Αριθμός 528/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό και Παναγιώτα Γκουδή – Νινέ – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θ. Π., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Σ. του Ν., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Κ. Τ. και Α. Γ.. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Π. του Χ., κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής, τέως Σ. Ι. του Χ., ονοματεπώνυμο και πατρώνυμο με το οποίο διεξήχθη η πρωτόδικη δίκη. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κυριαζή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-11-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10665/2020 του ίδιου Δικαστηρίου και … του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3-6-2022 αίτησή του και τους από 21-8-2023 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. … τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο, αφού απέρριψε την αντέφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, καθώς και την έφεση του (δευτέρου) εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, δέχθηκε την έφεση της πρώτης εναγομένης (μη διαδίκου στην προκείμενη δίκη) και εξαφάνισε μόνον ως προς αυτή την υπ’ αριθ.10665/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή του αναιρεσιβλήτου ως προς αμφότερους τους εναγόμενους, στη συνέχεια δε, κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση ως προς την πρώτη εναγομένη, απέρριψε ως προς αυτή την αγωγή. Η από 3-6-2022 αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και συνεπώς είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Παραδεκτά επίσης ασκήθηκαν και οι από 21/8/2023 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 22/8/2023 και επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο στις 22/8/2023 (βλ. την υπ’ αριθ. 3174Β/22-8-2023 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Δ. Δ.), δηλαδή 30 πλήρεις ημέρες πριν την ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της αίτησης αναίρεσης στις 25-9-2023, αφού αφορούν στα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, που πλήττονται και με την αναίρεση (άρθρο 569 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να εξετασθούν για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική κατ` είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ.Α.Π.8/2016). Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός, θα πρέπει στην αίτηση αναίρεσης να αναφέρεται: α) ποίες είναι οι αποδείξεις που το δικαστήριο έλαβε υπόψη ενώ ο νόμος δεν επιτρέπει, ή οι αποδείξεις που με επίκληση προσκομίστηκαν και τις οποίες δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας, ή δεν προσκομίσθηκαν και τις έλαβε υπόψη, β) ο κρίσιμος ισχυρισμός, τον οποίο αφορούν οι αποδείξεις και γ) η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο άλλως θα ήταν διαφορετικό (Α.Π.1454/2017). Ειδικότερα οι ένορκες βεβαιώσεις στον ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (Α.Π.1105/2015). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 421, 422 και 424 του Κ.Πολ.Δ., οι οποίες προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 και, κατά την παρ. 4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ως άνω νόμου η ισχύς τους αρχίζει από 1.1.2016, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης τις ένορκες βεβαιώσεις, για τη λήψη των οποίων τηρήθηκαν οι υπό τις σ’ αυτές οριζόμενες προϋποθέσεις, την τήρηση των οποίων έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει όχι μόνο κατ` ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (Α.Π.23/2022, Α.Π.1175/2019, Α.Π.927/2017). Παράλληλα, η επίκληση από το διάδικο της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και να είναι ειδική, ούτως ώστε να προκύπτει από αυτή, ο αριθμός, ο εξετασθείς μάρτυρας και ο εξετάσας και να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκ της μη κλητεύσεως ακυρότητα θεραπεύεται (Α.Π.779/2019, Α.Π.1501/2018, Α.Π.1461/2013). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, η έκθεση επιδόσεως, που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτήν, ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της εκθέσεως επιδόσεως ως πλαστής. Τα περιστατικά, αντίθετα, που βεβαιώνονται σ’ αυτή, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν, από τη φύση τους, στην άμεση αντίληψή του, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επιδόσεως, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθειά τους (Α.Π.1024/2019, Α.Π.720/2019, Α.Π.641/2017). Η νόμιμη κλήτευση του διαδίκου να μετάσχει σε κάποια διαδικαστική πράξη, κατά το άρθρο 139 Κ.Πολ.Δ., αποδεικνύεται μόνο με την έκθεση επίδοσης και ελέγχεται, από το δικαστήριο, το οποίο δεν αρκείται στη βεβαίωση περί τούτου του συμβολαιογράφου, ενώπιον του οποίου έγινε η εξέταση του μάρτυρα, αφού ο τελευταίος δεν είναι αρμόδιος να ελέγξει τούτο (Α.Π.436/2007, Α.Π.835/2006). Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι ο διάδικος που επικαλείται και προσκομίζει ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες δεν βεβαιώνεται ότι παραστάθηκε ο αντίδικός του, οφείλει να επικαλεσθεί και να προσκομίσει τα σχετικά αποδεικτικά επίδοσης της σχετικής κλήσης, ότι νομότυπα και εμπρόθεσμα είχε καλέσει τον αντίδικό του να παραστεί κατά τη δόση των ενόρκων βεβαιώσεων (Α.Π.1337/2010). Περαιτέρω, ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αφορά σε ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις, που χαρακτηρίζονται ως δικονομικές, σχετίζονται δε με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κ.λ.π.) ή δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία (Ολ.Α.Π.1/2019, Ολ.Α.Π.25/2008, Α.Π.1383/2021). Με την ως άνω διάταξη εισάγεται γενικός δικονομικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ελέγχεται κάθε μορφή ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων, που πηγάζει από άμεση παραβίαση διάταξης δικονομικής φύσης (Ολ.Α.Π.2/2001, Α.Π.933/2019). Ειδικότερα, με τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ.Α.Π.2/2001, Α.Π.480/2020, Α.Π.175/2019, Α.Π.1496/ 2017). Σε περίπτωση που το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο υποπίπτει, σωρευτικά, στις πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.11α και 14 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π.138/2021, Α.Π.1585/2013, Α.Π.1103/2011, Α.Π. 466/2000). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 20 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα, που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δεν και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση των γεγονότων, που εκφεύγει, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. του αναιρετικού ελέγχου (Α.Π. 630/2020). Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός πρέπει το δικαστήριο να κατέληξε σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα λόγω της παραμόρφωσης, αυτό δε συμβαίνει όταν για την απόδειξη η ανταπόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού, στηρίχθηκε αποκλειστικά στο έγγραφο, που παραμορφώθηκε (Α.Π.1435/2018) ή κυρίως σ’ αυτό γιατί το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλά εξήρε με την απόφαση την αποδεικτική του βαρύτητα (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π.464/2019, Α.Π.763/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ.11α, 14 και 20 του ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, ήτοι τις υπ’ αριθ.2966 και 2967/28-2-2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, τις οποίες επικαλέστηκε και προσκόμισε ο ενάγων με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου προς απόδειξη του βασικού αγωγικού ισχυρισμού του, ότι εξαπατήθηκε από τον εναγόμενο με ψευδείς παραστάσεις προκειμένου να του δανείσει το ποσό των 212.000 ευρώ, οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) είναι ανυπόστατες ως αποδεικτικά μέσα, διότι λήφθηκαν χωρίς να παραστεί και χωρίς τη νόμιμη κλήτευση αυτού (εναγομένου – αναιρεσείοντος), καθόσον από την υπ’ αριθ.3369β’/22-2-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Α. Μ. δεν προέκυπτε κλήτευση αυτού και, συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτα τα ως άνω αποδεικτικά μέσα (ένορκες βεβαιώσεις), επί πλέον δε, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του σχετικού αποδεικτικού επίδοσης, από το οποίο δεν προέκυπτε κλήτευσή του. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής του αναιρεσιβλήτου έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, όπως βεβαιώνει, με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τις προσκομισθείσες από τον αναιρεσίβλητο υπ’ αριθ.2966/28-2-2017 ένορκη βεβαίωση της Ε. Π. και υπ’ αριθ.2967/28-2-2017 ένορκη βεβαίωση της Ό. Π. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, δεχόμενο ότι αυτές λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την 3369/22-2-2017 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Α. Μ.. Από την παραδεκτή επισκόπηση των από 29-9-2021 προτάσεων του αναιρεσίβλητου – ενάγοντος ενώπιον του Eφετείου (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι, αυτός πράγματι είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει, με τις ως άνω προτάσεις του ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, τις ανωτέρω υπ’ αριθ. 2966 και 2967/28-2-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ό. Π. και Ε. Π. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, επικαλούμενος και την προαναφερόμενη έκθεση επίδοσης προς απόδειξη της νόμιμης κλήτευσης του αναιρεσείοντος για την εξέταση των ως άνω μαρτύρων. Όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση της εν λόγω υπ’ αριθ.3369β’/22-2-2017 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Α. Μ. (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), την οποία, μαζί με τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις προσκομίζει και ο αναιρεσείων, με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο εναγόμενος Γ. Σ. δεν κλητεύθηκε για να παραστεί κατά τη λήψη των ως άνω ένορκων βεβαιώσεων, καθόσον η σχετική κλήση δεν επιδόθηκε σ’ αυτόν, αλλά στον Ν. Σ. (μη διάδικο της δίκης) αυτοπροσώπως, όπως βεβαιώνει ο ως άνω επιμελητής στην παραπάνω έκθεσή του. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, το Εφετείο, που συνεκτίμησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και τις ανωτέρω προσκομισθείσες από τον ενάγοντα – αναιρεσίβλητο υπ’ αριθ. 2966 και 2967/28-2-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ό. Π. και Ε. Π. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, μολονότι αυτές λήφθηκαν χωρίς κλήτευση, κατά τα προαναφερόμενα, του εναγομένου – αναιρεσείοντος, αφενός μεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, αφετέρου δε παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτα τα ως άνω αποδεικτικά μέσα (ένορκες βεβαιώσεις), επί πλέον δε παραμόρφωσε το περιεχόμενο της σχετικής έκθεσης επίδοσης, καθόσον, λόγω εσφαλμένης ανάγνωσης, δέχθηκε ότι η επίδοση της κλήσης έγινε στον (εναγόμενο) Γ. Σ., ενώ στην έκθεση αναγράφεται ότι αυτή έγινε στον Ν. Σ., με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι ήταν έγκυρη η κλήση του αναιρεσιβλήτου για τη λήψη των ένορκων βεβαιώσεων και, συνακόλουθα, ότι αυτές αποτελούν επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο πρώτος, από τους αριθ. 11α, 14 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται οι εν λόγω πλημμέλειες, είναι βάσιμος, λόγω δε της αναιρετικής εμβέλειας αυτού παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της αναίρεσης καθώς και των πρόσθετων λόγων αυτής.
Κατόπιν αυτών πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί προς εκδίκαση η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή εκτός εκείνου που δίκασε την υπόθεση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. … απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλον από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση δικαστή. Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που καταβλήθηκε από αυτόν. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :