ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 334/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της εκκαλούσας : Της ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αλεξάνδρα Κβάσνιουκ (ΑΜΔΣΠατρών: ………).
Του εφεσίβλητου : Του ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κυπριώτη (ΑΜΔΣΑ : ……….).
Επί της από 16-9-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 αγωγής του ενάγοντος κατά της εναγόμενης εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 2955/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 13-10-2020 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2020 και ειδικό …./2020 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό …./2021 για τη δικάσιμο της 5ης-5-2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-3-2023, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και κατά της με αριθμό 2955/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 26-10-2020, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στην εκκαλούσα με επιμέλεια του αντιδίκου της, την 24-9-2020, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……. Β/24-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο εφεσίβλητος, ενόψει και του ότι η τελευταία ημέρα της εν λόγω προθεσμίας ήταν ημέρα Σάββατο (24-10-2020), η οποία κατ’ άρθρο 144 παρ. 3 ΚΠολΔ θεωρείται εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα και η κατάθεση της ένδικης έφεσης έλαβε χώρα την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα, Δευτέρα (26-10-2020), το γεγονός δε αυτό δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ), ενώ επίσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../26-10-2020 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό ………………/2020 e-παράβολο ποσού 100,00 ευρώ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 16-9-2019 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019 αγωγή του ο ενάγων ισχυριζόταν ότι με την εναγόμενη τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο την 1-12-2001, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, τον …… και τον ……, ηλικίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 19 και 15 ετών αντίστοιχα, ότι από το έτος 2006 η οικογένειά τους εγκαταστάθηκε σε ιδιόκτητο διαμέρισμα στα …….. Πειραιώς, πλην όμως, η έγγαμη συμβίωσή τους κλονίστηκε σοβαρά εξαιτίας εξωσυζυγικής σχέσης, που η εναγόμενη συνήψε με ένοικο της ίδιας πολυκατοικίας, στην οποία διέμεναν. Επίσης, ισχυριζόταν ότι μετά την ανακάλυψη από τον ίδιο της εξωσυζυγικής σχέσης της εναγόμενης και τη διακοπή αυτής, η ψυχική υγεία της τελευταίας επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό, ώστε εκδηλώθηκε έντονη ερειστικότητα εκ μέρους της και άρνησή της να προσφέρει τις υπηρεσίες της προς κάλυψη των οικογενειακών αναγκών τους, αλλά και ιδίως στράφηκε προς το αλκοόλ με την κατανάλωση σημαντικών ποσοτήτων, ώστε να περιέρχεται σε κατάσταση μέθης, προκαλώντας συχνά φραστικά επεισόδια και εκδηλώνοντας τάσεις αυτοκαταστροφής. Ειδικότερα, ισχυριζόταν ότι την 1-4-2009 η εναγόμενη, ούσα υπό την επήρεια αλκοόλ, τέλεσε απόπειρα αυτοκτονίας, καθώς έπεσε στο κενό από το μπαλκόνι του διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου της πολυκατοικίας, όπου διέμεναν, με αποτέλεσμα να υποστεί βαρύτατο τραυματισμό και να καταστεί παραπληγική. Επιπλέον, ιστορούσε ότι ακόμα και μετά την επιστροφή της, αφού είχε ολοκληρώσει την παρακολούθηση ειδικού προγράμματος αποκατάστασης, η ψυχολογική της κατάσταση ήταν εξαιρετικά βεβαρημένη λόγω και των κινητικών προβλημάτων, ότι την 20-6-2010 η εναγόμενη αυτοτραυματίστηκε με μαχαίρι, ενώ κατά την άφιξη του ΕΚΑΒ προς παραλαβή της η ίδια αρνήθηκε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, ότι την 29-6-2010 η εναγόμενη μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο «ΘΡΙΑΣΙΟ» Ελευσίνας, όπου διαγνώστηκε ότι υπέστη φαρμακευτική δηλητηρίαση, ότι την 18-7-2010 από αμέλειά της και από τσιγάρο που κάπνιζε, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στην οικία τους, με αποτέλεσμα την πρόκληση υλικών ζημιών σε αυτήν, καθώς και ότι, μολονότι κλήθηκε ασθενοφόρο για την παραλαβή της, εκείνη αρνήθηκε τη μεταφορά της σε νοσοκομείο. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι λίγες ημέρες μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς, την 21-7-2010, η εναγόμενη στην προσπάθειά της να ξαπλώσει στο κρεβάτι της τραυματίστηκε στο δεξιό κάτω άκρο και ότι, ενώ αρχικά ο τραυματισμός της δεν αξιολογήθηκε από την ίδια ως σοβαρός, λαμβανομένου υπόψη ότι, λόγω της παραπληγίας της, δεν είχε την αίσθηση του πόνου, στις επόμενες ημέρες και παρά την εμφάνιση έντονου οιδήματος, η εναγόμενη εξέφραζε ρητά την άρνησή της να μεταφερθεί σε νοσοκομείο για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υγείας της, ότι κατόπιν ενεργειών του ενάγοντος και εισαγγελικής παραγγελίας την 2-8-2010 μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής «ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ», όπου κρίθηκε ότι απαιτείτο ορθοπεδική και χειρουργική εκτίμηση αυτής και για το λόγο αυτό μεταφέρθηκε την 3-8-2010 στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», όπου υποβλήθηκε σε ολικό ακρωτηριασμό του δεξιού ποδιού της λόγω προχωρημένης γάγγραινας. Επίσης, εξέθετε ότι μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο η εναγόμενη άσκησε εναντίον του αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία πέτυχε τη μετοίκηση του ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη δυνάμει σχετικής προσωρινής διαταγής, καθώς και ότι ο ενάγων έχει ασκήσει κατά της εναγόμενης αγωγή διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού, η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς μετά την άσκηση έφεσης από την εναγόμενη. Ακόμα, εξέθετε ότι η τελευταία την 5-10-2010 εμφανίστηκε ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων και ενόρκως κατέθεσε ότι την 1-4-2009 ο σύζυγός της την έσπρωξε με το χέρι του στο στήθος, με αποτέλεσμα να χτυπήσει στα κάγκελα και να πέσει στο κενό από τον τέταρτο όροφο και για το λόγο αυτό, εκείνος είναι αποκλειστικά υπαίτιος για το σοβαρότατο τραυματισμό της, ότι κατά την ημέρα της πυρκαγιάς στην οικία τους, ο σύζυγός της είχε έρθει νωρίτερα στο σπίτι τους και κάτι έκανε στην κρεβατοκάμαρα, καθώς ότι, όταν χτύπησε το πόδι της, του ζητούσε επανειλημμένως να την πάει στο νοσοκομείο, πλην όμως, εκείνος δεν ασχολήθηκε καθόλου με το ζήτημα αυτό και έβρισκε συνέχεια δικαιολογίες για να την αποφεύγει. Στη συνέχεια, ιστορούσε ότι με βάση την επικαλούμενη ένορκη κατάθεση της εναγόμενης, που επείχε θέση έγκλησης, ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας και έκθεση προσώπου, το οποίο ο υπαίτιος έχει στην προστασία του και έχει την υποχρέωση να το διατρέφει, περιθάλπει και μεταφέρει, από την οποία προκλήθηκε βαριά βλάβη στην υγεία του, ότι στο πλαίσιο της τακτικής ανάκρισης η εναγόμενη επανέλαβε καταθέτοντας ανωμοτί την 15-11-2013 ότι ο σύζυγός της, της έδωσε μία δυνατή γροθιά στο στήθος, με αποτέλεσμα να πέσει από το μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου, ότι εκείνος έβαλε τη φωτιά στο σπίτι και ότι, αν και στο επόμενο χρονικό διάστημα έσπασε το πόδι της, ο τελευταίος δεν τη μετέφερε στο νοσοκομείο, με αποτέλεσμα να πάθει γάγγραινα και να υποστεί ακρωτηριασμό του ποδιού της. Τέλος, ισχυριζόταν ότι αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά εξέδωσε απαλλακτικό βούλευμα, σε αντίθεση με την αξιόποινη πράξη της έκθεσης, για την οποία ο ίδιος παραπέμφθηκε να δικαστεί στο ΜΟΔ Πειραιά, το οποίο ήδη εξέδωσε απαλλακτική απόφαση και συνεπώς, η εναγόμενη καταθέτοντας τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναληθείας τους ενώπιον των αστυνομικών και δικαστικών αρχών τέλεσε σε βάρος του τις άδικες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, καθότι τρίτοι έλαβαν γνώση των καταγγελλόμενων εκ μέρους της ψευδών γεγονότων, με αποτέλεσμα να προσβληθεί βάναυσα η τιμή και η υπόληψή του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, όπως το αίτημα της τοκοδοσίας ως προς την έναρξη αυτής υποβλήθηκε με τις προτάσεις του, καθώς και να καταδικαστεί η τελευταία στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την εκκαλουμένη με αριθμό 2955/2020 απόφασή του, δυνάμει της οποίας, αφού κρίθηκε η αγωγή ορισμένη και εν μέρει νόμιμη και αφού κρίθηκε ότι παραδεκτά με τις προτάσεις του ενάγοντος διευρύνεται το αίτημα της αγωγής αναφορικά με την τοκοδοσία από την επίδοση της αγωγής, έγινε εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως και καταδικάστηκε η εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος ύψους 350,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής (2955/2020) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την κρινόμενη έφεσή της, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον της ασκηθείσα αγωγή καθ’ ολοκληρίαν.
III. Α) Με το δεύτερο λόγο έφεσης παραπονείται η εκκαλούσα ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η ένδικη αγωγή κρίθηκε ως ορισμένη, ενώ όφειλε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθότι δεν περιγράφεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η γενεσιουργός αιτία της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος. Ωστόσο, ο προβαλλόμενος αυτός λόγος έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός της εναγόμενης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, ο ενάγων επικαλείται με σαφήνεια στην ιστορική βάση της αγωγής του όλα τα γεγονότα, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου (άρθρα 914, 932 ΑΚ) θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, ήτοι α) παράνομη συμπεριφορά προσώπου, δηλαδή ενέργεια ή παράλειψη, που αντίκειται σε συγκεκριμένο επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δίκαιου ή σε γενική επιταγή της έννομης τάξης και προσβάλλει δικαίωμα ή προστατευόμενο έννομο συμφέρον άλλου προσώπου, β) υπαίτια συμπεριφορά, δηλαδή ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενη σε δόλο ή αμέλεια, γ) επέλευση ζημίας άλλου προσώπου (παθόντος) και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του υπόχρεου και της ζημίας του παθόντος (ΑΠ 10/2021, ΑΠ 810/2017 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, εκτίθενται στην ένδικη αγωγή κατά τόπο, χρόνο και περιεχόμενο οι επικαλούμενες ψευδείς καταθέσεις της εναγόμενης ενώπιον των ανακριτικών και δικαστικών αρχών, με τις οποίες τέλεσε η τελευταία τις άδικες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του ενάγοντος, οι οποίες πληρούν την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της υπόχρεης, εξαιτίας της οποίας υπέστη ο παθών ηθική βλάβη. Β) Επίσης, με τον τρίτο λόγο έφεσης και κατά το πρώτο σκέλος του η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η ένδικη αγωγή κρίθηκε ως ορισμένη, ενώ όφειλε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθότι δεν αναφέρεται η περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του ενάγοντος αναφορικά με το αιτούμενο κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, οι ειδικότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της ηθικής βλάβης δεν αποτελούν αυτοτελή στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής και δεν είναι απαραίτητο να εκτίθενται στην αγωγή με ακρίβεια όπως κατά κανόνα τούτο συμβαίνει στην αγωγή για περιουσιακή ζημία και δύνανται να προκύψουν και από τις αποδείξεις (ΑΠ 565/2018, ΑΠ 1046/2011 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) και ως εκ τούτου η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν έσφαλε, έστω και με ανύπαρκτη αιτιολογία, που παραδεκτά συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον ανωτέρω λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός της εναγόμενης, τυγχάνουν απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του. Γ). Ακόμα, με τον τρίτο λόγο έφεσης και κατά το δεύτερο σκέλος του η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η ένδικη αγωγή κρίθηκε ως ορισμένη, ενώ όφειλε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων, καθότι δεν αναφέρεται στην αγωγή ο χρόνος έναρξης της αιτούμενης τοκοφορίας. Πλην όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων, που κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και που με επίκληση προσκομίζει ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, παραδεκτά με τις έγγραφες προτάσεις του ο ενάγων διευρύνει το αγωγικό αίτημα ζητώντας παρεπόμενα του κύριου αντικειμένου της αγωγής (άρθρο 223 ΚΠολΔ), όπως τόκους (ΑΠ 1694/2006 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, βλ. Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, υπό άρθρο 223, παρ. 11, σελ. 492) και εν προκειμένω, από την επίδοση της αγωγής και συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον ανωτέρω λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός της εναγόμενης, τυγχάνουν απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του.
ΙV. Σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία της αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου – θύματος (τόσο της ηθικής βλάβης όσο και της ψυχικής οδύνης) και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 1414/2019, ΑΠ 838/2017). Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 10/2017, Ολ ΑΠ 9/2015). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 34/2022, ΑΠ 736/2021, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 1096/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
V. Από την εκτίμηση της με αριθμό …………/20-12-2019 ένορκης βεβαίωσης του ……….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……….. Β/17-12-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………….. με ενσωματωμένη την από 12-12-2019 κοινοποιηθείσα στην εναγόμενη σχετική κλήση, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο ενάγων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), από τις αστικές και ποινικές αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί σε προγενέστερες δίκες μεταξύ των ίδιων διαδίκων και προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από αυτούς αντίστοιχα [με αριθμό 493/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με αριθμό 3877/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό ……/2015 και ……./2011 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό 19/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μεγαλόπολης, με αριθμό 160, 161, 162, 163, 169/2017 πρακτικά και απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά, με αριθμό 258/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, με αριθμό ΑΤ 3045/2014 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς (σε απόσπασμα)] και οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 681/2021, ΑΠ 1286/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο την 1-12-2001 στον Πειραιά και από το γάμο αυτόν απέκτησαν δύο τέκνα, τον …… και τον …….., που γεννήθηκαν την 13-10-2000 και την 24-9-2004 αντίστοιχα, ήδη ενήλικα. Κατά το έτος 2006 ο ενάγων προέβη σε αγορά διαμερίσματος στον τέταρτο όροφο πολυκατοικίας στην περιοχή …….. στον Πειραιά στην οδό ……………, που έκτοτε αποτέλεσε την οικογενειακή τους στέγη. Η δε έγγαμη συμβίωσή τους αρχικά ήταν αρμονική, πλην όμως, από το έτος 2007 άρχισαν να εκδηλώνονται προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ τους και να λαμβάνουν χώρα φραστικά επεισόδια και βιαιοπραγίες σε βάρος της εναγόμενης από τον ενάγοντα σύζυγό της. Κατά το έτος 2008 η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη τις πολυήμερες απουσίες του συζύγου της στην επαρχία λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεών του ως τεχνίτη της ΔΕΗ, συνήψε εξωσυζυγική σχέση με ένοικο διαμερίσματος της ίδιας πολυκατοικίας, όπου διέμεναν οι διάδικοι, γεγονός που πληροφορήθηκε ο ενάγων. Μάλιστα την 2-12-2008 μετά την αιφνίδια επιστροφή του ενάγοντος από την απουσία του για επαγγελματικούς λόγους στην επαρχία, βρήκε εντός της οικίας του την εναγόμενη με τον άνδρα, με τον οποίο διατηρούσε εξωσυζυγικό δεσμό, με αποτέλεσμα να λάβει χώρα σοβαρό επεισόδιο με λεκτικές προσβολές και χειροδικίες μεταξύ των δύο ανδρών. Κατόπιν αυτού και μετά τη διακοπή της εξωσυζυγικής σχέσης της εναγόμενης, επηρεάστηκε σοβαρά η ψυχική κατάστασή της και άρχισε να εκδηλώνει έντονη ερειστικότητα απέναντι στον ενάγοντα και να αρνείται να προσφέρει τις απαιτούμενες υπηρεσίες της προς κάλυψη των οικογενειακών αναγκών τους (μαγείρεμα, πλύσιμο, κλπ.), αλλά, ιδίως, άρχισε να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, με αποτέλεσμα να περιέρχεται σε κατάσταση μέθης, προκαλώντας συχνά επεισόδια και να εκδηλώνει ποικιλοτρόπως τάσεις αυτοκαταστροφής. Ακραία εκδήλωση της ψυχικά διαταραγμένης προσωπικότητάς της αποτέλεσε η απόπειρα αυτοκτονίας, που τέλεσε την 1-4-2009, όταν έπεσε από το μπαλκόνι του διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου της πολυκατοικίας, με συνέπεια να τραυματιστεί βαρύτατα και να καταστεί παραπληγική. Η ίδια νοσηλεύτηκε επί τρεις (3) μήνες στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «Άγιος Παντελεήμων» και στη συνέχεια εισήχθη στο Εθνικό Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, όπου παρακολούθησε ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών περίπου και κατόπιν την 9-4-2010, επέστρεψε στην οικία της στον Πειραιά, όπου είχε ανάγκη αναπηρικού αμαξιδίου προς αυτοεξυπηρέτησή της και είχε τη δυνατότητα να βαδίζει με ζεύγος μηροκνημιποδικών κηδεμόνων (με μηχανισμό) και περιπατητήρα τύπου «Π» μόνο θεραπευτικά. Η δε ψυχολογική κατάστασή της ήταν ιδιαίτερα βεβαρημένη λόγω και των κινητικών προβλημάτων, που η ίδια αντιμετώπιζε πλέον εξαιτίας της σωματικής αναπηρίας της. Έτσι, την 20-6-2010, ενώ βρισκόταν εντός της οικογενειακής στέγης, αυτοτραυματίστηκε με μαχαίρι, πλην όμως, κατά την άφιξη του ΕΚΑΒ προς παραλαβή της, η ίδια αρνήθηκε τη μεταφορά της σε νοσοκομείο. Λίγες ημέρες αργότερα, την 29-6-2010, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, που κλήθηκε με αναφερόμενη πάθηση «φαρμακευτικό πρόβλημα – σε κώμα», στο Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας «ΘΡΙΑΣΙΟ», όπου διαγνώστηκε ότι είχε υποστεί φαρμακευτική δηλητηρίαση και μετά από μονοήμερη νοσηλεία εξήλθε του νοσοκομείου. Ακολούθως, την 18-7-2010, ενώ ήταν ξαπλωμένη στο υπνοδωμάτιό της, από αμέλειά της έπεσε το τσιγάρο που κάπνιζε στο στρώμα και άρπαξε φωτιά, την οποία λόγω των κινητικών προβλημάτων της δεν μπόρεσε να κατασβήσει, με αποτέλεσμα την πρόκληση πυρκαγιάς και την καταστροφή επίπλων και οικιακών αντικειμένων, ενώ η ίδια απομακρύνθηκε από την οικία με τη βοήθεια ανδρών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, οι οποίοι παραβίασαν τη θύρα του διαμερίσματος για να επέμβουν. Στο πλήρωμα του ασθενοφόρου του ΕΚΑΒ, που κλήθηκε για την παραλαβή της με αναφερόμενο πρόβλημα «πιθανά εγκαύματα από πυρκαγιά – δυσφορία», η εναγόμενη αρνήθηκε τη μεταφορά της σε δημόσιο νοσοκομείο. Λίγες ημέρες μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς, την 21-7-2010, η εναγόμενη στην προσπάθειά της να ξαπλώσει στο κρεβάτι της τραυματίστηκε στο δεξιό κάτω άκρο. Αρχικά, ο τραυματισμός της αυτός δεν αξιολογήθηκε από την ίδια ως κάτι σοβαρό, λαμβανομένου υπόψη του ότι λόγω της παραπληγίας της δεν είχε την αίσθηση του πόνου. Στις επόμενες ημέρες, όταν άρχισε να εμφανίζεται οίδημα, η εναγόμενη αρνούνταν να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, οπότε την 2-8-2010 κατόπιν ενεργειών του ενάγοντος και σε εκτέλεση εισαγγελικής παραγγελίας από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής «ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ». Σύμφωνα δε με το από 2-8-2010 ιατρικό σημείωμα του ψυχίατρου, αναπληρωτή Διευθυντή ΕΣΥ, Παν. Βαλαβάνη, κατόπιν εξέτασης της εναγόμενης «ελέγχονται παρερμηνείες, παραληρητικές ιδέες συσχέτισης, δίωξης, ζηλοτυπικού περιεχομένου, κ.τ.λ.» και σημειώνεται ότι «γενικά η επικοινωνία μαζί της είναι δυσχερής». Επίσης, όπως επισήμανε ο ανωτέρω ψυχίατρος, λόγω των προβλημάτων και στα δύο κάτω της άκρα, συστήθηκε ορθοπεδική και χειρουργική εκτίμηση κατά προτίμηση σε νοσοκομείο που διαθέτει ψυχιατρική κάλυψη για την περίπτωση που θα χρειαστεί να νοσηλευτεί εκεί (το «ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ» δεν διαθέτει ούτε ορθοπεδικό ούτε χειρουργό), όπως και παθολογική εκτίμηση της ασθενούς και σε περίπτωση που δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα να επιστρέψει στο «ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ» για νοσηλεία. Πράγματι, την 2-8-2010 η εναγόμενη μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», όπου εισήχθη και νοσηλεύτηκε στο αγγειοχειρουργικό τμήμα μέχρι την 6-8-2010, όπου και διαγνώστηκε ισχαιμία (ΔΕ) κάτω άκρου και κάκωση σύστοιχου άκρου και υπέστη μηριαίο ακρωτηριασμό (ΔΕ), λόγω προχωρημένης γάγγραινας. Την 10-8-2010, σύμφωνα με το σχετικό ενημερωτικό ιατρικό σημείωμα του Ψυχιατρικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», περιγράφεται ως κύρια ψυχοπαθολογία αγχώδεις και καταθλιπτικές εκδηλώσεις αντιδραστικού τύπου, ως διάγνωση εξόδου η διαταραχή προσωπικότητας οριακού τύπου και συνιστάται η παρακολούθηση από ψυχολόγο και η επανεκτίμηση από ορθοπεδικό και ενδοκρινολόγο. Η δε εναγόμενη άσκησε την από 25-2-2011 αίτησή της περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αίτημα, μεταξύ άλλων, την παραχώρηση στην ίδια της προσωρινής χρήσης της συζυγικής οικίας, διατασσομένης της αποβολής του ενάγοντος από αυτήν, μετά δε την έκδοση σχετικής προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο ενάγων αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την οικία τους, οπότε την 3-3-2011 η εναγόμενη επέστρεψε στην οικογενειακή τους στέγη. Επί της πιο πάνω αίτησης εκδόθηκε η με αριθμό 6853/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), η οποία, μεταξύ άλλων, παραχώρησε την προσωρινή χρήση της συζυγικής κατοικίας αποκλειστικά στην εναγόμενη, διατασσομένης της αποβολής του ενάγοντος από αυτήν. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα, την 5-10-2010 η εναγόμενη, στο πλαίσιο της διαταχθείσας αρμοδίως ποινικής προδικασίας, εξεταζόμενη ενόρκως από αστυνομικούς του Αστυνομικού Τμήματος Συντάγματος, κατέθεσε ότι α) την 1-4-2009 ο ενάγων της άρπαξε το μικρότερο σε ηλικία τέκνο της από την αγκαλιά της και την έσπρωξε με το χέρι του στο στήθος με αποτέλεσμα εκείνη να χτυπήσει τη μέση της στο κάγκελο του μπαλκονιού και να πέσει στο κενό από τον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας, β) την ημέρα της πυρκαγιάς όπου είχαν πιάσει φωτιά οι κουρτίνες της κρεβατοκάμαρας, είχε έρθει νωρίτερα ο άντρας της στο σπίτι και κάτι έκανε στην κρεβατοκάμαρα, υπονοώντας ότι ο ενάγων είναι εκ προθέσεως υπαίτιος για την πρόκληση της πυρκαγιάς και γ) αν και είχε το πόδι της πρησμένο και σπασμένο επί δεκαπέντε (15) ημέρες και ενώ ενημέρωσε τον ενάγοντα σχετικά με το σοβαρό πρόβλημα της υγείας της και του ζητούσε να την πάει στο νοσοκομείο, αυτός αδιαφορούσε και έβρισκε δικαιολογίες για να την αποφεύγει, ώσπου, όταν πλέον μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, υπέστη ακρωτηριασμό του δεξιού ποδιού της λόγω γάγγραινας. Ακολούθως, ασκήθηκε σε βάρος του ενάγοντος ποινική δίωξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση αναφορικά με την πτώση της εναγόμενης από το μπαλκόνι και για έκθεση προσώπου, το οποίο ο υπαίτιος έχει στην προστασία του και έχει την υποχρέωση να το διατρέφει, περιθάλπει και μεταφέρει, από την οποία προκλήθηκε βαριά βλάβη στην υγεία της παθούσας, αναφορικά με τον τραυματισμό της που οδήγησε στον ακρωτηριασμό του δεξιού άκρου της. Στη συνέχεια, στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης, που διατάχθηκε αρμοδίως, η εναγόμενη εξεταζόμενη ανωμοτί την 15-11-2013 ενώπιον του Ανακριτή του Ε΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, επανέλαβε ότι την 1-4-2009 ο ενάγων της έδωσε μια δυνατή γροθιά στο στήθος και εκείνη έπεσε από τον τέταρτο όροφο, ότι μετά την επιστροφή της από τη νοσηλεία της ο ενάγων έβαλε φωτιά στο σπίτι και ενώ είχε σπάσει το πόδι της, εκείνος δεν την πήγε εγκαίρως στο νοσοκομείο, με αποτέλεσμα να πάθει γάγγραινα και να υποστεί τελικά ακρωτηριασμό. Κατόπιν, για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ο ενάγων απαλλάχθηκε αμετάκλητα δυνάμει του με αριθμό 258/2014 (εν μέρει απαλλακτικού) βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το οποίο αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος του ενάγοντος για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, που φέρεται ότι τέλεσε στον Πειραιά την 1-4-2009 σε βάρος της συζύγου του. Ωστόσο, με το ίδιο ως άνω εν μέρει παραπεμπτικό βούλευμα, ο ενάγων παραπέμφθηκε να δικαστεί στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά για την άδικη πράξη της έκθεσης, από την οποία προκλήθηκε βαριά βλάβη στην υγεία της παθούσας. Στη δίκη αυτή, την 9-5-2017, η εναγόμενη παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα και καταθέτοντας ανωμοτί, επανέλαβε κατά περιεχόμενο τις προγενέστερες σχετικές καταθέσεις της, ότι δηλαδή αν και ο ενάγων έβλεπε την κατάσταση του ποδιού της να χειροτερεύει και εκείνη του έλεγε ότι «θα γίνει γάγγραινα», εντούτοις αυτός με διάφορες προφάσεις απέφευγε να τη μεταφέρει εγκαίρως στο νοσοκομείο. Τελικά, δυνάμει της με αριθμό 160, 161, 162, 163 και 169/2017 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος για τη δεύτερη αξιόποινη πράξη της έκθεσης, που του αποδόθηκε, ήτοι ότι άφησε αβοήθητο πρόσωπο που το έχει υπό την προστασία του και έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει και να το μεταφέρει, με αποτέλεσμα να υποστεί βαριά σωματική βλάβη. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων για τις άνω αξιόποινες πράξεις, τις οποίες φέρεται να τέλεσε σε βάρος της εναγόμενης και για τις οποίες η τελευταία τον κατήγγειλε αρμοδίως, ήδη απαλλάχθηκε αμετακλήτως. Για δε το περιστατικό της ένδικης πυρκαγιάς, η εναγόμενη, αν και σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, τελικά με τη με αριθμό ΑΤ 3045/2014 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κηρύχθηκε αθώα για την αξιόποινη πράξη του εμπρησμού εξ αμελείας. Επιπλέον, σημειώνεται ότι αναφορικά με την επίμαχη πυρκαγιά, επιλήφθηκε τόσο η Πυροσβεστική Υπηρεσία όσο και η Ελληνική Αστυνομία, σχετικά δε από τα συνταχθέντα αποσπάσματα των οικείων βιβλίων συμβάντων προκύπτουν τα ακόλουθα : α) στο υπ’ αριθμ. Α/Α ΒΣ Π.Υ. 312/18-7-2010 απόσπασμα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι σημείο έναρξης υπήρξε το υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος του 4ου ορόφου της πολυκατοικίας, η αιτία εντοπίστηκε στα υπολείμματα καπνίσματος, η ανάλυση των ζημιών κατέδειξε ότι από την πυρκαγιά κάηκαν ένα αερόστρωμα, ξύλινο κρεβάτι, κλινοσκεπάσματα, κουρτίνα μπαλκονόπορτας, αλλοίωση από τη θερμοκρασία του κλιματιστικού μηχανήματος, της τηλεόρασης, του αποκωδικοποιητή, στρέβλωση της κεντρικής πόρτας του διαμερίσματος και ρύπανση από τους καπνούς όλου του χώρου του διαμερίσματος, ενώ μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και σε ξένα πράγματα, καθώς και ότι στο διαμέρισμα την ώρα εκδήλωσης της πυρκαγιάς βρισκόταν η σύζυγος του ιδιοκτήτη (εναγόμενη) και β) στο αντίγραφο του δελτίου συμβάντος της ΕΛ.ΑΣ. σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η παθούσα τους δήλωσε πως καθώς κάπνιζε, έπεσε το τσιγάρο της στο στρώμα της και άρπαξε φωτιά, την οποία δεν μπορούσε να κατασβήσει λόγω των κινητικών προβλημάτων της. Ωστόσο, η ίδια (εναγόμενη) δεν δίστασε να μεταβάλει τις πιο πάνω αρχικές δηλώσεις της για το ένδικο συμβάν της πυρκαγιάς. Συγκεκριμένα και παρά το γεγονός ότι η αιτία της φωτιάς εντοπίστηκε από την Πυροσβεστική Υπηρεσία στα υπολείμματα καπνίσματος (ήτοι από αναμμένο τσιγάρο) και ότι η φωτιά ξεκίνησε από το υπνοδωμάτιο στο οποίο βρισκόταν η εναγόμενη καπνίζοντας και μάλιστα μόνη της κατά την ώρα της εκδήλωσης αυτής, εντούτοις η ίδια (εναγόμενη) την 5-10-2010 και την 15-11-2013 εξεταζόμενη αρμοδίως από τις αστυνομικές και τις ανακριτικές αρχές κατηγόρησε, προφανώς ψευδώς, τον ενάγοντα ως ουσιαστικά υπεύθυνο για την πρόκληση της πυρκαγιάς στο διαμέρισμα όπου διέμενε. Επιπρόσθετα, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε, με τις πιο πάνω καταθέσεις της τόσο στους αστυνομικούς όσο και στον Ανακριτή, η εναγόμενη κατήγγειλε ψευδώς τον ενάγοντα ως δράστη της δήθεν απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος της, ενώ και με τις ίδιες ως άνω καταθέσεις της και επιπλέον με την κατάθεσή της ενώπιον του ΜΟΔ Πειραιά, η εναγόμενη κατήγγειλε ψευδώς τον ενάγοντα ως δράστη της δήθεν έκθεσης της ίδιας σε κίνδυνο, από την οποία προκλήθηκε βαριά βλάβη στην υγεία της ως παθούσας (ακρωτηριασμός δεξιού ποδιού), πλην όμως, ήδη ο ενάγων έχει αμετακλήτως αθωωθεί για αμφότερες τις άνω αξιόποινες πράξεις με το προρρηθέν εν μέρει απαλλακτικό βούλευμα και την προρρηθείσα απόφαση του ΜΟΔ, αντίστοιχα. Ενισχυτική της άνω κρίσης του παρόντος Δικαστηρίου είναι, αναφορικά με την πρώτη ψευδώς καταγγελλόμενη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, και η σχετική καταγραφή στη με αριθμό 3256 σελίδα του υπηρεσιακού βιβλίου του Αστυνομικού Τμήματος Καμινίων, όπου, μεταξύ άλλων, αναγράφεται ότι από τις καταθέσεις συγγενών και γειτόνων προκύπτει ότι (η εναγόμενη) κατανάλωνε καθημερινά ποσότητες αλκοόλ και τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ότι η εγκληματική ενέργεια εν πρώτοις αποκλείστηκε, Εξίσου ενισχυτικές της άνω κρίσης του παρόντος Δικαστηρίου είναι και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε η εναγόμενη κατά την εκδίκαση της προαναφερόμενης αίτησής της περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η προλεχθείσα με αριθμό 6853/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ειδικότερα, ενώ αρχικά υποστήριξε ότι η πτώση της από τον τέταρτο όροφο προκλήθηκε από δυνατή ώθηση, που δέχθηκε από τον ενάγοντα, ενώ βρισκόταν στο μπαλκόνι, στη συνέχεια, όταν κλήθηκε για διευκρινίσεις από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου, κατέθεσε στην εκεί διεξαγόμενη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ότι ο ενάγων ευθύνεται, γιατί, αν και μπορούσε, δεν τη συγκράτησε, ανακόπτοντας την πτώση της στο κενό. Εξάλλου, επισημαίνεται και το γεγονός ότι η εκ μέρους της εναγόμενης έγκληση, που αφορά την ως άνω αξιόποινη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, υποβλήθηκε την 5-10-2010 (με την κατάθεσή της στους αστυνομικούς, που επέχει θέση έγκλησης), δηλαδή αρκετά όψιμα από τότε που έλαβε χώρα το προπεριγραφόμενο επίδικο περιστατικό, παρότι η εναγόμενη θα μπορούσε να προβεί στην καταγγελία του αρκετά νωρίτερα, δηλαδή κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Εθνικό Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων (από 22-6-2009), αλλά και όταν εξήλθε από αυτό και επέστρεψε στη συζυγική οικία, την 9-4-2010, όπου και συνέχιζε να συμβιώνει με τον ενάγοντα. Άλλωστε, τα ανωτέρω ουσιώδη περιστατικά έγιναν δεκτά και με το με αριθμό 258/2014 (εν μέρει) απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ως προς την άδικη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, που φέρεται να τέλεσε ο ενάγων σε βάρος της εναγόμενης (πτώση από το μπαλκόνι του διαμερίσματος) και ουδόλως αναιρούνται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τη φροντίδα της εναγόμενης, αλλά και του σπιτιού μετά τη επιστροφή της από το Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων είχε αναλάβει καθημερινά κατά το χρόνο της απουσίας του ενάγοντος στην εργασία του μία γυναίκα βουλγαρικής υπηκοότητας με το όνομα ……., ενώ μετά την εκδήλωση της προρρηθείσας πυρκαγιάς, στο σπίτι ερχόταν καθημερινά και ο ανιψιός του ενάγοντος ………. με τη φίλη του ……., έχοντας αναλάβει να καθαρίσουν την οικία από τα υπολείμματα του καπνού. Συνεπώς, η εναγόμενη μπορούσε ευχερώς να ζητήσει βοήθεια από τα παραπάνω πρόσωπα, σε περίπτωση που ο σύζυγός της αδιαφορούσε. Ωστόσο, η εναγόμενη ουδέποτε απευθύνθηκε στα πρόσωπα αυτά, όπως ουδέποτε ζήτησε βοήθεια και από το σύζυγό της μετά τον πιο πάνω τραυματισμό της στο πόδι, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε κατά τα προεκτεθέντα, η μέχρι τότε συμπεριφορά της ήταν αρνητική σε οποιαδήποτε προσφορά βοήθειας. Ο ενάγων από την πλευρά του, έχοντας προσλάβει οικιακή βοηθό για τη φροντίδα της εναγόμενης και του σπιτιού, αλλά και με την παρουσία του ανιψιού του στη συζυγική οικία, ήξερε ότι κατά την απουσία του, η σύζυγός του θα είχε βοήθεια για οτιδήποτε χρειαζόταν, ενώ κατά τη διάρκεια της δικής του παρουσίας στη συζυγική οικία, ουδέποτε η εναγόμενη του παραπονέθηκε για το χτύπημα στο πόδι, ούτε του ζήτησε άμεσα τη μεταφορά της στο νοσοκομείο για το λόγο αυτό, με αποτέλεσμα, όταν το πρόβλημα στο πόδι έγινε αντιληπτό στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής «ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ» να είναι πλέον αργά. Επιπλέον, τα πιο πάνω ουσιώδη περιστατικά έγιναν δεκτά και με την προαναφερόμενη με αριθμό 160, 161, 162, 163 και 169/2017 αθωωτική απόφαση του ΜΟΔ Πειραιώς, αναφορικά με την άδικη πράξη της έκθεσης, από την οποία προκλήθηκε βαριά βλάβη στην υγεία της παθούσας και ουδόλως αναιρούνται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας. Η δε ένορκη κατάθεση της …….., κοινωνικής λειτουργού στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» στη δίκη του ΜΟΔ, την οποία επικαλείται η εναγόμενη, πέραν του ότι συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις από το άνω ποινικό δικαστήριο, κρίνεται γενική και αποσπασματική, αναφορικά με τα κρίσιμα περιστατικά των φερόμενων καταγγελιών της εναγόμενης και αναλώνεται περισσότερο στα περιστατικά της ακούσιας νοσηλείας και σε αυτά που της εξιστόρησε η εναγόμενη στα πλαίσια των επαγγελματικών καθηκόντων της στο άνω νοσοκομείο, ενώ δεν προκύπτει εγγράφως το αποτέλεσμα της κοινωνικής έρευνας. Ακόμα, η εναγόμενη επικαλείται το κρίσιμο, όπως η ίδια ισχυρίζεται, από 24-9-2010 ενημερωτικό σημείωμα του άνω νοσοκομείου με πράξεις και παραλείψεις του ενάγοντος μεγάλης ηθικής απαξίας, πλην όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, αυτό δεν προσκομίστηκε ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ώστε να συνεκτιμηθεί με τις λοιπές αποδείξεις. Επομένως και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, προκύπτει σαφώς ότι τα καταγγελλόμενα από την εναγόμενη γεγονότα αναφορικά με τη δήθεν απόπειρα ανθρωποκτονίας, που ο ενάγων φέρεται να τέλεσε εναντίον της την 1-4-2009 και αναφορικά με τη δήθεν έκθεσή της σε κίνδυνο, από την οποία προκλήθηκε βαριά βλάβη στην υγεία της, που ο ενάγων, κατά παράβαση της νόμιμης υποχρέωσής του να τη διατρέφει και να την περιθάλπει και να τη μεταφέρει, φέρεται να τέλεσε σε βάρος της κατά το διάστημα από την 20-7-2010 έως την 3-8-2010, ήτοι οι προβαλλόμενοι με τις ένδικες καταθέσεις της ισχυρισμοί της ότι δήθεν ο ενάγων αποπειράθηκε να της αφαιρέσει τη ζωή απωθώντας αυτήν από το μπαλκόνι του διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου της πολυκατοικίας και ότι, αν και η ίδια τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί της πόδι και μολονότι ενημέρωσε σχετικά τον ενάγοντα σύζυγό της, με τον οποίο συμβιούσε, και του ζητούσε να τη μεταφέρει εγκαίρως στο νοσοκομείο, εκείνος αδιαφόρησε για την κατάστασή της, προσπαθώντας να την αποφύγει με διάφορες δικαιολογίες, με αποτέλεσμα, όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, ήταν πλέον αργά, καθώς υπέστη ακρωτηριασμό δεξιού άκρου λόγω προχωρημένης γάγγραινας, ήταν, εν γνώσει της αναληθείας τους από την εναγόμενη, αντικειμενικώς ψευδείς, κατασκευασμένοι από την ίδια και αβάσιμοι, αλλά και άκρως συκοφαντικοί και δυσφημιστικοί για το πρόσωπο του ενάγοντος. Και τούτο διότι ο ενάγων εμφανιζόταν ως φυσικός αυτουργός και υπαίτιος των αξιόποινων πράξεων της απόπειρας ανθρωποκτονίας και της έκθεσης σε κίνδυνο προσώπου, από την οποία προκλήθηκε βαριά βλάβη στην υγεία της παθούσας, ήτοι παρουσιαζόταν ως στυγνός δολοφόνος, χωρίς καμία εκτίμηση και σεβασμό στην αξία της ανθρώπινης ζωής και στο έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας και εν γένει της υγείας και δη της συζύγου του και μητέρας των τέκνων τους, ως άτομο στυγνό, βάρβαρο και ιδιαίτερα σκληρό, χωρίς ηθικές αναστολές, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, που δεν ήταν άλλος από τη θανάτωση της συζύγου του και την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης σε βάρος της, αντίστοιχα. Ενόψει τούτων, είναι προφανές ότι τα δυσφημιστικά αυτά γεγονότα, που η εναγόμενη εν γνώσει της αναληθείας τους κατήγγειλε, ισχυρίστηκε και διέδωσε ενώπιον τρίτων, ήτοι αστυνομικών, γραμματέων, δικαστών και εισαγγελέων για τον ενάγοντα, ήταν ικανά και πρόσφορα να προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος και ειδικότερα, την κοινωνική, ηθική και την επαγγελματική του υπόσταση και αξία, ενώ, όπως αποδείχθηκε, έλαβαν γνώση αυτών συγγενείς, συνάδελφοι από τον επαγγελματικό χώρο και το εν γένει κοινωνικό περιβάλλον του ενάγοντος. Συνακόλουθα, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη με τις πιο πάνω αναληθείς κατά περιεχόμενο καταθέσεις της τέλεσε το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 παρ. 1 ΠΚ) και το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρα 363 – 362 ΠΚ) σε βάρος του ενάγοντος. Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία των πιο πάνω ποινικών αδικημάτων, όπως προεκτέθηκαν (ψευδής καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση), συντρέχει αστική αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης, ενώ ουδόλως αποδείχθηκαν περιστατικά που δύνανται να στοιχειοθετήσουν τυχόν συνυπαιτιότητα του ενάγοντος στην επέλευση της ζημίας (άρθρο 300 ΑΚ), όπως αβασίμως διατείνεται η εναγόμενη. Τέλος, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα σε βάρος του ενάγοντος η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης, του βαθμού της υπαιτιότητας της τελευταίας, της έλλειψης συνυπαιτιότητας του παθόντος, του είδους της προσβολής, της στενοχώριας και της θλίψης, που προκλήθηκε στον ενάγοντα, καθώς και της κοινωνικής, οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης όλων των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 8.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο (άρθρα 914, 932 ΑΚ), σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Κατά συνέπεια, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
VΙ. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.000,00 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν έσφαλε και ορθά κατ’ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, έστω και με εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, που παραδεκτά συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθίαν, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τους σχετικούς λοιπούς, πρώτο και τρίτο ως προς τα λοιπά τρίτο, τέταρτο και πέμπτο σκέλη του, λόγους έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και η υπό κρίση έφεσή της στο σύνολό τους. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../26-10-2020 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας της, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με 2955/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 4 Ιουλίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ