Αριθμός 1278/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χρήστο Κατσιάνη – Εισηγητή, Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου και Κορνηλία Πανούτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Μαΐου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΑ ELFE ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και διακριτικό τίτλο “ELFE SA”, που εδρεύει στην Νέα Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Στυλιανό Σταματόπουλο, Παναγιώτη Γιαννόπουλο, Σπυρίδωνα Αλεξανδρή και Στυλιανή Μαχαίρα και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΔΕΠΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ Α.Ε.” (πρώην “ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΕΡΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”) και τον διακριτικό τίτλο “ΔΕΠΑ Α.Ε.”, που εδρεύει στο Ηράκλειο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Σταύρο Λιναρδάκη, Γεώργιο Ροδόπουλο, Γεώργιο Γραβιά, Ειρήνη Ξεντίδη και Ιωάννη Παπαδάτο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/10/2017 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 7/12/2017 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3038/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 689/2022 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10/3/2022 αίτησή της και τους από 1/4/2023 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 10.03.2022 και με ειδ. αριθμ. καταθ. 185/11.03.2022 αίτηση αναίρεσης και τους από 01.04.2023 και με αρ. καταθ. 69/05.04.2023 πρόσθετους λόγους προσβάλλεται η 689/10.02.2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και συνεκδίκασε τις αντίθετες εφέσεις τους και τους πρόσθετους λόγους έφεσης της εκκαλούσας-αναιρεσείουσας, δέχτηκε τυπικά αυτές, και απέρριψε μεν κατ’ ουσίαν την ασκηθείσα από την εκκαλούσα εναγομένη-ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα έφεσή της και τους πρόσθετους αυτής λόγους κατά της 3038/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ενώ δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση της ενάγουσας – εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητη, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και δικάζοντας κατ’ ουσία τη διαφορά απέρριψε την από 7-12-2017 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και δέχθηκε εν μέρει την από 30-10-2017 αγωγή της αναιρεσίβλητης, κατά στο διατακτικό της απόφασης αυτής (ήδη αναιρεσιβαλλόμενης) οριζόμενα. Η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 569 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου παραδεκτά (άρθρ.577 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, τα ανωτέρω δικόγραφα, που συνεκφωνήθηκαν, πρέπει να συνεκδικαστούν, κατ’ άρθρα 246, 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυτοτέλεια, αλλά συζητούνται, υποχρεωτικά, με την αίτηση αναίρεσης και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, κατ’ άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 921/2019, ΑΠ 507/2017, ΑΠ 478/1981).
Ο αναιρετικός έλεγχος νομιμότητας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης γίνεται με βάση το νόμο, που όφειλε να εφαρμόσει το ουσιαστικό δικαστήριο, του οποίου η απόφαση προσβάλλεται. Κατ` εξαίρεση ο αναιρετικός έλεγχος νομιμότητας θα γίνει με νόμο μεταγενέστερο εκείνου, αν ο τελευταίος έχει αναδρομική ισχύ και ορίζει ότι εφαρμόζεται και επί των τελεσιδίκως κριθέντων ή στις δίκες που είναι εκκρεμείς σε οποιοδήποτε δικαστήριο ή δεν έγιναν αμετάκλητες, με την προϋπόθεση ότι η διάταξη για αναδρομική ισχύ δεν προσκρούει σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, Σύνταγμα, ΕΣΔΑ κ.λπ. (ΟλΑΠ 30/1998, ΑΠ 1628/2017). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ’ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση (ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 779/2019). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δικαστηρίου ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα (στα οποία περιλαμβάνονται οι ένορκες βεβαιώσεις και τα έγγραφα), να καταλείπονται, με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε, μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις, για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 2/2008,ΑΠ 83/2020, ΑΠ 1055/2019). Ειδικότερα, οι ένορκες βεβαιώσεις στον Ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο, που προβλέπονταν από το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, και ήδη από τα άρθρα 421 – 424 ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με τον Ν.4335/2015 αρχικά και τον Ν. 4842/2021 στην συνέχεια, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, το οποίο αναφέρεται ρητά και στην περιοριστική απαρίθμηση των νόμιμων αποδεικτικών μέσων του άρθρου 339 ΚΠολΔ, και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 779/2019,ΑΠ 232/2018, ΑΠ 1105/2005). Η επίκληση από το διάδικο της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της συζητήσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και να είναι ειδική, ούτως ώστε να προκύπτει από αυτή, ο αριθμός της, ο εξετασθείς μάρτυρας και ο εξετάσας αυτόν και να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκ της μη κλητεύσεως ακυρότητα θεραπεύεται (ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 1461/2013). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν, μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015, ορίζονταν τα εξής: (άρθρο 421) “Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων”, (άρθρο 422) “1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ένορκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση” και (άρθρο 424) “Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων”. Η ευρύτητα της διατύπωσης της τελευταίας διάταξης έδιδε εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι κατελάμβανε κάθε μια ανεξαιρέτως παρέκκλιση από τις διαδικαστικές προβλέψεις των άρθρων 421-423 ΚΠολΔ. Εν τούτοις ήδη από τα πρώτα στάδια εφαρμογής της επισημάνθηκε ότι ήταν τόσο ευρεία η διατύπωση, ώστε να καταλαμβάνει και απολύτως επουσιώδεις και δευτερεύουσες παρεκκλίσεις, από τις οποίες ουδεμία απολύτως βλάβη προέκυπτε για τον αντίδικο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον τύποις αναρμοδίου συμβολαιογράφου. Υποστηρίχθηκε λοιπόν, τόσο από τη θεωρία, όσο και από μεγάλο μέρος της νομολογίας των δικαστηρίων της ουσίας ότι σκόπιμο ήταν να περιορισθεί το εύρος της κήρυξης του απαράδεκτου, μόνο στην παράλειψη της κλήτευσης ή στη μη τήρηση της προθεσμίας αυτής, οι δε λοιπές αταξίες της λήψης της ένορκης βεβαίωσης να αξιολογούνται στο πλαίσιο της δικονομικής ακυρότητας, ήτοι να απαγγέλλεται η τελευταία μόνον υπό τους όρους του άρθρου 159 αρ.3 ΚΠολΔ, δηλαδή με τη συνδρομή και επίκληση του στοιχείου της βλάβης. Και τούτο διότι στον σκληρό πυρήνα των απαραίτητων στοιχείων του υποστατού της ένορκης βεβαίωσης ανήκει η λήψη της ενώπιον λειτουργικά αρμόδιου οργάνου (π.χ. λήψη από συμβολαιογράφο και όχι από ληξίαρχο) και όχι η λήψη ενώπιον τοπικά αρμόδιου. Εξάλλου, η αναρμοδιότητα δεν αποτελεί ούτε στο πλαίσιο της δίκης προϋπόθεση που συνεπάγεται απαράδεκτο της αγωγής, κατά μείζονα δε λόγο δεν μπορεί να συνεπάγεται απαράδεκτο αποδεικτικού μέσου. Την παραπάνω άποψη υιοθέτησε και ο Ν. 4842/13-10-2021, ο οποίος με το άρθρο 23 τροποποίησε το άρθρο 424 ΚΠολΔ, ως ακολούθως: ” Ένορκη βεβαίωση σε δίκη για την οποία δίδεται δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όταν: α) δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου, β) δίδεται ενώπιον άλλου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 421 όργανα ή σε διαφορετικό τόπο, ημέρα και ώρα από αυτήν που αναφέρεται στην κλήση, γ) η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί, και δ) όταν παραβιάζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 421. Ένορκη βεβαίωση κατά παράβαση των λοιπών διατάξεων λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν συντρέχει δικονομική βλάβη του αντιδίκου”. Υπό τη νέα διατύπωση της άνω διάταξης, το πεδίο εφαρμογής της οποίας καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, όπως και η παρούσα ένδικη υπόθεση(κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 116 παρ.1 περ. β’ του Ν.4842/2021, όπως αυτή διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4871/10-12-2021), καθίσταται σαφές ότι πλέον απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης απαγγέλλεται αποκλειστικά για τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά υπό στοιχ. α’ έως δ’ στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις μόνον εφόσον διαπιστώνεται δικονομική βλάβη του αντιδίκου. Μεταξύ των άνω περιπτώσεων, δεν περιλαμβάνεται η λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον οργάνου που αναφέρεται στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, δεν είναι, όμως, κατά τόπον αρμόδιο. Και τούτο, επειδή ο νομοθέτης ανήγαγε σε λόγο κήρυξης του απαραδέκτου, μόνο την περίπτωση, κατά την οποία η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται ενώπιον άλλου οργάνου(καθ’ ύλην αναρμοδίου), όχι όμως και την περίπτωση στην οποία η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται ενώπιον οργάνου υλικώς αρμόδιου, αλλά το οποίο στερείται τοπικής αρμοδιότητας. Εξάλλου, η ανωτέρω τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ έγινε γιατί, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου 4842/2021 “η ισχύουσα ρύθμιση είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της ασφάλειας… με αποτέλεσμα οι διάδικοι να στερούνται ενός σημαντικού αποδεικτικού μέσου για κάποιο επουσιώδες διαδικαστικό σφάλμα, όταν το δικαστήριο θεωρεί (ενν. λόγω αυτού) ότι η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη”. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον πρώτο αναιρετικό λόγο, κατ’ ορθήν εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 εδ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ειδικότερα μέμφεται το Εφετείο, διότι προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς την απόρριψη της ένδικης αγωγής της, απαραδέκτως, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα την ένορκη βεβαίωση με αρ.11535/26.03.2018 του μάρτυρός της Ι. Τ. του Γ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Καβάλας Δήμητρας Κωνσταντούλα, η οποία είχε ληφθεί και προσκομισθεί νομότυπα, με επίκληση στα δικαστήρια της ουσίας, μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της (βλ. τη με αριθμό 1294 Δ/21.03.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δ. Κ.), κατά παραδοχή του σχετικού δέκατου λόγου έφεσης της αντιδίκου της και παραγνωρίζοντας και το γεγονός ότι την ως άνω ένορκη βεβαίωση είχε επικαλεστεί ως αποδεικτικό μέσο, πρόσφορο και κατάλληλο για την απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών της και την αντίκρουση των αντίθετων ισχυρισμών της αντιδίκου της, διαλαμβάνοντας (το Εφετείο), επί λέξει τα εξής: “… στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα Δ.ΕΠ.Α, με τον δέκατο λόγο έφεσής της, παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 424 ΚΠολΔ, έλαβε υπόψη της ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δη την υπ’ αριθμ. 11.535/26.3.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Ι. Τ. του Γ., κατοίκου…), που λήφθηκε, κατόπιν κλήσης της, στην Καβάλα ενώπιον της συμβολαιογράφου Καβάλας Δήμητρας Κωταντούλα, η οποία είναι τοπικά αναρμόδια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι δεν κατοικοεδρεύει στην έδρα του Δικαστηρίου, όπου εκκρεμούσε η ένδικη αγωγή (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), ούτε στον τόπο κατοικίας ή διαμονής του προαναφερόμενου μάρτυρα, ο οποίος είναι η Θεσσαλονίκη και όχι η Καβάλα. Ο κρινόμενος λόγος προτείνεται παραδεκτά και νόμιμα… και πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ’ ουσίαν βάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση της εκκαλουμένης, της προαναφερόμενης 11.535/2018 ένορκης βεβαίωσης και της από 19.3.2018 γνωστοποίησης εξέτασης μάρτυρα σε συνδ. με την υπ’ αριθμ. 1294Δ/21.3.2018 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. K., προκύπτει ότι η εκκαλουμένη, παρότι η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση λήφθηκε ενώπιον τοπικά αναρμοδίου οργάνου αποτελώντας κατά τούτο άκυρο αποδεικτικό μέσο(μη δυνάμενο να ληφθεί υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων), την έλαβε υπόψη της κατά το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης προβαίνοντας σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει, χωρίς να προχωρήσει στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, να μη λάβει υπόψη του, κατά το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, το εν λόγω παράνομο αποδεικτικό μέσο…”. Έτσι, όμως, που έκρινε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, απολήγοντας εσφαλμένα, στην παρά το νόμο κήρυξη ως απαραδέκτου και μη λήψη υπόψη του ως άνω αποδεικτικού μέσου της επίμαχης ένορκης βεβαίωσης, που είχε προσκομίσει νόμιμα και με επίκληση η αναιρεσείουσα, προς απόδειξη των αγωγικών της ισχυρισμών και προς αντίκρουση των ισχυρισμών της αντιδίκου της αναιρεσίβλητης, που περιέχονταν στην αντίθετη αγωγή της, που είχε ασκήσει, κατ’ αυτής η τελευταία, για το λόγο και μόνο ότι η εν λόγω ένορκη βεβαίωση είχε ληφθεί στην Καβάλα, ενώ ο μάρτυρας που εξετάστηκε, ήταν κάτοικος Θεσσαλονίκης, ενώ θα έπρεπε, το Εφετείο, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες την αρχή νομικές σκέψεις, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφασή του δημοσιεύθηκε στις 10.2.2022, να εφαρμόσει τη ρύθμιση του άρθρου 424 ΚΠολΔ, υπό τη νέα διατύπωση που προσέλαβε μετά το Ν.4842/2021, σύμφωνα και με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 1 στ. β’ Ν.4842/2021, και να τη λάβει υπόψη της, μη πράττοντας, όμως, τούτο περιέπεσε στην αποδιδόμενη με τον πρώτο λόγο αναίρεσης ως άνω πλημμέλεια της παράβασης του άρθρου 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ, για παρά το νόμο μη λήψη υπόψη παραδεκτού αποδεικτικού μέσου, που νόμιμα επικαλέστηκε και προσκόμισε στο Εφετείο η αναιρεσείουσα. Επομένως ο παραπάνω λόγος αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω δε της αναιρετικής εμβέλειας του λόγου αυτού παρέλκει η έρευνα των λοιπών, ήτοι των εκ των αριθμών 1, 19, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, στους οποίους θεμελιώνονται οι λοιποί λόγοι αναίρεσης καθώς και οι αντίστοιχοι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 εδ. β’ ΚΠολΔ, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές διαφορετικούς από αυτούς, που εξέδωσαν την απόφαση αυτή, ενώ η αναιρεσίβλητη, που νικήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα της τελευταίας, όπως ειδικότερα στο διατακτικό αναφέρεται (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε από αυτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 689/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που έχει καταθέσει.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ως άνω αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιουλίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και ταύτης κωλυομένης Ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Αυγούστου 2023.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :