ενός οικοπέδου, κείμενου στη Σαλαμίνα εντός σχεδίου πόλης στη θέση «…….» με έκταση 187 τ.μ. στο Ο.Τ. ….. επί της οδού ………., το οποίο στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας φέρει ΚΑΕΚ ……………. και έκταση 184τ.μ., εκ των οποίων ρυμοτομείται τμήμα 21,60 τ.μ., όπως το ακίνητο αποτυπώνεται στο από Οκτώβριο του 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….. υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Α. Ότι η απώτερη δικαιοπάροχός της ………… σύζυγος ………., θεία της, απέκτησε το ακίνητο με το με αριθμό ……/16-10-1967 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου ……….. σε συνδυασμό με την σχετική πράξη εξόφλησης, και μετά το θάνατό της, αυτό περιήλθε δυνάμει της με αριθμό …../22-03-1976 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά ………… που νόμιμα μεταγράφηκε, σε ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου, σε έκαστο των: ………., μητέρα της, ……….. χήρα …………., ……….. το γένος ……. και ………….., …….. το γένος ……, ………….., ……………. Ότι εν συνεχεία, η μητέρα της με το με αριθμό ………/22-03-1976 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της ιδίας συμβολαιογράφου, που νόμιμα μεταγράφηκε, αγόρασε τα ποσοστά των συγκληρονόμων της και κατέστη πλήρης κυρία του ακινήτου και όταν απεβίωσε στις 11-08-1987, τα τρία τέκνα της συμπεριλαμβανομένης της ίδιας, με την με αριθμό ……/9-3“2004 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., νομίμως μεταγραφείσης, αποδέχθηκαν την κληρονομιά της μητέρας τους αλλά και του μεταποβιώσαντα στις 3-114996 πατρός τους …………, αναφορικά στο εν λόγω ακίνητο. Ότι επιπλέον, με το με αριθμό ……/9-3-2004 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου και κατοίκου Αθηνών ………. που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιά, η ενάγουσα αγόρασε από τον αδερφό της ……….. το 1/3 εξ αδιαιρέτου στο ακίνητο και κατέστη κυρία σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, ενώ όταν ο έτερος αδελφός της ………… απεβίωσε στις 15-03- 2006, η ίδια με τον αδελφό της ………., αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την με αριθμό …../20-12-2007 αποδοχή κληρονομιάς της ανωτέρω συμβολαιογράφου. Εν συνεχεία, ο τελευταίος της δώρισε το κληρονομηθέν ποσοστό του με το με αριθμό …./20.12.2007 συμβόλαιο δωρεάς της ανωτέρω συμβολαιογράφου και η ενάγουσα κατέστη πλήρης κυρία του ακινήτου. Ότι άλλωστε, η ενάγουσα από το έτος 1987 αλλά και άπαντες οι δικαιοπάροχοί της εφεξής του έτους 1967, νέμονται και κατέχουν το επίδικο ακίνητο δυνάμει των ανωτέρω διαδοχικών τίτλων κυριότητας και επιχειρούν με καλή πίστη όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα και έτσι απέκτησαν το επίδικο με τα προσόντα της τακτικής άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθούν από τρίτο, ενώ οι εναγόμενες ουδέποτε υπήρξαν νομείς του ακινήτου. Ότι κατά το χρόνο έναρξης λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή στις 13-11-2006 το ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ ………… και στο κτηματολογικό του φύλλο καταχωρήθηκε ανακριβώς ως δικαιούχος κυριότητας σε ποσοστό 100% η δεύτερη των αντιδίκων με αναγραφόμενο τίτλο κτήσης το με αριθμό ………./25-2-2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας . ….. σε συνδυασμό με την με αριθμό …./2006 πράξη εξόφλησης τιμήματος. Ότι η ενάγουσα κατά την κτηματογράφηση της περιοχής μαζί με τους αδελφούς της προέβησαν σε εμπρόθεσμη και προσήκουσα υποβολή δηλώσεων των εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους, πλην όμως κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου δεν κατέστη δυνατό να καταχωρήσει τους πρόσφατους τίτλους κτήσης της, ήτοι τα με αριθμούς ……. και ………… συμβόλαια. Ότι η πρώτη εναγόμενη γνώριζε ότι ουδέποτε αυτή ή οι δικαιοπάροχοί της είχαν την κυριότητα του ακινήτου, πάραυτα δολίως δημιούργησε τίτλο κυριότητας αυτού το πρώτον το έτος 2001 και το μεταβίβασε στη δεύτερη των εναγόμενων το έτος 2006 και η δεύτερη εναγόμενη λόγω της γειτνίασης της οικίας του πατρός της με αυτό, γνώριζε ότι ανήκει στην οικογένεια της ενάγουσας και πάραυτα το αγόρασε από την πρώτη εναγόμενη. Ότι από τις παράνομες συμπεριφορές των εναγόμενων η ενάγουσα βρέθηκε ανυπαιτιως εμπλεκόμενη σε δικαστικό αγώνα για να διεκδικήσει το ακίνητό της, υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς της και διήλθε έντονη ψυχική δοκιμασία και στεναχώρια από το άγχος απώλειας του ακινήτου της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενη το άμεσο έννομο συμφέρον της από την προσβολή του εμπραγμάτου δικαιώματος της λόγω της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, ζητούσε να αναγνωριστεί πλήρης κυρία του ακινήτου με ΚΑΕΚ ……………. και να διαταχθεί η σχετική διόρθωση στο κτηματολογικό φύλλο του στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, με την καταχώρηση της ως πλήρους και αποκλειστικής κυρίας, αντί της δεύτερης εναγόμενης και να διαταχθεί ο προϊστάμενος του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας να καταχωρήσει την ενάγουσα ως πλήρη και αποκλειστική κυρία με τα συμβόλαια – τίτλους κτήσης της, της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. Περαιτέρω, και κατόπιν του νόμιμου περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό διά των προτάσεων, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι εκάστη των αντιδίκων οφείλει να της καταβάλλει το ποσό των πέντε (5.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία έκρινε ότι στο υπό κρίση δικόγραφο έχουν σωρευθεί: α) αγωγή αναγνώρισης κυριότητας και διόρθωση πρώτης κτηματολογικής εγγραφής που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, β) αγωγή προσβολής προσωπικότητα στρεφόμενη κατά αμφοτέρων των εναγομένων με αίτημα την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση ηθικής, βλάβης από αδικοπραξία των εναγοµένων, συνιστάμενο στην καταβολή ποσού 5.000 ευρώ , διέταξε τον χωρισμό αυτών (σωρευομένων στο δικόγραφο αγωγών), κήρυξε εαυτό καθ΄ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της σωρευόµενης στο δικόγραφο αγωγής προσβολής προσωπικότητας 57, 59 Α.Κ µε την οποία η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί εκάστη των εναγομένων να της καταβάλλουν το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, παρέπεμψε την ως άνω αγωγή στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο Πειραιά, επέβαλε στην ενάγουσα τη δικαστική δαπάνη των εναγοµένων την οποία όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Ως προς την σωρρευόμενη αγωγή αναγνώρισης κυριότητας και διόρθωση πρώτης κτηματολογικής εγγραφής που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, ως προς το αίτημα της να αναγνωριστεί η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα κυρία σε ποσοστό 1/6 άλλως 16,66 % εξ΄ αδιαιρέτου επί του επιδίκου και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την καταχώριση της ενάγουσας κυρίας σε ποσοστό 1/6 εξ΄ αδιαιρέτου άλλως 16,66 εξ΄ αδιαιρέτου. Περαιτέρω την έκρινε απορριπτέα ως μη νόμιμη και ως προς το αίτημα της περί διαταγής του προϊστάμενου του κτηματολογίου να προβεί στην ως άνω διόρθωση. Κατά τα λοιπά έκρινε την ως άνω αγωγή νόμιμη και την έκανε δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία σε ποσοστό 83,22 % εξ΄ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την καταχώριση της ενάγουσας κυρίας σε ποσοστό 83,33% εξ΄ αδιαιρέτου αντί της ανακριβούς καταχωρηθείσας ………….. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο η ενάγουσα όσο και οι εναγόμενες με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί η μεν ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της στοιχείο Α έφεσης να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς το κεφάλαιο της περί παραπομπής της σωρευόμενης στο δικόγραφο αγωγής προσβολής προσωπικότητας στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο Πειραιά και ως προς το κεφάλαιο της περί απόρριψης αμφοτέρων των επικουρικών αιτημάτων της αγωγής περί αναγνώρισης κυριότητας και διόρθωση πρώτης κτηματολογικής εγγραφής της ενάγουσας σε ποσοστό 1/6 άλλως 16,66 % εξ΄ αδιαιρέτου επί του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες της υπό στοιχεία Β έφεσης ζητούν την εξαφάνισή της εκκαλουμένης στο σύνολο της, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.
Με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, επειδή κήρυξε εαυτό καθ΄ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της σωρευόµενης στο δικόγραφο αγωγής προσβολής προσωπικότητας κατ΄ άρθρο 57, 59 Α.Κ µε την οποία η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί έκαστη των εναγομένων να της καταβάλλει το ποσό των 5.000 ευρώ , παρέπεμψε την ως άνω αγωγή στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο Πειραιά, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο έπρεπε να κρίνει ότι οι ότι οι σωρευόμενες στο ως άνω δικόγραφο κύριες δίκες είναι συναφείς και να προβεί στην εκδίκαση και της ως άνω αγωγής προσβολής προσωπικότητας. Με το ως άνω περιεχόμενο ο ως άνω λόγος έφεσης είναι βάσιμός και πρέπει να γίνει δεκτός, διότι οι σωρευόμενες στο ως άνω δικόγραφο κύριες δίκες είναι συναφείς, αφού τα ίδια ουσιώδη πραγματικά γεγονότα αποτελούν στοιχεία της ιστορικής βάσης, δηλαδή κοινή βάση, των σωρευόμενων αγωγών (περί αναγνώρισης κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου και διόρθωση πρώτης κτηματολογικής εγγραφής της ενάγουσας και περί προσβολής προσωπικότητας) ώστε τα ίδια βιοτικά συμβάντα αποτελούν στοιχείο της ιστορικής βάσεως όλων των διαγνωστέων δικαιωμάτων, δηλαδή κοινή βάση των συρρευόμενων αγωγών. Στην προκειμένη περίπτωση, η επικαλούμενη κυριότητα της ενάγουσας επί του επιδίκου ακινήτου και τα επικαλούμενα γεγονότα περί του ότι η πρώτη εναγόμενη γνώριζε ότι ουδέποτε αυτή ή οι δικαιοπάροχοί της είχαν την κυριότητα του ακινήτου, πάραυτα δολίως δημιούργησε τίτλο κυριότητας αυτού το πρώτον το έτος 2001 και το μεταβίβασε στη δεύτερη των εναγόμενων το έτος 2006 η οποία αν και γνώριζε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στην οικογένεια της ενάγουσας, πάραυτα το αγόρασε από την πρώτη εναγόμενη είχαν ως αποτέλεσμα η ενάγουσα να βρεθεί ανυπαιτιως εμπλεκόμενη σε δικαστικό αγώνα για να διεκδικήσει το ακίνητό της, να υποστεί προσβολή της προσωπικότητάς της και να διέλθει έντονη ψυχική δοκιμασία και στεναχώρια από το άγχος απώλειας του ακινήτου της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Συνεπώς αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον για την εκδίκασή τους, λόγω της δωσιδικίας της συνάφειας, κατά την τακτική διαδικασία, είναι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) στο οποίο εισήχθη το δικόγραφο αυτό το οποίο έκρινε ότι είναι αρμόδιο ως προς την πρώτη αγωγή (περί αναγνώρισης κυριότητας και διόρθωση πρώτης κτηματολογικής εγγραφής της ενάγουσας). Ειδικότερα, το αρμόδιο για μία από τις σωρευόμενες συναφείς αγωγές, (όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι είναι για την αγωγή αναγνώρισης κυριότητας και διόρθωση πρώτης κτηματολογικής εγγραφής της ενάγουσας), Δικαστήριο καθίσταται αποκλειστικά αρμόδιο και για τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο λοιπές (ως άνω) αγωγές, λόγω της δωσιδικίας της συνάφειας. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω μη νόμιμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, [που ήταν καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της ασκηθείσας αγωγής ως προς όλες τις σωρευόμενες στο δικόγραφο αγωγές], αφού διέταξε τον χωρισμό αυτών (σωρευομένων στο δικόγραφο αγωγών), κήρυξε εαυτό καθ΄ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της σωρευόµενης στο δικόγραφο αγωγής προσβολής προσωπικότητας µε την οποία η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί έκαστη των εναγομένων να της καταβάλλει το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου της υπό στοιχεία Α εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τις διατάξεις της : Α) περί χωρισμού των σωρευόμενων στο δικόγραφο αγωγών, Β) περί κηρύξεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθ΄ ύλην αναρμόδιου προς εκδίκαση της αγωγής περί προσβολής προσωπικότητας για καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης και Γ) περί παραπομπής αυτής στο Ειρηνοδικείο Πειραιά, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής. Επίσης, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, ήτοι η προαναφερόμενη αγωγή που σωρεύεται στο από 7.12.2020 (αρ. καταθ. ………./2020 δικόγραφο αγωγή προσβολής προσωπικότητας της ενάγουσας με αίτημα για καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία των εναγοµένων, στο αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον, λόγω συνάφειας, Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (τακτική διαδικασία) (άρθρο 535 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προς εκδίκαση αυτής, ως Δικαστήριο του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, επειδή έκρινε ότι η ως άνω αγωγή με την οποία η ενάγουσα ζητούσε την αναγνώριση της κυριότητας και τη διόρθωση πρώτης κτηματολογικής εγγραφής επί του επιδίκου ακινήτου ήταν ορισμένη , ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο έπρεπε να απορρίψει την αγωγή αυτή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι στην υπό κρίση αγωγή αναφέρονται τρεις διαφορετικές περιγραφές του επιδίκου πού δημιουργούν αμφιβολίες για την ταυτότητα του, η μια εκ των οποίων αφορά την αναφορά της θέσης του ακινήτου στο αγωγικό δικόγραφο, η δεύτερη αφορά την αναφορά της θέσης του ακινήτου στο κτηματολογικό φύλλο και το απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος και η τρίτη αφορά την περιγραφή του ακινήτου στο με αριθμό …./16.10.1967 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας . …….. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής, το επίδικο ακίνητο προσδιορίζεται πλήρως κατά θέση, πλευρικές διαστάσεις, εμβαδόν και όρια, αλλά και με αριθμό ΚΑΕΚ, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, και δεν στερήθηκε έτσι της δυνατότητας η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα να αντιτάξει άμυνα. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε την υπό κρίση αγωγή ορισμένη ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος
Με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, επειδή κατά παράβαση του άρθρου 1041 Α.Κ η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα δεν δέχθηκε την ένσταση ιδίας κυριότητας της πρώτης των εναγομένων και ήδη εκκαλούσας με την αιτιολογία ότι τέτοια ένσταση θα μπορούσε να προβληθεί με την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, αν και η υπό κρίση διαφορά υπάγονταν στην αμφισβητουμενη δικαιοδοσία, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο έπρεπε κάνει δεκτή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν την ένσταση ιδίας κυριότητας που πρότεινε η πρώτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα επικαλούμενη ότι έχει καταστεί κυρία του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος διότι o εν λόγω ισχυρισμός, ως ένσταση ιδίας κυριότητας με τίτλο κτήσης την τακτική χρησικτησία τυγχάνει απορριπτέος μη νόμιμος, διότι κατά τον κρίσιμο χρόνο έναρξης του κτηματολογίου την 13.11. 2006, η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα δεν είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο εκ του νόμου χρόνο της δεκαετίας για την θεμελίωση της τακτικής χρησικτησίας. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε την ως άνω ένσταση απορριπτέα ως μη νόμιμη με την ίδια αιτιολογία και την επισημείωση ότι ο σχετικός ισχυρισμός θα μπορούσε νομίμως να προβληθεί στα πλαίσια αναγνωριστικής αγωγής κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία που θα αφορά στον μετέπειτα χρόνο θεμελίωσης του σχετικού δικαιώματος της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.
Με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, επειδή δεν δέχθηκε την ότι η αξίωση της ενάγουσας για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης έχει υποπέσει σε παραγραφή, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο έπρεπε κάνει δεκτή την ως άνω ένσταση παραγραφής. Εξάλλου με τον τέταρτο και πέμπτο λόγους έφεσης ισχυρίζονται κατ΄ εκτίμηση του περιεχομένου του, ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις με αριθμό …./2021 και …../2021 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και εσφαλμένα παρέλειψε να αποφανθεί επί του ισχυρισμού περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας. Με αυτό το περιεχόμενο οι ως άνω λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, διότι το πρωτόδικο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση διέταξε τον χωρισμό των σωρευομένων στο ως άνω αγωγικό δικόγραφο αγωγών, κήρυξε εαυτό καθ΄ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της σωρευόµενης στο δικόγραφο αγωγής προσβολής προσωπικότητας κατ΄ άρθρο 57, 59 Α.Κ που στρέφεται κατά της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών µε την οποία η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί εκάστη των εναγομένων να της καταβάλλουν το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης και παρέπεμψε την ως άνω αγωγή στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο Πειραιά, χωρίς να κρίνει το παραδεκτό, το νόμιμο και την ουσιαστική της βασιμότητα, καθώς την προβληθείσα ένσταση παραγραφής, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων.
Από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, από την με αριθμό ………/12-4-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης ………, που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών και λήφθηκε νόμιμα κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήσης των εναγόμενων, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς ……../06-04-2021 και ……./06-04-2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιά ………, από τις με αριθμούς …./13-4- 2021 και …/13-4-2021 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης ……. . και ………., που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας και λήφθηκαν νόμιμα, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης γνωστοποίησης- κλήσης της ενάγουσας, όπως αποδεικνύεται από την με αριθμό ……../8-4-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιά …….., από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα (άρθρο 336 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο, κείμενο στη Σαλαμίνα εντός σχεδίου πόλης στη θέση «….» με έκταση 187 τ.μ. στο Ο.Τ. …. επί της οδού …., το οποίο στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας φέρει ΚΑΕΚ ………. και έκταση 184τ.μ., εκ των οποίων ρυμοτομείται τμήμα 21,60 τ.μ., όπως το ακίνητο αποτυπώνεται στο από Οκτώβριο του 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……… υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Β-Ζ-Α. Στο κτηματολογικό του φύλλο αναγράφεται ως δικαιούχος η εναγόμενη ………… με τίτλο κτήσης το με αριθμό ………./25-5-2006 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………….., νομίμως μεταγραμμένου στο υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας σε τόμο …. και αριθμό …., και μεταγενέστερη εγγραφή με αριθμό …../19-12-2006 στο κτηματολογικό του φύλλο, την κατάργηση της αίρεσης του ανωτέρω συμβολαίου με το με αριθμό ……../6-11-2006 συμβολαιογραφικό έγγραφο της ιδίας συμβολαιογράφου. Σύμφωνα με τον ανωτέρω τίτλο κτήσης η ………., αγόρασε στις 25-5-2006 αντί τιμήματος δέκα χιλιάδων ευρώ, το επίδικο ακίνητο περιγραφόμενο ως ένα οικόπεδο, άλλοτε αγροτεμάχιο, μη άρτιο αλλά οικοδομήσιμο, κείμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης Σαλαμίνας στη θέση «…….» επί της οδού …….., στο οικοδομικό τετράγωνο ….. επιφάνειας κατά τον τίτλο κτήσης 180 τ.μ. κατά δε νεότερη αποτύπωση εμφαινόμενο στο συνημμένο από Νοέμβριο του 2005 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού ……… υπό γράμματα Α-Β1-Β-Γ- Γ1-Δ-Α, εκ του οποίου τμήμα εμφαινόμενο υπό στοιχεία Β1-Β-Γ-Γ1-Β1 επιφάνειας 26,65 τ.μ. ρυμοτομείται από το σχέδιο πόλης. Πωλήτρια φέρεται η …….. σύζυγος ………. το γένος …………….. η οποία κατά τα αναφερόμενα στο συμβόλαιο το είχε αποκτήσει με το με αριθμό …./2001 δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …. ………., νομίμως μεταγραφέντος (χωρίς να αναφέρεται τόμος και αριθμός στη συμβολαιογραφική πράξη) σε συνδυασμό με το από 23-1-2006 πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς επί της από 17-11-2005 αγωγής αναγνωριστικής κυριότητας με αριθμό κατάθεσης ………../2005, επικυρωθέντος από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου ………. στις 11-5-2006. Στο δε δωρητήριο ως άνω συμβόλαιο, το οποίο σύμφωνα με το σχετικό πιστοποιητικό, μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία σε τόμο ….. και με α.α. ….., φέρεται ως δωρήτρια η αδελφή της δωρεοδόχου ….. σύζυγος ……….. το γένος ……….., η οποία τα απέκτησε κατά τα αναφερόμενα με χρησικτησία ως εκ της αδιάκοπτης και ανεπίληπτης νομής και κατοχής διανοία κυρίας πλέον της εικοσαετίας και κατά τη ρητή δήλωσή της είναι το μοναδικό από τον τίτλο αυτό στην άνω θέση. Επίσης η ανωτέρω αγωγή που κατέληξε σε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς είχε αντιδίκους, στην πλευρά των εναγόντων την …….. και το σύζυγο της αδελφής της …. και ως εναγόμενη την άλλη αδελφή της ….. σύζυγο ………., μεταξύ των οποίων και επιτεύχθηκε η συμβιβαστική επίλυση. Συνεπώς, από την πλευρά της δεύτερης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης υπάρχουν δύο τίτλοι κτήσης κατά παράγωγο τρόπο, ήτοι το συμβόλαιο αγοράς της ιδίας του έτους 2006 και το συμβόλαιο δωρεάς της δικαιοπαρόχου της, του έτους 2001 με εκεί αναφερόμενο τίτλο κτήσης της δωρήτριας την έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η …….., σύζυγος ………, θεία της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, είχε αποκτήσει το επίδικο ακίνητο με το με αριθμό ………./16-10-1967 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας σε τόμο … και με α.α….. σε συνδυασμό με την σχετική πράξη εξόφλησης, και μετά το θάνατό της, δυνάμει της με αριθμό …./22-03-1976 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που νόμιμα μεταγράφηκε σε τόμο ….. και με α.α……, αυτό περιήλθε στους: …………., μητέρα της ενάγουσας, … χήρα …….., …….. το γένος ……….., …….. το γένος ……….., …….., …….., κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Το έτος 1976 , η μητέρα της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης με το με αριθμό …/22-03-1976 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της ιδίας συμβολαιογράφου, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας σε τόμο … και με α,α. …, αγόρασε τα ποσοστά των συγκληρονόμων της και κατέστη πλήρης κυρία του ακινήτου και όταν απεβίωσε στις 11-08-1987, τα τρία τέκνα της συμπεριλαμβανομένης της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας- εφεσίβλητης, με την με αριθμό …/9-3-2004 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών . …., νομίμως μεταγραφείσης στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας σε τόμο …. και με α.α….. αποδέχθηκαν την κληρονομιά της μητέρας τους αλλά και του μεταποβιώσαντα στις 3-11-1996 πατρός τους ……., αναφορικά στο εν λόγω ακίνητο. Παράλληλα, με το με αριθμό ……/9-3-2004 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας σε τόμο …. και με α.α……., η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη αγόρασε από τον αδερφό της ………, το 1/3 εξ΄ αδιαιρέτου στο ακίνητο και κατέστη κυρία σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου. Στη συνεχεία, ο έτερος αδελφός της ……… απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη στις 15-03-2006 και η ίδια με τον αδελφό της …….. αποδέχθηκαν την επαχθείσα εξ΄ αδιαιρέτου κληρονομιά αυτού, ήτοι το 1/3 εξ΄ αδιαιρέτου ποσοστό στο ακίνητο, με την με αριθμό ……./20-12-2007 αποδοχή κληρονομιάς της ανωτέρω συμβολαιογράφου. Στη συνέχεια ο αδελφός της ενάγουσας, της δώρισε το κληρονομηθέν ποσοστό του με το με αριθμό ……./20.12.2007 συμβόλαιο δωρεάς της ανωτέρω συμβολαιογράφου, επί σκοπώ να καταστεί η ενάγουσα πλήρης κυρία του ακινήτου. Ωστόσο, λόγω του ότι είχε ήδη ξεκινήσει η λειτουργία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας στις 13/11/2006 και στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου υπό ΚΑΕΚ ……….. είχε καταχωρηθεί ως κυρία η εναγόμενη ………., κατέστη αδύνατο στην ενάγουσα να καταχωρήσει τους ανωτέρω δύο τελευταίους τίτλους κτήσης της. Εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έχει σειρά διαδοχικών τίτλων κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, τουλάχιστον εφεξής του έτους 1967, ενώ η εναγόμενη θεμελιώνει την κυριότητά της σε διαδοχή τίτλων με απώτερο αυτόν του 2001, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι δεν προβλήθηκε ισχυρισμός θεμελίωσης έκτακτης χρησικτησίας με προσμέτρηση χρόνου νομής από αυτήν. Συνεπώς, η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, ουδόλως απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου με το συμβόλαιό της, ελλείψει κυριότητας στο πρόσωπο της πωλήτριας, η οποία με τη σειρά της ουδόλως είχε αποκτήσει ως δωρεοδόχος το επίδικο ακίνητο, ελλείψει κυριότητας στο πρόσωπο της δωρήτριας. Συνεπώς, κατά το χρόνο έναρξης λειτουργίας του κτηματολογίου στην επίδικη περιοχή στις 13.11.2006, η ενάγουσα ήταν συγκυρία στο επίδικο: σε ποσοστό 1/3 εξ΄ αδιαιρέτου με την με αριθμό ……../9-3-2004 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., νομίμως μεταγραφείσης στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας σε τόμο …. και με α.α….., σε ποσοστό 1/3 εξ΄ αδιαιρέτου με το με αριθμό ………/9-3-2004 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της ιδίας συμβολαιογράφου, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας σε τόμο …….. και με α.α…… με το οποίο αγόρασε το κληρονομικό μερίδιο του αδερφού της ……… και σε ποσοστό 1/6 εξ΄ αδιαιρέτου με την με αριθμό ……../20-12-2007 αποδοχή κληρονομιάς της ανωτέρω συμβολαιογράφου, με την οποία αποδέχθηκε την κληρονομιά του θανόντα στις 15-3-2006 έτερου αδελφού της …….. και απέκτησε την κυριότητα αναδρομικά από το χρόνο του θανάτου του που προηγείται του χρόνου έναρξης λειτουργίας του κτηματολογίου. Η ενάγουσα δεν κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου σε ποσοστό 16,67% εξ΄ αδιαιρέτου με βάση τον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας, δυνάμει του με αριθμό ………../20.12.2007 δωρητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., διότι ο ως άνω τίτλος κτήσης κυριότητας δεν μεταγράφηκε νομίμως, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, η ενάγουσα τύγχανε κατά τον χρόνο έναρξης λειτουργίας του κτηματολογίου, κυρία συνολικά σε ποσοστό 5/6 εξ΄ αδιαιρέτου, άλλως σε ποσοστό 83,33% στο επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ ……….. στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας και η καταχώρηση της δεύτερης εναγομένης ως κυρίας, προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας της και θεμελιώνει το έννομο συμφέρον της να αιτηθεί την αναγνώριση του δικαιώματος της και τη διόρθωση της πρώτης ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από το χρόνο σύνταξης του ως άνω δωρητηρίου συμβολαίου μεταβιβάστηκε στην ενάγουσα η νομή και κατοχή του επιδίκου οικοπέδου σε ποσοστό 16,67% (100%- 83,33% = 16,67% ) από τον δωρητή αδελφό της με συμφωνία και παράδοση της νομής. Συνεπώς από την ανωτέρω ημερομηνία η ενάγουσα συνεχίζει να νέμεται το επίδικο ακίνητο κατά το ως άνω ποσοστό του 16,67% εξ΄ αδιαιρέτου ενεργώντας, συνέχεια και χωρίς διακοπή, τις διακατοχικές πράξεις που προσδιαζουν στη φύση και τον προορισμό του όπως επίβλεψη, επισκέψεις και εποπτεία, καθαρισμό, εμβαδομέτρηση, καταβολή φόρων, δήλωση στην εφορία ως ακίνητη περιουσία και προσμετρουμένου και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων της (μητέρας και αδελφών της) που ασκούσαν τις ίδιες πράξεις νομής από το έτος 1967 πλέον περίφραξης στην οποία προέβη η μητέρα της ενάγουσας και με τον τρόπο αυτό έχει καταστεί κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη στον χρόνο έναρξης λειτουργίας του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα έχει καταστεί κυρία σε ποσοστό 83,33% εξ΄ αδιαιρέτου με βάση τον ως άνω αναφερόμενο παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και σε ποσοστό 16,67% εξ΄ αδιαιρέτου με βάση τον ως άνω πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας και δη με τα προσόντα της έκτακτής χρησικτησίας, επί ενός οικοπέδου, κείμενου στη Σαλαμίνα εντός σχεδίου πόλης στη θέση «….» με έκταση 187 τ.μ. στο Ο.Τ. …. επί της οδού ….., το οποίο στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας φέρει ΚΑΕΚ ………….. και έκταση 184τ.μ., εκ των οποίων ρυμοτομείται τμήμα 21,60 τ.μ., όπως το ακίνητο αποτυπώνεται στο από Οκτώβριο του 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………. υπό στοιχεία Α4Β4Γ-Δ-Β-Ζ-Α και πρέπει να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας και στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την καταχώρηση του εμπραγμάτου δικαιώματος της ενάγουσας αντί της εναγόμενης ……….. Ενόψει, δε, όλων των ανωτέρω, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη είναι κυρία του επίδικου ακινήτου σε ποσοστό 100% και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο ανωτέρω ΚΑΕΚ, με την καταχώρηση της ενάγουσας πλήρους κυρίας σε ποσοστό 100% αντί της ανακριβούς καταχωρισθείσας ……….., κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε σιγή την ως άνω αγωγή, ως προς την επικουρική βάση της αναγνώρισης της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης κυρίας σε ποσοστό 16,67% επί του επίδικου ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και της διόρθωσης της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο ανωτέρω ΚΑΕΚ, με την καταχώρηση της ενάγουσας πλήρους κυρίας σε ποσοστό 16,67%, αντί της ανακριβούς καταχωρισθείσας ………, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, συνεπώς, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του πρώτου λόγου της υπό στοιχεία Α έφεσης, να εξαφανισθεί και ως προς το κεφάλαιο αυτό η εκκαλούμενη απόφαση, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, τα οποία και θα επανακαθοριστούν. Για το ενιαίο, όμως, του τίτλου της εκτέλεσης, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί στο σύνολό της, ήτοι ως προς το άνω κεφάλαιο κατά το οποίο έσφαλε, αλλά και ως προς εκείνα που δεν έσφαλε (μη προσβληθέντα και μη ανατραπέντα). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή , πρέπει να γίνει αυτή δεκτή και ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη στον χρόνο έναρξης λειτουργίας του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα έχει καταστεί κυρία σε ποσοστό 100% εξ΄ αδιαιρέτου επί ενός οικοπέδου, κείμενου στη Σαλαμίνα εντός σχεδίου πόλης στη θέση «…..» με έκταση 187 τ.μ. στο Ο.Τ. ….. επί της οδού ….., το οποίο στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας φέρει ΚΑΕΚ …………. και έκταση 184τ.μ., εκ των οποίων ρυμοτομείται τμήμα 21,60 τ.μ., όπως το ακίνητο αποτυπώνεται στο από Οκτώβριο του 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………… υπό στοιχεία Α4Β4Γ-Δ-Β-Ζ-Α και να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας και στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την καταχώρηση του εμπραγμάτου δικαιώματος της ενάγουσας αντί της εναγόμενης ……… Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί για τους παραπάνω λόγους η υπό κρίση υπό στοιχεία Β από 25.7.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……./2023 και αρ. εκ . κατ. Εφ. ……../2023) έφεση στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η από στοιχεία Α από 14.6.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……./2023 και αρ. εκ. κατ. Εφ………/2023) έφεση προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 1023/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και στη συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και δικασθεί στην ουσία η από 7.12.2020 και με αριθμό κατάθεσης ……/2020 αγωγή της ενάγουσας κατά της δεύτερης εναγομένης, να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη είναι κυρία του επίδικου ακινήτου σε ποσοστό 100% και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο ανωτέρω ΚΑΕΚ, με την καταχώρηση της ενάγουσας πλήρους κυρίας σε ποσοστό 100% αντί της ανακριβούς καταχωρισθείσας ………….., κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας – εφεσιβλήτης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της ηττηθείσας εναγομένης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ στην εκκαλούσα της υπό στοιχεία Α έφεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από : Α) από 14.6.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………/2023 και αρ. εκ . κατ. Εφ…………/2023) έφεση και την Β) από 25.7.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……../2023 και αρ. εκ . κατ. Εφ. ………/2023) έφεση οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, κατά της με αριθμό 1023/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 07.12.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../7.12.2020 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας- εφεσιβλήτης κατά των ως άνω εναγομένων και ήδη εκκαλούντων -εφεσιβλήτων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 25.7.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………/2023 και αρ. εκ . κατ. Εφ. ………/2023) έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του αναφερομένου στο σκεπτικό παραβόλου, ποσού εκατό (00) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 14.6.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……../2023 και αρ. εκ. κατ. Εφ………./2023) έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ στην εκκαλούσα.
Εξαφανίζει την υπ΄ αριθμό 1023/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τις διατάξεις της : Α) περί χωρισμού των σωρευόμενων στο δικόγραφο αγωγών, Β) περί κηρύξεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθ΄ ύλην αναρμόδιου προς εκδίκαση της αγωγής περί προσβολής προσωπικότητας για καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης και Γ) περί παραπομπής αυτής στο Ειρηνοδικείο Πειραιά, Δ) περί δικαστικών εξόδων .
Παραπέμπει την προαναφερόμενη αγωγή που σωρεύεται στο από 7.12.2020 (αρ. καταθ. ………./2020) δικόγραφο περί προσβολής προσωπικότητας της ενάγουσας κατά των εναγομένων με αίτημα για καταβολή χρηµατικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης στο αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον, λόγω συνάφειας, Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (τακτική διαδικασία), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Εξαφανίζει την υπ΄ αριθμό 1023/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς την σωρευόμενη αγωγή περί αναγνώρισης της ενάγουσας ως κυρίας του επίδικου ακινήτου και διάταξης της διόρθωσης της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο ανωτέρω ΚΑΕΚ .
Κρατεί και δικάζει την 7.12.2020 και με αριθμό κατάθεσης …………./2020 αγωγή.
Δέχεται την ως άνω αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι η ενάγουσα είναι κυρία σε ποσοστό 100% εξ΄ αδιαιρέτου επί ενός οικοπέδου, κείμενου στη Σαλαμίνα εντός σχεδίου πόλης στη θέση «……» με έκταση 187 τ.μ. στο Ο.Τ. …. επί της οδού ….., το οποίο στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας φέρει ΚΑΕΚ ……….. και έκταση 184τ.μ., εκ των οποίων ρυμοτομείται τμήμα 21,60 τ.μ., όπως το ακίνητο αποτυπώνεται στο από Οκτώβριο του 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………… υπό στοιχεία Α4Β4Γ-Δ-Β-Ζ-Α
Διατάσσει τη διόρθωση της πρώτης ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας και στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την καταχώρηση του της ενάγουσας πλήρους κυρίας σε ποσοστό 100 % αντί της ανακριβούς καταχωρισθείσας ………..
Επιβάλλει σε βάρος της δεύτερης εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β από 25.7.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………/2023 και αρ. εκ. κατ. Εφ. ………../2023) έφεση τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Ιανουαρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ