Αριθμός 196/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α3′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Στέφανο-Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Κορνηλία Πανούτσου και Παναγιώτη Λυμπερόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Μ. Σ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Της αναιρεσιβλήτου: Κ. χήρας Ι. Τ., το γένος Α. Φ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Α. Ν. και κατέθεσε προτάσεις.
Της Προσθέτως Παρεμβαίνουσας: Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “…” ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής Εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία …”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “…” στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από … και …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγιώτα Λότσιου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από … ανακοπή της ήδη αναιρεσιβλήτου και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο … Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 235/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου … Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6/7/2021 αίτησή της.
Με την υπ’ αριθμ. 215/2023 Πράξη του Αναπληρωτή Προέδρου του Α3′ Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Η επαναλαμβανόμενη κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί, όπως και η από το άρθρο 254 ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση. Συνακόλουθα, ο μεν διάδικος που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις, ο δε διάδικος που δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία (ΑΠ674/2023, ΑΠ936/2018, ΑΠ 869/2017).
Εν προκειμένω, φέρεται προς ανασυζήτηση, στη σημερινή δικάσιμο, ερήμην της αιτούσας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η από 6-7-2021 αίτηση αναίρεσης, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 215/2023 Πράξη του Προέδρου του Α3 Πολιτικού Τμήματος, που κοινοποιήθηκε νομότυπα σ’ αυτούς, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠολΔ, κατόπιν διαπίστωσης αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία είχε συζητηθεί ωσαύτως ερήμην της αιτούσας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 23-1-2023 ενώπιον του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, λόγω παραίτησης του Αντιπροέδρου του ως άνω Τμήματος Χρήστου Τζανερίκου. Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα (ΑΠ 1736/2017), εκτός εάν ζητήθηκε και διατάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 150 παρ.1 ΚΠολΔ, σύντμηση της προθεσμίας, οπότε η κοινοποίηση της πρόσθετης παρέμβασης γίνεται στον ορισθέντα ελάσσονα των 60 ημερών προ της δικασίμου χρόνο. Ως τρίτος, κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 80 KΠολΔ, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως, ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Ως εκ τούτου για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του (ΑΠ 1078/2022). Κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ, κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας, η συνδρομή αυτών ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη, η δε έλλειψή τους συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης (ΟλΑΠ1/2023). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ362/2020, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ267/2021, ΑΠ368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ.1 περ. α ΚΠολΔ συνάγεται ότι ως νομιμοποίηση των διαδίκων, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση τους, δηλαδή για βιοτική σχέση αυτών με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, η οποία καθορίζεται, κατά κανόνα, ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της, από το ουσιαστικό δίκαιο και έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Την εν λόγω εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμά του ή έννομη σχέση αυτού, έχει, κατά κανόνα ο φορέας της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης σε πρόσωπα, που δεν είναι φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης (μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι), όπως λχ ο σύνδικος της πτώχευσης, ο εκτελεστής διαθήκης, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο αναγκαστικός διαχειριστής. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, ενώ επί αναιρέσεως ο αναιρεσείων για την ενεργητική νομιμοποίηση του ιδίου και την παθητική νομιμοποίηση του αναιρεσίβλητου πρέπει να επικαλεστεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 556 και 558 ΚΠολΔ, αντίστοιχα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 556 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικαίωμα αναίρεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αναψηλάφηση, εκείνοι που είχαν ασκήσει κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι προσεπικληθέντες, οι καθολικοί διάδοχοι και οι ειδικοί διάδοχοι, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, καθώς και οι εισαγγελείς, μόνο αν ήταν διάδικοι. Από το συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης με τη διάταξη του άρθρου 225 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αναίρεση δύνανται να ασκήσουν αυτοτελώς και παραλλήλως τόσο ο μεταβιβάσας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, αρχικός διάδικος, όσο και ο προς ον η μεταβίβαση, εφόσον αυτός έγινε ειδικός διάδοχος μετά την άσκηση της αγωγής, ενώ δικαίωμα αναίρεσης παρέχεται και στον καθολικό διάδοχο του αρχικού διαδίκου και στον οιονεί καθολικό διάδοχο αυτού. Επίσης, από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 577 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο Άρειος Πάγος, κατ’ αρχάς, ερευνά αυτεπαγγέλτως, κατ’ ελεύθερη απόδειξη, τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της αναίρεσης, μεταξύ των οποίων και τη νομιμοποίηση του ασκούντος αυτήν και αν διαπιστωθεί έλλειψη κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης, την απορρίπτει ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 1/2023). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ’ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από … και … λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”. Τέλος κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από … και … (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων (ΟλΑΠ 1/2023). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 576 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αιτήσεως αναιρέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευτεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικό του (ΑΠ 1078/2022, ΑΠ 368/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής: H εδρεύουσα στο …, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “… …” με το από 14-12-2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις … και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, στην αναιρεσείουσα και την αναιρεσίβλητη, (βλ. την από … πράξη κατάθεσης του δικογράφου στην Γραμματεία του Αρείου Πάγου και τον με ίδια ημερομηνία προσδιορισμό της δικασίμου και της προθεσμίας επιδόσεως της Προεδρεύουσας το Α1 Πολιτικό Τμήμα, καθώς και τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ’ αριθμ. … … και … εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Εφετείο Αθηνών Ι. Γ. και στο Εφετείο …, Ι. Κ. αντιστοίχως), άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…” (…) κατέστη ειδική διάδοχος της αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ), με αίτημα να γίνει δεκτή η αναίρεση, όπως αυτό συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου της πρόσθετης παρέμβασης, καθόσον προδήλως εκ παραδρομής στο αιτητικό του ανωτέρω δικογράφου αιτήθηκε την απόρριψη της αναιρέσεως της ομόδικης της αναιρεσείουσας τράπεζας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, με την επωνυμία “…” (…) που εδρεύει στην … οδός …, με αριθμό μητρώου …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία έχει νόμιμα αδειοθετηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 207/1/29-11-2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και της Πράξης … της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΤτΕ, όπως έχει τροποποιηθεί με την Πράξη … της ίδιας Επιτροπής) κατέστη ειδική διάδοχος της αναιρεσείουσας, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν μεταξύ άλλων και της υπό κρίση ένδικης απαίτησης, η οποία στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων δυνάμει της από 17-12-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του … Αθηνών με αρ. Πρωτοκόλλου 717/17-12-2021 (τόμος 13/α.α 207). Ακολούθως, η Εταιρεία Ειδικού Σκοπού “…” ανέθεσε με την από 17-12-2021 Σύμβαση Διαχείρισης Ενδιάμεσης Περιόδου” επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα την 17.12.2021 με αριθμό πρωτ. 718/17-12-2021 στα βιβλία του άρθ. 3 του ν. 2844/2000 του … Αθηνών στον τόμο 13 και με αυξ. αριθμό 208 (αρ.. 10 παρ. 16 ν. 3156/2003) στην αναιρεσείουσα την διαχείριση των απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και της επίδικης. Η ανωτέρω Σύμβαση Διαχείρισης Ενδιάμεσης Περιόδου λύθηκε με την από 4-2-2022 νεότερη σύμβαση της Εταιρείας Ειδικού Σκοπού “…” και της αναιρεσείουσας, η οποία δημοσιεύθηκε την 04/02/2022 με αριθμ. πρωτ. 71 και καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του ν.2844/2000 του … Αθηνών την 04.02.2022 στον τόμο 13 και με αυξ. αριθμό 318. Περαιτέρω, την 4-2-2022 διαχειριστής των απαιτήσεων που τιτλοποιήθηκαν, κατά τα ανωτέρω, κατέστη η προσθέτως παρεμβαίνουσα, η οποία αδειοδοτήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015 με την με αριθ. 220/1/13.03.2017 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ τ. Β’ υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017), δυνάμει της από 17-12-2021 σύμβασης μακροχρόνιας διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (κατ’ άρθρο 10 παράγραφοι 14 και 16 του ν. 3156/2003), περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα την 04-02-2022 με αρ. πρωτ. 72/04-02-2022 στα βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του … Αθηνών στον Τόμο 13 με αυξ. αριθ. 319 (άρθρο 10 παράγραφος 16 του ν. 3156/2ΟΟ3) σε συνδυασμό και με το από 17.12.2021 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου … Ακολούθως με την από 08/11/2022 σύμβαση συμπλήρωσης, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα με αριθ. πρωτ. 857/08-11-2022 στα δημόσια βιβλία του … Αθηνών (τόμος 15, αριθμός 104), η εταιρεία ειδικού σκοπού “…” (…) και η προσθέτως παρεμβαίνουσα προέβησαν σε συμπλήρωση της παραγράφου δ (Περίληψη των εξουσιών του διαχειριστή απαιτήσεων) του κεφαλαίου 2 (Συμβατικοί όροι) του με αριθ. πρωτ. 72/04-02-2022 Εντύπου Δημοσίευσης της από 17 12-2021 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων. Ενόψει των ανωτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…, στην οποία, δυνάμει της προαναφερόμενης σύμβασης διαχείρισης ανατέθηκε από την εταιρεία απόκτησης “…” η διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 4 του. 3156/2003, δικαιούται να ασκήσει, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, κάθε ένδικο βοήθημα, που κατατείνει στην είσπραξη της ένδικης υπό διαχείριση απαίτησης, συνεπώς και την κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσείουσας. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ’ άρθρο 80 και 83 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου αναιρεσείουσας και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναίρεσης (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ). Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ’ αριθμ. 10263Β/15-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου … Χ. Κ., με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, που αρχικώς επέσπευσε τη συζήτηση επιδόθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, στην αναιρεσίβλητη (άρθρο 568 παρ. 2, 3 και 4β ΚΠολΔ) αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 23-1-2023, κατά την οποία αυτή συζητήθηκε ερήμην της αναιρεσείουσας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. Ενόψει της μη εκδόσεως αποφάσεως επ’αυτής και εκ νέου προσδιορισμού της αυτεπαγγέλτως, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 23-10-2023, η 215/2023 Πράξη του Προέδρου του Α3 Πολιτικού Τμήματος κοινοποιήθηκε νομότυπα σε όλους του διαδίκους (βλ. τις από 26/9/2023 και 28/9/2023 εκθέσεις επιδόσεως του επιμελητή του Αρείου Πάγου Ε. Π. στην αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και την αναιρεσείουσα αντίστοιχα και την από 14-9-2023 έκθεση επίδοσης της Επιμελήτριας Δικαστηρίων στο Πρωτοδικείο … Α. Μ. στην αναιρεσίβλητη). Επομένως, κατ’ εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, εφόσον η τελευταία, αναιρεσείουσα – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και η συζήτηση θα χωρήσει ως εάν ήταν και αυτή παρούσα (άρθ.576 παρ. 2ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3869/2010 “για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων” με την κατάθεση της αίτησης προσδιορίζεται και η ημέρα επικύρωσης κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής, κατά το άρθρο 781 ΚΠολΔ. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικά δυο μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης. Μέχρι την ημέρα επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Δεν εμπίπτει ωστόσο, στην ως άνω απαγόρευση {αναστολή καταδιωκτικών μέτρων], όπως ισχύει και στην περίπτωση της πτώχευσης, και της διαδικασίας συνδιαλλαγής του ν.3588/2007 (ΑΠ 294/2017), η υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής καθ’ εαυτής, καθόσον η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ επίσης τόσο αυτές όσο και η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά προδικασία αυτής, όπως αντιθέτως, αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής, αφού έχει λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ’ αρθρ. 924 εδ. 1 του ΚΠολΔ. Εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως αυτής καθιστά αναιρετέα την απόφαση του δικαστηρίου με βάση την ΚΠολΔ 559 παρ.1 (ΑΠ 311/2020, ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 294/2017, ΑΠ 822/2015).
Περαιτέρω, το άρθρο 560 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23-7-2015), οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα, ορίζει: “Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου…. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος…, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ` ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης”. Οι αμέσως πιο πάνω αναιρετικοί λόγοι απαριθμούνται περιοριστικά, αντιστοιχούν δε προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5, 7, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προς τους οποίους, όμως, δεν ταυτίζονται απολύτως (ΟλΑΠ 45/1987, ΑΠ 894/2018). Εξ άλλου, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 εδ. α` του ΚΠολΔ κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 31/2009, ΑΠ 1382/2022, ΑΠ 4123/2021, ΑΠ 980/2021, ΑΠ 756/2021, ΑΠ 501/2021). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο, ιδρύεται δε αυτός ο λόγος αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ,Δ. (Α.Π. 1009/2021, Α.Π. 123/2021, Α.Π. 1221/2020, Α.Π. 1210/2020).
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων κατά το άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη με την από 10-4-2014 ανακοπή της ζήτησε την ακύρωση της εκδοθείσας εις βάρος της υπ αρ. 5/2014 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκου …, επικαλούμενη την από 16-1-2014 προσωρινή διαταγή της ιδίας ως άνω Ειρηνοδίκου με την οποία απαγορεύτηκε η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά αυτής, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας της. Η ανακοπή απορρίφθηκε με την υπ αρ. 22/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου … Η αναιρεσίβλητη άσκησε κατ’ αυτής έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την προσβαλλομένη, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, υπ’ αρ. 235/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου …, το οποίο αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε την ανακοπή κατ’ ουσίαν και ακύρωσε την ανωτέρω διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος τα ακόλουθα: “…Η εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου, … την από 18-6-2013 αίτησή της για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατόπιν κλεισίματος του υπ’ αριθ. 0385 4225883949 λογαριασμού εξυπηρέτησης της υπ’ αριθ. 4153066184/20-6-2006 σύμβασης τοκοχρεολυτικοΰ δανείου και καταγγελίας της τελευταίας, και της από 14-3-2011 πρόσθετης πράξης αυτής, λόγω μη εξυπηρέτησης της δανειακής σύμβασης. Εν συνεχεία, η εκκαλούσα – ανακόπτουσα, από κοινού με τον Ι. Τ. του Δ., κατέθεσε την υπ’ αριθ. 46/22-10-2013 αίτηση, για την υπαγωγή της στις διατάξεις του ν. 3869/2010, στην οποία περιελήφθη και η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή- εφεσίβλητης. Στο πλαίσιο της κατάθεσης της εν λόγω αίτησης, εκδόθηκε η από 16-1-2014 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη …, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος των τότε αιτούντων την ρύθμιση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανωτέρω αίτησης, η συζήτηση της οποίας ορίσθηκε αρχικά στη δικάσιμο της 29-5-2014, ενώ τελικά συζητήθηκε στη δικάσιμο της 10-11-2016. Μετά από την έκδοση της εν λόγω προσωρινής διαταγής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 5/2014 διαταγή πληρωμής και με ημερομηνία έκδοσής της την 13-2-2014, η οποία επιδόθηκε στην εκκαλούσα – ανακόπτουσα την 26-3-2014, για λογαριασμό της οποίας, βάσει της υπ’ αριθ. 9628726-3-2014 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο … Χ. Κ., παρέλαβε ο ενήλικος και δικαιοπρακτικά ικανός σύνοικός της Ι. Τ. του Δ.. Με βάση τις ανωτέρω σχετικές νομικές σκέψεις, η κατάθεση της από 18-6-2013 αίτησης έκδοσης της υπ’ αριθ. 5/2014 διαταγής πληρωμής, δεν μπορεί να εκληφθεί ως καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ή ως περίπτωση υπαγωγής στην ανωτέρω ειδική διάταξη του ν.3869/2010, καθώς χρονικά προηγήθηκε της αίτησης ρύθμισης των χρεών της εκκαλούσας – ανακόπτουσας. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο για τον μεταγενέστερο της υποβολής της αίτησης και έκδοσης προσωρινής διαταγής χρόνο, κατά τον οποίο εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5/2014 διαταγή πληρωμής, η οποία, κατά τα ανωτέρω, εν συνεχεία επιδόθηκε στην νυν εκκαλούσα.
Συνεπώς, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ίσχυε η κατ’ άρθρο 4 παρ.3 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε τότε, αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος της εκκαλούσας – ανακόπτουσας, η οποία καταλάμβανε και την απαίτηση της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, που είχε περιληφθεί στην αίτηση της εκκαλούσας – ανακόπτουσας ως μία από τις προς ρύθμιση οφειλές της. Επομένως, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε παρά την ως άνω εκ του νόμου απαγόρευση, τυγχάνει απολύτως άκυρη”. Ακολούθως το δικάσαν ως Εφετείο, Μονομελές Πρωτοδικείο, με βάση τις ως άνω παραδοχές, αφού δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης – ανακόπτουσας, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει την ανακοπή της και αφού ερεύνησε εκ νέου την υπόθεση, δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την ανωτέρω διαταγή πληρωμής. Έτσι που έκρινε το δικάσαν ως Εφετείο, Μονομελές Πρωτοδικείο, δηλαδή με το να δεχθεί ότι η προσωρινή διαταγή περί αναστολής των καταδιωκτικών μέτρων και της αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της αναιρεσίβλητης εμπόδιζε την έκδοση διαταγής πληρωμής, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3869/2010 “για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων”, την οποία παραβίασε ευθέως, καθόσον τα εκτιθέμενα στην ανακοπή πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν το πραγματικό της νομικής έννοιας της. Και τούτο διότι δέχτηκε ότι κατά τον χρόνο έκδοσης και επίδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ίσχυε η κατ’ άρθρο 4 παρ.3 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε τότε, αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος της αναιρεσίβλητης- ανακόπτουσας.
Συνεπώς, ο πρώτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 560 παρ.1α ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά παραδοχή του λόγου αυτού αναιρέσεως, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει η υπό κρίση αίτηση και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση να γίνουν δεκτές, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστή διαφορετικό από εκείνον που εξέδωσε την απόφαση αυτή (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ) και να επιστρέψει το κατατεθέν παράβολο στην αναιρεσείουσα (άρθ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ. Πολ. Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει την από 6-7-2021 αίτηση αναίρεσης της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…” και την από 14-12-2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία “… …
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 235/2020 απόφαση του (δικάσαντος ως εφετείου) Μονομελούς Πρωτοδικείου …
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Δεκεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ