Αριθμός 1496/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αγαθή Δερέ – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Απριλίου 2023, με την παρουσία και του γραμματέως Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από 01-01-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων δια του Διοικητή αυτής, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σπυριδούλα Ραυτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου : Σ. Τ. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοφάνη Μπέκα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-09-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 135/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 118/2019 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 10-09-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. [1] Από τις διατάξεις των άρθρων 1847 παρ. 1 εδ. α’, 1850, 1857, 140 και 141 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησής της μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η αποδοχή που συνάγεται με τον τρόπο αυτόν κατά πλάσμα του νόμου δεν συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, από άγνοια δηλαδή ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας ώστε αν ο κληρονομούμενος γνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Η εσφαλμένη αυτή γνώση ή άγνοια που δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βούλησης και δήλωσης, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (Ολ ΑΠ 858/1990, ΑΠ 842/2022). Υπάρχει πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται: α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά το ΑΚ που επέρχεται, αμέσως, μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΑΠ 842/2022, ΑΠ 827/2017, ΑΠ 572/2016). Πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής κληρονομίας υπάρχει και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται ως προς την έννοια της αποδοχής κληρονομίας με το ευεργέτημα της επ’ ωφελεία απογραφής, την ύπαρξη προθεσμίας απογραφής και τις έννομες συνέπειες της άπρακτης παρέλευσης αυτής (πρβλ. ΟλΑΠ 3/1989, ΑΠ 842/2022). Τα γεγονότα αυτά, όταν πρόκειται για κληρονομία που επάγεται σε ανήλικον, κρίνονται από το πρόσωπο που τον εκπροσωπεί (ΑΠ 842/2022, ΑΠ 173/2014, ΑΠ 333/2004). Σύμφωνα με το άρθρο 1527 ΑΚ: “Η κληρονομία που επάγεται στο ανήλικο τέκνο θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, και το τέκνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων το άρθρου 1912, δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1912 ΑΚ: “Σε περίπτωση προσώπων ανίκανων ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία, για τα οποία η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, έκπτωση από το ευεργέτημα, επειδή δεν συντάχθηκε απογραφή επέρχεται αν μέσα σε ένα χρόνο, αφότου τα πρόσωπα έγιναν απεριορίστως ικανά, δεν έκαναν την απογραφή”. Ήδη σύμφωνα με το άρθρο 35 ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α` 43/23.3.2021) “κατά την αληθή έννοια του άρθρου 1912 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ, π.δ. 456/1984, Α` 164), ο κληρονόμος που ενηλικιώνεται δικαιούται εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1912 ΑΚ να αποποιηθεί την κληρονομία”. Η διάταξη αυτή είναι πράγματι ερμηνευτική της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 1912 ΑΚ, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, με το κείμενο του νόμου, και κυρίως, σύμφωνα με τα άρθρα 77 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι το χρονικό σημείο της επαγωγής της κληρονομίας σε κληρονόμο που είχε περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία (ανήλικος), υπήρχε ασάφεια για την έναρξη του χρονικού σημείου της προθεσμίας αποποίησης (πριν ή μετά την ενηλικίωση του ανήλικου κληρονόμου) και κατ` επέκταση τις απορρέουσες, από την άπρακτη παρέλευση, της προθεσμίας αυτής έννομες συνέπειες, δοθέντος ότι η διάταξη του άρθρου 1912 ΑΚ δεν ήταν σαφής και μπορούσε να γεννήσει αμφιβολίες, και δημιουργήθηκε διάσταση στη νομολογία των δικαστηρίων, αφού επί σειρά ετών ερμηνεύονταν διαφορετικά, ήτοι ότι σε περίπτωση μη σύνταξης απογραφής από τους έχοντες τη γονική μέριμνα ανηλίκου κληρονόμου, το σχετικό δικαίωμα περιέρχεται στον ενηλικιούμενο κληρονόμο, ο οποίος όφειλε, με την απειλή έκπτωσης από το ευεργέτημα, να συντάξει την απογραφή εντός έτους από την ενηλικίωσή του, εντός δε της αυτής ετήσιας προθεσμίας, μπορούσε να αποποιηθεί την κληρονομία (ΣτΕ 1884/2015, ΣτΕ 2269/2015, ΣτΕ 371/2014) άλλως ότι η προθεσμία της αποποίησης “έτρεχε” και κατά προσώπου που είναι ανίκανο προς δικαιοπραξία, όπως ανηλίκου, του νόμου μη διακρίνοντος (άρθρα 1847, 1850 ΑΚ), οπότε οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτού, όφειλαν να προβούν στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 του ΑΚ (ΑΠ 173/2014, ΑΠ 333/2004), και, συνεπώς, η προαναφερθείσα διάταξη έχει αναδρομική ισχύ, ήτοι ισχύει από την έναρξη της ισχύος της αρχικής διάταξης που ερμηνεύεται (άρθρο 1912 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη παραγράφεται μετά εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, διακόπτεται δε η παραγραφή αυτή με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 261 εδ. α’ του ΑΚ (ΑΠ 572/2016, ΑΠ 10412015). Η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας είναι δυνατόν να στραφεί κατά του δανειστή της κληρονομίας (ΑΠ 842/2022, ΑΠ 1041/2022, ΑΠ 827/2017). Εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομίας, λόγω της προαναφερθείσας πλάνης, η έναρξη της προθεσμίας αποποίησης προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής, τελεσιδίκως, ώστε η, εν συνεχεία, αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Αποποίηση που γίνεται ενώ έχει επέλθει πλασματική αποδοχή λόγω πλάνης, επιφέρει τις έννομες συνέπειές της, μόνο, στην περίπτωση ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής, καθώς πρόκειται για αποποίηση με νομική αίρεση (condicio juris), ήτοι προϋπόθεση που τίθεται από το νόμο, καθώς η εκ των υστέρων ακύρωση ανατρέχει αναδρομικά στο χρόνο επαγωγής (πρβλ. ΑΠ 572/2016, ΑΠ 1534/2011). [2] Από τις διατάξεις των άρθρων 68, 73 και 556 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την παραδεκτή άσκηση της αναίρεσης, απαιτείται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος. Το έννομο αυτό συμφέρον, που αποτελεί κύρια θετική προϋπόθεση για το παραδεκτό του ενδίκου αυτού μέσου, πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο γενικά, ως προς το ένδικο μέσο της αναίρεσης, αλλά και ειδικά, για κάθε ένα λόγο αναίρεσης. Θεμελιώνεται δε στη βλάβη που υφίσταται ο ηττηθείς διάδικος από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και με την άσκηση της αναίρεσης επιδιώκεται, αλλά και είναι δυνατή η ανατροπή της επιβλαβούς αυτής συνέπειας για τον αναιρεσείοντα. Βλάβη του αναιρεσείοντος υπάρχει, όταν απορρίπτονται ολικά ή μερικά οι προτάσεις του ή γίνονται ολικά ή μερικά δεκτές έναντι αυτού οι αιτήσεις του αντιδίκου του και, επομένως, η βλάβη του αναιρεσείοντος πρέπει να υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του, υπέρ του οποίου η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει κάποια διάταξη. Μπορεί, όμως, το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος να εκλείψει και μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, είτε από λόγους που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του ίδιου, είτε από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, όπως όταν, με την παραδοχή της αναίρεσης, δεν ανατρέπονται οι επιβλαβείς γι’ αυτόν συνέπειες της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν επέρχεται δηλαδή βελτίωση της θέσης του και ουδέν ωφελείται (ΑΠ 991/2022, ΑΠ 492/2020, ΑΠ 1329/2019, ΑΠ 363/2016). Η έλλειψη του εννόμου συμφέροντος ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο και έχει ως συνέπεια την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαράδεκτου (ΑΠ 109/2022, ΑΠ 66/2018, ΑΠ 950/2018).
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος – ενάγων, με την από 22-09-2016 αγωγή του, που κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, και τρίτου ήδη μη διάδικου, άγνωστης διαμονής, αφού εξέθετε ότι γεννήθηκε, στις 07-12-1995, στο Βόλο, ζήτησε: α) την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, στην οποία προέβη ο αναιρεσίβλητος, λόγω άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομίας του αποβιώσαντος, αδιάθετου, στις 04-01-2013, πατέρα του, Α. Τ. του Γ., επικαλούμενος ουσιώδη πλάνη της ασκούσας τη γονική μέριμνα, κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας αυτού, μητέρας του, Ε. συζ. Α. Τ., και του ιδίου μετά την, από 07-12-2013, ενηλικίωσή του, ως προς το κατά τον ΑΚ σύστημα κτήσης της κληρονομίας και αποποίησης αυτής, το οποίο, κατά την κρατούσα τότε νομολογία, θεωρούσε ότι η προθεσμία της αποποίησης έτρεχε και κατά των ανηλίκων και δεν ήταν δυνατή η, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας, του ενός έτους από την ενηλικίωση, σύνταξης απογραφής, αποποίηση της κληρονομίας, με αποτέλεσμα να επέλθει διάσταση μεταξύ πλασματικής δήλωσης και βούλησης του, καθώς και πλάνης για τις έννομες συνέπειες της αποδοχής κληρονομίας με το ευεργέτημα της αποδοχής, διότι δεν επιθυμούσε τόσο η ασκούσα τη γονική μέριμνα αυτού όσο και ο ίδιος μετά την ενηλικίωσή του, την αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος κατάχρεου πατέρα του, και η ουσιώδης πλάνη συνεχίστηκε μέχρι την από 23-08-2016 γνώση τους, οπότε κοινοποιήθηκε στον αναιρεσίβλητο η από 23-08-2016 ατομική ειδοποίηση ληξιπροθέσμων χρεών, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του, με την ιδιότητα του κληρονόμου του πατέρα του, το ποσό του 1.504.954,17 ευρώ, για βεβαιωμένα χρέη της κληρονομίας του ανωτέρω κληρονομουμένου, και β) την αναγνώριση ως έγκυρης και εμπρόθεσμης της συνταχθείσας, στις 07-12-2014, με τη με αριθμ. 50/2014 δήλωσή του περί αποποίησης της κληρονομίας, ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Βόλου, ήτοι μέσα στο έτος από την από 07-12-2013 ενηλικίωσή του, επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον για την άρση της αβεβαιότητας ως προς την ανυπαρξία κληρονομικού δικαιώματος επί της ανωτέρω κληρονομιαίας περιουσίας, με την τελεσίδικη ακύρωση της πλασματικής αποδοχής κληρονομίας. Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμ. 135/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, ακυρώθηκε η από τον αναιρεσίβλητο, κατά την κρατούσα τότε νομολογία, πλασματική αποδοχή κληρονομίας του αποβιώσαντος πατέρα του, και αναγνωρίστηκε η εγκυρότητα της από 07-02-2014 αποποίησης του αναιρεσιβλήτου της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομίας του αποβιώσαντος πατέρα του, που [νοηματικά] θεωρούνταν ότι έγινε με την αίρεση δικαίου της τελεσίδικης ακυρότητας της πλασματικής αποποίησης. Το Εφετείο, στο οποίο ήχθη η υπόθεση, με έφεση του αναιρεσείοντος, ως ηττηθέντος εναγόμενου – φερόμενου δανειστή, απέρριψε την έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ειδικότερα, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο, δέχθηκε, τα εξής: “Στις 4.1.2013 απεβίωσε στο … ο πατέρας του ενάγοντος, Α. Τ. του Γ., ήδη αναιρεσίβλητος, κάτοικος στη ζωή …, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του, Ε. Τ. το γένος Χ. Κ., και από τα τέκνα του, Γ., Α., Χ. και Σ. Τ. (ενάγοντα), γεννημένα στις 24.6.1984, 16.9.1982, 22.4.1992 και 7.12.1995, αντίστοιχα. Η έχουσα τη γονική μέριμνα μητέρα του ενάγοντος, προτιθέμενη ως νόμιμος αντιπρόσωπος αυτού, να αποποιηθεί την κληρονομιά για λογαριασμού του γιού της – ενάγοντος, λαμβάνοντας εσφαλμένες συμβουλές από δικηγόρο (του τελευταίου προφανώς επηρεασμένου από τη θέση που και το Συμβούλιο Επικρατείας υιοθετεί (βλ. σχετικά ΣτΕ 1884/2015, 371/2014 2862/2013 … σε αντίθεση με τα πολιτικά δικαστήρια), θεώρησε ότι αυτή (η αποποίηση) μπορούσε να γίνει με δήλωση του ίδιου (του ενάγοντος), σε προθεσμία τεσσάρων μηνών από την ενηλικίωσή του. Έτσι, δεν προέβη μέχρι την ενηλικίωση του υιού της, ήτοι μέχρι 7.12.2013, σε οποιαδήποτε ενέργεια, αφήνοντας από άγνοια και παρά τη θέλησή της, εξαιτίας της εσφαλμένης ενημέρωσης, να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς για λογαριασμό του ανηλίκου γιού της (ήδη ενάγοντος), ο οποίος έκτοτε θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι αποδέχτηκε την κληρονομιά του πατέρα του με το ευεργέτημα της απογραφής (άρθρα 1847, 1850, 1856 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 1527 του ίδιου Κώδικα). Η ανωτέρω πλάνη της μητέρας του ενάγοντος για την αποδοχή της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομιάς και την έναρξη της προθεσμίας αποποίησής της, που προκλήθηκε δικαιολογημένα από την εσφαλμένη ενημέρωσή της, αφού η ίδια δεν διέθετε αντίστοιχες νομικές γνώσεις, διατηρούμενη μέχρι την ενηλικίωση του ενάγοντος στις 7.12.2013, μεταφέρθηκε εύλογα στον τελευταίο, ο οποίος αμέσως μετά την ενηλικίωσή του, πιστεύοντας ότι είχε το σχετικό δικαίωμα, προέβη από άγνοια και παρά τη θέλησή του, σε άκυρη δήλωση αποποίησης κατά το άρθρο 1850 του ΑΚ ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Βόλου, συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ. 50/2014 σχετικής έκθεσης αποποίησης κληρονομίας, αντί να συντάξει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 1912 ΑΚ απογραφή της. Έτσι μετά την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης στο ανωτέρω άρθρο 1912 ΑΚ ετήσιας προθεσμίας, την 7.12.2014, ο ενάγων εξέπεσε του ευεργήματος της απογραφής, ευθυνόμενος έκτοτε απεριορίστως για τα χρέη της κληρονομιάς του πατέρα του, σύμφωνα με το άρθρο 1901 του ίδιου κώδικα, γεγονός που πληροφορήθηκε για πρώτη φορά στις 23.8.2016, όταν έλαβε την από 23.8.2016 ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων χρεών και διαπίστωσε ότι όφειλε προς το Ελληνικό Δημόσιο τα χρέη του κληρονομούμενου πατέρα του. Με δεδομένα όμως τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι στην προκειμένη περίπτωση, τόσο η νόμιμος αντιπρόσωπος του ενάγοντας όσο και ο ίδιος καθόλο το χρόνο που έπρεπε να αποποιηθεί την κληρονομιά και μέχρι την ενημέρωσή του από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία στις 23.8.2016, αγνοούσαν την ύπαρξη προθεσμίας αποποίησης πριν την ενηλικίωσή του και κατ’ επέκταση τις απορρέουσες από την άπρακτη παρέλευσή της έννομες συνέπειες, η πλάνη τους δε αυτή, η οποία δεν σχετίζεται με το κατάχρεο της κληρονομιάς και είναι πράγματι ουσιώδης, θεμελιώνει την ακύρωση της πλασματικής – κατά το νόμο – αποδοχής της ανωτέρω κληρονομιάς. Ενόψει δε των εκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η περί παραγραφής ένσταση του εναγομένου ελληνικού δημοσίου, που επαναλαμβάνεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, καθώς δεν συμπληρώθηκε η εξάμηνη παραγραφή των άρθρων 157 και 1857 Α.Κ., αφού η πλάνη του ενάγοντας εξακολούθησε μέχρι την 23.8.2016 και η ένδικη αγωγή ασκήθηκε (επιδόθηκε στο εναγόμενο) την 7.10.2016 (βλ. μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από το εκκαλούν αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με την επ’ αυτού με ημερομηνία 7.10.2016 επισημείωση επίδοσής της του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου …, Η. Χ.. Ζ.), προτού δηλαδή συμπληρωθεί η εξάμηνη παραγραφή των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ. Εξάλλου η σχετική εκ μέρους του ενάγοντος δήλωση αποποίησης κληρονομιάς κατόπιν της, κατά τα ανωτέρω’ εκτιθέμενα (με την τελεσιδικία της απόφασης) ακύρωσης της από μέρους του πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς, που λειτουργεί αναδρομικά, καθίσταται πλέον έγκυρη (…..). Το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι ο ενάγων εξέπεσε από το ευεργέτημα της απογραφής της κληρονομιάς, ότι ευθύνεται ως απλός κληρονόμος και ότι δεν υπόκειται σε ακύρωση η παραμέληση εκ μέρους του (ενάγοντος) συντάξεως απογραφής της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομιάς, εντός της ενιαύσιας προθεσμίας από την ενηλικίωσή του, η οποία (παραμέληση της προθεσμίας συντάξεως απογραφής) αποτελεί υλική πράξη. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, διότι ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του ζήτησε την ακύρωση λόγω ουσιώδους πλάνης της εκ μέρους του πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς, ένεκα της άπρακτης παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση από την επαγωγή σε αυτόν της κληρονομιάς και όχι την ακύρωση της παραμέλησης εκ μέρους του της προθεσμίας συντάξεως απογραφής. Στο αυτό αποτέλεσμα καταλήγοντας και η εκκαλουμένη απόφαση δεν έσφαλε στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και αναφορικά με την συνδρομή της πλάνης σε σχέση με την πλασματική αποδοχή της κληρονομίας εκ μέρους του ενάγοντος και της νομίμου αντιπροσώπου του, όσο και για την παραγραφή της αξίωσης προς ακύρωση της πλασματικής δήλωσης αποδοχής. Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η έφεση κατ’ ουσίαν…”. Ήδη, το αναιρεσείον, με την ασκηθείσα εμπρόθεσμα αίτηση αναίρεσης (άρθρ. 564 ΚΠολΔ) μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, για πλημμέλεια από τον αρ. 14β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενο, με το μοναδικό λόγο αναίρεσης, ότι, παρά το νόμο, δεν θεώρησε την από 22-09-2016 ένδικη αγωγή, που κατατέθηκε, στις 22-09-2016, στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, ως μη ασκηθείσα, κατ’ άρθρ. 215 παρ. 2, 237 ΚΠολΔ, με τις οποίες ορίζεται ως συνέπεια παράλειψης της επίδοσης της ένδικης αγωγής, μέσα σε 60 ημέρες από την κατάθεσή της, ενόψει ότι ο (ήδη μη διάδικος) απλός ομόδικος (Σ. Τ. του Γ.) του εναγόμενου – αναιρεσείοντος ήταν άγνωστης διαμονής, η θεώρηση της αγωγής ως μη ασκηθείσα, ήτοι ως ανυπόστατη (ΑΠ 343/2023, ΑΠ 1181/2022), διότι, εκτός από το γεγονός ότι επιδόθηκε στον Υπουργό Οικονομικών, έδει να επιδοθεί στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της περιφέρειας της κατοικίας του αναιρεσιβλήτου, επειδή πρόκειται για διαφορά που δημιουργήθηκε εξ αφορμής βεβαιωμένων χρεών της κληρονομίας του ανωτέρω κληρονομουμένου προς το Ελληνικό Δημόσιο. Όμως, μετά την έκδοση, της προσβαλλόμενης με αριθμ. 118/2019 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, με τον παραπάνω μοναδικό λόγο αναίρεσης, εξέλειπε με την άρση της διάστασης της αναφερόμενης, στη μείζονα σκέψη, νομολογίας, με την, πραγματικά, ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 35 ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α` 43/23.3.2021) στο άρθρο 1912 ΑΚ, κατά “κατά την αληθή έννοια του άρθρου 1912 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ, π.δ. 456/1984, Α` 164), ο κληρονόμος που ενηλικιώνεται δικαιούται εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1912 ΑΚ να αποποιηθεί την κληρονομιά”, με αποτέλεσμα με ενδεχόμενη παραδοχή της αναίρεσης, για οιονδήποτε λόγο, να μην ανατρέπονται οι επιβλαβείς γι’ αυτόν συνέπειες της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν επέρχεται δηλαδή βελτίωση της θέσης του και ουδέν ωφελείται. Και, τούτο, διότι, η ανωτέρω διάταξη είναι πράγματι ερμηνευτική της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 1912 ΑΚ, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, διότι, κυρίως, δημιουργήθηκε διάσταση στη νομολογία των δικαστηρίων, αφού επί σειρά ετών ερμηνεύονταν διαφορετικά, όπως αναλύεται παραπάνω, και, συνεπώς, η προαναφερθείσα διάταξη έχει αναδρομική ισχύ, ήτοι ισχύει από την έναρξη της ισχύος της αρχικής διάταξης που ερμηνεύεται (άρθρο 1912 ΑΚ). Η έλλειψη του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, και, καθιστά την αίτηση αναίρεσης, με τον παραπάνω μοναδικό λόγο αναίρεσης, απαράδεκτη, διότι δεν υφίσταται δυνατότητα να διαμορφωθεί η δικαστική κρίση προς όφελος του αναιρεσείοντος. Και, τούτο, ανεξαρτήτως της αλυσιτέλειας της μοναδικής επικαλούμενης πλημμέλειας, διότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 126 παρ.1 εδ. δ` ΚΠολΔ των άρθρων 5, 96 παρ. 1 του Κώδικα των νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6/10.7.1944), άρθρ. 8 παρ. 1 περ. γ` και παρ. 3 περ. α` του ν. 3086/2002, άρθρ. 85 παρ.1 του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974), άρθρων 1, 2, 17, 36, 41, 43 του ν. 4389/2016, και 85 παρ. 1 του ν.δ. 356/1974, προκύπτει ότι η επίδοση της αγωγής πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, η οποία επήλθε στο πρόσωπό του κληρονόμου, με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης, και αναγνώρισης της εγκυρότητας της γενομένης, εκ των υστέρων, δήλωσης αποποίησης της κληρονομίας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1711, 1846 1847, 1848, 1849, 1850, 1851, 1856, 1857 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η οριοθέτηση του κληρονομικού δικαιώματος του διάδικου – κληρονόμου και το καταληκτικό της δίκης πόρισμα έχει ως συνέπειες, μεταξύ άλλων, και την απάλειψη της ιδιότητας του οφειλέτη του Δημοσίου από το πρόσωπο του διάδικου ως κληρονόμου, ανεξάρτητα αν ο διάδικος έλαβε γνώση της ιδιότητάς του ως κληρονόμου με αφορμή την είσπραξη της απαίτησης από την αρμόδια ΔΟΥ του Δημοσίου, γίνεται είτε στον Υπουργό Οικονομικών είτε στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν στο αναιρεσείον, λόγω της ήττας του (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης), όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-09-2021 αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 118/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιουλίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Οκτωβρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :