Δικαιώματα και Υποχρεώσεις Κληρονόμων σε Περίπτωση Διευθέτησης Οφειλών σύμφωνα με τον Ν. 3869/2010
Αν οι καταβολές του άρ. 8 παρ. 2 δεν ολοκληρώθηκαν κατά οποιονδήποτε τρόπο πριν ή μετά τον θάνατο του οφειλέτη, τότε στα πλαίσια της προσωποπαγούς ρύθμισης εξετάζεται αν συντρέχουν στο πρόσωπο του κληρονόμου οι προϋποθέσεις αποδοχής της αίτησης
Δεκτή έγινε αίτηση συζύγου – κληρονόμου προς ρύθμιση χρεών με σκοπό την απαλλαγή της από αυτά, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας, κατόπιν θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου της, ο οποίος είχε υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις Ν. 3869/2010 (ΜΠρΠειρ 7/2025).
Πιο αναλυτικά, το δικαστήριο έκρινε απορριπτέα ως αβάσιμη την ένσταση περί νόμω αβασίμου της αίτησης, για το λόγο ότι το αίτημα περί δικαστικής ρύθμισης των καταβολών της αιτούσας κατ’ α. 8 παρ. 2 Ν. 3869/210 και για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της, της οποίας πλέον είναι αποκλειστικά κυρία, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, επειδή δεν προκύπτει η ολοσχερής εκπλήρωση των υποχρεώσεων του θανόντος και δεν έχει πιστοποιηθεί η απαλλαγή του.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, από τη διασταλτική και τελεολογική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 12α παρ. 3 Ν. 3869/210 δεν συνάγεται ότι για την άσκηση του δικαιώματος απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η ρύθμιση του άρθρου 11 του Νόμου, να προκύπτουν οι καταβολές και να έχει επέλθει απαλλαγή του οφειλέτη. Τούτο δε, διότι η απαλλαγή που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 3869/2010 είναι ανεξάρτητη από την ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 και επέρχεται με τη συμμόρφωση σε όσα επιβάλλει η απόφαση που ρυθμίζει τις οφειλές του προσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 2, 4 και 5 του Νόμου.
Απορριπτέα κρίθηκε και η ένσταση περί δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση υπερχρέωσης, λόγω αποδοχής της κληρονομιάς παρότι γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε με βάση τα εισοδήματά της να τα εξυπηρετήσει. Το δικαστήριο επεσήμανε εν προκειμένω πως, όταν αποβιώνει υπερχρεωμένο πρόσωπο, οι κληρονόμοι του πολλές φορές αποδέχονται την κληρονομιά είτε ελπίζοντας ότι θα τα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις του κληρονομουμένου είτε επειδή συγκατοικούσαν με τον κληρονομούμενο σε κατοικία ιδιοκτησίας του και θα αντιμετωπίσουν στεγαστικό πρόβλημα σε περίπτωση αποποίησης, ενώ, αν στην συνέχεια δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που πλέον βαρύνουν αυτούς και ζητήσουν την υπαγωγή τους στο ν. 3869/2010, κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν την ένσταση δόλιας περιέλευσης τους σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής μόνο και μόνο για το λόγο ότι αποδέχθηκαν εν γνώσει τους υπερχρεωμένη κληρονομιά.
Επειδή το φαινόμενο αυτό συνιστά κοινωνικό πρόβλημα από μόνο του και είναι και επιβλαβές για την εθνική οικονομία, γιατί δημιουργεί κίνητρο για αποποιήσεις κληρονομιών, με αποτέλεσμα το ενεργητικό του κληρονομουμένου να παραμένει μεγάλο χρονικό διάστημα αναξιοποίητο, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, με τον ν. 4549/2018 προστέθηκε εδάφιο ως εξής «Η αποδοχή υπερχρεωμένη κληρονομιάς από τους νομίμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη, ακόμα κι αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης, δεν συνιστά από μονή της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών», το οποίο εφαρμόζεται και όταν η αποδοχή κληρονομιάς έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του νόμου, ενώ αφορά μόνο τους νόμιμους μεριδούχους προς αποφυγή καταχρήσεων από πρόσωπα που αποδέχονται την κληρονομιά όχι από ανάγκη ή δυσμενείς ψυχολογικές συνθήκες αλλά βάσει σταθμίσεων και υπολογισμών.
Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο δέχθηκε πως συντρέχει στην περίπτωση της αιτούσας μόνιμη και διαρκής πραγματική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς τις καθ’ ων πιστώτριες και οι προϋποθέσεις για την ένταξή της στις ρυθμίσεις του νόμου 3869/10 και ειδικότερα σ’ αυτές των άρθρων 8 παρ.2 και α.9 παρ.2.
Όσον αφορά τη προστασία της κύριας κατοικίας, το δικαστήριο έκρινε ότι η ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 ν. 3869/2010 θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/10, εφόσον με τις καταβολές επί τριετίας της πρώτης ρύθμισης δεν έχει επέλθει εξόφληση των αιτήσεων και προβάλλεται σχετικό αίτημα από την αιτούσα, μετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο η εξαίρεση της κατοικίας του από την εκποίηση, δεδομένου ότι η αξία της κατοικίας αυτής δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Η συνέχιση της ρύθμισης για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας της απούσας, θα αφορά την εμπορική αξία της. Τούτο διότι, αφενός η παρ. 3 του άρθρ. 62 του Ν. 4549/2018, η οποία και εισήγαγε τις αλλαγές στο άρθρο 9 (παρ. 2α και 2β), εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αιτήσεις, οι οποίες υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4346/2015 με εφαρμογή από 1.1.2016 και μετέπειτα, αφετέρου πρόκειται για μία νέα αυτοτελή αίτηση και όχι μία αίτηση μεταρρύθμισης νομική βάση της οποίας θα ήταν το ισχύον κατά την έκδοση της υπό μεταρρύθμισης απόφασης νομικό καθεστώς της προστασίας της κύριας κατοικίας. Επομένως, θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Ν. 4336/2015 εφ’ όσον και οι πιστώτριες δεν επικαλέστηκαν ούτε απέδειξαν ως όφειλαν ότι η αιτούσα δεν ήταν συνεργάσιμος δανειολήπτης βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών.
Απόσπασμα απόφασης
Το ζήτημα του θανάτου του αιτούντος οφειλέτη ενόψει και του προσωποπαγούς χαρακτήρα της ρύθμισης του Νόμου και ιδιαίτερα ο χρόνος θανάτου του μεσούσης της εκκρεμοδικίας, προ της ολοκλήρωσης της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και 5 του Ν. 3869/2010, μετά την ολοκλήρωση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και 5 του Ν. 3869/2010 αποτελεί ένα πρόβλημα η λύση του οποίου απορρέει από την ερμηνεία του άρθρου 12α ν. 3869/2010. Η παρούσα διάταξη τελεί σε άμεση σύνδεση με την αναθεώρηση του άρθρου 11 του Ν. 3869/2010, που καθιέρωσε την αυτοδίκαιη απαλλαγή του οφειλέτη και τον προαιρετικό χαρακτήρα της αίτησης απαλλαγής, με συνέπεια η έννοια της «απαλλαγής» να ταυτίζεται, πλέον, με τη χρονική και επιτυχή ολοκλήρωση του άρθρου 8 του νομού. Επομένως, σε περίπτωση που εκ των πραγμάτων ολοκληρώθηκαν οι καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 ή παρ. 5 είτε πριν είτε μετά τον θάνατο του κληρονομούμενου οφειλέτη, παρόλο που η ρύθμιση είναι προσωποπαγής ο κληρονόμος απαλλάσσεται. Αν όμως οι καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 δεν ολοκληρώθηκαν κατά οποιονδήποτε τρόπο πριν ή μετά τον θάνατο του οφειλέτη αποβιώσαντος τότε, στα πλαίσια της προσωποπαγούς ρύθμισης εξετάζεται αν συντρέχουν στο πρόσωπο του κληρονόμου οι προϋποθέσεις αποδοχής της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ήτοι ότι: 1) είναι φυσικό πρόσωπο που στερείται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3588/2007, 2) έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, με τη μνεία ότι για την έννοια του δόλου λαμβάνεται υπόψιν ο περιορισμός που έθεσε το άρθρο 56 του Ν. 4549/2018 «Η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς από τους νόμιμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη, ακόμα κι αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης, δεν συνιστά από μόνη της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών» και 3) ο κληρονόμος ευρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, ήτοι η σχέση ενεργητικού (εισόδημα από κάθε πηγή) και παθητικού (μηνιαία δόση αποπληρωμής προϊόντων + δαπάνες διαβίωσης ανά περίπτωση) είναι αρνητική και διαφαίνεται ότι θα παραμείνει αρνητική στο μέλλον. Αυτές οι προϋποθέσεις εξετάζονται προκειμένου ο αιτών κληρονόμος να ενταχθεί σε νέα ρύθμιση που αφορά το άρθρο 8 παρ. 2 και 5 καθώς και στην συνέχεια στην ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 12α. Τα παραπάνω συνάγονται από την ερμηνεία του άρθρου 12α παρ. 2 κατά το οποίο μοναδική συνέπεια του θανάτου πριν από την απαλλαγή του κληρονομούμενου οφειλέτη κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 είναι ότι οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος, στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παρ. 1 του άρθρου 4 καθώς και η διατήρηση της παύσης ή του περιορισμού της τοκογονίας κατά το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του οφειλέτη. Σε ουδέν σημείο του νόμου αναφέρεται ούτε συνάγεται ερμηνευτικά ότι συνέπεια του θανάτου του κληρονομούμενου οφειλέτη πριν από την απαλλαγή του άρθρου 11 είναι ότι το Δικαστήριο δε θα ορίσει καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 8 παρ. 2 του Νόμου και δε θα προβλέψει περίοδο χάριτος για την έναρξη των καταβολών. Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4549/2018. «Με την προτεινόμενη διάταξη αντιμετωπίζεται η περίπτωση, που ο οφειλέτης αποβιώνει είτε κατά την διάρκεια της δίκης είτε μετά την έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά πριν την απαλλαγή του. Σε αυτήν την περίπτωση, επειδή η απόφαση ρυθμίζει τις οφειλές με βάση συνθήκες που συντρέχουν στο πρόσωπο του οφειλέτη, η δίκη δεν μπορεί να συνεχιστεί από τους κληρονόμους ούτε η απόφαση μπορεί να ισχύσει αυτομάτως υπέρ των κληρονόμων». Από την παραπάνω αιτιολογική έκθεση προκύπτει σαφώς το αυτοτελές της νέας αίτησης του άρθρου 12α από τους κληρονόμους, εφόσον δεν μπορεί ούτε η δίκη να συνεχιστεί από τους κληρονόμους ούτε η απόφαση μπορεί να ισχύσει αυτομάτως υπέρ των κληρονόμων, επομένως μόνο ως νέα αυτοτελείς προσωποπαγής αίτηση μπορεί να κατατεθεί με όλες τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις από το ν. 3869/2010 ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 8 παρ. 2 και 5. Τέλος, με την παράγραφο 3 αντιμετωπίζεται η περίπτωση που ο οφειλέτης είχε προστατεύσει δικαστικά από την ρευστοποίηση πλην όμως απεβίωσε του σχεδίου διευθέτησης οφειλών. Σε αυτήν την περίπτωση δίνεται η δυνατότητα στον κληρονόμο, που πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3869/2010, χρησιμοποιεί την κύρια κατοικία του κληρονομουμένου ως δική του κύρια κατοικία και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3968/2010, να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιτρέψει την συνέχιση του σχεδίου διευθέτησης, προσαρμοσμένου φυσικά στην δική του ικανότητα αποπληρωμής. Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών δεν θίγεται ούτε επιτρέπεται η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης του κληρονομουμένου και του κληρονόμου να υπερβαίνουν την μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια (20 έτη και κατ’ εξαίρεση 35 έτη επί συμβάσεων μεγαλύτερης διάρκειας).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.