ΑΠΟΦΑΣΗ
Italgomme Pneumatici S.r.l. κατά Ιταλίας της 06.02.2025 (προσφ. αριθ. 36617/18 και 12 άλλες προσφυγές)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Φορολογικοί έλεγχοι και δικαιώματα φορολογουμένων. Πρόσβαση και επιθεώρηση από φορολογικές αρχές επαγγελματικών χώρων, γραφείων ή εγκαταστάσεων. Οι επιθεωρήσεις αφορούσαν την εξέταση, αντιγραφή και κατάσχεση (σε ορισμένες περιπτώσεις) των λογιστικών αρχείων, των εταιρικών βιβλίων, των τιμολογίων και άλλων λογιστικών εγγράφων σχετικών με τον προσδιορισμό των φόρων. Οι έλεγχοι διενεργήθηκαν από υπαλλήλους της αστυνομίας εσόδων (Guardia di Finanza), μιας στρατιωτικοποιημένης αστυνομικής δύναμης που υπάγεται στο Υπουργείο Οικονομικών ή από τη Φορολογική Αρχή) προκειμένου να αξιολογηθεί η συμμόρφωση των προσφευγόντων με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, μολονότι υπήρχε γενικό νομοθετικό πλαίσιο στο ιταλικό δίκαιο για τα επίμαχα μέτρα, ο νόμος αυτός δεν πληρούσε την προϋπόθεση της «ποιότητας του δικαίου» του άρθρου 8. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το εθνικό νομικό πλαίσιο παρείχε στις εθνικές αρχές απεριόριστο περιθώριο όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής των μέτρων και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Επιπλέον, το κράτος δεν παρείχε επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις, καθώς η νομιμότητα, η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα των μέτρων δεν υπόκειντο σε επαρκή έλεγχο. Συνολικά, δεν παρείχε στους προσφεύγοντες το ελάχιστο βαθμό προστασίας που δικαιούνταν βάσει της Σύμβασης.
Κατά το Στρασβούργο ο φορολογούμενος πρέπει να έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται για τον έλεγχο σε βάρος του είτε εκ των προτέρων είτε το αργότερο μέχρι την έναρξή του, για το αντικείμενο αυτού, τους λόγους που τον προκάλεσαν καθώς και για τις συνέπειες της άρνησης να επιτρέψει τη διενέργειά του. Επίσης πρέπει να έχει το δικαίωμά του να επικουρείται από επαγγελματία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ομόφωνα, παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας και της αλληλογραφίας) και επιδίκασε σε κάθε προσφεύγοντα 3.200 ευρώ για ηθική βλάβη.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση των αποφάσεων) διαπίστωσε επίσης συστημικό πρόβλημα και ζήτησε από την Ιταλία λήψη γενικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο ώστε να εναρμονίσει την νομοθεσία και πρακτική της, ώστε να ευθυγραμμιστεί με την απόφαση του Δικαστηρίου. Υφίσταται ανάγκη για ειδικούς κανόνες στο εθνικό δίκαιο, που να περιγράφουν τις περιστάσεις πρόσβασης και διεξαγωγής φορολογικών ελέγχων σε επαγγελματικούς χώρους, θεσπίζοντας διασφαλίσεις και προβλέποντας αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι 13 προσφεύγοντες είναι όλοι νομικά πρόσωπα, εκτός από τον κ. Terrenzio, Ιταλό υπήκοο που κατέθεσε την προσφυγή του για λογαριασμό εταιρείας της οποίας είναι μοναδικός ιδιοκτήτης (ditta individuale). Σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ 2018 και 2022, οι επαγγελματικές εγκαταστάσεις, τα γραφεία καταστατικής έδρας ή αυτά που χρησιμοποιούνταν για επαγγελματικές δραστηριότητες ελέγχθηκαν από υπαλλήλους της Αστυνομίας των Εσόδων ή της Φορολογικής Αρχής προκειμένου να αξιολογηθεί η συμμόρφωση των ελεγχόμενων με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Οι άδειες για τη διενέργεια των ελέγχων είχαν εκδοθεί από τον τοπικό προϊστάμενο είτε της Φορολογικής Αρχής είτε της Αστυνομίας Εσόδων σύμφωνα με την νομοθεσία.
Οι προσφεύγοντες και οι εκπρόσωποί τους κλήθηκαν να προσκομίσουν λογιστικά αρχεία, εταιρικά βιβλία, τιμολόγια και άλλα υποχρεωτικά λογιστικά έγγραφα, καθώς και διάφορα είδη εγγράφων σχετικών με τον προσδιορισμό του φόρου που αφορούν τα ελεγχόμενα έτη. Τα αιτήματα δεν αφορούσαν μόνο τα αρχεία και τα βιβλία που οι προσφεύγοντες ήταν νομικά υποχρεωμένοι να τηρούν, αλλά και άλλα εξωλογιστικά αρχεία (scritture extracontabili) που είχαν στην κατοχή τους, όπως αυτά που αφορούσαν συναλλαγές, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις. Ενημερώθηκαν ότι οι υπάλληλοι που εκτελούσαν τους ελέγχους δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο όσον αφορά τις πληροφορίες που αποκτούν και ότι οι έλεγχοι υπόκεινται στις εγγυήσεις και στις διασφαλίσεις που προβλέπει ο ν. 212/ 27.07.2000. Περαιτέρω ενημερώθηκαν ότι αν αρνούνταν να προσκομίσουν τα ζητούμενα έγγραφα, θα τους επιβάλλονταν να μην μπορούν να τα επικαλεστούν ως αποδεικτικά στοιχεία υπέρ τους σε μεταγενέστερες διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες και η φορολογική αρχή θα μπορούσε να εκτιμήσει πόσες συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν και πόσα εισοδήματα είχαν εισπραχθεί, προσφεύγοντας σε τεκμήρια (presunzioni semplici) με βάση άλλα στοιχεία και δεδομένα που έχουν στη διάθεσή τους οι αρχές.
Οι προσφεύγοντες συμμορφώθηκαν με τα αιτήματα των εγχώριων αρχών, επιτρέποντας στους υπαλλήλους αυτούς να διενεργήσουν τους ελέγχους και να προσκομίσουν τα έγγραφα που ζητήθηκαν. Τα έγγραφα αντιγράφηκαν εφόσον ήταν σε ηλεκτρονική μορφή και σε ορισμένες περιπτώσεις κατασχέθηκαν – σε άλλες περιπτώσεις, δεν κατασχέθηκαν, αλλά σφραγίστηκαν και αποθηκεύτηκαν και τέθηκαν στη διάθεση των φορολογικών και αστυνομικών αρχών προκειμένου να εξεταστούν περαιτέρω.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Λόγω του παρόμοιου αντικειμένου των προσφυγών, το Δικαστήριο τις εξέτασε από κοινού.
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, μολονότι οι επισκέψεις επιθεώρησης δεν ισοδυναμούσαν με επιχειρήσεις έρευνας και κατάσχεσης, οι φορολογούμενοι υποχρεώθηκαν εντούτοις να συμμορφωθούν προς αυτές για να αποτραπεί η επιβολή του φόρου τους να βασίζονται σε τεκμήρια. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι αυτό συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγόντων στο σεβασμό της «κατοικίας» και της «αλληλογραφίας» τους κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Αφού εξέτασε κατά πόσον η παρέμβαση αυτή ήταν δικαιολογημένη, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν υπήρχε γενική νομική βάση στο ιταλικό δίκαιο για τα επίμαχα μέτρα, το δίκαιο αυτό δεν πληρούσε την προϋπόθεση της «ποιότητας του δικαίου» του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ευρεία διακριτική ευχέρεια που είχαν τα κράτη στο θέμα αυτό, καθώς και τον σχετικά ήπιο χαρακτήρα της παρέμβασης, καθώς και το φορολογικό πλαίσιο, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εθνικό νομικό πλαίσιο έδινε στις αρχές απεριόριστο περιθώριο όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής των μέτρων και τον τρόπο με τον οποίο αυτά μπορούσαν να εφαρμοστούν. Για παράδειγμα, σε σχέση με τις επαγγελματικές εγκαταστάσεις, δεν υπήρχε ειδική αιτιολογία για την έγκριση των μέτρων, και όταν τα μέτρα εφαρμόζονταν από υπαλλήλους της φορολογικής αστυνομίας, δεν απαιτούνταν γραπτή άδεια. Επιπλέον, η φορολογική αρχή και η εξουσία της φορολογικής αστυνομίας να αποφασίζουν για την ανάγκη, τον αριθμό, τη διάρκεια και την κλίμακα των ελέγχων και των πληροφοριών που ζητούνταν και στη συνέχεια αντιγράφονταν ή κατασχέθηκαν δεν ρυθμίζονταν στο ελάχιστο από την ιαχύουσα νομοθεσία.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι το νομικό πλαίσιο δεν παρείχε επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις, καθώς η νομιμότητα, η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα των μέτρων δεν υπόκειντο σε επαρκή έλεγχο. Τα ένδικα μέσα που πρότεινε η κυβέρνηση – προσφυγή στα φορολογικά δικαστήρια, αγωγή στα αστικά δικαστήρια, και προσφυγή στον εγγυητή του φορολογούμενου δεν θεωρήθηκαν αποτελεσματικά ένδικα μέσα.
Ως εκ τούτου, η προκαταρκτική ένσταση της Κυβέρνησης ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν χρησιμοποιήσει όλα τα νόμιμα μέσα που ήταν διαθέσιμα σε εθνικό επίπεδο, απορρίφθηκε.
Συνολικά, το νομικό πλαίσιο δεν παρείχε στους προσφεύγοντες τον ελάχιστο βαθμό προστασίας που δικαιούνταν βάσει της Σύμβασης. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσε να ειπωθεί ότι η εν λόγω παρέμβαση ήταν «σύμφωνη με το νόμο», όπως απαιτεί το άρθρο 8 § 2 της Σύμβασης. Υπήρξε, επομένως, παραβίαση του εν λόγω άρθρου.
Άρθρο 6
Δεδομένου ότι το Δικαστήριο είχε ήδη εξετάσει τα κύρια νομικά ζητήματα που έθετε η υπόθεση, δεν θεώρησε αναγκαίο να εξετάσει τις αιτιάσεις που διατυπώνονται σε οκτώ από τις προσφυγές βάσει του άρθρου αυτού.
Άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση των αποφάσεων)
Υπό το πρίσμα της διαπιστωθείσας παραβίασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν ζωτικής σημασίας να θεσπίσει η Ιταλία τα κατάλληλα γενικά μέτρα με σκοπό να ευθυγραμμίσει τη νομοθεσία και την πρακτική της με την απόφαση του Δικαστηρίου.
Πρώτον, το εθνικό νομικό πλαίσιο, εάν είναι απαραίτητο μέσω της σχετικής διοικητικής πρακτικής, θα πρέπει να αναφέρει σαφώς τις περιστάσεις και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, επιτρέπεται στις αρχές να έχουν πρόσβαση σε εγκαταστάσεις και να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους και φορολογικούς ελέγχους σε επιχειρήσεις και εγκαταστάσεις και που χρησιμοποιούνται για επαγγελματικές δραστηριότητες. Θα πρέπει να θεσπιστούν διασφαλίσεις για την αποφυγή αδιάκριτης πρόσβασης, ή τουλάχιστον να αποτρέπεται η διατήρηση και η χρήση άσχετων εγγράφων και στοιχείων. Ο φορολογούμενος πρέπει να έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται εκ των προτέρων για το αντικείμενο του ελέγχου, ή το αργότερο κατά την έναρξή του, τους λόγους που τον προκάλεσαν, το δικαίωμά του να επικουρείται από επαγγελματία, καθώς και τις συνέπειες της άρνησης να επιτρέψει τη διενέργειά του.
Δεύτερον, το νομικό πλαίσιο θα πρέπει να προβλέπει σαφώς την αποτελεσματική δικαστική επανεξέταση ενός αμφισβητούμενου μέτρου, και ιδίως την επανεξέταση της συμμόρφωσης των αρχών με τα κριτήρια, το πεδίο εφαρμογής που δικαιολογούν το μέτρο αυτό. Εάν ένας φορολογούμενος πιστεύει ότι τα πρόσωπα που διενεργούν τον έλεγχο δεν ενεργούν σύμφωνα με το νόμο – δυνατότητα που ήδη αναφέρεται στο άρθρο 13 του ν. 212/2000 – θα πρέπει να υπάρχει κάποια μορφή απλουστευμένης ενδιάμεσης και δεσμευτικής επανεξέτασης μέχρι να ολοκληρωθεί ο έλεγχος.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε σε καθένα από τους προσφεύγοντες 3.200 ευρώ για ηθική βλάβη. Δεδομένου δε ότι δεν είχαν υποβληθεί αιτήματα για έξοδα, δεν επιδικάστηκε κανένα ποσό ως προς αυτό.