ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κοινωνική ασφάλιση- Προσφυγή κατά απόφασης Διοικητικής Επιτροπής του e-ΕΦΚΑ με αίτημα τροποποίηση του καθορισθέντος από αυτή 6μηνου πριν την υποβολή αίτησης μεταβίβασης επικουρικής σύνταξης ως χρόνου έναρξης καταβολής της μεταβιβασθείσας στην προσφεύγουσα λόγω θανάτου του συζύγου της επικουρικής σύνταξης – Το νεότερο καθεστώς του ν. 4578/2018, βάσει των διατάξεων του οποίου ρυθμίστηκε με ενιαίο τρόπο για όλους τους ασφαλισμένους των ενταχθέντων στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. φορέων επικουρικής ασφάλισης η έναρξη καταβολής της επικουρικής σύνταξης,αποκλείει την εφαρμογή της γενικής αρχής του ασφαλιστικού δικαίου ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου – Η επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου συνδέεται με τον χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, καθόσον προβλέπεται ότι καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας του θανάτου και δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ένα (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, εφόσον βέβαια συντρέχει κατά την ως άνω ημερομηνία και η προηγούμενη συνταξιοδότηση για την αυτή αιτία από τον φορέα κύριας ασφάλισης – Κατ’ εξαίρεση, κατ’ άρ. 8 παρ. 2 ν.4578/2018, η καταβολή της επικουρικής σύνταξης λόγω θανάτου από το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. μπορεί να αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης καταβολής της κύριας σύνταξης, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτήν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης και η αίτηση υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για την απονομή της κύριας σύνταξης – Μη υποβολή από την προσφεύγουσα της αίτησης μεταβίβασης της επικουρικής σύνταξης εντός έτους από τον θάνατο του συζύγου της ούτε σε χρόνο εντός τριμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης περί απονομής κύριας σύνταξης στην ίδια- Αναλογική εφαρμογή άρ. 1 παρ. 3 του ν. 4554/2018 και έναρξη καταβολής (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα υποβολής της αίτησης μεταβίβασης και όχι 6 μήνες, όπως είχε δεχθεί η προσβαλλόμενη- Εν μέρει δεκτή η προσφυγή
Αριθμός Απόφασης Α6192/2024
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Θ’
ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Μαρτίου 2024, με δικαστές τους: Ανδρέα Σιγούρο, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Χρήστο Μπαϊκούση και Θωμαή Ηλία (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Ευθαλία Κοχλιαρίδου, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης (καταχώρισης) 2 Οκτωβρίου 2023 (ΠΡ2454/2023),
τ η ς … του …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός … 40), η οποία παραστάθηκε με τη δικηγόρο Αντιγόνη Τσαχιρίδου, που τη διόρισε με ιδιωτικό έγγραφο παροχής ειδικής δικαστικής πληρεξουσιότητας,
κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, εκπροσωπείται νομίμως από τον Διοικητή του και, εν προκειμένω, από τη Διευθύντρια της Τοπικής Διεύθυνσης Α’ Θεσσαλονίκης, και παραστάθηκε με τη με πάγια αντιμισθία δικηγόρο του Ζηνοβία Καδηγιαννάκη, η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ.1 του ν.2915/2001, περί μη εμφάνισής της.
Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και παραστάθηκε αναφέρθηκε στα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:
1. Ε π ε ι δ ή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο των είκοσι πέντε (25) ευρώ (σχ. το με κωδικό αριθμό πληρωμής … ηλεκτρονικό παράβολο και η συνημμένη εκτύπωση του από 13-4-2023 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων για την ολοκλήρωση της πληρωμής του προαναφερθέντος παραβόλου), επιδιώκεται, παραδεκτώς, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, η τροποποίηση της υπ’ αριθμ. …/3-4-2023 απόφασης της Διοικητικής Επιτροπής (Δ.Ε.) της Διεύθυνσης Γ’ Απονομής Συντάξεων του καθ’ ου η υπό κρίση προσφυγή Φορέα, κατά το μέρος με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που είχε ασκήσει η προσφεύγουσα κατά της με αριθμ. Πρωτ. …/20-12-2021 απόφασης του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του καθ’ ου Φορέα και κατά το σκέλος αυτής, με το οποίο είχε καθορισθεί, ως χρόνος έναρξης καταβολής της, μεταβιβασθείσας με την απόφαση αυτή, επικουρικής σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της προσφεύγουσας, η ημερομηνία κατάθεσης της με αριθμ. Πρωτ. …/8-1-2020 σχετικής αίτησης της προσφεύγουσας, ήτοι η 8η-1-2020. Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη απόφαση της Δ.Ε. ορίστηκε ότι η μεταβίβαση της επικουρικής σύνταξης ανατρέχει ένα εξάμηνο πριν από το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο υποβλήθηκε η με αριθμ. Πρωτ. …/8-1-2020 αίτηση της προσφεύγουσας περί μεταβίβασης της επικουρικής σύνταξης.
2. Ε π ε ι δ ή, σύμφωνα με γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, η οποία ισχύει αν δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου (ΣτΕ 230/2023 σκ.14, 2546/2022 σκ.7, 1636/2022 σκ.15, 882/2022 σκ.10, 2126/2019 σκ.7, 1374/2019 σκ.8 κ.α.), –ο οποίος, όταν πρόκειται για συνταξιοδότηση εμμέσως ασφαλισμένου/επιζώντος συζύγου, θεωρείται ότι επέρχεται κατά τον χρόνο του θανάτου του αμέσως ασφαλισμένου, μέσω του οποίου ο εμμέσως ασφαλισμένος/επιζών σύζυγος συνδέεται με τον οικείο ασφαλιστικό φορέα (ΣτΕ 230/2023 σκ.14, 2546/2022 σκ.7, 1636/2022 σκ.15, 835/2020 σκ.9, 653/2018 σκ.6, 2617/2017 σκ.6 κ.α.)–, εκτός αν, μέχρι να κριθεί οριστικώς το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, εκδοθεί ευμενέστερος νόμος για τον ενδιαφερόμενο, οπότε εφαρμόζεται ο ευμενέστερος νεότερος νόμος (ΣτΕ 882/2022 σκ.10, 2126/2019 σκ.7, 1374/2019 σκ.8, 719/2016 σκ.7, 2807/20142807 σκ.6, 2025/2009 σκ.4 κ.α.). Το ισχύον δε κατά τον χρόνο του θανάτου του αμέσως ασφαλισμένου δίκαιο διέπει όχι μόνο τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των μελών της οικογενείας του θανόντος, αλλά και τα της έναρξης της καταβολής της σύνταξης (ΣτΕ 539/2016 7μ. σκ.2, 3069/1992 7μ. σκ.4). Η εν λόγω γενική αρχή, όμως, κάμπτεται στην περίπτωση κατά την οποία από το νεότερο αυτό καθεστώς ρητώς προβλέπεται ή ερμηνευτικώς συνάγεται ότι δεν είναι ανεκτή η εφαρμογή της. Συνεπώς, στην τελευταία αυτή περίπτωση το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που προβλέπεται από τον ως άνω νεότερο νόμο (ΣτΕ 2807/2014 σκ.6).
3. Ε π ε ι δ ή, άλλωστε, στο άρθρο 5 του ν.997/1979 «Περί συστάσεως Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών και ετέρων τινών διατάξεων» (Α’ 287), –το οποίο Ταμείο στην συνέχεια αποτέλεσε ίδιο Κλάδο του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) με το άρθρο 6 του ν.1358/1983 (Α’ 64) με την ονομασία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων–Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α.–Τ.Ε.Α.Μ.)–, ορίζονταν τα εξής: «1. Ο ησφαλισμένος παρά τω Ταμείω δικαιούται συντάξεως λόγω γήρατος, εάν, μετά την έναρξιν της λειτουργίας του Ταμείου, έτυχε συντάξεως λόγω γήρατος εκ του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως αυτού … . … 2. Ο ησφαλισμένος παρά τω Ταμείω δικαιούται συντάξεως λόγω αναπηρίας, εάν μετά την έναρξιν λειτουργίας του Ταμείου, έτυχε συντάξεως λόγω αναπηρίας εκ του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως αυτού … . … 3. Εις περίπτωσιν θανάτου συνταξιούχου του Ταμείου ή ησφαλισμένου, έχοντος συμπληρώσει τας χρονικάς προϋποθέσεις των προηγουμένων παραγράφων, δικαιούνται συντάξεως τα μέλη οικογενείας του θανόντος, τα αναγνωριζόμενα υπό της εκάστοτε κειμένης νομοθεσίας ασφαλίσεως του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως αυτού. …». Ακολούθως, στο άρθρο 7 του ως άνω ν.997/1979, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο θανάτου του συζύγου της προσφεύγουσας, οριζόταν ο χρόνος έναρξης καταβολής των παρεχόμενων από το Ι.Κ.Α.–Τ.Ε.Α.Μ. συντάξεων, ως εξής: «1. Το δικαίωμα προς απόληψιν συντάξεως ασκείται υπό του έχοντος έννομον συμφέρον, δι’ αιτήσεως υποβαλλομένης μετ’ αντιγράφου της σχετικής αποφάσεως περί απονομής συντάξεως εκ του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως εις το Ταμείον. 2. (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 17 του προαναφερόμενου ν.1539/1985) α. Η καταβολή της σύνταξης από το ΙΚΑ–ΤΕΑΜ αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης από το φορέα κύριας ασφάλισης, εφόσον η αίτηση υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης απονομής της σύνταξης από το φορέα κύριας ασφάλισης. β. Σε περίπτωση που η αίτηση για την απονομή σύνταξης από το ΙΚΑ–ΤΕΑΜ υποβληθεί μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. γ. Αν το δικαίωμα σε σύνταξη από το ΙΚΑ–ΤΕΑΜ θεμελιώνεται σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης καταβολής της κύριας σύνταξης, η καταβολή της σύνταξης αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ–ΤΕΑΜ.». Τέλος, στο άρθρο 12 του, εκδοθέντος κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ανωτέρω ν.997/1979, π.δ. 995/1980 «Περί εγκρίσεως του Καταστατικού του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών» (Α’ 251) ορίζεται ότι: «Η εκάστοτε διέπουσα το Ι.Κ.Α. νομοθεσία ως προς την διάρκειαν και λήξιν του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, την αναστολήν της συντάξεως, τον συνυπολογισμόν των μετά την συνταξιοδότησιν πραγματοποιηθεισών ημερών ασφαλίσεως, την εξόφλησιν, την ειδικήν προστασίαν και παραγραφήν των συντάξεων, τας στερήσεις και εκπτώσεις εκ των παροχών και παν έτερον συναφές θέμα, μη ρυθμιζόμενον άλλως υπό του ιδρυτικού νόμου του Ταμείου και του παρόντος, εφαρμόζεται αναλόγως.».
4. E π ε ι δ ή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Απαραίτητη προϋπόθεση για την απονομή από το Ι.Κ.Α.–Τ.Ε.Α.Μ. επικουρικής σύνταξης είναι, εκτός από τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου ασφάλισης στον εν λόγω φορέα επικουρικής ασφάλισης, και η προηγούμενη απονομή κύριας σύνταξης από το Ι.Κ.Α. ή άλλον φορέα κύριας ασφάλισης (ΣτΕ 1254/2021 7μ. σκ.9, 1165/2020, 3422/2017 7μ., 2122/2017 σκ.4, 420/2016 σκ.6 κ.α., πρβλ. ΣτΕ 597/2024), η καταβολή δε της επικουρικής σύνταξης προϋποθέτει πάντως την παράλληλη καταβολή της αντίστοιχης κύριας και διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να καταβάλλεται η κύρια (ΣτΕ 155/2022 σκ.17, 1254/2021 7μ. σκ.9, 3422/2017 7μ.). Για την άσκηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος απαιτείται σε κάθε περίπτωση (δηλαδή τόσον επί γήρατος ή θανάτου όσον και επί αναπηρίας) η υποβολή (αυτοτελούς) αίτησης στο Ι.Κ.Α.–Τ.Ε.Α.Μ. (ΣτΕ 3422/2017 7μ., 420/2016 σκ.6). Η επικουρική σύνταξη (είτε γήρατος ή θανάτου είτε αναπηρίας) αρχίζει να καταβάλλεται από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να καταβάλλεται η σύνταξη από τον φορέα κύριας ασφάλισης μόνον όταν η αίτηση για συνταξιοδότηση από το Ι.Κ.Α.–Τ.Ε.Α.Μ. υποβληθεί μέσα σε 3 μήνες από την κοινοποίηση στον ασφαλισμένο του εν λόγω φορέα επικουρικής ασφάλισης (ή στα μέλη της οικογένειας θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου) της απόφασης για την απονομή σύνταξης από τον φορέα κύριας ασφάλισης (ΣτΕ 3422/2017 7μ., 1368/2011, 3792/2009). Αφετηρία δε της τρίμηνης αυτής προθεσμίας για την υποβολή της αίτησης για απονομή επικουρικής σύνταξης αποτελεί μόνη η έγκυρη κοινοποίηση στον ασφαλισμένο της απόφασης για απονομή κύριας σύνταξης και όχι η έκδοση της απόφασης αυτής ούτε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο γνώση της από τον ασφαλισμένο (ΣτΕ 3422/2017 7μ., 1368/2011, 3792/2009). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις δεν συνάγεται, κατά τα παγίως κριθέντα (ΣτΕ 3422/2017 7μ., 420/2016 σκ.6, 127/2012, 3787/2010, 3862, 3413/2009 κ.α.) υποχρέωση του Ι.Κ.Α. ή άλλου φορέα κύριας ασφάλισης να ενημερώνει τους ασφαλισμένους για την ύπαρξη και τις συνέπειες μη τήρησης της εν λόγω προθεσμίας, προκειμένου αυτοί να υποβάλλουν εγκαίρως την αίτηση για λήψη επικουρικής σύνταξης. Συνεπώς, αν η αίτηση για συνταξιοδότηση από το Ι.Κ.Α.–Τ.Ε.Α.Μ. λόγω γήρατος ή θανάτου υποβληθεί μετά την πάροδο της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας, η επικουρική σύνταξη (γήρατος ή θανάτου) αρχίζει να καταβάλλεται από την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε η αίτηση αυτή (ΣτΕ 3422/2017 7μ., 420/2016 (για ορο) σκ.6, 127/2012, 37873/2010, 3862, 3413/2009 κ.α.). Οι ανωτέρω, άλλωστε, ρυθμίσεις δεν είναι αντίθετες προς τα άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.5 του Συντάγματος ούτε προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974, Α’ 256 – Ε.Σ.Δ.Α.), καθόσον ο νομοθέτης, συνδέοντας τη συνταξιοδότηση με την υποβολή της αίτησης, δύναται να ορίσει και σταθερό χρονικό σημείο έναρξης του χρόνου της συνταξιοδότησης (πρβλ. ΣτΕ 2650/2011 σκ.8).
5. Ε π ε ι δ ή, στη συνέχεια, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν.3029/2002 (Α’ 160) συστήθηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.)», ως φορέας επικουρικής ασφάλισης μισθωτών με νομική προσωπικότητα αυτοτελή σε σχέση με το Ι.Κ.Α., –το οποίο μετονομάστηκε σε «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α.–Ε.Τ.Α.Μ.)» κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ως άνω ν.3029/2002–, και το οποίο (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) ήταν οιονεί καθολικός διάδοχος του, καταργηθέντος από την 1η-6-2003, Ι.Κ.Α.–Τ.Ε.Α.Μ. (άρθρο 6 παρ.2 και 3 του ν.3029/2002), εφαρμόζοντας στο σύνολό της τη νομοθεσία του (του καταργούμενου Ι.Κ.Α.–Τ.Ε.Α.Μ.) (άρθρο 6 παρ.18 του ν.3029/2002) και έχοντας σκοπό την παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στα πρόσωπα που υπήγοντο στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.–Τ.Ε.Α.Μ., καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους (άρθρο 6 παρ.7 και 8 του ν.3029/2002).
6. Ε π ε ι δ ή, ακολούθως, το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. εντάχθηκε, με τη διάταξη της περ. α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του ν.4052/2012 (Α’ 41), στο, συσταθέν με τα άρθρα 35 επ. του ίδιου νόμου, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης» (Ε.Τ.Ε.Α.) (δεδομένου ότι το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. δεν εξαιρέθηκε από την ένταξη στον νέο ασφαλιστικό οργανισμό κάνοντας χρήση της σχετικώς παρασχεθείσας με την παράγραφο 2 του άρθρου 36 του νόμου αυτού δυνατότητας), σκοπός δε του Ε.Τ.Ε.Α. ορίσθηκε ότι είναι η «παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό … τομέα, …, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους.». Περαιτέρω, στο άρθρο 41 του προαναφερόμενου ν.4052/2012, με τίτλο «Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης», ορίστηκαν τα εξής: «Οι ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑ δικαιούνται σύνταξης, εφόσον θεμελιώνουν αντίστοιχο δικαίωμα συνταξιοδότησης στον φορέα κύριας ασφάλισής τους για την αυτή αιτία και έχουν συμπληρώσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου που προβλέπει η νομοθεσία του αντίστοιχου φορέα κύριας ασφάλισής τους, καθώς και η γενικότερη νομοθεσία, όπως εκάστοτε ισχύουν. …», ενώ στη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε ότι: «Στο ΕΤΕΑ μεταφέρονται όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των εντασσόμενων ταμείων-τομέων και κλάδων ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο ασφάλισης τους. Οι ασφαλισμένοι των εντασσόμενων ταμείων – τομέων και κλάδων καθίστανται ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑ και διέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας του, καθώς και τις διατάξεις της γενικότερης νομοθεσίας, όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν. …». Μεταγενεστέρως, με το άρθρο 74 του ν.4387/2016 (Α’ 85) προστέθηκε στο άρθρο 35 του προαναφερόμενου ν.4052/2012 παράγραφος 2, σύμφωνα με την οποία το Ε.Τ.Ε.Α. μετονομάστηκε σε «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.).
7. Ε π ε ι δ ή, τέλος, στο πλαίσιο των ενιαίων κανόνων που θέτει ο προαναφερόμενος ν.4387/2016 για το σύνολο των ασφαλισμένων και συνταξιούχων όλων των φορέων που εντάχθηκαν στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., στους οποίους κανόνες συμπεριλαμβάνεται και ο κοινός τρόπος υπολογισμού της επικουρικής σύνταξης, κρίθηκε σκόπιμη η καθιέρωση ενιαίας ρύθμισης και της έναρξης του δικαιώματος επικουρικής σύνταξης (βλ. και αιτιολογική έκθεση του κατωτέρω ν.4578/2018). Έτσι, στο άρθρο 8 του ν.4578/2018 (Α’ 200/3-12-2018), με τον τίτλο «Έναρξη και λήξη συνταξιοδοτικού δικαιώματος στο ΕΤΕΑΕΠ», ορίσθηκε ότι: «Το άρθρο 1 του ν.4554/2018 … εφαρμόζεται αναλόγως για την έναρξη και λήξη του δικαιώματος επικουρικής σύνταξης από το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ). Προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής της επικουρικής σύνταξης είναι η προηγούμενη συνταξιοδότηση από το φορέα κύριας ασφάλισης. 2. Κατ’ εξαίρεση, η καταβολή της επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, θανάτου ή αναπηρίας από το ΕΤΕΑΕΠ αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης καταβολής της κύριας σύνταξης, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτή πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης και η αίτηση υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για την απονομή της κύριας σύνταξης.». Συναφώς, στο άρθρο 1 του ν.4554/2018 «Ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις … και άλλες διατάξεις» (Α’ 130), που τιτλοφορείται «Έναρξη και λήξη του δικαιώματος σύνταξης από τον ΕΦΚΑ», ορίζεται ότι: «1. Για την άσκηση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου από τους ασφαλισμένους των ενταχθέντων στον ΕΦΚΑ φορέων … απαιτείται η υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης στον ΕΦΚΑ. 2.α) Το δικαίωμα σύνταξης γήρατος αρχίζει από την πρώτη του επόμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης μήνα, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την ημερομηνία αυτή πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, σε αντίθετη δε περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις. … 3. Το δικαίωμα σε σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου αρχίζει από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας θανάτου. Η σύνταξη λόγω θανάτου καταβάλλεται αναδρομικά από την ημερομηνία αυτή και δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ένα (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης. … 4. … 5. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε άλλη αντίθετη ειδική ή γενική διάταξη. …». Όπως, άλλωστε, αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν.4578/2018, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο µε τις πολλές και διαφορετικές ημερομηνίες έναρξης του δικαιώματος σύνταξης δεν δικαιολογείται μετά την ένταξη όλων των φορέων στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., γιατί αφενός µεν η έναρξη καταβολής της σύνταξης δεν αντιμετωπίζεται µε ενιαίο τρόπο για όλους τους ασφαλισμένους, αφετέρου δε, δημιουργούνται διοικητικές δυσλειτουργίες κατά τη διαδικασία έκδοσης των συνταξιοδοτικών αποφάσεων.
8. Ε π ε ι δ ή, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 του ν.4578/2018 αντιμετωπίσθηκε με ενιαίο τρόπο για όλους τους ασφαλισμένους των ενταχθέντων στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. φορέων επικουρικής ασφάλισης η έναρξη καταβολής της επικουρικής σύνταξης, η οποία, μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.4578/2018 καθοριζόταν από τις καταστατικές διατάξεις κάθε ενταχθέντος στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. φορέα, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαφορετική έναρξη καταβολής της επικουρικής σύνταξης ανά ενταχθέντα τομέα, κλάδο ή ταμείο. Έτσι, και προκειμένου για την άσκηση του δικαιώματος επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου από τους ασφαλισμένους των ενταχθέντων στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. τομέων, ήτοι για την έναρξη των οικονομικών αποτελεσμάτων του δικαιώματος για συνταξιοδότηση, δηλαδή την έναρξη καταβολής των περιοδικών παροχών που αντιστοιχούν σε αυτό (πρβλ. ΣτΕ 420/2016), ορίζεται ως προϋπόθεση η υποβολή αυτοτελούς αίτησης συνταξιοδότησης στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ενώ βασική προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής της επικουρικής σύνταξης είναι η προηγούμενη συνταξιοδότηση από τον φορέα κύριας ασφάλισης για την αυτή αιτία. Περαιτέρω, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.4554/2018, η επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας του θανάτου και δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ένα (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, εφόσον βέβαια συντρέχει κατά την ως άνω ημερομηνία και η προηγούμενη συνταξιοδότηση για την αυτή αιτία από τον φορέα κύριας ασφάλισης. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτήν, ο χρόνος υποβολής της αίτησης συνδέεται αρρήκτως με τον χρόνο γέννησης του δικαιώματος απόληψης της σύνταξης, ενόψει του ότι η χορήγησή της αρχίζει από την πρώτη του μήνα μετά τον θάνατο του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, υπό την προϋπόθεση της υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση εντός ενός έτους από τον χρόνο του θανάτου. Τέλος, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν.4578/2018 προβλέπεται ρητώς ότι, κατ’ εξαίρεση, η καταβολή της επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, θανάτου ή αναπηρίας από το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης καταβολής της κύριας σύνταξης, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτήν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης και η αίτηση υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για την απονομή της κύριας σύνταξης. Η τελευταία διάταξη ενοποιεί για όλους τους ασφαλισμένους του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. την, παρατιθέμενη στη σκέψη 3 της παρούσας, ρύθμιση της καταστατικής διάταξης της περ. α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν.997/1979, που ίσχυε για τους ασφαλισμένους του ενταχθέντος στο Ταμείο αυτό Ε.Τ.Ε.Α. και σκοπό έχει την προστασία των ασφαλισμένων του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., οι οποίοι, λόγω άγνοιας ή ελλιπούς πληροφόρησης, δεν υποβάλλουν ταυτοχρόνως με την αίτηση για κύρια σύνταξη και αίτηση για επικουρική σύνταξη, αν και πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις.
9. Ε π ε ι δ ή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στον σύζυγο της προσφεύγουσας, …, είχε χορηγηθεί, με την υπ’ αριθμ. …/9-1-1971 απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης του πρώην Ι.Κ.Α., κύρια σύνταξη λόγω γήρατος, και με την υπ’ αριθμ. …/4-5-1989 απόφαση του ίδιου Διευθυντή επικουρική σύνταξη λόγω γήρατος από το Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ.. Μετά τον θάνατο του συζύγου της στις 2-3-1998, η προσφεύγουσα, με τη με αριθμ. Πρωτ. …/13-3-1998 σχετική αίτηση, που υποβλήθηκε ενώπιον του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης του πρώην Ι.Κ.Α., ζήτησε τη μεταβίβαση σε αυτήν της χορηγηθείσας κατά τα ανωτέρω κύριας σύνταξης γήρατος, λόγω θανάτου του συζύγου της. Στο έντυπο, άλλωστε, της εν λόγω αίτησης υπήρχε έντυπη σφραγίδα-δήλωση, με την ένδειξη: «Έλαβα γνώση ότι πρέπει να υποβάλλω αίτηση συνταξιοδότησης στο ΙΚ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. αμέσως ή το αργότερο πριν από την πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης απονομής της κύριας σύνταξης.». Κατόπιν τούτου, με την υπ’ αριθμ. …/9-4-1998 απόφαση του Διευθυντή του ανωτέρω Περιφερειακού Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης του Ι.Κ.Α. μεταβιβάσθηκε στην προσφεύγουσα η κύρια σύνταξη γήρατος του αποβιώσαντος συζύγου της και ορίστηκε, ως ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης αυτής, η 1η-4-1998, η υποχρέωση, δε, υποβολής αυτοτελούς αίτησης για τη χορήγηση επικουρικής αίτησης από το Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. κατά την περ. α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν.997/1979 αναγράφεται και στο σώμα της συνταξιοδοτικής αυτής απόφασης. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στη συνταξιούχο προσφεύγουσα στις 14-4-1998 (σχ. η σχετικώς τηρούμενη στο Περιφερειακό Υποκατάστημα Θεσσαλονίκης του Ι.Κ.Α. Πινακίδα Πληρωμής Σύνταξης Θανάτου, επί της οποίας συντάχθηκε πράξη παραλαβής, που υπογράφεται από τη συνταξιούχο). Πλην, η σχετική αίτηση για τη, μεταβίβαση από το Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. της επικουρικής σύνταξης, λόγω θανάτου, δεν υποβλήθηκε στον οικείο Τομέα των Υπηρεσιών του Ι..Κ.Α. εντός τριμήνου, αλλά μεταγενέστερως. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υπέβαλε στις 8-1-2020, ενώπιον της αρμόδιας Υπηρεσίας του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., τη με αριθμ. Πρωτ. …/8-1-2020 αίτηση, με την οποία ζήτησε, από τον επικουρικό φορέα, τη μεταβίβαση σε αυτήν, λόγω θανάτου του συζύγου της, και της χορηγηθείσας σε αυτόν κατά τα ανωτέρω επικουρικής σύνταξης γήρατος. Ενόψει τούτων, με την υπ’ αριθμ. 18796/20-12-2021 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του καθ’ ου Φορέα, –ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. [άρθρο 6 παρ.1 του ν.4670/2020 (Α’ 43)]– μεταβιβάσθηκε στην προσφεύγουσα και η επικουρική σύνταξη του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ., του αποβιώσαντος συζύγου της, ενώ ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης αυτής η 8η-1-2020. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, η προσφεύγουσα άσκησε, ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής της Διεύθυνσης Γ’ Απονομής Συντάξεων του καθ’ ου Φορέα, τη με αριθμ. Πρωτ. …/7-4-2022 ένσταση, με την οποία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι δεν γνώριζε ότι έπρεπε να υποβάλει ξεχωριστή αίτηση προς το Ι.Κ.Α.–Τ.Ε.Α.Μ., ούτε και ενημερώθηκε ειδικώς από το Ι.Κ.Α., για τον λόγο δε αυτόν ζήτησε την τροποποίηση της απόφασης αυτής ως προς την ημερομηνία έναρξης καταβολής αυτής, ώστε να ορισθεί ως ημερομηνία χορήγησής της, είτε η ημερομηνία έναρξης συνταξιοδότησης αυτής από τον κύριο συνταξιοδοτικό φορέα χορήγησης, ήτοι από 1-3-1998, είτε, επικουρικώς, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν.4554/1998 σε συνδυασμό με το εδ. α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν.4578/2018, ένα (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα κατά τον οποίον υποβλήθηκε η με αριθμ. Πρωτ. …/8-1-2020 αίτησή της. Με την υπ’ αριθμ. …/3-4-2023 απόφαση της Δ.Ε. της Διεύθυνσης Γ’ Απονομής Συντάξεων του καθ’ ου Φορέα, η ένσταση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η επικουρική σύνταξη του αποβιώσαντος συζύγου της προσφεύγουσας πρέπει να μεταβιβασθεί στην τελευταία έξι (6) μήνες πριν από την υποβολή της με αριθμ. Πρωτ. …/8-1-2020 αίτησής της. Ήδη, δε, η προσφεύγουσα, με την κρινόμενη προσφυγή της, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομοτύπως κατατεθέν από 20-3-2024 υπόμνημα, αμφισβητεί τη νομιμότητα και ορθότητα της υπ’ αριθμ. …/3-4-2023 απόφασης της Δ.Ε. της Διεύθυνσης Γ’ Απονομής Συντάξεων του e-Ε.Φ.Κ.Α. και ζητεί την τροποποίησή της ως προς τον χρόνο έναρξης καταβολής της μεταβιβασθείσας σε αυτήν λόγω θανάτου του συζύγου της επικουρικής σύνταξης, για τους λόγους που ειδικότερα προβάλλει με το δικόγραφο αυτής, ώστε να κριθεί ότι έπρεπε να γίνει εν όλω δεκτή η ένστασή της. Αντιθέτως, ο καθ’ ου ασφαλιστικός φορέας, με τη με αριθμ. Πρωτ. …/19-2-2024 έκθεση απόψεων της Προϊσταμένης του Τμήματος ΔΜΘ της Τοπικής Διεύθυνσης Α’ Θεσσαλονίκης, υπεραμύνεται της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ζητεί δε την απόρριψη της προσφυγής ως αβάσιμης.
10. Ε π ε ι δ ή, ειδικότερα, με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι κατά παράβαση της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν.4578/2018, αλλά και των συνταγματικών αρχών της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του κράτους δικαίου, δεν ορίσθηκε, ως χρόνος έναρξης καταβολής/μεταβίβασης σε αυτήν της επικουρικής σύνταξης, ο χρόνος καταβολής της κύριας σύνταξης. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ουδέποτε γνωστοποιήθηκε σε αυτήν η υποχρέωση να υποβάλει αυτοτελή αίτηση για τη μεταβίβαση και της επικουρικής σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της, παρόλο που τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. είχαν, ενόψει της πολυπλοκότητας των συνταξιοδοτικών θεμάτων, υποχρέωση ενημέρωσής της, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι η ίδια είχε λάβει την ελάχιστη εκπαίδευση και είχε γεννηθεί στη Γεωργία. Σε κάθε περίπτωση, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, κατά παράβαση της διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.4554/2018, δεν ορίσθηκε αναδρομικώς η έναρξη της καταβολής/μεταβίβασης σε αυτήν της επικουρικής σύνταξης, ένα (1) έτος πριν από τον χρόνο υποβολής της αίτησής της για τη χορήγηση σε αυτήν της επικουρικής αυτής σύνταξης.
11. Ε π ε ι δ ή, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 8 της παρούσας, με τον ν.4578/2018 αντιμετωπίσθηκε με ενιαίο τρόπο για όλους τους ασφαλισμένους των ενταχθέντων στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. φορέων επικουρικής ασφάλισης η έναρξη καταβολής της επικουρικής σύνταξης, η οποία, μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.4578/2018 καθοριζόταν από τις καταστατικές διατάξεις κάθε ενταχθέντος στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. φορέα, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαφορετική έναρξη καταβολής της επικουρικής σύνταξης ανά ενταχθέντα τομέα, κλάδο ή ταμείο. Κατά τα αναφερόμενα, άλλωστε, στην αιτιολογική έκθεση του ν.4578/2018, που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 7 της παρούσας, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο με τις πολλές και διαφορετικές ημερομηνίες έναρξης του δικαιώματος σύνταξης δεν δικαιολογείται μετά την ένταξη όλων των φορέων στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., καθόσον αφενός µεν η έναρξη καταβολής της σύνταξης δεν αντιμετωπίζεται µε ενιαίο τρόπο για όλους τους ασφαλισμένους αφετέρου δε δημιουργούνται διοικητικές δυσλειτουργίες κατά τη διαδικασία έκδοσης των συνταξιοδοτικών αποφάσεων. Για τον λόγο, άλλωστε, αυτόν, και κατ’ ανάλογη (σύμφωνα με το εδ. α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν.4578/2018) εφαρμογή της μεταβατικής διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν.4554/2018 για την κύρια σύνταξη, που παρατέθηκε στη σκέψη 7 της παρούσας, ορίσθηκε ότι από την έναρξη ισχύος του ν.4578/2018 καταργείται κάθε άλλη αντίθετη ειδική ή γενική καταστατική διάταξη των ενταχθέντων στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. φορέων, και, επομένως, και κάθε διάταξη η οποία ορίζει διαφορετικό χρόνο έναρξης καταβολής επικουρικής σύνταξης. Επομένως, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το νεότερο αυτό καθεστώς του ν.4578/2018 αποκλείει την εφαρμογή της (ισχύουσας ελλείψει ρητής περί του αντιθέτου νομοθετικής ρύθμισης) γενικής αρχής του ασφαλιστικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και, κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 2 της παρούσας, η έναρξη της καταβολής της επικουρικής σύνταξης κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που προβλέπεται από τον ως άνω νεότερο ν.4578/2018 και το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο υποβολής της ένδικης αυτοτελούς αίτησης της προσφεύγουσας για μεταβίβαση σε αυτήν της, χορηγηθείσας στον αποβιώσαντα σύζυγό της, επικουρικής σύνταξης του, ενταχθέντος στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., Ε.Τ.Ε.Α.. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.4554/2018, που εφαρμόζεται αναλογικώς κατά το εδ. α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν.4578/2018 (χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη ρύθμιση στις διατάξεις του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος του ν.997/1979 για το Ε.Τ.Ε.Α., όπως αυτές παρατέθηκαν στη σκέψη 3 της παρούσας), η επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου συνδέθηκε με τον χρόνο γέννησης του δικαιώματος απόληψης της σύνταξης, δηλαδή με τον χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, καθόσον προβλέπεται ότι καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας του θανάτου και δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ένα (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, εφόσον βέβαια συντρέχει κατά την ως άνω ημερομηνία και η προηγούμενη συνταξιοδότηση για την αυτή αιτία από τον φορέα κύριας ασφάλισης. Σε περίπτωση, άλλωστε, που η υποβολή της αυτοτελούς αίτησης για χορήγηση της επικουρικής σύνταξης υποβληθεί μετά την παρέλευση έτους από τον χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, αυτή ανατρέχει ένα (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης. Κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν.4578/2018, και κατ’ αντιστοιχία προς την (παρατεθείσα στη σκέψη 3 της παρούσας) διάταξη της περ. α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος του ν.997/1979 για το Ε.Τ.Ε.Α., η καταβολή της επικουρικής σύνταξης λόγω θανάτου από το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. προβλέπεται ότι μπορεί να αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης καταβολής της κύριας σύνταξης, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτήν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης και η αίτηση υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για την απονομή της κύριας σύνταξης. Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι α) Η επίμαχη με αριθμ. Πρωτ. …/8-1-2020 αίτηση της προσφεύγουσας για τη μεταβίβαση της, χορηγηθείσας στον αποβιώσαντα σύζυγό της, επικουρικής σύνταξης, αφενός μεν δεν υποβλήθηκε εντός έτους από τον χρόνο του θανάτου του τελευταίου (2-3-1998), αφετέρου υποβλήθηκε σε χρόνο πέραν της εικοσαετίας, ήτοι σε χρόνο που απέχει πέραν του τριμήνου από την κοινοποίηση της υπ’ αριθμ. …/9-4-1998 απόφασης του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης του Ι.Κ.Α. περί απονομής κύριας σύνταξης στην ίδια, β) Η κοινοποίηση της μόλις προαναφερθείσας υπ’ αριθμ. …/9-4-1998 απόφασης χορήγησης στην προσφεύγουσα κύριας σύνταξης έλαβε χώρα στις 14-4-1998, όπως προκύπτει από τη σχετική πράξη παραλαβής που συντάχθηκε επί της πινακίδας πληρωμής της σύνταξης αυτής, κάτω από την οποία, στη θέση του παραλήπτη, τίθεται υπογραφή της συνταξιούχου, όμοια, κατ’ αντιπαραβολή, με άλλες υπογραφές αυτής που έχουν τεθεί επί εγγράφων περιλαμβανόμενων στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (λ.χ. στη με αριθμ. Πρωτ. …/13-3-1998 αίτηση της προσφεύγουσας για χορήγηση της κύριας σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της) και γ) η προσφεύγουσα, παρά τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει, ενημερώθηκε κατά την υποβολή της με αριθμ. Πρωτ. …/13-3-1998 αίτησής της (περί μεταβίβασης της σύνταξης από τον κύριο συνταξιοδοτικό φορέα) για την ύπαρξη και τις συνέπειες μη τήρησης της προαναφερόμενης τρίμηνης προθεσμίας, καθόσον η ίδια είχε δηλώσει ενυπογράφως επί του σώματος της ως άνω αίτησης ότι της γνωστοποιήθηκε η υποχρέωση να υποβάλει «αίτηση συνταξιοδότησης στο Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. αμέσως ή το αργότερο πριν από την πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης απονομής της κύριας σύνταξης», ενώ είχε ενημερωθεί εκ νέου για την ανάγκη υποβολής αυτοτελούς αίτησης με την ανωτέρω αρχική κύρια συνταξιοδοτική απόφαση. Επομένως, κρίνεται ότι ως ημερομηνία έναρξης καταβολής της επικουρικής σύνταξης προς την προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί, αντιστοίχως, ούτε η πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας του θανάτου του συζύγου της, ούτε και η ημερομηνία έναρξης καταβολής σε αυτήν της κύριας σύνταξης, αλλά η καταβολή της επικουρικής σύνταξης στην προσφεύγουσα πρέπει να αρχίσει, κατά την αναλογικώς εφαρμοζόμενη και για τις επικουρικές συντάξεις του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.4554/2018, ένα (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα κατά τον οποίον υποβλήθηκε η με αριθμ. Πρωτ. …/8-1-2020 αίτηση της προσφεύγουσας για τη μεταβίβαση σε αυτήν της επικουρικής σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της. Ως εκ τούτου, η Δ.Ε. της Διεύθυνσης Γ’ Απονομής Συντάξεων του e-Ε.Φ.Κ.Α., κατά το μέρος που με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. …/3-4-2023 απόφασή της, απέρριψε την ένσταση της προσφεύγουσας κατά της ένδικης υπ’ αριθμ. …/20-12-2021 απόφασης του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του ίδιου φορέα, κρίνοντας ότι η επικουρική σύνταξη του αποβιώσαντος συζύγου της προσφεύγουσας πρέπει να μεταβιβασθεί στην τελευταία έξι (6) μήνες πριν από την υποβολή της με αριθμ. Πρωτ. …/8-1-2020 αίτησης της προσφεύγουσας ενώπιον του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., εσφαλμένως εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και εφάρμοσε τον νόμο, και για τον λόγο αυτόν, που προβάλλεται βασίμως, πρέπει η τελευταία αυτή απόφαση (της Δ.Ε.) κατά το μέρος τούτο να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή της υπό κρίση προσφυγής κατά το μέρος αυτό, απορριπτόμενων όλων των αντίθετων ισχυρισμών του καθ’ ου ασφαλιστικού φορέα ως αβάσιμων.
12. Ε π ε ι δ ή, κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να τροποποιηθεί η υπ’ αριθμ. …/3-4-2023 απόφασης της Δ.Ε. της Διεύθυνσης Γ’ Απονομής Συντάξεων του e-Ε.Φ.Κ.Α., καθοριζομένης της έναρξης χορήγησης της επικουρικής σύνταξης γήρατος λόγω χηρείας στην προσφεύγουσα ένα (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα κατά τον οποίον υποβλήθηκε η με αριθμ. Πρωτ. …/8-1-2020 οικεία αίτησή της αντί για έξι μήνες πριν την υποβολή της αίτησης αυτής, όπως εσφαλμένως έγινε δεκτό με την προσβαλλομένη. Τέλος, ενόψει της εν μέρει αποδοχής της προσφυγής πρέπει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα μέρος του καταβληθέντος παραβόλου, ύψους, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δέκα (10) ευρώ, το δε υπόλοιπο αυτού να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου [άρθρο 277 παρ.9 εδ. α’ και γ’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν.2717/1999 (Α’ 97 – Κ.Δ.Δ.)], ενώ, καθ’ ο μέρος έγινε δεκτή η προσφυγή πρέπει, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ.1 εδ. τελ. του Κ.Δ.Δ.), να απαλλαγεί ο καθ’ ου Φορέας από την καταβολή των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας, εκ μέρους της οποίας μόνον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα (άρθρο 275 παρ.7 εδ. α’ του Κ.Δ.Δ.).
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
Τροποποιεί την υπ’ αριθμ. …/3-4-2023 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής της Διεύθυνσης Γ’ Απονομής Συντάξεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, στην οποία ενσωματώθηκε η υπ’ αριθμ. …/20-12-2021 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης του ίδιου Φορέα, ως προς τον χρόνο έναρξης της καταβολής της χορηγηθείσας στην προσφεύγουσα επικουρικής σύνταξης.
Αποφαίνεται ότι η καταβολή, κατόπιν μεταβίβασης, της επικουρικής σύνταξης στην προσφεύγουσα, λόγω θανάτου του συζύγου της, πρέπει να εκκινήσει ένα (1) έτος πριν από το τέλος του μήνα κατά τον οποίον υποβλήθηκε η σχετική με αριθμ. Πρωτ. …/8-1-2020 αίτηση της προσφεύγουσας ενώπιον του τέως Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών
Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.
Διατάσσει την απόδοση στην προσφεύγουσα μέρους του καταβληθέντος παραβόλου, ύψους δέκα (10) ευρώ, και την κατάπτωση του υπολοίπου υπέρ του Δημοσίου.
Απαλλάσσει τον e-Ε.Φ.Κ.Α. από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας για το μέρος που έγινε δεκτή η προσφυγή.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έλαβε χώρα στο κατάστημά του στη Θεσσαλονίκη στις 10-7-2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Η απόφαση δημοσιεύθηκε, στις 31 Δεκεμβρίου 2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με τη συμμετοχή στη σύνθεση της Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. Κωνσταντίας Αλατζογιάννη αντί του Ανδρέα Σιγούρου, λόγω προαγωγής του τελευταίου από Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ. σε Εφέτη Δ.Δ. και τοποθέτησής του στο Διοικητικό Εφετείο Τρίπολης.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ