ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διοικητική εκτέλεση – Ανακοπή κατά ατομικής ειδοποίησης με την οποία ομόρρυθμος εταίρος καλείται να καταβάλει τις οφειλές της εταιρίας – Εκτελεστή η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση – Οι επικαλούμενες από το καθ’ου ειδοποίηση προ κατάσχεσης και αναγκαστικές κατασχέσεις εις χείρας τρίτου δεν αποτελούν ατομικές ειδοποιήσεις του άρθρου 4 παρ.1 του Κ.Ε.Δ.Ε. – Η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση περιλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία του άρθρου 4 παρ.1 του Κ.Ε.Δ.Ε. και του άρθρου 47 του ν. 4174/2013 – Για το σύννομό της δεν η συγκοινοποίηση των καταλογιστικών πράξεων – Το άρθρο 269 του ν. 4072/2012 περί παραγραφής των σχετικών αξιώσεων κατά των εταίρων δεν εφαρμόζεται στις εταιρίες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του ως άνω νόμου τελούν σε πτώχευση – Διακοπή της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου με την αναγγελία προς επαλήθευση στην πτώχευση – Επανέναρξη της παραγραφής, κατά το άρθρο 266 ΑΚ, με την περάτωση της πτώχευσης – Υπό την ισχύ των διατάξεων του Τρίτου Βιβλίου του Εμπορικού Νόμου, η κήρυξη της παύσης των εργασιών της πτώχευσης δεν συνιστούσε περάτωση των εργασιών της πτώχευσης – Προκειμένου περί πτωχεύσεων που ήταν εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του Πτωχευτικού Κώδικα (ν.3588/2007), η πτώχευση περατώνεται, εφόσον από την κήρυξή της παρήλθε διάστημα είκοσι ετών – Το άρθρο 195 του ν. 4738/2020 περί απαλλαγής των εκπροσώπων νομικών προσώπων από τα χρέη του νομικού προσώπου που κηρύχθηκε σε πτώχευση δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των ομόρρυθμων εταίρων – Το άρθρο 192 του ίδιου νόμου που αφορά ομόρρυθμους εταίρους που πτώχευσαν εφαρμόζεται για οφειλέτες που κηρύχθηκαν σε πτώχευση μετά την 1η.1.2019 – Η διαφοροποίηση αυτή στη δυνατότητα απαλλαγής των ομόρρυθμων εταίρων και των εκπροσώπων και διαχειριστών άλλων νομικών προσώπων δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας – Σύμφωνη με την Οδηγία 2019/1023 η επιλογή από τον νομοθέτη της 1ης.1.2019 ως ημερομηνίας από την οποία θα έπρεπε να έχει κηρυχθεί ο οφειλέτης σε πτώχευση, προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 192 του ν. 4738/2020 – Η βεβαίωση οφειλών της ομόρρυθμης εταιρίας στο πρόσωπο του ομόρρυθμου εταίρου δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου αυτής – Οι περί αλληλέγγυας ευθύνης διατάξεις του Εμπορικού Νόμου δεν αντίκεινται στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, καθώς δεν συνιστούν ποινή – Απορρίπτεται η ανακοπή.
ΔΠΛαρ 14/2025 (Τμήμα Β΄ Μονομελές)
Πρόεδρος: Φανή Συργιάννη, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση έχει εκτελεστό χαρακτήρα αφού με αυτήν και από της επίδοσής της, ο ανακόπτων, με την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου της ομόρρυθμης εταιρίας «… Ο.Ε.», απέκτησε την ιδιότητα του οφειλέτη, και για πρώτη φορά ενημερώθηκε αναλυτικά για το ύψος και την αιτία της συγκεκριμένης οφειλής, ενόψει του ότι στις επικαλούμενες από το καθ’ ου …../1999 απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και …/2013 ειδοποίηση προ κατάσχεσης δεν αναφέρονται αναλυτικά τα προσδιοριστικά στοιχεία του χρέους, όπως το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγεται και η αιτία του, παρά μόνο το συνολικό ποσό αυτού και οι επ’ αυτού προσαυξήσεις. Εξάλλου, οι …/2013 αναγκαστικές κατασχέσεις εις χείρας τρίτου αφενός δεν αποτελούν ατομικές ειδοποιήσεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (πρβλ. ΣτΕ 15/2024 σκ. 8) και αφετέρου δεν προκύπτει ότι επιδόθηκαν στον ανακόπτοντα. Επομένως, ο ανακόπτων, παραδεκτώς, στρέφεται κατά της …/2023 ατομικής ειδοποίησης του Αναπληρωτή Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Λάρισας και των αναφερόμενων σε αυτή πράξεων ταμειακής βεβαίωσης.
Η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση περιλαμβάνει όλα τα αναφερόμενα στα ως άνω άρθρα στοιχεία και ειδικότερα το ονοματεπώνυμο και τα στοιχεία του φορολογουμένου, τον Α.Φ.Μ. τόσο του ανακόπτοντος όσο και της ομόρρυθμης εταιρίας αυτού, την ημερομηνία έκδοσής της, το είδος και το ποσό των οφειλόμενων φόρων, των τόκων, των προστίμων και τη φορολογική περίοδο που αφορούν αυτά, εντολή καταβολής των ποσών αυτών, τον τρόπο πληρωμής τους, καθώς και την ιδιότητα υπό την οποία καλείται ο ανακόπτων να καταβάλει τα επίμαχα χρέη. Εξάλλου, για το σύννομο της ατομικής ειδοποίησης, δεν απαιτείται από καμία διάταξη η συγκοινοποίηση των καταλογιστικών πράξεων, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο ανακόπτων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση είχαν κοινοποιηθεί στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρία και αυτή άσκησε τα σχετικά ένδικα βοηθήματα κατά αυτών.
Κατά το άρθρο 294 παρ. 1 του ν. 4072/2012, ο νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται στις εταιρείες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του τελούν σε πτώχευση, όπως συμβαίνει στην ένδικη περίπτωση.
Υπό την ισχύ των διατάξεων του Τρίτου Βιβλίου του Εμπορικού Νόμου, η κήρυξη της παύσης των εργασιών της πτώχευσης δεν συνιστούσε περάτωση των εργασιών της πτώχευσης, κατά την έννοια του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα (ΑΠ 792/2020, 181/2004, 310/2000, και ΑΠ 1158/2006, ΕφΑθ 392/2009, ΕφΠειρ 912/2000, ΕφΚρητ 220/1980, ΣτΕ 399/2012, 3199/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 166 παρ. 3 του Πτωχευτικού Κώδικα, που κυρώθηκε με τον ν. 3588/2007 και, κατ’ άρθρο 180 αυτού, άρχισε να ισχύει από τις 16.9.2007, όπως το άρθρο αυτό (166 παρ. 3) ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4689/2020 (Α΄ 103), «Μετά παρέλευση δέκα (10) ετών από την έναρξη της ένωσης των πιστωτών και σε κάθε περίπτωση μετά παρέλευση δεκαπέντε (15) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης επέρχονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση τα αποτελέσματα της παραγράφου 2». Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου «… περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του. Οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα και παύει το λειτούργημα του συνδίκου, καθώς και του εισηγητή», ενώ, κατά τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 182 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα «Οι διατάξεις του άρθρου 166 παρ. 3 εφαρμόζονται και επί εκκρεμών πτωχεύσεων, εφόσον από την κήρυξη της πτώχευσης παρήλθε διάστημα είκοσι (20) ετών». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η περάτωση της πτώχευσης, που κηρύσσεται υπό την ισχύ του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, επέρχεται χωρίς άλλη διατύπωση μετά παρέλευση δεκαπέντε ετών από την κήρυξή της, προκειμένου δε περί πτωχεύσεων που ήταν εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του (16.9.2007), η πτώχευση περατώνεται, εφόσον από την κήρυξή της παρήλθε διάστημα είκοσι ετών (ΑΠ 792/2020, 446/2016, ΔΕφΘεσ 1778/2022).
Δοθέντος του ότι η ως άνω πτώχευση ήταν εκκρεμής κατά την έναρξη της ισχύος του ν. 3588/2007 ελλείψει περατώσεώς της με κάποιον από τους τρόπους που ορίζονται στις σχετικές διατάξεις του Εμπορικού Νόμου (έχουσες εφαρμογή εν προκειμένω λόγω του ότι η προκειμένη πτωχευτική διαδικασία άρχισε πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 3588/2007), αυτή περατώθηκε αυτοδικαίως, λόγω παρόδου εικοσαετίας από την κήρυξή της, την ……2017, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 182 του ν. 3588/2007. Από το χρονικό αυτό σημείο (βλ. ΔΕφΧαν 184/2023, ΔΕφΘεσ 1778/2022) άρχισε νέα, κατόπιν της ως άνω διακοπής, ισόχρονη παραγραφή του δικαιώματος προς είσπραξη των αξιώσεων εκείνων που είχαν νομοτύπως αναγγελθεί, η οποία διακόπηκε εκ νέου στις …2019, σύμφωνα με τα άρθρα 88 παρ. 1 περ. στ του ν. 2362/1995 και 138 περ. στ του ν. 4270/2014, με την εγγραφή υποθήκης σε ακίνητο του ακίνητο του συνευθυνόμενου ομόρρυθμου εταίρου της προαναφερθείσας εταιρίας, …, οπότε εκκίνησε νέα παραγραφή, η οποία ανεστάλη κατά τα χρονικά διαστήματα από 13.3.2020 έως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 23.5.2021, στο πλαίσιο της λήψης μέτρων για τον περιορισμό διάδοσης του κορωνοϊού COVID – 19 (ΣτΕ 1531/2023, πρβλ. ΣτΕ 1465/2024, 945/2024, 1216/2022, 1088/2022, 1222/2021, 1015/2021, 2991/2020, 2457/2020), και δεν είχε συμπληρωθεί ως τις …2023, οπότε κοινοποιήθηκε η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση στον ανακόπτοντα.
Από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 195 του ν. 4738/2020 και την αιτιολογική έκθεση του νόμου, στην οποία γίνεται ρητά λόγος για εκπροσώπους νομικών προσώπων και ικανούς διαχειριστές που δεν πρέπει να αποτρέπονται από την ανάληψη της διαχείρισης επιχειρήσεων που βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, συνάγεται ότι αυτό αφορά μόνο τα πρόσωπα που έχουν αλληλέγγυα ευθύνη για τα χρέη των νομικών προσώπων λόγω της ιδιότητάς τους ως εκπροσώπων ή διοικούντων το νομικό πρόσωπο, ήτοι τα πρόσωπα του άρθρου 50 του ν. 4174/2013 και 4987/2022 και ήδη άρθρου 49 του ν. 5104/2024 (Κ.Φ.Δ.) και του προϊσχύοντος άρθρου 115 του Κ.Φ.Ε. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει μεν εκ του νόμου εις ολόκληρον ευθύνη για οφειλές πτωχεύσαντος νομικού προσώπου, όχι όμως λόγω της ιδιότητάς του ως νόμιμου εκπροσώπου ή διοικούντος το νομικό πρόσωπο, αλλά λόγω της εταιρικής ιδιότητάς του, όπως ισχύει για την απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας (βλ. άρθρα 249 επ. και 271 του ν. 4072/2012 καθώς και το προϊσχύον άρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου), η οποία βαρύνει το ομόρρυθμο μέλος, ανεξαρτήτως αν έχει ή όχι και την ιδιότητα του διαχειριστή/νόμιμου εκπροσώπου της προσωπικής εταιρείας. Συνεπώς, δεδομένου ότι η ευθύνη του ανακόπτοντος ως ομόρρυθμου μέλους εταιρίας είναι απεριόριστη και εις ολόκληρον και λαμβανομένου υπόψη ότι και ο ίδιος κηρύχθηκε σε πτώχευση με την …/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν στην περίπτωσή του οι διατάξεις του άρθρου 195 του ν. 4738/2020, αλλά μόνο οι διατάξεις του άρθρου 192 του ίδιου νόμου, όπως ορθά αναφέρεται και στις ρητές οδηγίες προς τις αρμόδιες φορολογικές αρχές που περιλαμβάνονται στην ανωτέρω Ε.2008/12.2.2024 εγκύκλιο του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (πρβλ. ΔΕφΑθ 1782/2023 σκ. 7). Περαιτέρω, το άρθρο 192 του ν. 4738/2020 δεν έχει εφαρμογή στην επίδικη περίπτωση, διότι, κατά το άρθρο 263 παρ. 5 του ίδιου νόμου, αυτό εφαρμόζεται για οφειλέτες που κηρύχθηκαν σε πτώχευση μετά την 1η.1.2019, ενώ στην προκείμενη περίπτωση η πτώχευση του ανακόπτοντος και της ομόρρυθμης εταιρίας του κηρύχθηκε την …1997. Η διαφοροποίηση αυτή στη δυνατότητα απαλλαγής των ομόρρυθμων εταίρων και των εκπροσώπων και διαχειριστών άλλων νομικών προσώπων δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, όπως αβασίμως προβάλλει ο ανακόπτων, καθώς οι ομόρρυθμοι εταίροι, των οποίων η προσωπική και απεριόριστη ευθύνη για όλα τα χρέη της ομόρρυθμης εταιρίας προβλέπεται ευθέως εκ του νόμου ανεξαρτήτως του αν έχουν ή όχι την ιδιότητα του διαχειριστή, δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με τους εκπροσώπους άλλων νομικών προσώπων (π.χ. ανώνυμη εταιρία), οι οποίοι φέρουν αλληλέγγυα ευθύνη για ορισμένη μόνο κατηγορία οφειλών της εταιρίας προς το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ., οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά τη διάρκεια της θητείας τους και δεν καταβλήθηκαν ή δεν αποδόθηκαν στο Δημόσιο από υπαιτιότητά τους (βλ. άρθρα 50 του ν. 4174/2013 και ν. 4987/2022 και 49 του ν. 5104/2024). Εξάλλου, από το άρθρο 35 της οδηγίας 2019/1023 για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα προκύπτει ότι αυτή άρχισε να ισχύει στις 16 Ιουλίου 2019. Επιπλέον, η παράγραφος 1 του άρθρου 34 της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν, δημοσιεύουν και εφαρμόζουν, το αργότερο στις 17 Ιουλίου 2021, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν, μεταξύ άλλων, προς το άρθρο 20 αυτής. Εξ αυτού συνάγεται ότι, από την προμνημονευθείσα ημερομηνία και έπειτα, τα κράτη μέλη όφειλαν, δυνάμει του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 20 της οδηγίας αυτής (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 8ης Μαΐου 2024, C-20/23, σκέψη 26). Επομένως, ορθώς ο νομοθέτης προέκρινε την 1.1.2019 ως ημερομηνία από την οποία θα έπρεπε να έχει κηρυχθεί ο οφειλέτης σε πτώχευση, προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 192 του ν. 4738/2020. Η επιλογή αυτή της ως άνω ημερομηνίας που απέχει μικρό χρονικό διάστημα από τη θέση σε ισχύ της οδηγίας και του ν. 4738/2020 είναι σύμφωνη με τη θέσπιση ενός νέου συστήματος αντιμετώπισης της οικονομικής αδυναμίας, συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών και απαλλαγής από χρέη των φυσικών και νομικών προσώπων, το οποίο προβλέπεται αναλυτικά και στην προαναφερθείσα οδηγία, με αποτέλεσμα ο οφειλέτης να δικαιούται της απαλλαγής, εφόσον έχουν ακολουθηθεί οι προβλέψεις του ν. 4738/2020 και της οδηγίας 2019/1023 για αναδιάρθρωση της επιχείρησης και ικανοποίηση των πιστωτών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 263 παρ. 2 του ως άνω νόμου για πτωχεύσεις που κηρύχθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ του νόμου αλλά δεν έχει αρχίσει η διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας. Η ως άνω ερμηνεία επιρρωννύεται από την πρόβλεψη στο προοίμιο της οδηγίας (παράγραφος 75) και στο άρθρο 21 της οδηγίας ότι θα πρέπει να έχει προηγηθεί σχέδιο αποπληρωμής ή άλλη σχετική διαδικασία (ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ή συνδυασμός αυτών), προκειμένου να τύχει απαλλαγής ο οφειλέτης. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι δεν αιτιολογείται η επιλογή του νόμου για εφαρμογή της ως άνω διάταξης μόνο για όσους οφειλέτες κηρύχθηκαν σε πτώχευση μετά την 1.1.2019. Σε κάθε περίπτωση, η απαίτηση του άρθρου 23 της οδηγίας να εισάγουν τα κράτη μέλη δεόντως αιτιολογημένα περιορισμούς κατά την πρόσβαση στο θεσμό της πτωχευτικής απαλλαγής δεν αφορά την έναρξη χρονικής ισχύος της διάταξης, η οποία θεσπίζεται ρητά από την οδηγία, αλλά την πρόβλεψη εξαιρέσεων που περιορίζουν την πρόσβαση στο δικαίωμα απαλλαγής από τα χρέη π.χ. για κατηγορία απαιτήσεων ή λόγω δόλιας συμπεριφοράς του οφειλέτη (πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2024, υποθέσεις C-289/23 και C-305/23, σκ. 40-44 και 52, απόφαση της 8ης Μαΐου 2024, υπόθεση C-20/23, σκ. 44).
Η βεβαίωση οφειλών της ομόρρυθμης εταιρίας στο πρόσωπο του ομόρρυθμου εταίρου δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι οι ομόρρυθμοι εταίροι έχουν τη δυνατότητα με την ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης να προβάλουν λόγους αναγόμενους στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του Δημοσίου, εκτός εάν, κατόπιν προσφυγής της εταιρίας κατά της καταλογιστικής του φόρου ή του προστίμου πράξης, έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία έχει κριθεί, κατ’ ουσίαν, η νομιμότητα της καταλογιστικής πράξης.
Οι ομόρρυθμοι εταίροι ευθύνονται για τις οφειλές της ομόρρυθμης εταιρίας έναντι των δανειστών της με την ατομική τους περιουσία απεριορίστως και εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως της πρόβλεψης του καταστατικού όσον αφορά στην εταιρική συμμετοχή τους στα κέρδη ή τις ζημίες, η ρύθμιση δε αυτή αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο (ΑΠ 522/2014, ΣτΕ 1313-1314/2020, ΔΕφΘεσ 878/2021). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις ίδιες ως άνω διατάξεις περί προσωπικής, απεριόριστης και εις ολόκληρον ευθύνης του ομόρρυθμου εταίρου για χρέη της εταιρείας, η ευθύνη αυτή καθιδρύεται εκ μόνης της ιδιότητάς του ως ομορρύθμου μέλους της εταιρείας και ανεξαρτήτως του εάν αυτός προέβη ή όχι σε πράξεις διαχείρισης ή εκπροσώπησης της εταιρείας (πρβλ. ΣτΕ 1314, 1313/2020). Επομένως, ο ως άνω λόγος της προσφυγής είναι απορριπέος ως αβάσιμος, καθώς ο ανακόπτων είναι ομόρρυθμος εταίρος της οφειλέτριας του καθ’ ου ομόρρυθμης εταιρίας «… Ο.Ε.», ενώ η σχετική πρόβλεψη του εμπορικού νόμου δεν αντίκειται στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, καθώς οι περί αλληλέγγυας ευθύνης διατάξεις, οι οποίες επιρρίπτουν στον ωφελούμενο από μία συναλλαγή τους κινδύνους από τη σχετική συναλλακτική του δραστηριότητα, δεν συνιστούν ποινή (πρβλ. απόφαση ΕΔΑΔ της 24.10.1986, R.9118/80, AGOSI κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ΣτΕ 1419-1420/2020 σκ. 8, 3626/2014 σκ. 11).
Απορρίπτεται η ανακοπή.