Αριθμός 4/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χριστοδούλου, Ελένη Φραγκάκη, Μυρσίνη Παπαχίου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Λεπενιώτη και Ασημίνα Υφαντή, Αντιπροέδρους, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παρασκευή Τσούμαρη, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου, Ελευθέριο Σισμανίδη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Σταυρούλα Κουσουλού-Εισηγήτρια, Αγαθή Δερέ, Χρήστο Νάστα, Χριστίνα-Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Τριανταφύλλη Δρακοπούλου, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Σταύρο Μάλαινο, Βαρβάρα Πάπαρη, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου, Μερόπη Τζουγκαράκη, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Φωτεινή Μηλιώνη, Αντιγόνη Τζελέπη, Απόστολο Φωτόπουλο, Μαρία Πετσάλη, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου, Βάια Ζαρχανή, Σπυριδούλα Λιάτη, Ευαγγελία Στεργίου, Στυλιανή Μπλέτα, Ηλία Γιαρένη, Ελένη Θεοδωρακοπούλου και Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Τζαβέλλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 30 Μαΐου 2024, για να κρίνει επί της αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ του νόμου του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατά του υπ’ αριθ. 479/2024 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Θ. Α. του Μ..
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό και ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Τζαβέλλας ζητεί τώρα την αναίρεσή του, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Μαΐου 2024 με αριθμό 19/2024 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Νίκης Κορίζη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 481/2024.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Τζαβέλλας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό πρωτ. 97/13-5-2024 πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
“Εισάγω ενώπιόν Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 485§1 του ΚΠΔ, την υπ’ αριθμ. 19/10-05-2024 αίτηση – έκθεση αναίρεσης του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητά να αναιρεθεί υπέρ του νόμου, για υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 484§1 στοιχ. στ’ ΚΠΔ), το υπ’ αριθμ. 479/15-2-2024 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για τους λόγους, που αναφέρονται και αναπτύσσονται στην ανωτέρω, συνημμένη στην παρούσα αίτηση – έκθεση αναίρεσης.
Η ανωτέρω αναίρεση υπέρ του νόμου, ασκήθηκε, νομότυπα και παραδεκτά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και για τους διαλαμβανόμενους, σ’ αυτή, νόμιμους και βάσιμους λόγους, στους οποίους και αναφέρομαι. Επομένως, η ως άνω αναίρεση πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό Συμβούλιο, με άλλη σύνθεση, αφού αυτό είναι δυνατό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω:
Α) Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, η υπ’ αριθμ. 19/10-05-2024 αίτηση – έκθεση αναίρεσης του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατά του υπ’ αριθμ. 479/15-2-2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και
Β) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που έλαβαν μέρος, σ’ αυτό, προηγουμένως (άρθρο 485 εδ. β’ σε συνδυασμό με 519 και 522 ΚΠΔ).-
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Β. Τζαβέλλας”.
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην πρότασή του,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 2 εδ. γ’ στοιχ. α’ του Ν.4938/2022 [ΦΕΚ Α’ 109/6-6-2022] “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών”, στην πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (εν Συμβουλίω) η υπ’ αριθ. 19/10-5-2024 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητείται η υπέρ του νόμου αναίρεση του υπ’ αριθ. 479/2024 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που εκδόθηκε στις 15-2-2024, με το οποίο, κατ’ αποδοχήν του με αρ.πρωτ.81/1-2-2024 αιτήματος της Ανακρίτριας του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, αποφάνθηκε για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών της αναφερομένης σ’ αυτό τηλεφωνικής συνδέσεως του κατηγορούμενου Θ. Α. του Μ., εφάπαξ, για το χρονικό διάστημα από 3-7-2023 έως τις 17-1-2024, λόγω υπερβάσεως της από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 [ΦΕΚ Α’ 228/9-12-2022] εξουσίας του εκδόσαντος τούτο Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (άρ. 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ ΚΠΔ).
Κατά την διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά, εκτός άλλων, και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή την παρέχει σ’ αυτό υπό προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 483 παρ. 3 εδ. β` και 484 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, μετά την πάροδο της υπό του άρθρου 480 εδ. α’ του αυτού Κώδικος οριζόμενης προθεσμίας, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος υπέρ του νόμου, όχι μόνον για τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 λόγους, μεταξύ των οποίων και η υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ ΚΠΔ), αλλά και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων, που αφορούν την προδικασία, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων. Η υπό του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου υπέρ του νόμου ασκούμενη αίτηση αναιρέσεως, δεν αποτελεί γνήσιο ένδικο μέσο, αλλά ιδιόρρυθμη προσφυγή, η οποία σκοπό έχει την άρση νομικών σφαλμάτων, τα οποία καθιστούν ελαττωματικό το προσβαλλόμενο βούλευμα, προκειμένου να μην παραμείνει αυτό εσαεί ως επικίνδυνο προηγούμενο, δυνάμενο να κλονίσει την πεποίθηση της κοινωνίας περί της αληθούς έννοιας και της ισχύος των νόμων. Ως εκ τούτου, η τοιαύτη υπέρ του νόμου αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή για οποιοδήποτε νομικό σφάλμα του βουλεύματος, όντος αδιαφόρου, αν το σφάλμα έχει ή όχι επιρροή και επί του διατακτικού, πολύ δε περισσότερο καθόσον με την αναίρεση αυτή δεν βλάπτονται τα συμφέροντα των διαδίκων, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται σε παράσταση κατά την διαδικασία επί της ιδιότυπης αυτής προσφυγής, ενώπιον της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, η οποία διεξάγεται σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς έννομες συνέπειες γι’ αυτούς, αφού τα δικαιώματά τους διατηρούνται απαραμείωτα, χωρίς στην περίπτωση αυτή να παραβιάζονται τα άρθρα 20 του ισχύοντος Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., που έχουν εφαρμογή μόνον επί ενδίκων μέσων με μεταβιβαστικό αποτέλεσμα για τους διαδίκους και συνεπώς έννομες συνέπειες γι’ αυτούς (ΟλΑΠ 2/2018, ΟλΑΠ 1/2017, ΟλΑΠ 1/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει προεκτεθεί, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του προαναφερομένου βουλεύματος ζητείται για υπέρβαση της από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 [ΦΕΚ Α’ 228/9-12-2022] εξουσίας του εκδόσαντος τούτο Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα, είναι παραδεκτή, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Επειδή, κατά το χρόνο τόσο της έκδοσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος (15-2-2024) όσο και της άσκησης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης (10-5-2024), ήταν σε ισχύ ο Ν.5002/2022 περί της “Διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλειας και προστασίας προσωπικών δεδομένων πολιτών” (Α’ 228), σκοπός του οποίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτού: α) η θωράκιση και ο εκσυγχρονισμός της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του Συντάγματος, β) η βελτιστοποίηση της δράσης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, γ) η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών από λογισμικά παρακολούθησης, δ) η οργανική και λειτουργική αναβάθμιση του επιπέδου κυβερνοασφάλειας στη χώρα, και ε) η αποτελεσματικότερη προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με την περ. α’ του άρθρου 2, αντικείμενο του ως άνω νόμου αποτελεί, μεταξύ άλλων, η εξαντλητική ρύθμιση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Στο άρθρο 6 του ως άνω νόμου, υπό τον τίτλο “Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων”, όπως τούτο ίσχυε κατά τον ως άνω χρόνο έκδοσης (15-2-2024) του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ήτοι μετά τη τροποποίησή του με το άρ. 44 του Ν. 5046/2023 [ΦΕΚ Α’ 137/29-7-2023], ορίζεται ότι: 1. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των ακόλουθων κακουργημάτων: “α) των Κεφαλαίων Πρώτου, περί προσβολών του δημοκρατικού πολιτεύματος, Δεύτερου, περί προσβολών της διεθνούς υπόστασης της χώρας, Τέταρτου, περί εγκλημάτων κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων, Έκτου, περί εγκλημάτων κατά της δημόσιας τάξης, Ένατου, περί εγκλημάτων σχετικά με το νόμισμα, άλλα μέσα πληρωμής και ένσημα, Δέκατου Έκτου, περί εγκλημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας, Δέκατου Όγδοου, περί εγκλημάτων κατά της προσωπικής ελευθερίας, Δέκατου Ένατου, περί εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, Εικοστού Δεύτερου, περί προσβολών ατομικού απορρήτου και επικοινωνίας, καθώς και των άρθρων 235, περί δωροληψίας υπαλλήλου, 236, περί δωροδοκίας υπαλλήλου, 237, περί δωροληψίας και δωροδοκίας δικαστικού λειτουργού, 264 περί εμπρησμού, 265 περί εμπρησμού σε δάση, 270 περί έκρηξης, 272 περί κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών, 290 περί επικίνδυνων παρεμβάσεων στην οδική συγκοινωνία, 291 περί επικίνδυνων παρεμβάσεων στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών, 299 περί ανθρωποκτονίας με δόλο, 374 περί διακεκριμένης κλοπής, 380 περί ληστείας, 385 περί εκβίασης, 386 περί απάτης και 386Α περί απάτης με υπολογιστή του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (ν.4619/2019, Α` 95)”, β) του Πρώτου Κεφαλαίου, περί προσβολών κατά της ακεραιότητας της χώρας, καθώς και των άρθρων 46, περί στάσης, 47, περί ομαδικής απείθειας, 140, περί αποσφράγισης, υπεξαγωγής εγγράφων ή άλλων αντικειμένων και 144, περί μετάδοσης στρατιωτικών μυστικών, του Ειδικού Μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ν. 2287/1995, Α` 20), γ) του ν.4557/2018 (Α’ 139) περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, της περ. γ` της παρ. 1 του άρθρου 157 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν.2960/2001, Α` 265), περί λαθρεμπορίας, των άρθρων 28 και 31 του ν.4443/2016 (Α’ 232), περί αξιόποινων πράξεων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και περί αξιόποινης χειραγώγησης της αγοράς, αντιστοίχως, του άρθρου 15 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανισμών, των άρθρων 20, 22 και 23 του ν. 4139/2013 (Α’ 74) περί εξαρτησιογόνων ουσιών, του άρθρου 11 του ν.3917/2011 (Α’ 22), περί δεδομένων που διατηρούνται από τον πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών, της παρ. 5 του άρθρου 38 του ν.4624/2019 (Α’ 137), περί πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, του άρθρου 28 του ν. 1650/1986 (Α’ 160), περί προστασίας του περιβάλλοντος, του ν.4858/2021 (Α’ 220), περί προστασίας των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, της παρ. 3 του άρθρου 66 του ν. 2121/1993 (Α’ 25), περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, της παρ. 4 του άρθρου 132 του ν. 2725/1999 (Α’ 121), περί δωροδοκίας-δωροληψίας για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα και του άρθρου 30 του ν. 4251/2014 (Α’ 80), περί μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στη χώρα. 2. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των ακόλουθων πλημμελημάτων: α) των άρθρων 148, περί κατασκοπείας, 187, περί εγκληματικής οργάνωσης, 187Α, περί τρομοκρατικών πράξεων-τρομοκρατικής οργάνωσης, 187Β, περί αξιόποινης υποστήριξης, 323Α, περί εμπορίας ανθρώπων, 324, περί αρπαγής ανηλίκων, 339, περί γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιόν τους, 342, περί κατάχρησης ανηλίκων, 343, περί κατάχρησης σε γενετήσια πράξη, 346, περί εκδικητικής πορνογραφίας, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 351Α, περί προσβολών της ανηλικότητας και πορνογραφίας ανηλίκων, 370ΣΤ, περί λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης, 386, περί απάτης και 386Α, περί απάτης με υπολογιστή του Ποινικού Κώδικα, β) των άρθρων 28 και 31 του ν.4443/2016, περί αξιόποινων πράξεων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και περί χειραγώγησης της αγοράς, αντιστοίχως, και του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 3959/2011 (Α’ 93), περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού. 3. Για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 αποφαίνεται, εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών, με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμά του το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μετά από πρόταση του εισαγγελέα. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής. Στην περίπτωση αυτή, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούται να εισαγάγει το ζήτημα, μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών, στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο ελέγχει παράλληλα τη συνδρομή των εξαιρετικά επειγουσών περιστάσεων. Διαφορετικά, η ισχύς της σχετικής διάταξης αίρεται αυτοδικαίως. Αν εντός ευλόγου χρόνου, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε (5) ημέρες συνολικά, δεν εκδοθεί βούλευμα, τα ευρήματα δεν είναι αξιοποιήσιμα. 4. Το βούλευμα ή η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, περιλαμβάνει: α) την αστυνομική αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητεί την άρση, β) την αξιόποινη πράξη, γ) τις σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του προσώπου κατά του οποίου διενεργείται η άρση, δ) την αιτιολογία επιβολής της άρσης, ιδίως την αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης του εγκλήματος με άλλο τρόπο, ε) τον σκοπό της άρσης, στ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ζ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, η) την εδαφική έκταση εφαρμογής, εφόσον απαιτείται για τις ανάγκες της άρσης, και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης, θ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης, και ι) τα στοιχεία του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων επιβάλλεται η άρση. 5……….. 6. Η άρση του απορρήτου μπορεί να επιβληθεί υπό τους όρους της παρ. 3 του παρόντος και κατά τρίτου αμέτοχου στο έγκλημα προσώπου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 254 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96). 7…….. 8. Η Α.Δ.Α.Ε., μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου της άρσης του απορρήτου και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τον θιγόμενο, του γνωστοποιεί την επιβολή του μέτρου αυτού εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε. Περαιτέρω, στην παρ. 4 του άρθρου 8 του ιδίου ως άνω νόμου (5002/2022) με τίτλο “Διαδικασία άρσης του απορρήτου” ορίζεται ότι: “4. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίπτωση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση, η χρονική διάρκεια δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τους δέκα (10) μήνες. Υπέρβαση του ορίου του δευτέρου εδαφίου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας, εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και η εξακολούθηση της συνδρομής των στοιχείων αυτών επιβεβαιώνεται σε κάθε παράταση της ισχύος της άρσης. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου. Σε κάθε περίπτωση, με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση διατάσσεται η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή εξέλειπαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου”. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022, που αποτελούν δικονομικές διατάξεις με συνέπεια η τυχόν εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τους να μην μπορεί να θεμελιώσει τον εκ του άρ. 484 παρ.1 στοιχ. β’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, στις οποίες ρητά αναφέρεται ότι για λόγους διακρίβωσης των αναφερομένων στον ως άνω νόμο εγκλημάτων και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι άρσης του απορρήτου, η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες, ότι οι παρατάσεις της (χρονικής διάρκειας άρσης απορρήτου) δεν υπερβαίνουν τους δύο (2) μήνες, κάθε φορά, και ότι σε κάθε περίπτωση οι παρατάσεις άρσης του απορρήτου δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τους δέκα (10) μήνες, καταδεικνύεται η βούληση του νομοθέτη να προσδιορίσει την έναρξη και λήξη του χρονικού διαστήματος ισχύος της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, εφόσον η τελευταία αναφέρεται στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, τόσο για το μέλλον, όσο και για το παρελθόν.
Συνεπώς, η τήρηση του επιτρεπτού χρονικού διαστήματος διάρκειας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, που καθορίζεται από το νόμο, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, σε δύο (2) μήνες, των τυχόν παρατάσεων αυτής σε δύο (2) μήνες εκάστη, και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι άρσης του απορρήτου, και του ανώτατου επιτρεπόμενου χρονικού διαστήματος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σε δέκα (10) μήνες, αφορά τόσο στο μέλλον, όσο και στο παρελθόν. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.στ’ του ΚΠΔ “Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α)…., β)…., γ)…, δ)…, ε)…, στ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 310 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρο 438)”. Στην προκειμένη περίπτωση από την, παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ’αρ. 479/2024 βούλευμα του, έκανε δεκτό το με αρ. πρωτ. 81/1-2-2024 αίτημα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών της Ανακρίτριας του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, που υποβλήθηκε στα πλαίσια διενεργείας κυρίας ανάκρισης σε βάρος του κατηγορούμενου Θ. Α. του Μ., μεταξύ άλλων, και για την κακουργηματική πράξη της κατοχής και εμπορίας πιστολιών και περιστρόφων με σκοπό τη διάθεσή του σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος, δοθέντος ότι: α) αφενός μεν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του ανωτέρω κατηγορούμενου, β) αφετέρου δε υπήρχε αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης με άλλον τρόπο του ανωτέρω εγκλήματος, και διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών επί της αναφερόμενης συσκευής κινητού τηλεφώνου και των εντός αυτής αναφερομένων κάρτας μνήμης και κάρτας sim, η οποία (συσκευή) βρέθηκε και κατασχέθηκε στην κατοχή του ως άνω κατηγορούμενου, δυνάμει της αναφερόμενης έκθεσης σωματικής έρευνας -σε άνδρα- των αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας, στο πλαίσιο προηγηθείσας αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης, κατ’ άρ. 245 παρ.2 ΚΠΔ, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ενδελεχής έλεγχος από την Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών/Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, αναφορικά με το σύνολο των ανωτέρω κατασχεθέντων πειστηρίων, για το χρονικό διάστημα από 3-7-2023 [προηγούμενος έλεγχος αποθήκης οπλισμού του ΑΤ’ …] έως τις 17-1-2024 [σύλληψη του ανωτέρω κατηγορούμενου], και συγκεκριμένα η Δ.Ε.Ε./Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων (συντασσομένης σχετικής εκθέσεως εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης): 1] Να προβεί στην εξέταση των προαναφερομένων ψηφιακών πειστηρίων, και ειδικότερα στην εξαγωγή του συνόλου των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών και αρχείων video, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των λογισμικών ανταλλαγής μηνυμάτων, δεδομένων επικοινωνίας μέσω δικτύων κινητής τηλεφωνίας και διαδικτύου, καθώς και πάσης φύσεως δεδομένων που θα προκύψουν κατά την εξέταση και 2] Να διακριβώσει, για το ίδιο χρονικό διάστημα: α) εάν στα ανωτέρω κατασχεμένα πειστήρια υπάρχουν αποθηκευμένοι αριθμοί τηλεφώνων, αποθηκευμένες εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις, μηνύματα κάθε είδους και να προβεί στην εκτύπωση του περιεχομένου των μηνυμάτων, και β) εάν υπάρχουν διαγραμμένα αρχεία εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων, καθώς και μηνυμάτων κάθε είδους και σε θετική περίπτωση να προβεί σε ανάκτηση και στην εκτύπωσή του περιεχομένου τους. Γ) Οι εταιρίες κινητής τηλεφωνίας COSMOTE, VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε. και οι εταιρίες σταθερής τηλεφωνίας O.T.E.-A.E., VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε. να γνωρίσουν στην Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, το ταχύτερο δυνατό, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή: 1) Οι μεν εταιρίες κινητής τηλεφωνίας COSMOTE, VODAFOΝΕ και NOVA Μ.Α.Ε.: Α) τις τηλεφωνικές συνδέσεις που ενεργοποιήθηκαν στην ανωτέρω κατασχεμένη τηλεφωνική συσκευή με αριθμούς IMEI 1: … και IMEI 2: …, για το χρονικό διάστημα από τις 03-7-2023 έως τις 17-01-2024, Β) τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις των συνδρομητών των τηλεφωνικών συνδέσεων που θα προκύψουν από την προηγούμενη παράγραφο “1-Α”, για το ίδιο χρονικό διάστημα (03/7/2023 – 17/01/2024), τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους που κάλεσαν ή κλήθηκαν από τις προαναφερόμενες τηλεφωνικές συνδέσεις, τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν στις συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν και τους αριθμούς ΙΜΕΙ των τηλεφωνικών συσκευών που χρησιμοποιήθηκαν στις προαναφερόμενες συνομιλίες και Γ) τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και τις διευθύνσεις κατοικίας των συνδρομητών των τηλεφωνικών συνδέσεων των προηγούμενων παραγράφων “1-Α” και “1-Β”, καθώς και τυχόν άλλες τηλεφωνικές συνδέσεις που αυτοί έχουν ενεργοποιήσει στο όνομά τους και 2) Οι δε εταιρίες σταθερής τηλεφωνίας Ο.T.Ε. Α.E., VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε. τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις των συνδρομητών τους με τις τηλεφωνικές συνδέσεις των προηγούμενων παραγράφων “1-Α” και “1-Β”, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας αυτών των συνδρομητών τους, για το χρονικό διάστημα από τις 03-7-2023 έως τις 17-01-2024. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών διατάσσοντας με το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμά του (479/2024) την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών της αναφερομένης σ’ αυτό συνδέσεως κινητής τηλεφωνίας, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας αυτής, για το παρελθόν, εφάπαξ, για το χρονικό διάστημα από 3-7-2023 έως 17-1-2024, επιλήφθηκε και αποφάνθηκε καθ’ υπέρβαση της προαναφερόμενης από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 εξουσίας του, καθόσον καθόρισε το χρονικό εύρος της διαταχθείσας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, που αναφερόταν σε εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, εφάπαξ, για χρονικό διάστημα πέραν των δύο (2) μηνών, παρά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρ. 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022, που σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, προβλέπουν ότι η διάρκεια άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες και ότι οι παρατάσεις αυτής μπορούν να διατάσσονται για διάστημα δύο (2) μηνών, κάθε φορά, με την ίδια διαδικασία και υπό τον όρο της εξακολούθησης συνδρομής των λόγων άρσης του απορρήτου, έως το μέγιστο επιτρεπόμενο χρονικό διάστημα των δέκα (10) μηνών. Πέραν των ανωτέρω, το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διέλαβε παραδοχές περί της τυχόν ύπαρξης λόγων για την θεμελίωση της εξακολούθησης της άρσης του απορρήτου των επίμαχων τηλεφωνικών συνδέσεων για το πέραν του πρώτου διμήνου χρονικό διάστημα άρσης του απορρήτου. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου, ήτοι του Αρεoπαγίτη Λεωνίδα Χατζησταύρου, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος και, συνακόλουθα, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, διότι:
Κατά το άρθρο 19 του Συντάγματος: “1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2 (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε, μαζί με την παράγραφο 3, με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής). Νόμος ορίζει τα σχετικά με την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α”. Τα ελληνικά Συντάγματα του 19ου αιώνα προέβλεπαν το απαραβίαστο του απορρήτου των επιστολών. Το Σύνταγμα του 1927, στο άρθρο 12, επεξέτεινε την προστασία του απορρήτου, εκτός από τις επιστολές και στα τηλεφωνήματα και τηλεγραφήματα, ενώ το άρθρο 20 του Συντάγματος του 1952 όριζε ότι το απόρρητο των επιστολών και της ανταπόκρισης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απολύτως απαραβίαστο. Τέλος, στο ως άνω άρθρο 19 του Συντάγματος του 1975, σε σχέση με την προγενέστερη ρύθμιση, προστέθηκε το επίθετο “ελεύθερη” στο ουσιαστικό ανταπόκριση, καθώς επίσης και η λέξη “επικοινωνία”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημόσιων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, με τις συνταγματικές αυτές διατάξεις θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφάλισης του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ’ εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώμης) αλλά το απόρρητο του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνον στα γραπτά μηνύματα (επιστολές), αλλά και σε οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας, επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Συγκεκριμένα, καθιερώνεται η προστασία της επικοινωνίας, με την έννοια της ανταλλαγής διανοημάτων, ειδήσεων γνωμών και συναισθημάτων εφόσον διεξάγεται εντός πλαισίων οικειότητας και εμπιστευτικότητας. Προστατεύεται, δηλαδή, το δικαίωμα του ατόμου να μοιράζεται με πρόσωπο της επιλογής του σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα, χωρίς τον κίνδυνο της αποκάλυψης αυτών σε τρίτους και χωρίς να ζει με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική έκφραση, στα πλαίσια μιας ιδιωτικής επικοινωνίας, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του [(Ολ. ΑΠ 1/2001 (Ποιν)]. Με βάση δε τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), έκφανση του ανθρώπινου δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, κατ’ άρθρο 8 παρ.1 της ΕΣΔΑ, αποτελεί και το απόρρητο των επικοινωνιών, που καλύπτει την ασφάλεια και την προστασία της εμπιστευτικότητας των ταχυδρομικών επιστολών, των τηλεφωνικών κλήσεων (ΕΔΔΑ, Halford κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 25-6-1997, Amann v. Switzerland, απόφαση της 16-2-2000, Malone κατά Η.Β., απόφαση της 2-8-1984), του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου καθώς και κάθε μορφής επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου (ΕΔΔΑ, Copland κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 3-4-2007). Στην επικοινωνία εξ αποστάσεως παραδοσιακά γίνεται διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο της επικοινωνίας και στα εξωτερικά στοιχεία αυτής, που εξατομικεύουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα αυτή. Οι πληροφορίες που μπορούσαν να αντληθούν από τα εξωτερικά στοιχεία των υπαρχόντων επικοινωνιακών μέσων, κατά τη θέσπιση των ως άνω Συνταγμάτων, ήταν περιορισμένες και χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Συγκεκριμένα, ως προς τα κυριότερα μέσα επικοινωνίας, ήτοι τις επιστολές και τα τηλεγραφήματα αφενός και τη σταθερή τηλεφωνία αφετέρου, από τους μοναδικούς δημόσιους παρόχους (αφού δεν υπήρχε τότε κινητή τηλεφωνία, ούτε παροχή τέτοιων υπηρεσιών από ιδιώτες), τα στοιχεία αυτά ήταν κυρίως, στην πρώτη περίπτωση τα ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη (τα οποία ήταν άλλωστε εμφανή στον αρμόδιο ταχυδρομικό υπάλληλο) και στη δεύτερη περίπτωση οι αριθμοί του καλούντος και καλούμενου αριθμού, τα πρόσωπα στα οποία αυτοί ανήκαν, ο χρόνος και η διάρκεια της κλήσης. Προσθέτως, επισημαίνεται ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα, μεταξύ άλλων, ανώνυμης χρήσης των υπηρεσιών τηλεφωνίας, όπως συνέβη μεταγενέστερα με τη χρήση καρτοκινητών τηλεφώνων, ούτε ενδιαφέρον για τον εντοπισμό των θέσεων των συνομιλούντων (αφού ταυτιζόταν η διεύθυνση κατοικίας με τη θέση της τηλεφωνικής σύνδεσης), όπως συνέβη αργότερα με την κινητή τηλεφωνία και τον προσδιορισμό των θέσεων των μερών με την ενεργοποίηση των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, ούτε αυτοματοποιημένης επεξεργασίας μεγάλου αριθμού σχετικών δεδομένων.
Συνεπώς, δεν θεωρήθηκε από τον συνταγματική νομοθέτη ότι έχρηζαν αυξημένης συνταγματικής προστασίας τα εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών και, συνεπώς, στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ’ αρχήν μόνο το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αυτό γινόταν δεκτό από την κυρίαρχη συνταγματική θεωρία, που ακολουθήθηκε και από την πάγια πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου [Ολ. ΑΠ 1/2017 (Πολ), ΑΠ 78/2021, ΑΠ 2120/2018, ΑΠ 1801/2016, ΑΠ 689/2014, ΑΠ 203/2014, ΑΠ 711/2011, ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 570/2006 και από τη θεωρία, αντί άλλων, Αρ. Μάνεση, Α’ Ατομικές Ελευθερίες, δ’ έκδοση, 1982 σελ. 238, Π. Παραρά, Σύνταγμα 1975, έκδ. 1982, σελ. 293, Ν. Αλιβιζάτο, γνωμοδότηση, σε ΔΙΜΕΕ 2017/8 επ., αντίθ. ΑΠ 1421/2010, ΑΠ 924/2009, ΣτΕ 1593/2016]. Όμως, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, την ψηφιοποίηση της επικοινωνίας, την καθολική χρήση των κοινωνικών δικτύων, την παγκόσμια επικράτηση των φορητών μέσων επικοινωνίας και την ευχέρεια επεξεργασίας τεράστιου όγκου δεδομένων, κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, το τοπίο άλλαξε άρδην στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και, ειδικότερα, στη σημασία των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας, που πλέον χαρακτηρίζονται και ως μεταδεδομένα της επικοινωνίας, τα οποία αποτελούν δεδομένα, που παράγονται ως συνέπεια της διενέργειας μιας επικοινωνίας και αποκαλύπτουν πληθώρα στοιχείων για το γεγονός της επικοινωνίας, ήτοι (ενδεικτικώς, τα δεδομένα κίνησης και θέσης, τα ονοματεπώνυμα, τη διεύθυνση, τους τηλεφωνικούς αριθμούς καλούντος και καλουμένου, τη διεύθυνση IP για τις υπηρεσίες του διαδικτύου, την ημερομηνία, την ώρα έναρξης, λήξης καθώς και τη διάρκεια της επικοινωνίας, την αναπάντητη κλήση, το κενό μήνυμα κ.ο.κ.). Ως εκ τούτου, τα μεταδεδομένα επικοινωνίας αποτελούν μια πλούσια πηγή προσωπικών πληροφοριών για τους χρήστες – υποκείμενα, βάσει των οποίων, μέσω εξελιγμένων υπολογιστικών προγραμμάτων και της δυνατότητας ευχερούς συλλογής, αποθήκευσης και επεξεργασίας τεράστιου όγκου δεδομένων προσωπικών επικοινωνιών, μπορούν να αποκαλύψουν ζωτικές πληροφορίες για την ιδιωτική ζωή των υποκειμένων, όπως τις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, τις φιλικές, ερωτικές ή επαγγελματικές σχέσεις τους, την καταναλωτική τους συμπεριφορά, τις προσωπικές προτιμήσεις τους, την οικονομική τους κατάσταση, τη γεωγραφική θέση του χρήστη – συνδρομητή σε καθημερινή βάση, πληροφορίες τις οποίες τα άτομα δεν είχαν καμία πρόθεση να μοιραστούν δημοσίως. Ενόψει αυτών, έχει σχετικοποιηθεί, σε μεγάλο βαθμό, η διάκριση μεταξύ περιεχομένου και εξωτερικών στοιχείων – μεταδεδομένων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στην ένταξη και των στοιχείων αυτών στην προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού, όπως προεκτέθηκε, δεν υπήρξε τέτοια βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, η οποία μάλιστα δεν εκδηλώθηκε ούτε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, όταν υπήρξε μείζων παρέμβαση στο κεφάλαιο των ατομικών δικαιωμάτων (μεταξύ των οποίων και στο άρθρο 19, στο οποίο έγιναν σημαντικές προσθήκες), μολονότι είχαν ανακύψει έντονα τα σχετικά ζητήματα και υπήρχε εκτεταμένη προβληματική, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση γι’ αυτά, ούτε όμως και κατά τις επακολουθήσασες συνταγματικές αναθεωρήσεις του 2008 και του 2019. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορεί να οδηγήσει σε υπαγωγή στη ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος και των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας ούτε η λεγόμενη “δυναμική ερμηνεία” του Συντάγματος, που συνίσταται στην αλλαγή του νοήματος των συνταγματικών διατάξεων στο πέρασμα του χρόνου, παρότι δεν έχει συντελεσθεί συνταγματική αναθεώρηση και στην επιτρεπτή μεταβολή του νοήματος των συνταγματικών διατάξεων, χωρίς μεταβολή της γραμματικής τους διατύπωσης λόγω μεταβολής των συνθηκών. Όμως, η μη συμπερίληψη των εξωτερικών στοιχείων – μεταδεδομένων των επικοινωνιών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί η προστασία του απορρήτου αυτών από τον κοινό νομοθέτη, οπότε η άρση της μπορεί να προβλέπεται να γίνεται είτε με τις ίδιες προϋποθέσεις, είτε με μεγαλύτερη ευελιξία (εφόσον επιτρέπεται από το ενωσιακό δίκαιο), χωρίς δηλαδή τα αυστηρά συνταγματικά προαπαιτούμενα (για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων). Αντιθέτως, αυτό επιβάλλεται όταν απαιτείται η εισαγωγή εθνικής νομοθεσίας για τη συμμόρφωση με ενωσιακή νομοθεσία (οδηγίες), που ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα. Πράγματι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αρχικά, εκδόθηκε η Οδηγία 97/66/ΕΚ, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα, στην οποία τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας διακρίθηκαν σε δεδομένα κίνησης και χρέωσης. Στη συνέχεια, τα ευρωπαϊκά νομοθετικά όργανα προχώρησαν στην προσαρμογή τόσο της ως άνω Οδηγίας 97/66/ΕΚ, όσο και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, στις νεότερες εξελίξεις των αγορών και των τεχνολογιών των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, για τον λόγο αυτό, εξέδωσαν την Οδηγία 2002/58/ΕΚ (E-Privacy Directive), σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ώστε να διασφαλιστεί ο πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων των πολιτών, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την οδηγία αυτή καθιερώθηκε το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, διευρύνθηκε το πεδίο προστασίας των μεταδεδομένων επικοινωνίας, καθώς προστέθηκε, στις ήδη υπάρχουσες επιμέρους έννοιες των δεδομένων κίνησης και χρέωσης, η έννοια των δεδομένων θέσης, που υπάγονται στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, απαγορεύθηκε κάθε ενέργεια ακρόασης, υποκλοπής, αποθήκευσης ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησής τους, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, ενώ ρυθμίστηκε το ζήτημα της διατήρησης και επεξεργασίας των μεταδεδομένων επικοινωνίας των συνδρομητών, για περιορισμένο χρόνο, για λόγους που αφορούν στη μετάδοση της επικοινωνίας, υπό ορισμένες επιφυλάξεις, αναφερόμενες αφενός μεν στη χρέωση της επικοινωνίας, την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών και την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας (δεδομένα κίνησης), αφετέρου δε υπό την προϋπόθεση της ανωνυμοποίησής τους ή της συγκατάθεσης των χρηστών (δεδομένα θέσης). Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 της ίδιας Οδηγίας, δόθηκε η δυνατότητα στα κράτη μέλη να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα, ώστε να εισάγουν εξαιρέσεις από την υποχρέωση της τήρησης του απορρήτου των δεδομένων επικοινωνίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων. Για τον σκοπό αυτό, ορίσθηκε ότι τα κράτη μέλη μπορούν, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα, που επιβάλλουν στους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να διατηρούν δεδομένα επικοινωνίας για ορισμένο χρονικό διάστημα, όταν αυτό δικαιολογείται από έναν εκ των ανωτέρω σκοπών. Ακολούθησε η έκδοση της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, με την οποία τροποποιήθηκε η Οδηγία 2002/58/ΕΚ, καθώς προβλέφθηκε η υποχρεωτική προληπτική διατήρηση και επεξεργασία των μεταδεδομένων επικοινωνίας όλων ανεξαιρέτως των χρηστών και η μη διαγραφή τους από τους παρόχους για χρονικό διάστημα από έξι μήνες έως δύο χρόνια, ώστε να μπορούν οι αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, με σκοπό τη διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Όμως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει της απόφασης Digital Rights Ireland της 8-4-2014, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-293/12 και C-594-12, κήρυξε ανίσχυρη την εν λόγω Οδηγία, δεχόμενο ότι οι ρυθμίσεις της δεν ήταν συμβατές με τα άρθρα 7, 8 και 52 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επαναφέροντας με αυτόν τον τρόπο σε ισχύ το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, σχετικά με τη διατήρηση των μεταδεδομένων επικοινωνίας, ήτοι του άρθρου 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ. Επισημαίνεται δε ότι ένας από τους κύριους λόγους, που επικαλέσθηκε το ΔΕΕ, για την ως άνω κρίση του, ήταν, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ότι, κατά τις προβλέψεις της νέας οδηγίας: “….η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές δεν εξαρτάται από προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, με απόφαση σκοπούσα να περιορίσει την πρόσβαση στα δεδομένα και την εν συνεχεία χρήση τους στον απολύτως αναγκαίο βαθμό….”. Συναφώς, στην εσωτερική νομοθεσία, θεσμοθετήθηκαν τα ακόλουθα: Στο π.δ. 47/2005 (Διαδικασίες καθώς και τεχνικές και οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη διασφάλισή του), που εκδόθηκε κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης του ν. 3115/2003, ακολουθήθηκαν τα οριζόμενα στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ, με αποτέλεσμα να προβλεφθεί σαφώς η υπαγωγή των δεδομένων κίνησης και θέσης κάθε είδους επικοινωνίας, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών, στο πεδίο προστασίας του επικοινωνιακού απορρήτου. Με το ανωτέρω π.δ. περιγράφηκαν αναλυτικά τα είδη και τα στοιχεία της επικοινωνίας, που υπάγονται στην προστασία του απορρήτου, μεταξύ των οποίων και τα εξωτερικά στοιχεία – μεταδεδομένα, για τα οποία προβλέπεται ότι εφαρμόζεται η διαδικασία άρσης του απορρήτου, σύμφωνα με το ν. 2225/1994. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο ως άνω π, δ. ορίζεται ότι αντικείμενο μιας διάταξης άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας αποτελούν και τα μεταδεδομένα επικοινωνίας, τα οποία αναλύει εξαντλητικά (άρθρα 4, 7). Περαιτέρω, δυνάμει του ν. 3471/2006, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2002/58/ΕΚ, κατά τα οριζόμενα σ’ αυτήν, στο πλαίσιο της παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας διακρίθηκαν σε δεδομένα κίνησης και θέσης και εντάχθηκαν στην προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, επιπλέον δε ορίσθηκε ότι η άρση του απορρήτου αυτών γίνεται υπό τις προϋποθέσεις και κατά τις διαδικασίες, που προβλέπονται στο άρθρο 19 του Συντάγματος (άρθρο 4 παρ. 1), ήτοι σύμφωνα με τον ν. 2225/1994. Επιπροσθέτως, με τον ν. 3783/2009 προβλέφθηκε η υποχρέωση των παρόχων δικτύων ηλεκτρονικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ταυτοποίησης των χρηστών υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, με την καταγραφή των προσωπικών στοιχείων των συνδρομητών, αλλά και των στοιχείων ταυτοποίησης των κινητών συσκευών και καρτών SIM. Ορίσθηκε δε ότι η πρόσβαση των διωκτικών αρχών στα τηρούμενα από τον πάροχο στοιχεία ταυτότητας συνδρομητή και ταυτοποίησης κινητού τερματικού (που αποτελούν εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας) επιτρέπεται υπό τους όρους του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 (άρθρο 5), δηλαδή αυτά υπάγονται στην προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών. Εξάλλου, δυνάμει του ν. 3917/2011, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη η ως άνω (ακυρωθείσα εκ των υστέρων από το ΔΕΕ) Οδηγία 2006/24/ΕΚ, προβλέφθηκε η υποχρέωση των παρόχων διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών να διατηρούν τα μεταδεδομένα επικοινωνίας όλων ανεξαιρέτως των συνδρομητών, ήτοι τα δεδομένα κίνησης και θέσης, ακόμα και των ανεπιτυχών κλήσεων, επί δώδεκα μήνες από την ημερομηνία της επικοινωνίας, προκειμένου τα δεδομένα αυτά να καθίστανται διαθέσιμα στις αρμόδιες Αρχές για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, ενώ προβλέπεται ότι, μετά την πάροδο του δωδεκαμήνου, τα ως άνω αποθηκευμένα δεδομένα καταστρέφονται με αυτοματοποιημένο τρόπο. Ρητά δε αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του νόμου ότι η εν λόγω υποχρέωση των παρόχων δεν περιλαμβάνει τη διατήρηση του περιεχομένου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ενώ, στο άρθρου 4 του νόμου ορίζεται ότι τα ως άνω διατηρούμενα δεδομένα “….παρέχονται μόνο στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που ορίζονται στο ν. 2225/1994”, δηλαδή υπάγονται στο απόρρητο των επικοινωνιών και η άρση του απορρήτου αυτών γίνεται υπό τις προϋποθέσεις και κατά τη διαδικασία του σχετικού ν. 2225/1994. Τέλος, με το άρθρο 254 του νέου ΚΠΔ (ν. 4620/2019), ορίσθηκε ότι για τα αναφερόμενα σ’ αυτό σοβαρά εγκλήματα, η έρευνα μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων και την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ή των δεδομένων θέσης και κίνησης αυτών, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994. Από τα ανωτέρω συνάγεται σαφέστατα ότι τα διατηρούμενα από τους παρόχους, σύμφωνα με τον νόμο, εξωτερικά στοιχεία – μεταδεδομένα των χρηστών των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που, όπως προεκτέθηκε δεν υπάγονται στην προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, βάσει της κοινής νομοθεσίας, που εισήχθη σε συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο, υπάγονται στο απόρρητο των επικοινωνιών, όπως ακριβώς το περιεχόμενο της επικοινωνίας, η δε άρση του απορρήτου αυτών, για όσο χρονικό διάστημα διατηρούνται (ήτοι για δώδεκα μήνες), γίνεται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και κατά την ίδια, καταρχήν, διαδικασία, που ορίζεται στον σχετικό εφαρμοστικό νόμο του Συντάγματος, ήτοι προηγουμένως του ν. 2225/1994 και ήδη του ν. 5002/2022. Η συνταγματική προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται και λήγει με το πέρας της. Συγκεκριμένα, η προστασία του απορρήτου τελειώνει από την στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Αντιθέτως, το προϊόν τηλεφωνικής υποκλοπής, που έχει αποτυπωθεί σε υλικό φορέα, εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 19 παρ.1 του Συντάγματος, διότι δεν μπορούσε να συλλεγεί παρά μόνο κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας και, για τον λόγο αυτόν προβλέπεται αυστηρή ποινική μεταχείριση της χρήσης και ειδικότερα της αναμετάδοσης του προϊόντος υποκλοπής, όχι μόνο τη στιγμή που αυτή πραγματοποιείται, αλλά και πολύ μεταγενέστερα. Ειδικότερα, η δικαιολογητική βάση της καθιέρωσης του απορρήτου των επικοινωνιών έγκειται στο γεγονός ότι τα πρόσωπα που επικοινωνούν βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους και πρέπει να εμπιστεύονται τρίτους, δηλαδή τα πρόσωπα ή τους φορείς, που διαμεσολαβούν είτε οι ίδιοι είτε και με τη χρήση της τεχνολογικής υποδομής που διαθέτουν, για τη μεταφορά του μηνύματος, καθόσον, σ’ αυτό το χρονικό στάδιο είναι αυξημένοι οι κίνδυνοι να περιέλθει το μήνυμα στη γνώση τρίτων χωρίς τη βούληση των επικοινωνούντων. Δηλαδή, ο κρίσιμος παράγοντας για την καθιέρωση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι η έλλειψη ελέγχου των μερών κατά τη μεταβίβαση του μηνύματος. Αφότου, όμως, ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος, αυτό περιέρχεται στη σφαίρα επιρροής του και, έκτοτε, η ληφθείσα επιστολή και, ειδικότερα, τα αποθηκευμένα [είτε στον τερματικό εξοπλισμό του, όπως τηλέφωνο, υπολογιστή κλπ, είτε και στο υπολογιστικό νέφος ή σύστημα νεφοϋπολογιστικής (cloud computing), που αποτελεί έναν επιπλέον ψηφιακό χώρο αποθήκευσης δεδομένων], περιεχόμενο επικοινωνίας και εξωτερικά στοιχεία – μεταδεδομένα αυτής δεν διαφέρουν (από άποψη ανεπιθύμητης διαρροής τους σε τρίτους), από άλλα αρχεία δεδομένων, που δημιουργήθηκαν εξαρχής από τους ίδιους τους χρήστες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθόσον πλέον δεν υφίστανται οι ανωτέρω κίνδυνοι (της έλλειψης ελέγχου αυτών), ενώ ο ίδιος ο παραλήπτης, που ελέγχει πλέον το μήνυμα, μπορεί να πράξει ό, τι νομίζει σε σχέση μ’ αυτό. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να κρατήσει την επιστολή που έλαβε, να την δώσει σε τρίτον, να την καταστρέψει κλπ, ενώ τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έλαβε, μπορεί επίσης να τα διατηρήσει, να τα αλλοιώσει, να τα ανωνυμοποιήσει, να τα διαγράψει κλπ, όπως επίσης μπορεί να χρησιμοποιήσει κωδικούς πρόσβασης, να κάνει χρήση προγραμμάτων κρυπτογράφησης ή ακόμη και να καταστρέψει τη συσκευή, που χρησιμοποίησε για την ηλεκτρονική επικοινωνία. Κατ’ αντιδιαστολή, επισημαίνεται ότι η έλλειψη ελέγχου των επικοινωνούντων στα τηρούμενα από τους παρόχους των ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταδεδομένα, σε συνδυασμό με όσα προεκτέθηκαν για την δυνατότητα άντλησης πλήθους στοιχείων από αυτά, αποτελεί τη δικαιολογητική βάση, που οδήγησε τον ενωσιακό και τον εσωτερικό νομοθέτη στην υπαγωγή των μεταδεδομένων αυτών, για επικοινωνίες, στις οποίες έχει ήδη γίνει η μεταβίβαση των μηνυμάτων, στις περί απορρήτου διατάξεις, κατά τα προαναφερθέντα. Πέραν αυτών, δεν θα ήταν ρεαλιστικό να θεωρηθεί ότι το αρχείο επιστολών, που διατηρεί κάποιος στην οικία του ή τα ηλεκτρονικά μηνύματα, που διατηρεί κάποιος στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή ή και στο υπολογιστικό νέφος, επί σειρά ετών ή και δεκαετιών, υπάγονται στις διατάξεις περί απορρήτου.
Συνεπώς, από το χρονικό σημείο της, κατά τα άνω, λήξης της επικοινωνίας και έπειτα, κάθε στοιχείο (μήνυμα και εξωτερικά στοιχεία) μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων ή του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού (άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος αντιστοίχως) και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου, κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, Libert κατά Γαλλίας, απόφαση της 22-2-2018, Copland κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 3-4-2007), αλλά το μεν μήνυμα δεν καλύπτεται πλέον από τη συνταγματική προστασία του απορρήτου, τα δε εξωτερικά στοιχεία, όπως προεκτέθηκε, δεν υπάγονται στη συνταγματική αυτή προστασία [βλ. Ολ. ΑΠ 1/2017 (Πολ.), ΑΠ 954/2020 και από την παλαιά νομολογία ήδη του 19ου αιώνα (για το απόρρητο των επιστολών) τις αναφερόμενες από τον Ν. Αλιβιζάτο στη γνωμοδότησή του, σε ΔΙΜΕΕ 2017/8 επ., ΑΠ 248/1871, 169/1893, 76/1894, 245/1899, από δε τη θεωρία, αντί άλλων, Ν. Σαρίπολο, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος, 1923 σελ. 146-147, Αρ. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, Α` Ατομικές ελευθερίες, δ’ έκδοση, 1982, σελ. 232 επ., Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, δ’ έκδοση, 2012, σελ. 353 επ., Ν. Αλιβιζάτο, γνωμοδότηση, σε ΔΙΜΕΕ 2017/8 επ.]. Όσον αφορά στη σχέση της ως άνω Οδηγίας 2002/58 με εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις συλλογής, διατήρησης και διαβίβασης σε αρμόδιες κρατικές αρχές δεδομένων επικοινωνίας, για σκοπούς δημόσιας και εθνικής ασφάλειας και αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, το ΔΕΕ έκρινε ότι στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εμπίπτουν νομοθετικά μέτρα, τα οποία επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων κίνησης και θέσης, αλλά και νομοθετικά μέτρα, που τους επιβάλλουν την υποχρέωση παροχής στις εθνικές αρχές των δεδομένων αυτών. Αντιθέτως, όταν τα κράτη μέλη θέτουν απευθείας σε εφαρμογή μέτρα παρεκκλίνοντα από το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, χωρίς να επιβάλλουν υποχρεώσεις επεξεργασίας στους παρόχους τέτοιων υπηρεσιών, η προστασία των προσώπων, στα οποία αφορούν τα μέτρα, δεν διέπεται από την ως άνω Οδηγία 2002/58, αλλά μόνο από το εθνικό δίκαιο (ΔΕΕ, υποθέσεις HYA, IP, DD, ZI, SS, C-349/21 σκ. 36, Privacy International, C-623/17 σκ. 39, 46-49, La Quadrature du Net, (συνεκδ. υποθέσεις C-511/18, 512/18, 520/18) σκ. 96, 103).
Συνεπώς, οι εθνικές αρχές, για τις δραστηριότητές τους, που αναφέρονται στην πρόσβασή τους στο περιεχόμενο και στα δεδομένα επικοινωνίας (όπως παρακολούθηση, υποκλοπή, έρευνα, συλλογή, αποθήκευση, διαβίβαση σε τρίτους), εφόσον διενεργούν αυτοτελώς τις επιχειρησιακές τους επεμβάσεις, για τους ανωτέρω σκοπούς, υπόκεινται μόνο στις διατάξεις του Συντάγματος και της εσωτερικής νομοθεσίας, αλλά και της ΕΣΔΑ, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αντιθέτως, εφόσον η πρόσβαση γίνεται μέσω των εταιρειών παροχής ηλεκτρονικών επικοινωνιών, επιβάλλοντας υποχρεώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σ’ αυτές, οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της ως άνω οδηγίας, συνακόλουθα δε και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως δε κρίθηκε στην εντελώς πρόσφατη, από 4-10-2024 απόφαση του ΔΕΕ CG, C-548/21, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2002/58 η απόπειρα των αστυνομικών αρχών να αποκτήσουν απευθείας πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (ψηφιακά δεδομένα), που περιέχονταν σε κινητό τηλέφωνο, χωρίς να έχει ζητηθεί παρέμβαση παρόχου υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Σημειώνεται επίσης ότι, με την ως άνω Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη με τον ν. 4624/2019 (Δ’ Κεφάλαιο), θεσπίζονται κανόνες που αφορούν στην προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από αρμόδιες αρχές, όπως οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους. Στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών διατάξεων εμπίπτει και η διενέργεια ανακριτικών πράξεων, που αποσκοπούν στην συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού στην ποινική διαδικασία, εφόσον προϋποθέτουν ή συνεπάγονται την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως η άρση του απορρήτου επικοινωνιών κατηγορουμένου ή η κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επ’ αυτών. Πάντως, σε σχέση με τα ανωτέρω ζητήματα, επισημαίνεται ότι, με την από 10-2-2021 πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου “για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στης ηλεκτρονικές επικοινωνίες και την κατάργηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (κανονισμός για την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες” (Κανονισμός e-Privacy”), προβλέπεται η κατάργηση της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ του περιεχομένου και των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας, που πλέον υπάγονται στην έννοια των δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και προστατεύονται εξίσου από το απόρρητο της επικοινωνίας. Εξάλλου, προβλέπεται ότι η προστατευόμενη από το απόρρητο ηλεκτρονική επικοινωνία δεν θα καλύπτει πλέον τη μετάδοση της επικοινωνίας μέχρι το χρονικό σημείο της παραλαβής του περιεχομένου της από τον παραλήπτη, αλλά επιπλέον και τις αποθηκευμένες πληροφορίες, μετά την ολοκλήρωση της μετάδοσης, στον τερματικό εξοπλισμό (ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τηλέφωνα κλπ) των τελικών χρηστών (βλ. το υπ’ αριθμ. 6087/10-2-2021 έγγραφο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της ΕΕ). Αν και χαρακτηρίζεται ως “απόλυτο”, το απόρρητο της επικοινωνίας αίρεται κατά τους όρους που θέτει η ίδια συνταγματική διάταξη. Μέχρι την ισχύ του ν. 5002/2022, τα σχετικά θέματα ρύθμιζε ο εφαρμοστικός του Συντάγματος νόμος 2225/1994. Δεδομένου, όμως, του γεγονότος ότι, κατά τη ρύθμιση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου δεν αναφερόταν ρητά στον νόμο ότι αυτή αφορούσε και στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, η νομολογία του Αρείου Πάγου, παρά την εισαγωγή της ως άνω νομοθεσίας από το 2005 και εντεύθεν, παρέμεινε στην άποψη ότι τα στοιχεία αυτά δεν εντάσσονται στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου περί απορρήτου και, συνεπώς, δεν εφαρμόζονται επ’ αυτών οι διατάξεις για την άρση του απορρήτου (βλ. τις αναφερόμενες ανωτέρω αποφάσεις του ΑΠ για τη μη υπαγωγή των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος). Με τον ν. 5002/2022, με τον οποίο ρυθμίσθηκαν εκ νέου τα ζητήματα του απορρήτου των επικοινωνιών, οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 4 και 8 παρ. 4 έχουν ως ακολούθως: Άρθρο 6 “…..4. Το βούλευμα ή η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, περιλαμβάνει: α) την αστυνομική αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητεί την άρση, β) την αξιόποινη πράξη, γ) τις σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του προσώπου κατά του οποίου διενεργείται η άρση, δ) την αιτιολογία επιβολής της άρσης, ιδίως την αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης του εγκλήματος με άλλο τρόπο, ε) τον σκοπό της άρσης, στ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ζ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, η) την εδαφική έκταση εφαρμογής, εφόσον απαιτείται για τις ανάγκες της άρσης, και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης, θ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης, και ι) τα στοιχεία του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων επιβάλλεται η άρση”. Άρθρο 8 “….4. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίπτωση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση, η χρονική διάρκεια δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τους δέκα (10) μήνες. Υπέρβαση του ορίου του δευτέρου εδαφίου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας, εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και η εξακολούθηση της συνδρομής των στοιχείων αυτών επιβεβαιώνεται σε κάθε παράταση της ισχύος της άρσης. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου. Σε κάθε περίπτωση, με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση διατάσσεται η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή εξέλειπαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου”. Με τις ως άνω διατάξεις του νέου νόμου, εντάχθηκαν ρητώς και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας στο πεδίο επιβολής της άρσης του απορρήτου (άρθρ. 6 παρ. 4 περ. ζ) και, συνεπώς, γίνεται δεκτό ότι και αυτά υπάγονται στην προστασία του απορρήτου. Η άρση του απορρήτου των εξωτερικών στοιχείων μπορεί να αναφέρεται στο μέλλον, όταν επιβάλλεται η άρση του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ενός προσώπου για τον εφεξής χρόνο, οπότε, συνήθως γίνεται συγχρόνως και άρση του απορρήτου του περιεχομένου των επικοινωνιών του. Μπορεί, όμως, να αναφέρεται στο παρελθόν, οπότε οι πάροχοι των ηλεκτρονικών επικοινωνιών υποχρεούνται να χορηγήσουν στην αρμόδια αρχή, που ζητεί την άρση του απορρήτου, στοιχεία επικοινωνιών (μεταδεδομένα), που διατηρούν αποθηκευμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3917/2011. Όπως προαναφέρθηκε, στο άρθρο 8 παρ. 4 του ν. 5002/2022 η διαδικασία άρσης του απορρήτου ρυθμίζεται με όμοιο τρόπο με αυτόν του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 (άρθρ. 5 παρ. 6), προσήκουσα δηλαδή σε μελλοντική άρση, επιβαλλόμενη για χρονικό διάστημα μέχρι δύο μήνες κάθε φορά, που μπορεί να παραταθεί, εφόσον εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης, με μέγιστη συνολική χρονική διάρκεια τους δέκα (10) μήνες, ενώ με τον προγενέστερο νόμο ήταν δώδεκα (12) μήνες. Σύμφωνα με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εφόσον δεν γίνεται διάκριση στον νόμο, η ίδια διαδικασία πρέπει να ακολουθηθεί και στην περίπτωση άρσης του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, όταν ζητούνται παρελθοντικά στοιχεία, οπότε, σε κάθε περίπτωση, πρέπει, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, να ζητηθούν αρχικά στοιχεία για ένα δίμηνο, στη συνέχεια, εφόσον είναι αναγκαίο, στοιχεία για ένα ακόμη δίμηνο κ.ο.κ, μέχρι τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος δέκα (10) μηνών. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση κρίνεται εσφαλμένη, όπως προκύπτει από τα ακόλουθα: Α) Ιστορική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. Στο σχέδιο του νέου νόμου, που είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, και κατά βάση επαναλάμβανε τις ίδιες ρυθμίσεις για την άρση του απορρήτου με αυτές του μέχρι τότε ισχύοντος ν. 2225/1994, μεταξύ των στοιχείων του βουλεύματος ή της διάταξης, που επέβαλλε την άρση του απορρήτου, δεν περιλαμβανόταν και αυτό, που περιλήφθηκε αργότερα στον νόμο 5002/2022, ως στοιχείο ζ’ του άρθρου 6 παρ. 4, ήτοι το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής (βλ. σε www.opengov.gr). Η προσθήκη αυτή έγινε κατόπιν των παρατηρήσεων της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, που υπέβαλε κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης, όπου, μεταξύ άλλων, ανέφερε εύστοχα για το σχέδιο και τα εξής: “Δεν λαμβάνει υπόψη την υποχρέωση υπαγωγής των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας (“δεδομένων κίνησης και θέσης” – “μεταδεδομένων”) στην προστασία του απορρήτου και επομένως και στην διαδικασία άρσης του, ενώ τούτο προβλέπεται ρητά τόσο από το ενωσιακό δίκαιο, όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και ΔΕΕ, όσο και από την εθνική νομοθεσία. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση, από τις διατάξεις του άρ. 254 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠΔ προκύπτει σαφώς ότι η ειδική ανακριτική πράξη της άρσης του απορρήτου αφορά “το περιεχόμενο των επικοινωνιών ή τα δεδομένα θέσης και κίνησης αυτών, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994 (Α’ 121), όπως αυτά ισχύουν”” (βλ. το κείμενο των παρατηρήσεων στη διαδικτυακή διεύθυνση www.hcba.gr). Μολονότι, όμως, ορθώς έγινε στον νέο νόμο η ως άνω προσθήκη για το αντικείμενο της άρσης του απορρήτου, ώστε να συμπεριληφθούν ρητώς και τα εξωτερικά στοιχεία – μεταδεδομένα της επικοινωνίας στην προστασία του απορρήτου και στην άρση της, ο νομοθέτης (προφανώς ακουσίως ή επειδή θεώρησε αυτονόητο ότι τα στοιχεία αυτά, εάν ανάγονται στο παρελθόν, δεν υπάγονται στις διαδοχικές δίμηνες άρσεις του απορρήτου, όπως ευχερώς θα προέκυπτε απλώς με αναλογική εφαρμογή της διάταξης για τα παρελθοντικά στοιχεία), παρέλειψε να αναφερθεί ειδικά για την περίπτωση αυτή, αφήνοντας αναλλοίωτη τη διάταξη του σχεδίου νόμου, που ήταν όμοια με τη σχετική ρύθμιση του ν. 2225/1994, η οποία, όπως προεκτέθηκε, ήταν δομημένη μόνο για την άρση του απορρήτου, που αναγόταν στο μέλλον. Συναφώς, επισημαίνεται ότι ήδη το 2013, ενόψει της ισχύος της Οδηγίας 2002/58 και, μετά την εισαγωγή στην εθνική έννομη τάξη της ως άνω νομοθεσίας από το 2005 και εντεύθεν, ο Γρ. Τσόλιας, επιχειρηματολογώντας (ορθώς) υπέρ της υπαγωγής και των παρελθοντικών στοιχείων των τηλεπικοινωνιών στην προστασία του απορρήτου και ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 6 του ν. 2225/1994, σχετικά με τη διαδικασία άρσης του απορρήτου αυτών, αφού επισήμαινε ότι η ως άνω διάταξη αποσκοπούσε κυρίως στην άρση του περιεχομένου των επικοινωνιών, ήτοι αναφερόταν στο μέλλον, καθώς δεν νοείται αναδρομική παράταση για το παρελθόν, υποστήριζε ότι, σε περίπτωση άρσης του απορρήτου των ανωτέρω δεδομένων (για παρελθόντα χρόνο), πρέπει να επιλέγεται, κατ’ εφαρμογή της αναγκαίας αναλογίας, το χρονικό διάστημα, που κρίνεται αναγκαίο, μέχρι το ανώτατο όριο των δώδεκα μηνών, για το οποίο οι πάροχοι διατηρούν υποχρεωτικά τα δεδομένα της επικοινωνίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 ν. 3917/2011. Ανέφερε δε χαρακτηριστικά ότι: “Ειδικότερα, αν το αντικείμενο της ανακριτικής διερεύνησης της υπόθεσης αφορά χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του διμήνου, π.χ. την επί εξάμηνο εγκληματική δραστηριότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου και καθίσταται αναγκαία η επεξεργασία των εξωτερικών στοιχείων (δεδομένων) της επικοινωνίας για το εξάμηνο αυτό, με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, καθίσταται δυνατή η εξαρχής άρση του απορρήτου και πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα επικοινωνίας για το χρονικό αυτό χρονικό διάστημα, χωρίς να υπάρχει ανάγκη παρατάσεων επί δίμηνο με την έκδοση περισσοτέρων βουλευμάτων” (βλ. Σ. Παύλου – Θ. Σάμιου, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Απόρρητο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ΙΙ, έκδ. 2013, σελ. 62-64). Β) Λογική – τελολογική ερμηνεία. Η δόμηση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, στο άρθρο 5 παρ. 6 του προϊσχύσαντος ν. 2225/1994 και στο άρθρο 8 παρ. 4 του ισχύοντος ν. 5002/2022, για χρονικό διάστημα μέχρι δύο μήνες αρχικά και στη συνέχεια με παρατάσεις της, διάρκειας επίσης μέχρι δύο μηνών κάθε φορά, με την ίδια διαδικασία και με τους ίδιους όρους, μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου νόμιμου χρονικού διαστήματος, έγινε με βάση την αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε τα αρμόδια όργανα, που επιλαμβάνονται για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών προς διακρίβωση εγκλημάτων (ο ανακριτής, που ζητεί την άρση του απορρήτου, ο εισαγγελέας, που προτείνει και το δικαστικό συμβούλιο, που αποφασίζει), να αποφαίνονται κάθε φορά για την ανάγκη παράτασης ή όχι της άρσης του απορρήτου με βάση τα μέχρι τότε προκύψαντα (κυρίως από την παρακολούθηση) στοιχεία, έτσι ώστε η διάρκεια του ως άνω επαχθούς μέτρου να μην ξεπερνά το αναγκαίο όριο. Ειδικότερα, η ουσιώδης διαφοροποίηση της άρσης του απορρήτου για το μέλλον, σε σχέση με την άρση αυτού για το παρελθόν, έγκειται στο γεγονός ότι, στην πρώτη περίπτωση, (κατά την οποία υφίσταται μια δυναμική διαδικασία), η διάρκεια της άρσης εξαρτάται μεν από το υλικό της δικογραφίας (για την πρώτη χρονική περίοδο της άρσης), ενώ για τις επόμενες (δίμηνες συνήθως) παρατάσεις εξαρτάται κυρίως από τα προκύπτοντα ευρήματα κατά τη διάρκεια της μέχρι τότε παρακολούθησης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, έτσι ώστε να αποφασίζεται κάθε φορά αν είναι αναγκαίο ή όχι να συνεχίζεται η άρση του απορρήτου και η παρακολούθηση. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, (που αφορά σε μια στατική κατάσταση), τα ως άνω αρμόδια όργανα αποφαίνονται για τη διάρκεια της άρσης του απορρήτου των παρελθοντικών στοιχείων αποκλειστικά με βάση τα δεδομένα της δικογραφίας, έχοντας εποπτεία και γνώση από αυτήν του αναγκαίου συνολικού χρονικού διαστήματος της άρσης του απορρήτου. Για παράδειγμα, στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τη διενέργεια κύριας ανάκρισης για την κακουργηματική πράξη της κατοχής και εμπορίας περιστρόφων σε βάρος του κατηγορουμένου, αρχιφύλακα της Ελληνικής Αστυνομίας, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, μετά από αίτηση της αρμόδιας Ανακρίτριας, ζητήθηκε με το προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. 479/2024 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, από τις συγκεκριμένες εταιρείες τηλεφωνίας να γνωστοποιήσουν στην Ανακρίτρια τα αναλυτικώς αναφερόμενα εξωτερικά στοιχεία – μεταδεδομένα των τηλεφωνικών επικοινωνιών, για το χρονικό διάστημα από τις 3-7-2023, οπότε είχε διενεργηθεί ο προηγούμενος έλεγχος της αποθήκης οπλισμού του Α.Τ. … και είχε διαπιστωθεί το απαραβίαστο αυτού, έως τις 17-1-2024, οπότε συνελήφθη ο ανωτέρω κατηγορούμενος. Στην περίπτωση αυτή, είναι φανερό ότι η Ανακρίτρια, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, χρειαζόταν τα αιτούμενα στοιχεία για όλη την ανωτέρω χρονική περίοδο. Η εκδοχή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αίτηση αναίρεσης, ότι η Ανακρίτρια έπρεπε να αιτηθεί και το Συμβούλιο να αποφασίσει την άρση του απορρήτου αρχικά για το πρώτο δίμηνο, ήτοι από 17-11-2023 έως 17-1-2024 και, μόνο αν εξακολουθούσαν να συντρέχουν οι απαιτούμενοι όροι, να προέβαιναν στην άρση του απορρήτου για το επόμενο δίμηνο, ήτοι από 17-9-2023 έως 17-11-2023 κ.ο.κ., παραβλέπει το γεγονός ότι, είτε ανευρίσκονταν είτε δεν ανευρίσκονταν κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία από την άρση του απορρήτου του πρώτου διμήνου, αναγκαία ήταν και η έρευνα του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος μέχρι τις 3-7-2023, γι’ αυτό το ίδιο ισχύει και μετά την έρευνα του δεύτερου διμήνου (17-7-2023 έως 17-9-2023) κ.ο.κ. Όμως, η υιοθέτηση της ως άνω εκδοχής, πέραν της απουσίας οποιασδήποτε εύλογης αιτίας, της καθυστέρησης, που θα συνεπαγόταν για την ανακριτική διαδικασία και της ανώφελης απασχόλησης των εμπλεκόμενων εισαγγελικών και δικαστικών παραγόντων, θα είχε και μια ακόμη δυσμενέστατη συνέπεια. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, βάσει του ν. 3917/2011, μετά την πάροδο του δωδεκαμήνου, τα αποθηκευμένα από τους παρόχους των τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα καταστρέφονται με αυτοματοποιημένο τρόπο. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον εφαρμοζόταν η ως άνω αποδοκιμαζόμενη άποψη, όταν, μετά την άρση του απορρήτου και του τρίτου διμήνου, η Ανακρίτρια θα επιδίωκε την άρση του απορρήτου και του υπόλοιπου χρονικού διαστήματος, που εξαρχής είχε κρίνει αναγκαία, ήτοι από 3-7-2023 έως 17-7-2023, θα διαπίστωνε ότι δεν θα μπορούσε να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών, διότι θα είχαν καταστραφεί. Και, ασφαλώς, πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα θα ανέκυπτε στην περίπτωση που ο Ανακριτής κάποιας υπόθεσης έκρινε εξαρχής αναγκαία την άρση του απορρήτου για ολόκληρη τη χρονική περίοδο των δώδεκα μηνών, κατά την οποία διατηρούνται τα μεταδεδομένα και, με την εφαρμογή της ως άνω διαδικασίας των δίμηνων παρατάσεων, τελικά θα μπορούσε να έχει πρόσβαση μόνο στα δεδομένα του τελευταίου εξαμήνου, διότι τα προηγούμενα θα είχαν καταστραφεί. Εξάλλου, σημειώνεται ότι η διαφαινόμενη στην αίτηση αναίρεσης παραδοχή ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτή από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών η εξαρχής άρση του απορρήτου των επίμαχων τηλεφωνικών συνδέσεων για το πέραν του πρώτου διμήνου χρονικό διάστημα, εφόσον διαλαμβάνονταν στην απόφασή του παραδοχές περί της τυχόν ύπαρξης λόγων για την θεμελίωση της εξακολούθησης της άρσης του απορρήτου, προδήλως αντιφάσκει με όσα προεκτίθενται στην αίτηση για δυνατότητα παράτασης, επί δίμηνο κάθε φορά, μόνο υπό τον όρο της διαπίστωσης, μετά από κάθε δίμηνο, ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι άρσης του απορρήτου. Επιπλέον, όμως, ουδόλως συνάγεται από τον νόμο τέτοια πρόβλεψη, ενώ, αν επιχειρούσε κάποιος να κάνει μια όμοια κατασκευή (επικαλούμενος την ταυτότητα του λόγου) και για τις άρσεις του απορρήτου, που ανάγονται στο μέλλον, ασφαλώς θα διαπίστωνε ότι αυτό αντιβαίνει στη λογική του νόμου κατά τα προεκτεθέντα, πράγμα που καταδεικνύει και επιβεβαιώνει ότι διαφορετική διαδικαστική πορεία αρμόζει στις δύο περιπτώσεις.
Συνεπώς, κατ’ αναλογική απλώς εφαρμογή της ως άνω διάταξης, επί αιτήματος άρσης του απορρήτου εξωτερικών στοιχείων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που ανάγονται στο παρελθόν, αυτή δεν διενεργείται με την διαδοχική ανά δίμηνο άρση του, αλλά επιβάλλεται εξαρχής η άρση του απορρήτου για όλη την αναγκαία χρονική περίοδο, που μπορεί να εκτείνεται μέχρι τη μέγιστη χρονική διάρκεια, που υποχρεούνται να διατηρούν οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα, ήτοι αυτή των δώδεκα (12) μηνών και όχι μόνο των δέκα (10) μηνών, που προβλέπεται στον νόμο για τις αναγόμενες στο μέλλον άρσεις του απορρήτου, καθόσον πρόκειται για διαφορετικές καταστάσεις, αφού, στην τελευταία περίπτωση, επιδιώκεται να έχει την ελάχιστη δυνατή διάρκεια το επαχθές μέτρο της διενεργούμενης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών (παρακολούθησης), ενώ, στην πρώτη περίπτωση, οι επικοινωνίες έχουν ήδη λάβει χώρα και, απλώς, για την άρση του απορρήτου πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε να ζητηθούν εξαρχής εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο για τη διενεργούμενη έρευνα. Ενόψει όλων των ανωτέρω, αβίαστα προκύπτουν, για την υπό κρίση υπόθεση, τα ακόλουθα: Α) Η όλη διαδικασία της έρευνας των κατασχεθέντων ψηφιακών πειστηρίων (συσκευής κινητού τηλεφώνου και των εντός αυτής αναφερόμενων κάρτας μνήμης και κάρτας sim), για τα οποία ζητήθηκε α) η εξαγωγή του συνόλου των δεδομένων, για το χρονικό διάστημα από 3-7-2023 έως τις 17-1-2024, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών και αρχείων video, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των λογισμικών ανταλλαγής μηνυμάτων, δεδομένων επικοινωνίας μέσω δικτύων κινητής τηλεφωνίας και διαδικτύου, καθώς και πάσης φύσεως δεδομένων που θα προέκυπταν κατά την εξέταση, β) η διακρίβωση, για το ίδιο χρονικό διάστημα, εάν στα ανωτέρω κατασχεμένα πειστήρια υπήρχαν αποθηκευμένοι αριθμοί τηλεφώνων, αποθηκευμένες εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις, μηνύματα κάθε είδους και η εκτύπωση του περιεχομένου των μηνυμάτων, και γ) η διακρίβωση εάν υπήρχαν διαγραμμένα αρχεία εισερχομένων και εξερχόμενων κλήσεων, καθώς και μηνυμάτων κάθε είδους και, σε θετική περίπτωση, η ανάκτηση και η εκτύπωση του περιεχομένου τους, δεν υπάγεται στη διαδικασία άρσης του απορρήτου. Πράγματι, εφόσον πρόκειται για έρευνα στον τερματικό εξοπλισμό του χρήστη (κινητό τηλέφωνο, κάρτα μνήμης, κάρτα sim), τα υπάρχοντα σ’ αυτόν στοιχεία επικοινωνίας, ήτοι περιεχόμενο (ηλεκτρονικά μηνύματα, φωτογραφίες, βίντεο, που είχαν αποσταλεί) και εξωτερικά στοιχεία – μεταδεδομένα των επικοινωνιών, (ασφαλώς δε και τα άσχετα με επικοινωνίες στοιχεία, όπως αποθηκευμένοι αριθμοί τηλεφώνων, φωτογραφίες ληφθείσες από τον ίδιο τον κάτοχο κλπ) δεν προστατεύονται από το απόρρητο και, συνεπώς, ο ανωτέρω εξοπλισμός θα μπορούσε να κατασχεθεί και ερευνηθεί, κατά την ανακριτική διαδικασία, για όλα τα ως άνω ψηφιακά δεδομένα, με βάση τις διατάξεις του ΚΠΔ και με παράλληλη τήρηση των οριζόμενων στην Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, όπως ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4624/2019 (Δ’ Κεφάλαιο), δίχως να απαιτείται η τήρηση των διατάξεων για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και χωρίς οποιονδήποτε χρονικό περιορισμό, με σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, έτσι ώστε η έρευνα να περιορίζεται μόνο στα ενδιαφέροντα την υπόθεση στοιχεία. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι αβάσιμος προεχόντως εξ αυτού του λόγου. Β) Με το δεύτερο σκέλος του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ζητήθηκε από τις κάτωθι εταιρείες τηλεφωνίας να γνωστοποιήσουν στην Ανακρίτρια διάφορα εξωτερικά στοιχεία – μεταδεδομένα επικοινωνιών, που διατηρούσαν αποθηκευμένα. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε να γνωστοποιήσουν: 1) Οι μεν εταιρίες κινητής τηλεφωνίας COSMOTE, VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε.: α) τις τηλεφωνικές συνδέσεις που ενεργοποιήθηκαν στην ανωτέρω κατασχεμένη τηλεφωνική συσκευή με αριθμούς ΙΜΕΙ 1: … και ΙΜΕΙ 2: …, για το χρονικό διάστημα από τις 03-7-2023 έως τις 17-01-2024, β) τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις των συνδρομητών των τηλεφωνικών συνδέσεων που θα προέκυπταν από την προηγούμενη παράγραφο “1-Α”, για το ίδιο χρονικό διάστημα (03/7/2023 – 17/01/2024), τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους που κάλεσαν ή κλήθηκαν από τις προαναφερόμενες τηλεφωνικές συνδέσεις, τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν στις συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν και τους αριθμούς ΙΜΕΙ των τηλεφωνικών συσκευών που χρησιμοποιήθηκαν στις προαναφερόμενες συνομιλίες και γ) τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και τις διευθύνσεις κατοικίας των συνδρομητών των τηλεφωνικών συνδέσεων των προηγούμενων παραγράφων “1-Α” και “1-Β”, καθώς και τυχόν άλλες τηλεφωνικές συνδέσεις, που αυτοί έχουν ενεργοποιήσει στο όνομά τους και 2) Οι δε εταιρίες σταθερής τηλεφωνίας Ο.Τ.Ε. Α.Ε., VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε. τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις των συνδρομητών τους με τις τηλεφωνικές συνδέσεις των προηγούμενων παραγράφων “1-Α” και “1-Β”, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας αυτών των συνδρομητών τους, για το χρονικό διάστημα από τις 03-7-2023 έως 17-01-2024. Πρόκειται δηλαδή για αίτημα άρσης του απορρήτου εξωτερικών στοιχείων, ήτοι παρελθοντικών δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που διατηρούν οι πάροχοι τέτοιων υπηρεσιών. Όμως, για τα στοιχεία αυτά, που κατά τον νόμο υπάγονται στην προστασία του απορρήτου, δεν είχε εφαρμογή η διαδοχική ανά δίμηνο άρση του, αλλά η εξαρχής άρση του απορρήτου όλης της αναγκαίας χρονικής περιόδου, σύμφωνα με τα δεδομένα της δικογραφίας. Επομένως, ορθώς η Ανακρίτρια ζήτησε και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε την άρση του απορρήτου εξαρχής για μείζον του διμήνου χρονικό διάστημα, ήτοι από 3-7-2023 έως 17-01-2024, γι’ αυτό ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος και κατ’ αυτό το σκέλος του. Εν τέλει δε, ο ως άνω λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος και, συνακόλουθα, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Μετά ταύτα, κατά τη γνώμη που επικράτησε, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος για τον οποίο ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την, χωρίς βλάβη του κατηγορουμένου, αναίρεση υπέρ του νόμου του προσβαλλόμενου βουλεύματος, λόγω υπερβάσεως της από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 εξουσίας του εκδόσαντος αυτό Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί, υπέρ του Νόμου, το υπ’ αρ. 479/2024 προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, λόγω υπερβάσεως της από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 εξουσίας του εκδόσαντος αυτό ως άνω Συμβουλίου, χωρίς βλάβη του κατηγορουμένου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί υπέρ του Νόμου – κατά πλειοψηφία – το υπ’ αριθ. 479/2024 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2024. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 4/2024: Ρυθμίσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών-Χρονικά όρια και διαδικασίες
Πηγή :