Αριθμός 382/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη και Σταυρούλα Κουσουλού-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Γ. του Π., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Δήμητρα Κουνινιώτη, για αναίρεση της 182/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Π. Φ. του Σ., κάτοικο …, η οποία δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην υπ’ αρ. 9/4-5-2023 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 450/23.
Αφού άκουσε 1) Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να απορριφθεί το αίτημα αναβολής που υπέβαλε προφορικώς η πληρεξούσια δικηγόρος του αναιρεσείοντος και β) να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και 2) την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, η οποία, μετά την απόρριψη του αιτήματος της αναβολής από το Δικαστήριο, παραστάθηκε και εκπροσώπησε τον κατηγορούμενο, ζήτησε δε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ’ αρ. 9/4-5-2023 αίτηση του Α. Γ. του Π., που ασκήθηκε με δήλωσή του ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Πατρών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συνταχθείσας σχετικής εκθέσεως, κατ’ άρθρα 464, 466 παρ.1, 474 παρ. 1α’ και 4, 504 παρ.1 και 505 παρ.1α’ του ΚΠΔ, για αναίρεση της υπ’ αριθμό 182/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Πατρών με την οποία ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, των αδικημάτων: α) της σωματικής βλάβης σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου κατ’ εξακολούθηση, β) της απειλής σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και 3) της συκοφαντικής δυσφήμησης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των είκοσι ημερών από την καταχώρηση [27/4/2023] της προσβαλλόμενης στο ειδικό βιβλίο (άρ. 473 παρ.2 και 3α’ του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
Σημειώνεται, ότι η υποστηρίζουσα την κατηγορία, Π. Φ. του Σ., και ο αντίκλητος δικηγόρος της Γεώργιος ΗΛΙΟΚΑΥΤΟΣ, που κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για την αρχική δικάσιμο της 17ης-11-2023, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος της συνηγόρου υπεράσπισης του αναιρεσείοντος, για την παρούσα δικάσιμο [26-1-2024], σύμφωνα με τα από 30-5-2023 αποδεικτικά επίδοσης του αστυφύλακα Γ’ Α.Τ. Πατρών Π. Ρ. και του επιμελητή Δικαστηρίων-Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πατρών Α. Χ., δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μετά ή δια συνηγόρου, ως όφειλε κατά νόμο (άρ.512 παρ.3 ΚΠΔ). Ωστόσο, η συζήτηση της υπό κρίση αναίρεσης, εφόσον εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, γίνεται σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 515 παρ. 2 α’ ΚΠΔ).
Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α’, β’, γ’ του ΠΚ, όπως τα εδ. β’ και γ’ ίσχυαν, πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο 24 του ν. 4055/2012, η ισχύς του οποίου άρχισε από 2.4.2012 “Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Και αν είναι ασήμαντη τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο”. Κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 24 του ν.4055/2012, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης [από μέσα έτους 2016 έως 7/6/2017] της αντίστοιχης (υπό στοιχ. α’) ένδικης πράξης “Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι όλως ελαφρά τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ”. Κατά δε τις διατάξεις της ιδίας παραγράφου του ιδίου άρθρου του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου ΠΚ, που κυρώθηκε με τον Ν. 4619/2019, όπως ίσχυαν πριν από τη τροποποίησή τους από το άρ. 64 του Ν. 4855/12-11-2021, “Όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν η κάκωση ή βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας”. Η τελευταία αυτή διάταξη εισάγει ευμενέστερη ποινική μεταχείριση ως προς το είδος και το πλαίσιο της ποινής για την απλή σωματική βλάβη, αφού με αυτή προβλέπεται τιμώρηση με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, η οποία είναι ηπιότερη της φυλακίσεως μέχρι τριών ετών που προέβλεπε o προϊσχύσας Ποινικός Κώδικας για την απλή σωματική βλάβη από πρόθεση, είναι όμως δυσμενέστερη, ως προς το είδος και το πλαίσιο της ποινής για την όλως ελαφρά σωματική βλάβη, αφού τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας, δηλαδή σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρο 18 εδ. γ’ του ισχύοντος ΠΚ), ενώ υπό τον προϊσχύσαντα ΠΚ τιμωρείτο, με κράτηση ή πρόστιμο, δηλαδή σε βαθμό πταίσματος, που έχει πλέον καταργηθεί από τον ισχύοντα ΠΚ, εφόσον δε η εν λόγω πράξη τελέστηκε πριν την ισχύ του κατέστη ανέγκλητη, ενόψει του ότι έχουν καταργηθεί τα πταίσματα ως αξιόποινες πράξεις (άρθρα 18 και 468 του ήδη ισχύοντος ΠΚ). Κατά το άρθρο 312 παρ. 1 εδ. α’ και 2 του ν. ΠΚ “Όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε ανήλικο ή σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου…συνοικούν με τον δράστη… τιμωρείται για την πράξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο α’, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Οι ίδιες ποινές επιβάλλονται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης”. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού καταλαμβάνουν πλέον όλες τις πράξεις σωματικής βλάβης που στρέφονται κατά αδύναμων ατόμων, εφόσον βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου κλπ. και σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, καλύπτοντας και το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας, με τη μορφή που του έχει δοθεί στο ν.3500/2006. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις, “ενδοοικογενειακή βία” θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ, κατά την παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου άρθρου θεωρείται οικογένεια η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, κατά την παρ. 3 θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος κατά το άρθρο 6 παρ. 1 “το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 308 ΠΚ, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδ. β’ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους”. Ειδικότερα, ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, υπό την έννοια της πρόκλησης, από μέλος της οικογένειας σε άλλον, σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας, ή εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 ΠΚ, ως προς το στοιχείο της τέλεσης εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα (ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους). Με την παραπάνω διάταξη αντιμετωπίζονται οι μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιώνυμου εγκλήματος σωματικών ενδοοικογενειακών κακώσεων, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του ως άνω νομοθετήματος. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση σε άλλον σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας του κατά οποιονδήποτε τρόπο, η διαφοροποίηση δε αυτή προσδιορίζεται από το δικαστήριο, αναλόγως των ειδικών περιστατικών τα οποία προβάλλονται και γίνονται αποδεκτά. Η συνδρομή δε των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης για το έγκλημα αυτό πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, ενόψει της διαβάθμισης της σωματικής βλάβης, ανάλογα με την σπουδαιότητά της, σε απλή και σε εντελώς ελαφρά, η οποία χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη ως προς τον προσδιορισμό με ακρίβεια του είδους της σωματικής κάκωσης ή της βλάβης της υγείας του παθόντος, προκειμένου να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο χαρακτήρας της σωματικής βλάβης. Για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης απαιτείται, κατά τη ρητή επιταγή της άνω διατάξεως, πρόθεση (δόλος), που περιέχει τη γνώση και θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως, δηλαδή τη γνώση και θέληση προκλήσεως σε άλλον σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας του, αρκεί δε, εφόσον ο νόμος δεν, διακρίνει, οποιαδήποτε μορφή δόλου, που μπορεί να είναι άμεσος είτε ενδεχόμενος, αλλά σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση θα πρέπει σαφώς να προσδιορίζεται στη απόφαση. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να αποφανθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε. Όταν ο δράστης έχει προκαλέσει στον παθόντα εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, όχι, όμως, με συνεχή συμπεριφορά, δεν εφαρμόζεται η άνω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν.3500/2006, αλλά αυτή του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. β’ του προϊσχύσαντος ΠΚ, και η πράξη προσλαμβάνει πταισματικό χαρακτήρα, και καθίσταται πλέον ανέγκλητη ενόψει της καταργήσεως των πταισμάτων ως αξιόποινων πράξεων. Αν υπάρχει ασάφεια αναφορικά με το είδος της διακινδύνευσης, τότε συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου παραβίασης της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 6 του Ν.3500/2006, και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. E’ του Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης, διότι ο Άρειος Πάγος αδυνατεί να ελέγξει ακυρωτικά την απόφαση για το αν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά ή μη το νόμο, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης (ΑΠ 521/2022, ΑΠ 1245/2022).
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3500/2006 “Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας…”, “Το μέλος της οικογένειας, το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση”. Ήδη το έγκλημα της ενδοοικογενειακής απειλής σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου (που ενδιαφέρει εδώ) ενσωματώθηκε στη διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2 εδ. β’ του νέου Ποινικού Κώδικα, που ισχύει από 1-7-2019 (άρθρο 489 του νέου Ποινικού Κώδικα και άρθρο δεύτερο του ν.4619/2019) και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, ως περιέχουσα ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο “1. Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή……2. Επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν η πράξη τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με αυτόν ή έχουν με αυτόν σχέση εργασίας ή υπηρεσίας. Η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. 3. Για την ποινική δίωξη της πράξης της παραγράφου 1 απαιτείται έγκληση”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του πλημμελήματος της ενδοοικογενειακής απειλής είναι όχι η άσκηση βίας ή παράνομης πράξης εναντίον των προαναφερόμενων προσώπων, αλλά η απειλή άσκησης βίας ή τέλεσης άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, εναντίον αυτών, η οποία να περιήγαγε τους τελευταίους σε τρόμο ή ανησυχία. Η απειλή δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, ήτοι προφορικώς, εγγράφως, με νεύματα ή άλλες απειλητικές κινήσεις και με οποιαδήποτε γενικώς ενέργεια, με την οποία ο δράστης εξωτερικεύει τη θέλησή του να απειλήσει, όχι εν προκειμένω οποιονδήποτε τρίτο, αλλά τα αναφερόμενα ως άνω πρόσωπα, μεταξύ των οποίων η σύζυγος κατά τη διάρκεια του γάμου. Για την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται γνώση του υπαιτίου ότι η απειλούμενη ενέργειά του είναι βία ή άλλη παράνομη πράξη και θέληση του δράστη να προκαλέσει στον παθόντα φόβο ή ανησυχία (ΑΠ 771/2023, ΑΠ 1348/2023, ΑΠ 1042/2021).
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 362 εδ. α’ του ισχύσαντος μέχρι την 30η.6.2019 Ποινικού Κώδικα, “όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης”, ενώ κατά το άρθρο 363 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, “αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή”. Η αντίστοιχη διάταξη (363) του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα, η οποία είναι μεν δυσμενέστερη αυτής του προϊσχύσαντος ΠΚ, αφού προβλέπει για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή (η σωρευτική επιβολή της είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική, όπως στον παλαιό Ποινικό κώδικα) και, αν η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή, εφαρμόζεται όμως, εν προκειμένω, αφού η ένδικη πράξη έχει χρόνο τελέσεώς της την 3/11/2019. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από τον δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη, ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Τρίτος, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι κάθε άλλο, πλην του δυσφημουμένου, πρόσωπο, το οποίο με οποιονδήποτε τρόπο λαμβάνει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται (Ολ ΑΠ 3/2021, ΑΠ 1261/2023, ΑΠ 1693/2022, ΑΠ 1096/2022, ΑΠ 173/2021).
IV. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τα άρθρα 139, 177 του ισχύοντος ΚΠΔ, όταν υφίσταται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το Δικαστήριο ως αληθή για να καταλήξει στην κρίση του, με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή για την έκβαση της δίκης. Πρέπει δε να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνον κατ’ επιλογήν. (Ολ. Α.Π 1/2005). Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. (ΟλΑΠ 1/2018, ΑΠ 263/2020, ΑΠ 570/2019). Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε’ του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, και όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων ή η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. (ΟλΑΠ 2/2011, Ολ. ΑΠ 1/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της προσβαλλόμενης απόφασης το Τριμελές Εφετείο [Πλημμελημάτων] Πατρών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, δέχθηκε στο σκεπτικό της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής, κατά πιστή αντιγραφή, πραγματικά περιστατικά: “…ότι ο κατηγορούμενος Α. Γ., σύζυγος σε πρώτο γάμο της εγκαλούσας Π. Φ. από το έτος 1999, συνήθιζε να καταφέρεται σε βάρος αυτής και των λοιπών μελών της οικογένειας τους δημιουργώντας έντονα λεκτικά επεισόδια με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και απειλές αδιακρίτως στο πρόσωπό τους ενεργώντας στα πλαίσια μιας συνήθους πρακτικής, η οποία οδήγησε με την πάροδο του χρόνου στην διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους. Κατά το χρονικό διάστημα της συνύπαρξής τους, από τα μέσα του έτους 2016 έως την 7.6.2017 σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε, ο κατηγορούμενος επιτέθηκε σε βάρος της άνω συζύγου του χτυπώντας αυτήν με τα χέρια του και σφίγγοντας την από το λαιμό με αποτέλεσμα να της προκαλέσει αίσθημα ασφυξίας και αδιευκρίνιστες σωματικές βλάβες, ενώ τον ίδιο χρόνο εντός της συζυγικής τους οικίας στην … κρατώντας ένα μαχαίρι απείλησε την ανωτέρω ότι θα της κάνει κακό, περιάγοντας αυτήν έτσι σε κατάσταση αιφνίδιου φόβου και έντονης ανασφάλειας για την σωματική της ακεραιότητα. Αποδείχθηκε ακόμα ότι στα πλαίσια των μεταξύ τους δικαστικών διενέξεων είχε καθοριστεί το δικαίωμα επικοινωνίας αυτού με τα ανήλικα τέκνα του με την αρ. 1063/2017 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με βάση την οποία αυτός είχε το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να επικοινωνεί τηλεφωνικά με τα άνω τέκνα του, η επιμέλεια των οποίων είχε ανατεθεί με την ίδια απόφαση στην εγκαλούσα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τηλεφωνικών του συνομιλιών με αυτά ακολουθώντας την ίδια πρακτική εξακολουθούσε να εξυβρίζει τόσο τα τέκνα του όσο και την εγκαλούσα εκφράζοντας απαξιωτικούς και χυδαίους χαρακτηρισμούς όχι μόνον για εκείνην αλλά ακόμα και για τα άτομα του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος, τα οποία την επικουρούσαν στην ανατροφή τους. Έτσι, την Κυριακή 3.11.2019 κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του Π., Σ. και Γ., η οποία έλαβε χώρα με την παρουσία της ενήλικης αδελφής τους Α. και της εγκαλούσας με ανοικτή ακρόαση, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε τα εξής: “Παιδιά μου θέλω να σας πω ότι η γιαγιά σας Α. είναι καριόλα, πουτάνα και ξεφτυλισμένη. Μου έχει κηρύξει τον πόλεμο γιατί όταν ζούσα μαζί σας με ήθελε για γκόμενο της κι εγώ αρνήθηκα να την πηδήξω γιατί η γιαγιά σας είναι σαβούρα και γριά. Η γιαγιά σας ήθελε να την πηδήσω και μάλιστα μου έλεγε ότι έχει πολλά λεφτά, αλλά εγώ πηδάω όποια θέλω. Η γιαγιά σας είχε ανέκαθεν θέμα μαζί μου, λόγω της απόρριψης που της δήλωσα και δεν την πήδηξα”. Όμως, τα ως άνω γεγονότα, που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος για την πεθερά του Α. Φ. είναι ψευδή πράγμα που και ο ίδιος γνώριζε εξ ιδίας αντιλήψεως, καθόσον ουδέποτε η ανωτέρω επιθυμούσε να έχει ερωτικές σχέσεις μαζί του, και μάλιστα έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, ισχυρίστηκε δε αυτά κατά τη διάρκεια της άνω τηλεφωνικής επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα του αλλά περιήλθαν σε γνώση της ενήλικης θυγατέρας του Α. καθώς και της εγκαλούσας συζύγου του, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ανωτέρω Α. χήρας Σ. Φ., ως μέλους μιας συγκροτημένης οικογένειας, αλλά της οργανωμένης κοινωνίας, καθώς με τα αναληθή αυτά γεγονότα ο κατηγορούμενος ήθελε να εμφανίσει ψευδώς την τελευταία ότι επιδιώκει να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί του με ανταλλάγματα. Σχετικά με τα παραπάνω σαφείς και πειστικές είναι η χωρίς όρκο κατάθεση της εγκαλούσας Π. Φ. και της Α. χήρας Σ. Φ. όπως αυτές εκτιμώνται αυτοτελώς και σε συνδυασμό με τις ένορκες καταθέσεις των λοιπών εξετασθεισών μαρτύρων αλλά και με τα αναγνωστέα έγγραφα, από την εκτίμηση των οποίων προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αποδιδόμενες σε βάρος του αξιόποινες πράξεις χωρίς αυτός να αναιρείται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσον, το οποίο δεν εισφέρθηκε κατά τη διαδικασία προς ανατροπή όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων, που στοιχειοθετούν πλήρως την άδικη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Επομένως, αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων αυτών όπως τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασής τους περιγράφονται ειδικότερα στο διατακτικό”.
Ακολούθως, το ανωτέρω δικάσαν Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ένοχο των αδικημάτων: α) της σωματικής βλάβης σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου κατ’ εξακολούθηση, β) της απειλής σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και 3) της συκοφαντικής δυσφήμησης, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα επτά (17) μηνών με τριετή αναστολή, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά διατακτικό: “…ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ΕΝΟΧΟ του ότι: 1] Στην …, κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του έτους 2016 έως την 07.06.2017 και σε μη επακριβώς προσδιορισμένη ημερομηνία, με πρόθεση προκάλεσε σε βάρος της συζύγου του κατά τη διάρκεια του γάμου σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας κατά την έννοια του άρθρου 308 παρ.1 εδ. α’ Π.Κ. και ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, επιτέθηκε στην εγκαλούσα Π. Φ. χτυπώντας την με τα χέρια του, καθώς και πιάνοντάς την από το λαιμό και σφίγγοντάς την με τα χέρια του, με αποτέλεσμα να προκαλέσει σε αυτήν αίσθημα ασφυξίας και αδιευκρίνιστες κατά την προδικασία σωματικές κακώσεις. 2] Στην …, σε μη επακριβώς προσδιορισμένη ημερομηνία πάντως από τα μέσα του έτους 2016 και έως την 07.06.2017, με πρόθεση προκάλεσε σε βάρος της συζύγου του τρόμο και ανησυχία απειλώντας την με βία. Ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, εντός της συζυγικής οικίας κρατώντας ένα μαχαίρι απείλησε την εγκαλούσα εν διαστάσει σύζυγό του, Π. Φ. του Σ., ότι θα της κάνει κακό, περιάγοντας αυτήν έτσι σε κατάσταση αιφνίδιου φόβου και έντονης ανασφάλειας. 3] Στην … την 03.11.2019 με πρόθεση ισχυρίσθηκε, ενώπιον τρίτων, για άλλον γεγονότα που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα γεγονότα δε αυτά ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδή. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, κατά την τηλεφωνική επικοινωνία με τα ανήλικα τέκνα του Σ., Π. και Γ., η οποία έλαβε χώρα σε ανοικτή ακρόαση όλων των ως άνω ανηλίκων, της ενήλικης κόρης του Α. Γ. και της εν διαστάσει συζύγου του Π. Φ. του Σ., ισχυρίστηκε ενώπιον τους για την εγκαλούσα Α. χήρα Σ. Φ. τα εξής: “Παιδιά μου θέλω να σας πω ότι η γιαγιά σας είναι καριόλα, πουτάνα και ξεφτιλισμένη. Μου έχει κηρύξει τον πόλεμο, γιατί, όταν ζούσα μαζί σας, με ήθελε για γκόμενο της κι εγώ αρνήθηκα να την πηδήξω γιατί η γιαγιά σας είναι σαβούρα και γριά. Η γιαγιά σας ήθελε να την πηδήσω και μάλιστα μου έλεγε ότι έχει πολλά λεφτά, αλλά εγώ πηδάω όποια θέλω. Η γιαγιά σας είχε ανέκαθεν θέμα μαζί μου λόγω της απόρριψης που της δήλωσα και δεν την πήδηξα”. Τα ως άνω γεγονότα που ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος ήταν ψευδή και ο ίδιος το γνώριζε από προσωπική του αντίληψη, καθώς η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε η εγκαλούσα Α. χήρα Σ. Φ. επιθυμούσε να έχει ερωτικές επαφές με τον κατηγορούμενο και δη έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Τα ψευδή αυτά γεγονότα, των οποίων έλαβαν γνώση τα ανήλικα τέκνα του κατηγορουμένου Σ., Π. και Γ., η ενήλικη κόρη του Α. Γ. και η εν διαστάσει σύζυγος του Π. Φ. του Σ., μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ανωτέρω εγκαλούσας ως μελών μιας οικογένειας και της οργανωμένης κοινωνίας, καθώς με αυτά η Α. χήρα Σ. Φ. παρουσιαζόταν να επιδιώκει να συνάψει ερωτική σχέση με τον κατηγορούμενο”.
Με τις ανωτέρω παραδοχές οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας Α] όσον αφορά την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου για την ένδικη πράξη της σωματικής βλάβης σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου κατ’ εξακολούθηση δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθ. 6 παρ. 1 N. 3500/2006, την οποία παραβίασε εκ πλαγίου με ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία, καθόσον δεν περιέχονται ούτε στο αιτιολογικό ούτε στο διατακτικό αυτής τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να μπορεί να προσδιορισθεί σε τί συνίστανται οι αναφερόμενες στο σκεπτικό και διατακτικό “αδιευκρίνιστες σωματικές κακώσεις-βλάβες” που προκάλεσε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας συζύγου του, προκειμένου να καταστεί εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου αναφορικά με το είδος της σωματικής κάκωσης και να κριθεί αν αυτή συγκροτεί απλή σωματική κάκωση ή εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας, ενόψει του ότι για την υπαγωγή της τελευταίας αυτής περίπτωσης (εντελώς ελαφράς κάκωσης ή βλάβης της υγείας) στις διατάξεις του N.3500/2006 απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο της συνεχούς συμπεριφοράς. Με τις ως άνω ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες κατέστη ανέφικτος o αναιρετικός έλεγχος για την ύπαρξη και το είδος της προξενηθείσας σωματικής κάκωσης ως απλής ή όλως ελαφράς και της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του άρθρου 6 Ν.3500/2006 και 308 παρ. 1 ΠΚ, οι οποίες έτσι παραβιάστηκαν εκ πλαγίου. Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (άρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ), αναφορικά με την καταδικαστική του κρίση για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, έστω και με εν μέρει διαφορετικές αιτιάσεις, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Β] Όσον αφορά την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος για την ένδικη πράξη της απειλής σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου το δικάσαν Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο, επίσης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική του μορφή, οι αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2, 12, 14, 16, 17, 18 εδ. α’, 26 παρ.1 εδ. α’, 27 παρ. 1, 51, 53, 57, 79, 80 και 333 παρ.2 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, αφού δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ότι αυτός κατά τον αναφερόμενο τόπο και χρόνο και εντός της συζυγικής οικίας, κρατώντας ένα μαχαίρι απείλησε την εγκαλούσα εν διαστάσει σύζυγό του ότι θα της κάνει κακό, προκαλώντας σ’ αυτήν αιφνίδιο φόβο και έντονη ανασφάλεια για τη σωματική της ακεραιότητα, ο δόλος του δε στην προκείμενη περίπτωση ενυπάρχει στη βούληση παραγωγής των προαναφερθέντων περιστατικών της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω αδικήματος. Περαιτέρω, σχετικά με τις αποδείξεις, που λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν για το σχηματισμό της κρίσεως του Δικαστηρίου της ουσίας, αναφέρονται κατ’ είδος στο προοίμιο του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους [ανώμοτη κατάθεση της παρισταμένης προς υποστήριξη κατηγορίας, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο], από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά που εκτιμήθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική κρίση για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα, χωρίς να είναι απαραίτητο ν’ αναφέρεται τι προέκυψε ξεχωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση ή προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, ενώ από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθίσταται βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη και συναξιολογήθηκαν όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίον πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που προβλέπει το αδίκημα της απειλής σε βάρος συζύγου και για έλλειψη νόμιμης βάσης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Ποιν.Δ), είναι αβάσιμα. Γ] Όσον αφορά την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου για την ένδικη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης το δικάσαν Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος για το οποίο, επίσης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2, 12, 14, 16, 17, 18 εδ. α’, 26 παρ.1α’, 27 παρ.1, 51, 53, 57, 79, 80 και 362 και 363 του ΠΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπή, ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία, και, έτσι, δεν στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά νόμο, για τη θεμελίωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, ήτοι: 1) ο χρόνος και τόπος τέλεσης, 2) ο ισχυρισμός-διάδοση από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ψευδών γεγονότων, ενώπιον τρίτων, δηλ. των αναφερομένων τριών ανηλίκων τέκνων του, της ενήλικης κόρης του και της εν διαστάσει συζύγου του, σε βάρος της εγκαλούσας, Α. Φ., γιαγιάς των τέκνων του και μητέρα της ως άνω συζύγου του, περί του ότι αυτή [εγκαλούσα] είναι καριόλα, πουτάνα και ξεφτιλισμένη, ότι του έχει κηρύξει τον πόλεμο, γιατί, όταν ζούσε μαζί τους, τον ήθελε για γκόμενό της και αυτός αρνήθηκε να την πηδήξει γιατί είναι σαβούρα και γριά, ότι η γιαγιά τους [εγκαλούσα] ήθελε να την πηδήξει και μάλιστα ότι του έλεγε ότι έχει πολλά λεφτά, αλλά ότι αυτός πηδάει όποια θέλει, ότι η γιαγιά τους είχε ανέκαθεν θέμα μαζί του λόγω της απόρριψης που της δήλωσε και δεν την πήδηξε, 3) το ψευδές των ανωτέρω γεγονότων που ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος, ενώπιον τρίτων, σε βάρος του εγκαλούσας, καθόσον η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε η εγκαλούσα, Α. Φ., επιθυμούσε να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί με τον κατηγορούμενο και δη έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, 4) η κοινοποίηση-διάδοση των ανωτέρω ψευδών γεγονότων σε τρίτους μπορούσε να πλήξει τη τιμή και την υπόληψη της ως άνω εγκαλούσας ως μέλους μίας συγκροτημένης οικογένειας αλλά και της οργανωμένης κοινωνίας, καθόσον μ’ αυτά η εγκαλούσα παρουσιαζόταν ότι επιδίωκε να συνάψει ερωτική σχέση με τον κατηγορούμενο (γαμπρό της), 5) ο δόλος του κατηγορούμενου, που περιλαμβάνει τη γνώση του αφενός μεν ότι τα επίμαχα γεγονότα που ισχυρίστηκε και διέδωσε για την εγκαλούσα, ενώπιον τρίτων, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της καθώς και τη γνώση ότι αυτά ήταν ψευδή, γνώση που θεμελιούται σε προσωπική και άμεση αντίληψη του ιδίου, όπως συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών της απόφασης, με συνέπεια να μην απαιτείται η παράθεση και άλλων περιστατικών σχετικά με τη γνώση αυτή, αφετέρου δε τη θέλησή του να ισχυριστεί ενώπιον τρίτων τα ανωτέρω γεγονότα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης για την περί ενοχής κρίση του κατηγορούμενου-αναιρεσείοντος για το ανωτέρω αδίκημα έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα κατ’ είδος στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, ήτοι ανώμοτη κατάθεση της υποστηρίζουσας την κατηγορία, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν καθώς και όλα τα αναγνωστέα έγγραφα της δικογραφίας, χωρίς ουδέν να εξαιρέσει, και δεν ήταν αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως να αναφέρει ιδιαιτέρως καθένα αποδεικτικό μέσο, ούτε από ποιο ή από ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή του, ούτε ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση ή σύγκριση των ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο εξ αυτών επηρέασε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής του κρίσης. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίον πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που προβλέπει το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και για έλλειψη νόμιμης βάσης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Ποιν.Δ), είναι αβάσιμα.
Κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του ΚΠΔ “αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία”.
Συνεπώς, η χρησιμοποίηση στη ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και επάγεται την κατά το άρθρο 171 παρ. 1εδ. δ’ του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 του ΚΠΔ θεσπίζεται, κατ’ εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και επομένως δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις, όπως π.χ. μαγνητοταινία που αποτυπώνει ιδιωτική συνομιλία μεταξύ του ενδιαφερομένου και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, η οποία (πράξη) προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 370Α παρ. 1 του ΠΚ., η οποία (διάταξη) θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α και 19 του Συντάγματος για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου (ΑΠ 1014/2020, ΑΠ 1982/2018, ΑΠ 171/2017, ΑΠ 711/2011, ΑΠ 928/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι τέλεσε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος αναφορικά με την ένδικη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης για να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του, προέκυψαν μετά από αξιολόγηση όλων των προαναφερομένων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων, και οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Α. Γ. και Α. Φ. [εγκαλούσας] που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του, οι οποίες ήταν αυτήκοες (υπήρχε ανοικτή ακρόαση) όσων ψευδών γεγονότων, ικανών να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας Α. Φ., ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε για την τελευταία, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής του συνομιλίας, στις 3-11-2019, μετά των ανηλίκων [τότε] τέκνων του Π., Σ. και Γ. Γ., η οποία τηλεφωνική συνομιλία έγινε με ανοικτή ακρόαση, παρουσία, και των ανωτέρω μαρτύρων κατηγορίας, Α. Γ. και εγκαλούσας Α. Φ.. Συνακόλουθα από την κατά τα ανωτέρω αναφορά και αξιολόγηση της τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ του αναιρεσείοντος και των ανωτέρω τέκνων του, που έλαβαν γνώση συγχρόνως και τρίτοι, με τη συναίνεση του αναιρεσείοντος, δεν έγινε χρήση απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου, ως εκ τούτου, ο αναιρεσείων δεν στερήθηκε κάποιου υπερασπιστικού δικαιώματός του, και δεν επήλθε κάποια απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο.
Συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α’ ΚΠΔ σε συνδ. με άρ. 171 παρ.1 εδ.δ’ του ιδίου κώδικα, είναι αβάσιμος.
Η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αναφέρεται τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Η προβολή των ισχυρισμών αυτών απαιτείται να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ούτε πολύ περισσότερο να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι’ αυτούς(Ολ. ΑΠ 2/2005). Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη των οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, θεωρείται, μεταξύ άλλων, η υπό στοιχ. α’, το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα. Κατά τη γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης “σύννομη” έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι τη στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιϊκών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ’ αυτόν, ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο, αλλά με την από πεποίθηση-υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη, το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα, αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Ποιν.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου, προκειμένου ν’ αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από το συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν, είναι φανερό πως για τη θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι, όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται (Ολ.ΑΠ 2/2022, ΑΠ 1302/2023). Για το ορισμένο του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού (άρ. 84 παρ.2α’ΠΚ) πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά σύννομης προηγούμενης ζωής του υπαιτίου, η οποία υπάρχει, όταν αυτός στη διάρκεια του πριν από την τέλεση της δικαζόμενης πράξης χρόνου στην καθημερινή του συμβίωση με τους άλλους σέβεται τα προστατευόμενα στο κράτος δικαίου έννομα αγαθά και συμμορφώνεται με τις επιταγές του νόμου, στην έννοια του οποίου διαλαμβάνονται και οι δεσμευτικοί κανόνες της κοινωνίας μέσα στην οποία αυτός διαβιεί, με την ελεύθερη βούληση και επιλογή του, ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως μοναδική παραφωνία, δηλαδή ως ένα γεγονός το οποίο δεν ήταν αναμενόμενο από τον συγκεκριμένο δράστη.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης του Δικαστηρίου, έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο η συνήγορος υπεράσπισης του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου και πρόβαλε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου σύννομου βίου, ζήτησε δε να αναγνωριστεί στον τελευταίο (αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο), όπως αυτολεξεί αναφέρεται στα ανωτέρω πρακτικά: “ότι έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγιναν τα αδικήματα”, την απόρριψη του οποίου (ισχυρισμού) πρότεινε ο Εισαγγελέας της έδρας. Το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε κατ’ αρχήν ως αόριστο τον, δια της συνηγόρου, προβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου για αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου σύννομου βίου, άλλως ως αβάσιμο, κρίνοντας κατά λέξη, κατά τα αναγραφόμενα στο σχετικό σκεπτικό του, τα ακόλουθα: “… Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατά τα άνω προταθείς από τη συνήγορο υπεράσπισης του εκκαλούντος-κατηγορούμενου αυτοτελής ισχυρισμός του περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της προβλεπόμενης στο άρθρο 84 παρ.2 περ. α’ ΠΚ, όπως ισχύει σήμερα, ελαφρυντικής περίστασης, πρέπει ν’ απορριφθεί, καταρχάς, ως αόριστος, καθόσον προβλήθηκε χωρίς την έκθεση των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών που θα μπορούσαν να τον θεμελιώσουν κατά νόμο, ενώ δεν προέκυψε ότι συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, δεδομένου ότι για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του κατηγορούμενου δεν αρκεί μόνον η επίκληση της διατάξεως χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός έζησε σύννομα μέχρι την τέλεση των άνω πράξεων, δεδομένου ότι με βάση τα αναφερόμενα από τα μέλη της οικογενείας του αυτός ανέκαθεν ήταν βίαιος και επιθετικός απέναντί τους, χωρίς εν προκειμένω να αρκεί για την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού το γεγονός ότι το ποινικό του μητρώο είναι λευκό. Συνακόλουθα, ο ανωτέρω αυτοτελής ισχυρισμός του εκκαλούντος-κατηγορούμενου, υπό την κατά τα άνω διατύπωσή του, δεν πληροί, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, τις αναλυτικά αναφερόμενες προϋποθέσεις για την συγκρότηση και θεμελίωση της επικαλούμενης πιο πάνω ελαφρυντικής περίστασης και δεν μπορεί να θεμελιώσει τον αντίστοιχο αυτοτελή ισχυρισμό, μετά ταύτα δε πρέπει αυτός να απορριφθεί, όπως ορίζεται στο διατακτικό”. Με τις παραπάνω παραδοχές του, το Δικαστήριο της ουσίας, αν και δεν υποχρεούτο να αιτιολογήσει την απόφασή του για την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου, ο οποίος όπως προβλήθηκε, μόνον με μνεία της διατάξεως που προβλέπει την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, χωρίς επίκληση των θεμελιούντων την συνδρομή του πραγματικών περιστατικών δεν ήταν ορισμένος, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη, και συνακόλουθα το Δικαστήριο, απορρίπτοντας αυτόν, μολονότι δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή του, ως εκ περισσού, απάντησε και κρίνοντας ως αβάσιμο αυτόν, τον απέρριψε με την ως άνω επαρκή αιτιολογία. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, εκ του άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του για αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό του της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου είναι αβάσιμος.
Σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 7 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ορίζεται ότι “Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε”. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι “Με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι’ αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2, 3, 4, 5 και 6 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος, του βαθμού ενοχής του δράστη, της προσωπικότητας αυτού, καθώς και με τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ ή κατά του υπαιτίου, προκύπτει, ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος, το βαθμό ενοχής του κατηγορουμένου (χαρακτήρα, ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις, βαθμό δυνατότητας, διαγωγή κατά και μετά την τέλεση της πράξης), στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στη σχετική με την ποινή απόφασή του, άλλη ειδικότερη αιτιολογία για τα στοιχεία αυτά (ΑΠ 627/2022, ΑΠ 817/2021, ΑΠ 1376/2020, ΑΠ 716/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, από όσα αναφέρονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, αφού έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα σ’ αυτήν αποδεικτικά στοιχεία, ακολούθως, με ειδική σκέψη του, προέβη στην επιμέτρηση της επιβλητέας ποινής για καθένα των ενδίκων αδικημάτων της απειλής σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και της συκοφαντικής δυσφήμησης, για τα οποία επέβαλε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως οκτώ [8] και δέκα [10] μηνών αντίστοιχα, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα των εν λόγω αδικημάτων που διέπραξε ο αναιρεσείων, το βαθμό της ενοχής του, καθώς και την προσωπικότητα αυτού, τη βλάβη που προξένησαν τα ανωτέρω αδικήματα στις παθούσες, τα αίτια που ώθησαν τον αναιρεσείοντα στην τέλεσή τους, την έλλειψη οιασδήποτε αφορμής και τον σκοπό που επιδίωξε, τον χαρακτήρα του αναιρεσείοντος και το βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν τις πράξεις του, τις εν γένει ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με τα ανωτέρω αδικήματα, χρησιμοποιώντας για την εκτίμηση των ως άνω στοιχείων και τα ειδικώς μνημονευόμενα στην απόφαση κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ, χωρίς να υποχρεούται να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση άλλη ειδικότερη αιτιολογία. Τούτο δε, διότι εκθέτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαλαμβανομένων στο σκεπτικό περί ποινής, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή, ως προς την επιμέτρηση των ανωτέρω επιβληθεισών ποινών, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 του ΠΚ.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., τέταρτος λόγος αναιρέσεως, καθό μέρος αφορά στα ανωτέρω αδικήματα του αναιρεσείοντος, για τη θεμελίωση του οποίου προβάλλεται ότι η πληττόμενη απόφαση, κατά την επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής στον αναιρεσείοντα για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις του, δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει κατά παραδοχή, ως βάσιμου, του πρώτου λόγου αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και E’ ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και με εν μέρει διαφορετικές αιτιάσεις, για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την ένδικη πράξη της σωματικής βλάβης σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου κατ’ εξακολούθηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το σκέλος της καταδικαστικής κρίσης για την εν λόγω ένδικη πράξη, ως προς τις διατάξεις της περί της επιβλητέας γι’ αυτήν ποινής καθώς και ως προς τις διατάξεις της περί καθορισμού συνολικής ποινής, παρελκούσης, μετά ταύτα, της έρευνας του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, κατά το σκέλος του με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας κατά την επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής στον αναιρεσείοντα για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη του (άρ.510 παρ.1στ.Δ’ΚΠΔ), και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 και 522 του ΚΠοινΔ), απορριπτομένης κατά τα λοιπά της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 182/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Πατρών, και δη: 1) κατά το μέρος που αφορά την ένδικη πράξη της σωματικής βλάβης σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου κατ’ εξακολούθηση, β) κατά τη διάταξη αυτής περί της επιβλητέας ποινής στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη και γ) ως προς τις διατάξεις της περί καθορισμού της συνολικής ποινής στον αναιρεσείοντα.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, κατά το ανωτέρω αναιρούμενο μέρος της, και δη: 1) κατά το μέρος που αφορά την ένδικη πράξη της σωματικής βλάβης σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου κατ’ εξακολούθηση, β) κατά τη διάταξη αυτής περί της επιβλητέας ποινής στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη και γ) ως προς τις διατάξεις περί καθορισμού της συνολικής ποινής.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την με αριθ. καταθ. 9/2023) αίτηση του Α. Γ. του Π. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 182/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Πατρών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ