ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 8/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α) Της εκκαλούσας : Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «…………..)», που εδρεύει στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, επί της συμβολής της …….., με Αριθμό Μητρώου Ανωνύμων Εταιριών …….. Αρ.Γ.Ε.ΜΗ. ……… και ΑΦΜ : ……. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Θωμάκου (ΑΜΔΣΑ : …….).
Της εφεσίβλητης : Της ……………….. ……………….. του Δημητρίου και της Ευγενίας, κατοίκου Πειραιώς…… ΑΦΜ : …., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Σταμάτιος Αγγελόπουλος (ΑΜΔΣΑ : ….).
Β) Του εκκαλούντος : ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Γρίβα (ΑΜΔΣΑ : …….).
Της εφεσίβλητης : ………., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Σταμάτιος Αγγελόπουλος (ΑΜΔΣΑ : ……….).
Γ) Της εκκαλούσας : …………, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Σταμάτιος Αγγελόπουλος (ΑΜΔΣΑ : ……..).
Των εφεσίβλητων : 1) ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Γρίβα (ΑΜΔΣΑ : …….), 2) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…..», που εδρεύει στο ……. Αττικής, …….., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Θωμάκου (ΑΜΔΣΑ : ….), και 3) Της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθανασία Χαλακατεβάκη (ΑΜΔΣΑ : ………..).
Δ) Της εκκαλούσας : Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα, …… και ……… (ΑΦΜ : … Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, Αρ.Γ.Ε.ΜΗ. …..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθανασία Χαλακατεβάκη (ΑΜΔΣΑ : ….).
Των εφεσίβλητων : 1) ……. : …, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Σταμάτιος Αγγελόπουλος (ΑΜΔΣΑ : ….) και 2) ……….., ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Γρίβα (ΑΜΔΣΑ : ……….).
Η κυρίως ενάγουσα . ……………….. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 12-3-2020 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …../2021 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η εν λόγω κύρια αγωγή συνεκδικάστηκε με την από 9-8-2021 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2021, που άσκησε ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ………. και την από 11-10-2021 πρόσθετη παρέμβαση με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2021, που άσκησε η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……………..». Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με τη με αριθμό 2664/2023 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε επί των άνω συνεκδικασθέντων δικογράφων κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την από 12-3-2020 κύρια αγωγή και δέχτηκε την από 9-8-2021 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, ενώ απέρριψε την από 11-10-2021 πρόσθετη παρέμβαση, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν : Α) η δεύτερη των κυρίως εναγόμενων ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» και ήδη εκκαλούσα, με την από 26-9-2023 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …/2023 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, Β) ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων …………. και ήδη εκκαλών, με την από 28-9-2023 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2023 και ειδικό …../2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …../2023 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, Γ) η κυρίως ενάγουσα . ……………….. και ήδη εκκαλούσα, με την από 28-9-2023 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …/2023 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και Δ) η προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..» και ήδη εκκαλούσα, με την από 26-10-2023 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …/2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2024 και ειδικό …./2024 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης . ……………….. παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση, Α) η από 26-9-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …/2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2023 και ειδικό …/2023, Β) η από 28-9-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …./2023, Γ) η από 28-9-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …/2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …./2023 και Δ) η από 26-10-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2024 και ειδικό …../2024, πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αφού αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια τακτική διαδικασία και στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλουμένης απόφασης (2664/2023) και γιατί έτσι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Οι υπό στοιχεία Α από 26-9-2023 και υπό στοιχεία Β από 28-9-2023 εφέσεις των εν μέρει ηττηθέντων κυρίως εναγόμενων, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» και . ……………….. και ήδη εκκαλούντων, αντίστοιχα, κατά της κυρίως ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, . ……………….. και κατά της με αριθμό 2664/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκαν αμφότερες δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση εκάστου δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 28-9-2023, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στον πρώτο και στη δεύτερη των κυρίως εναγόμενων, που έλαβε χώρα με επιμέλεια της κυρίως ενάγουσας την 30-8-2023, όπως προκύπτει από τη με αριθμό … Γ/30-8-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……., που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων και ήδη εκκαλών (άρθρο 126 παρ. 1 στοιχ. α, 129 παρ. 1 ΚΠολΔ), και από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …… . στο κοινοποιηθέν στη δεύτερη των κυρίως εναγόμενων ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η δεύτερη των κυρίως εναγόμενων και ήδη εκκαλούσα, ενόψει και του ότι το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει το αντίθετο ούτε άλλωστε οι διάδικοι ισχυρίζονται κάτι διαφορετικό (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό κάθε εφέσεως έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα και τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 100,00 ευρώ, αντίστοιχα [βλ. τη με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../28-9-2023 έκθεση κατάθεσης δικογράφου του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου αναφέρεται ότι κατατέθηκε e – παράβολο με αριθμό …./2023 ποσού 100,00 ευρώ και τη με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …../28-9-2023 έκθεση κατάθεσης δικογράφου του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου αναφέρεται ότι κατατέθηκε e – παράβολο με αριθμό ……/2023 ποσού 100,00 ευρώ, αντίστοιχα]. Πρέπει επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) οι υπό στοιχεία Α και Β εφέσεις και να ερευνηθούν περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτές (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες μεταξύ τους και με τις λοιπές υπό στοιχεία Γ και Δ εφέσεις, κατά τα προεκτεθέντα.
III. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων, που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Διάδικοι είναι όσοι, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Σχετικά με το ζήτημα εάν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 80 ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει, με δικό του όνομα, έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος, προς τον αντίδικό του. Κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Στην περίπτωση της πρόσθετης παρέμβασης του δικονομικού εγγυητή, ήτοι εκείνου από τον οποίο ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας (ΑΠ 1188/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 215/2013 ΕλλΔνη 2014. 1477, ΕφΑθ 6465/2009 ΕλλΔνη 2010. 256), εκουσίως ή μετά από προσεπίκληση (άρθρο 88 ΚΠολΔ), πρόκειται για απλή πρόσθετη παρέμβαση, δεδομένου ότι επί πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι του κυρίου διαδίκου, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη δεν εκτείνεται και στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος, ως δικονομικού εγγυητή προς τον αντίδικό του, ως τέτοιου νοουμένου του αντιδίκου του υπέρ ου η παρέμβαση, κυρίου διαδίκου και συνεπώς, πρόκειται περί απλής και όχι αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, επί της οποίας και μόνο, λόγω της δημιουργουμένης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας, απαιτείται, κατά το άρθρο 517 εδ. β ΚΠολΔ, να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος (ΑΠ 1741/2012 ΧΡΙΔ 2013. 367, ΕφΑθ 677/2011 ΕΦΑΔ 2011. 880, ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ. 2013. 1115, ΕφΑθ 6004/2006 ΕλλΔνη 2007. 569). Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, που παρενέβη στην πρωτοβάθμια δίκη είτε εκουσίως είτε μετά από προσεπίκληση του κυρίως εναγόμενου, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος (ΤριμΕφΠειρ 53/2020 δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΜονΕφΔωδ 63/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του ομοδίκου δικονομικού εγγυητή του αντιδίκου του εκκαλούντος, απορρίπτεται ως προς αυτόν ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία (οπότε η έφεση κατ’ άρθρο 517 εδ. β ΚΠολΔ έπρεπε να στραφεί και κατ’ αυτού), η δε συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του προσθέτως παρεμβαίνοντος, υπέρ του αντιδίκου του, δικονομικού εγγυητή, δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του. Η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος, επέχει θέση κλήτευσής του προς συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. γ, 502, 517, 558 και 271 ΚΠολΔ, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Τούτο διότι αυτός πρέπει να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης και να ασκεί τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο νόμος, χωρίς δε την κλήτευσή του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Συνεπώς, αν αυτός δεν εμφανιστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έχει κληθεί, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους, το οποίο απαράδεκτο, ως αναγόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 18/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 426/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ 222/2024 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 401/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010. 340, ΕφΔωδ 161/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 26/2005 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005. 296).
IV. Η υπό στοιχεία Γ από 28-9-2023 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας κυρίως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά των δύο κυρίως εναγόμενων, ήτοι του ……………….. και της εταιρίας με την επωνυμία «…….» και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 2664/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 28-9-2023, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στον πρώτο και τη δεύτερη των κυρίως εναγόμενων, που έλαβε χώρα με επιμέλεια της κυρίως ενάγουσας την 30-8-2023, όπως ανωτέρω προαναφέρθηκε, καθότι η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, που αρχίζει από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, τρέχει εναντίον και της κυρίως ενάγουσας, με παραγγελία της οποίας έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στον πρώτο και τη δεύτερη των κυρίως εναγόμενων (άρθρο 144 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενόψει και του ότι το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει το αντίθετο ούτε άλλωστε οι διάδικοι ισχυρίζονται κάτι διαφορετικό (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ………./28-9-2023 έκθεση κατάθεσης δικογράφου του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου αναφέρεται ότι κατατέθηκε e – παράβολο με αριθμό ……../2023 ποσού 100,00 ευρώ). Εντούτοις, δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχεία Γ από 28-9-2023 έφεση κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της τρίτης των εφεσίβλητων ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης στη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας του πρώτου των κυρίως εναγόμενων. Τούτο διότι η τρίτη των εφεσίβλητων δεν έλαβε μέρος στη δίκη, που διεξήχθη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως αντίδικος της εκκαλούσας, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, αυτή (τρίτη των εφεσίβλητων) άσκησε, κατόπιν της από 9-8-2021 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, την από 11-10-2021 απλή πρόσθετη παρέμβαση και συνεπώς, η εν λόγω καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έχει καταστεί στην από 12-3-2020 κύρια αγωγή διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, ώστε να πρέπει να απευθύνεται και κατ’ αυτής η υπό στοιχεία Γ έφεση της εν μέρει ηττηθείσας κυρίως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας. Επομένως, αναφορικά με την τρίτη των εφεσίβλητων, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, να απορριφθεί η υπό στοιχεία Γ έφεση ως απαράδεκτη ελλείψει έννομου συμφέροντος της εκκαλούσας (άρθρα 68, 73 και 517 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη. Τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ της εκκαλούσας της υπό κρίση έφεσης και της τρίτης των εφεσίβλητων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Ως προς δε τους λοιπούς, πρώτο και δεύτερη των εφεσίβλητων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η υπό στοιχεία Γ έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενη με τις λοιπές υπό στοιχεία Α, Β και Δ εφέσεις, κατά τα προεκτεθέντα.
V. Από τις διατάξεις των άρθρων 80, 88, 516 παρ. 1 και 517 ΚΠολΔ συνδυαζόμενες με το άρθρο 68 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο προσθέτως παρεμβάς έχει δικαίωμα έφεσης, εφόσον ο διάδικος υπέρ του οποίου είχε παρέμβει ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει. Η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά του αντιδίκου (που νίκησε ολικά ή εν μέρει) του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη προσθέτως. Σε άσκηση έφεσης δικαιούται ο απλός προσθέτως παρεμβάς και αν ο διάδικος υπέρ του οποίου άσκησε παρέμβαση έχει ασκήσει αυτοτελή έφεση. Στην περίπτωση αυτή δικαιούται να προτείνει και άλλους λόγους έφεσης εκτός από εκείνους, που προβάλλει ο κύριος διάδικος, πάντα, όμως, για το συμφέρον του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη. Ο προσθέτως παρεμβάς μπορεί να προσβάλει με έφεση την εκκαλούμενη απόφαση και ως προς τις διατάξεις της, που αφορούν στο έγκυρο και το παραδεκτό της παρέμβασης (ΑΠ 1248/1989, ΤριμΕφΑθ 1696/2022, ΤριμΕφΑθ 190/2019, ΜονΕφΑθ 4411/2019, ΕφΑθ 10192/1999 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, εκδ. 2003, παρ. 303, 317, 320, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, υπό άρθρο 516, παρ. 3, σελ. 909).
VI. Η υπό στοιχεία Δ από 26-10-2023 έφεση της ηττηθείσας προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και ήδη εκκαλούσας κατά της αντιδίκου της, κυρίως ενάγουσας ……………….. ……………….. και ήδη πρώτης των εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 2664/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 26-10-2023, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 11-8-2023, καθώς από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει το αντίθετο ούτε άλλωστε οι διάδικοι ισχυρίζονται κάτι διαφορετικό (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ………../26-10-2023 έκθεση κατάθεσης δικογράφου του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου αναφέρεται ότι κατατέθηκε e – παράβολο με αριθμό …………./2023 ποσού 100,00 ευρώ). Σημειωτέον ότι νομιμοποιείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα και ήδη εκκαλούσα να ασκήσει την υπό κρίση έφεσή της, δοθέντος ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης αφορούν στο συμφέρον του εν μέρει ηττηθέντος πρώτου των κυρίως εναγόμενων ……………….., υπέρ του οποίου είχε παρέμβει πρωτοδίκως, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Κατά το μέρος όμως, κατά το οποίο η ανωτέρω έφεση στρέφεται και κατά του πρώτου των κυρίως εναγόμενων……………….., υπέρ του οποίου ασκήθηκε η πρόσθετη παρέμβαση, και ήδη δεύτερου των εφεσίβλητων, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος της εκκαλούσας, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη (ad hoc ΤριμΕφΘεσσαλ 809/2000 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Δικαστικά έξοδα υπέρ του πιο πάνω εφεσίβλητου δεν επιδικάζονται, διότι δεν υποβλήθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκ μέρους του σχετικό αίτημα σε βάρος της συγκεκριμένης αντιδίκου του – εκκαλούσας (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Ως προς δε την πρώτη των εφεσίβλητων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η υπό στοιχεία Δ έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενη με τις λοιπές υπό στοιχεία Α, Β και Γ εφέσεις, κατά τα προεκτεθέντα.
VIΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την κρινόμενη από 12-3-2020 με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …/2021 αγωγή της η ενάγουσα . ……………….. εξέθετε ότι ο πρώτος εναγόμενος, ιατρός – μαιευτήρας – γυναικολόγος, την παρακολουθούσε κατά τη διάρκεια της κύησής της στο εξωτερικό ιατρείο του, ότι κατόπιν συνεννόησης μαζί του και υπόδειξης εκ μέρους του, η ίδια εισήχθη την 22-2-2020 στην κλινική της δεύτερης εναγόμενης, όπου γέννησε με καισαρική τομή το πρώτο θήλυ τέκνο της από το νόμιμο γάμο της με τον …….., ότι, αν και ο ιατρός την διαβεβαίωσε ότι όλα είχαν εξελιχθεί ομαλά, εντούτοις από τις πρώτες ώρες μετά τη χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής, ξεκίνησε να έχει εντερικά προβλήματα, τα οποία γνωστοποίησε στον πρώτο εναγόμενο, θεράποντα ιατρό της, ο οποίος διαπίστωσε ελαφρύ μετεωρισμό με εντερικούς ήχους και της συνέστησε περπάτημα και της χορήγησε παυσίπονα. Στη συνέχεια, ιστορούσε ότι η κατάστασή της επιδεινώθηκε, ότι υποβλήθηκε σε σειρά διαγνωστικών εξετάσεων και σε λήψη πολλαπλών φαρμάκων καθ’ υπόδειξη του πρώτου εναγόμενου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, ώσπου διαγνώστηκε την 24-2-2020 από τον πρώτο εναγόμενο και την ιατρική ομάδα της δεύτερης εναγόμενης ύπαρξη παραλυτικού ειλεού, καθώς και ότι, επειδή η κλινική εικόνα της είχε φθάσει σε επικίνδυνο στάδιο, την 26-2-2020 αναγκάστηκε να υποβληθεί σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση, όπου αποδείχθηκε ότι η απόφραξη του εντέρου οφειλόταν σε εγκαταληφθείσες εντός της κοιλίας της από την πρώτη επέμβαση δύο (2) σπλήνιες γάζες, οι οποίες αφαιρέθηκαν. Περαιτέρω, ισχυριζόταν ότι συνεπεία της δεύτερης χειρουργικής επέμβασης εμφάνισε επιπλοκές και δη αναπνευστική δυσχέρεια, η οποία αντιμετωπίστηκε άμεσα, ότι λόγω της ανωτέρω απρόβλεπτης και επικίνδυνης σωματικής κατάστασης στην οποία περιήλθε μετά την καισαρική τομή, η χαρά της γέννησης του τέκνου της μετατράπηκε σε αγωνία θανάτου για την ίδια και τους οικείους της, με αποτέλεσμα, πέραν του άμεσου κινδύνου να απωλέσει τη ζωή της, να υποστεί και οξύ μετατραυματικό σοκ με κρίσεις πανικού και αγχώδη διαταραχή και για το λόγο αυτό τέθηκε υπό ψυχιατρική παρακολούθηση επί σχεδόν ένα έτος. Επίσης, ανέφερε, κατά τη δέουσα εκτίμηση, ότι κατά το χρόνο της νοσηλείας της στην κλινική που εκμεταλλεύεται η δεύτερη εναγόμενη, ο πρώτος των εναγόμενων, ο οποίος ήταν προστηθείς στην υπηρεσία της προστήσασας αυτόν δεύτερης εναγόμενης, συνεργαζόταν ελευθέρως με τη δεύτερη εναγόμενη και συγκεκριμένα προέβαινε στη διενέργεια ιατρικών πράξεων και στη νοσηλεία πελατών του, χρησιμοποιώντας τις κτιριακές και λοιπές εγκαταστάσεις της δεύτερης εναγόμενης, δεδομένου ότι από την ως άνω σύμβαση ελεύθερης συνεργασίας και τον επιδιωκόμενο από αυτήν σκοπό, η δραστηριότητα του πρώτου των εναγόμενων ενέπιπτε στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κλάδο δράσης της δεύτερης εναγόμενης, η οποία ωφελείτο από τη δραστηριότητα του τελευταίου, καθώς με τη συνδρομή του επέκτεινε τον κύκλο της επιχειρηματικότητας της και τη δυνατότητα αποκόμισης αντίστοιχων κερδών. Τέλος, ισχυριζόταν ότι ο πρώτος εναγόμενος ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωσή της για κάθε ζημία που η ίδια (ενάγουσα) υπέστη ως ασθενής του, καθότι κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του ενήργησε κατά παράβαση των αναγνωρισμένων και γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, αλλά και των εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφαλείας απορρεουσών υποχρεώσεων επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητάς του, επιδεικνύοντας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με το ζημιογόνο σε βάρος της κατάστασης της υγείας της αποτέλεσμα. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν αλληγεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 150.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που της προξένησε η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου των κυρίως εναγόμενων, ο οποίος, ως προστηθείς της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων και ως υπόχρεος λόγω του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή και ενεργώντας αμελώς, προκάλεσε την ως άνω βλάβη της υγείας της κυρίως ενάγουσας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι αντίδικοί της στην εν γένει δικαστική δαπάνη της. Περαιτέρω, ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 9-8-2021 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον του, ανακοίνωσε την ως άνω εκκρεμή κύρια δίκη και προσεπικάλεσε την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………..», ως δικονομική του εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτού και να τον υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής του ευθύνης έναντι τρίτων ασθενών του, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής μόνο στο αναγνωριστικό της σκέλος, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να του καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω κύριας αγωγής, για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του ποσού από τον ίδιο (παρεμπιπτόντως ενάγοντα) στην κυρίως ενάγουσα και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί η αντίδικός του στην εν γένει δικαστική δαπάνη του. Η δε καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..», με το από 11-10-2021 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς παραδεκτώς πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του πρώτου των κυρίως εναγόμενων – προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος, επικαλούμενη την ιδιότητά της ως δικονομικής εγγυήτριας του τελευταίου, με αίτημα να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση και να απορριφθεί η κύρια αγωγή, άλλως επικουρικώς να αναγνωριστεί ότι η ευθύνη της δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο του ποσού των 900.000 ευρώ, καθώς και να καταδικασθεί η κυρίως ενάγουσα στην εν γένει δικαστική δαπάνη της. Ακολούθως, με την εκκαλουμένη με αριθμό 2664/2023 οριστική απόφασή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού συνεκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, την από 12-3-2020 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021 κύρια αγωγή, την από 9-8-2021 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 11-10-2021 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021 πρόσθετη παρέμβαση, έκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την από 12-3-2020 κύρια αγωγή και δέχθηκε την από 9-8-2021 παρεμπίπτουσα αγωγή, ενώ απέρριψε την από 11-10-2021 πρόσθετη παρέμβαση. Ειδικότερα, με την εκκαλουμένη απόφαση α) έγινε εν μέρει δεκτή η 12-3-2020 κύρια αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 40.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και συμψηφίστηκαν ολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, β) έγινε δεκτή η από 9-8-2021 παρεμπίπτουσα αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα κάθε χρηματικό ποσό, που αυτός θα υποχρεωθεί και τελικώς θα καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, με ανώτατο όριο το ποσό των 900.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα κατά την οποία ο παρεμπιπτόντως ενάγων θα καταβάλει το χρηματικό αυτό ποσό μέχρι την εξόφληση και συμψηφίστηκαν ολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και γ) απορρίφθηκε η από 11-10-2021 πρόσθετη παρέμβαση και συμψηφίστηκαν ολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής (2664/2023) παραπονούνται οι δύο κυρίως εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………» και ……….., με τις υπό στοιχεία Α από 26-9-2023 και υπό στοιχεία Β από 28-9-2023 εφέσεις τους, αντίστοιχα, ζητώντας να εξαφανιστεί εν όλω η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην κάθε έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον τους ασκηθείσα κύρια αγωγή. Ακόμα, κατά της απόφασης αυτής (2664/2023) παραπονείται η κυρίως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα . ……………….., με την υπό στοιχεία Γ από 28-9-2023 έφεσή της, ζητώντας να εξαφανιστεί εν μέρει, ήτοι να μεταρρυθμιστεί μόνο ως προς τα κεφάλαια ως προς τα οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η κύρια αγωγή της. Τέλος, κατά της απόφασης αυτής (2664/2023) παραπονείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα και ήδη εκκαλούσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….», με την υπό στοιχεία Δ από 26-10-2023 έφεσή της, ζητώντας να εξαφανιστεί εν όλω η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η κύρια αγωγή κατά του πρώτου των κυρίως εναγόμενων και υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση.
VIII. Με το δεύτερο ταυτόσημο λόγο των υπό στοιχεία Α από 26-9-2023 και υπό στοιχεία Β από 28-9-2023 εφέσεών τους, η εκκαλούσα και ο εκκαλών ισχυρίζονται αντίστοιχα, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η ένδικη αγωγή κρίθηκε ως ορισμένη, ενώ όφειλε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθότι δεν προσδιορίζεται η κοινωνική, περιουσιακή και οικονομική κατάσταση της κυρίως ενάγουσας και των κυρίως εναγόμενων αναφορικά με το αιτούμενο κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, οι ειδικότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της ηθικής βλάβης δεν αποτελούν αυτοτελή στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής και δεν είναι απαραίτητο να εκτίθενται στην αγωγή με ακρίβεια όπως κατά κανόνα τούτο συμβαίνει στην αγωγή για περιουσιακή ζημία και δύνανται να προκύψουν και από τις αποδείξεις (ΑΠ 565/2018, ΑΠ 1046/2011 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον ανωτέρω λόγο των ένδικων εφέσεων, με τον οποίο επαναφέρεται πρωτοδίκως προβληθείς περί αοριστίας ισχυρισμός των κυρίως εναγόμενων, τυγχάνουν απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος των υπό στοιχεία Α και Β εφέσεων στο σύνολό του.
IX. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 330 εδ. β, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικανικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (σχ. ΑΠ 2/2009 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των ιατρικών του υπηρεσιών (ΑΠ 974/2014 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 “περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, “Ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται για τη ζημία και την ηθική βλάβη που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 424/2012, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1362/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), υπό την έννοια της, ελλείψει του αντικειμενικώς επιβαλλομένου καθήκοντος επιμέλειας και προσοχής, παράβασης των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης. Στην περίπτωση αυτή, ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 ΑΚ. Μάλιστα, η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σ’ αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 “για την προστασία των καταναλωτών”, που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 1227/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1133/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004. 980). Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτόχρονα, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε, της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, που καθιερώνεται συναφώς κατά τα προαναφερόμενα, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 974/2014, ΑΠ 687/2013, ΑΠ 424/2012, ΑΠ 1227/2007, ΑΠ 589/2001 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωσή του για αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, περιουσιακής ή ηθικής, την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 1226/2007). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστησάντων, η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το προρρηθέν άρθρο 24 Α.Ν. 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Σχέση πρόστησης υφίσταται συνεπώς και όταν ο ιατρός συνεργάζεται με την κλινική ή το ιατρικό κέντρο, με τη μορφή της ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός επιμελείται τη νοσηλεία και τη διενέργεια επεμβάσεων στην κλινική ή το ιατρικό κέντρο, που διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και άλλη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κλπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό που θέτει στη διάθεση του ιατρού, με αμοιβή που εισπράττεται κατ’ ευθείαν από τον πελάτη ασθενή. Έτσι, η σχέση μεταξύ ιατρού και κλινικής, πολύ συνηθισμένη στις συναλλαγές, αποσκοπεί τόσο στην εξυπηρέτηση του ιατρού, που κατ’ αυτόν τον τρόπο κερδοφόρα χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της κλινικής, όσο και της τελευταίας που με τη συνδρομή των ιατρών εξασφαλίζει πελατεία και αποκομίζει ανάλογα κέρδη, στα οποία και αποβλέπει (ΑΠ 427/2015, ΑΠ 974/2014, ΑΠ 1988/2013, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1362/2007, ΑΠ 1226/2007, ΑΠ 121/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1362/2007, ΑΠ 1226/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) [ΤριμΕφΠειρ 648/2023 δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΤριμΕφΑθ 190/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία της αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου – θύματος (τόσο της ηθικής βλάβης όσο και της ψυχικής οδύνης) και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 1414/2019, ΑΠ 838/2017). Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 10/2017, Ολ ΑΠ 9/2015). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 34/2022, ΑΠ 736/2021, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 1096/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
X. Από την επανεκτίμηση της με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΣΑ ……….2021 από 22-10-2021 ένορκης βεβαίωσης της ………………. ., της με αριθμό πρωτοκόλλου ………._2021 από 22-10-2021 ένορκης βεβαίωσης . ……………….. . και της με αριθμό πρωτοκόλλου ……….._2021 από 22-10-2021 ένορκης βεβαίωσης της ………… ενώπιον του δικηγόρου Αθηνών ……… (ΑΜΔΣΑ : ……), που λήφθηκαν με επιμέλεια της κυρίως ενάγουσας, κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 του Ν. 4690/2020, μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις με αριθμό … Α/19-10-2021, …….. Α/19-10-2021 και … Α/19-10-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …….., που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η κυρίως ενάγουσα, της με αριθμό ……../8-11-2021 ένορκης βεβαίωσης του ……….., ιατρού – μαιευτήρα – γυναικολόγου και της με αριθμό ………./8-11-2021 ένορκης βεβαίωσης του ………, ιατρού – χειρουργού, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που λήφθηκαν με επιμέλεια του πρώτου των κυρίως εναγόμενων, μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………. Β/3-11-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …….., που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων, της με αριθμό ……../8-11-2021 ένορκης βεβαίωσης του ………, ιατρού – ακτινοδιαγνώστη, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που λήφθηκε με επιμέλεια της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων, μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) και του ομοδίκου της, όπως προκύπτει από τις με αριθμό …….. Β/3-11-2021 και ……. Β/3-11-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η δεύτερη των κυρίως εναγόμενων, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Την 22-2-2020 ημέρα Σάββατο η κυρίως ενάγουσα . ……………….. εισήχθη, για να γεννήσει με καισαιρική τομή το πρωτότοκο θήλυ τέκνο της από το νόμιμο γάμο της με τον ………, στις εγκαταστάσεις της γυναικολογικής – μαιευτικής – χειρουργικής – θεραπευτικής και διαγνωστικής κλινικής, που η δεύτερη των κυρίως εναγόμενων ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..» διατηρεί και εκμεταλλεύεται. Κατά το στάδιο της κύησης την κυρίως ενάγουσα παρακολουθούσε ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ……….., ιατρός – μαιευτήρας – γυναικολόγος, ως θεράπων ιατρός της, στο εξωτερικό ιατρείο του, ο οποίος της υπέδειξε τόσο τη γέννηση με καισαρική τομή όσο και την κλινική της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων, στην οποία αυτή θα πραγματοποιείτο. Η χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής πραγματοποιήθηκε από τον πρώτο των κυρίως εναγόμενων, με βοηθό τον ιατρό κον ………… και με αναισθησιολόγο την ιατρό κα ….., με ώρα εισόδου στο χειρουργείο την 07.40 και λήξης της επέμβασης την 08.45. Η κυρίως ενάγουσα υποβλήθηκε σε ραχιαία επισκληρίδιο αναισθησία και της τοποθετήθηκε καθετήρας Folley. Μετά το πέρας του τοκετού με καισαρική τομή η κυρίως ενάγουσα οδηγήθηκε στην ανάνηψη, όπου βρέθηκε καλής φυσιολογίας και μετέβη στον όροφο νοσηλείας της, ο δε πρώτος των κυρίως εναγόμενων την διαβεβαίωσε ότι όλα είχαν εξελιχτεί ομαλά. Ωστόσο, ήδη από τις πρώτες κιόλας ώρες μετά την ένδικη επέμβαση η κυρίως ενάγουσα άρχισε να εμφανίζει εντερικά προβλήματα, τα οποία άμεσα γνωστοποίησε στον πρώτο των κυρίως εναγόμενων, θεράποντα ιατρό της. Την επόμενη ημέρα μετά την επέμβαση, την 23-2-2020, και κατά τις πρωινές ώρες η ασθενής εξετάστηκε στην κλινική από εφημερεύοντα γυναικολόγο, ο οποίος αναγνώρισε εντερικούς ήχους και ήπιο μετεωρισμό. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η κυρίως ενάγουσα εξετάστηκε από τον πρώτο των κυρίως εναγόμενων, ο οποίος διαπίστωσε ελαφρύ μετεωρισμό και εντερικούς ήχους και της συνέστησε περισσότερο περπάτημα (κινητοποίηση), παυσίπονα επί πόνου και τοποθέτηση δύο (2) υπόθετων γλυκερίνης. Την επόμενη ημέρα, την 24-2-2020, δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα, η κλινική εικόνα της κυρίως ενάγουσας επιδεινώθηκε (εμετός, άλγος κοιλίας, μετεωρισμός με εντερικούς ήχους), πλην όμως, ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων επανέλαβε τις ίδιες ως άνω ιατρικές συστάσεις, ήτοι για τοποθέτηση υπόθετων γλυκερίνης, περισσότερη κινητοποίηση και παυσίπονα επί πόνου. Την επόμενη τρίτη μετεγχειρητική ημέρα, την 25-2-2020, η κατάστασή της επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο, καθώς εμφάνισε επίταση του μετεωρισμού και δυσφορία με εντονότερο άλγος κοιλίας. Την επιδείνωση της κλινικής εικόνας της επιβεβαίωσε και ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων, ο οποίος διαπίστωσε μετεωρισμό, μειωμένους αισθητά εντερικούς ήχους με ήπια μεταλλική χροιά και ευαισθησία κατά την ψηλάφηση. Προς το σκοπό διάγνωσης της αιτίας των επαναλαμβανόμενων συμπτωμάτων και μετά από έντονες οχλήσεις των στενών συγγενών της και της ίδιας της κυρίως ενάγουσας, η τελευταία υποβλήθηκε σε ακτινογραφία κοιλίας σε όρθια θέση, τα ευρήματα της οποίας οδήγησαν σε διάγνωση εικόνας ειλεού με κλινική συνεκτίμηση. Κατόπιν σύστασης του Διευθυντή Ιατρικών Απεικονίσεων …….., η κυρίως ενάγουσα υποβλήθηκε την ίδια ημέρα (25-2-2020) και σε αξονική τομογραφία άνω – κάτω κοιλίας με τα εξής ευρήματα : «Διάταση των ελίκων του λεπτού εντέρου με άφθονο υδαρές περιεχόμενο στα πλαίσια παρετικού ειλεού. Συμπαγή όργανα και υπόλοιπος ενδο – οπισθοπεριτοναϊκός χώρος χωρίς στοιχεία παθολογίας. Παρουσία ακτινοσκιερού κυκλοτερούς μορφολογίας υλικό αντιστοίχως της ανατομικής περιοχής του ανιόντος – κατιόντος κόλου του παχέος εντέρου με κύρια ενδοαυλική εντόπιση στις προαναφερόμενες μοίρες του παχέος εντέρου και ισοϋψώς του επιπέδου των λαγόνιων ακρολοφιών. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Παρετικός ειλεός. Παρουσία ακτινοσκιερού υλικού προαναφερόμενων μοιρών παχέος εντέρου με κύρια ενδοαυλική εντόπιση.». Την ίδια ημέρα (25-2-2020), κλήθηκε από τον πρώτο των κυρίως εναγόμενων ο ιατρός – χειρουργός . ……, προκειμένου να εξετάσει την ασθενή για μετεγχειρητικό ειλεό, όπου διαπιστώθηκαν κατά την κλινική εξέτασή της κοιλία μετεωρισμένη και επώδυνη και ήχοι κοιλίας μεταλλίζοντες, ενώ τοποθετήθηκε στην κυρίως ενάγουσα Levin για παροχέτευση γαστρικών υγρών και της χορηγήθηκε υψηλός υποκλυσμός και φαρμακευτική αγωγή. Την επόμενη ημέρα, την 26-2-2020 και κατά τις πρωινές ώρες, διατηρήθηκε η ίδια θεραπευτική αντιμετώπιση (Levin και χορήγηση υψηλού υποκλυσμού) και η ασθενής εξετάστηκε από τον πρώτο των κυρίως εναγόμενων, το ……., ιατρό – χειρουργό και τον κον ………, ιατρό – καθηγητή γυναικολογίας και η ασθενής υποβλήθηκε σε ακτινογραφία κοιλίας σε όρθια ή ύπτια θέση με τα παρακάτω, όμοια με τα προαναφερόμενα, ευρήματα : «Επανελέγχονται τα υδραερικά επίπεδα ως επί εικόνας ειλεού. Χαμηλά στην ελάσσονα πύελο απεικονίζονται ταινιοειδείς ακτινοσκιεροί σχηματισμοί, οι οποίοι παραμένουν σταθεροί τόσο στη χθεσινή όσο και στη σημερινή λήψη.». Ωστόσο, κατά τις μεσημεριανές ώρες της ίδιας ημέρας, όπου εξετάστηκε από τον πρώτο των κυρίως εναγόμενων, το ……., ιατρό – χειρουργό και τον κον …….., Διευθυντή του Γαστρεντερολογικού Τμήματος, διαπιστώθηκε επιδείνωση της κλινικής εικόνας της και ελήφθη απόφαση για ερευνητική λαπαροτομία και αφού έγινε ενημέρωση της ίδιας (κυρίως ενάγουσας) και των συγγενών της, εισήχθη εκ νέου στο χειρουργείο. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου χειρουργείου, με ώρα εισόδου την 16.45 και λήξης την 17.50, το οποίο πραγματοποιήθηκε από τον πρώτο των κυρίως εναγόμενων, με βοηθό το ………, ιατρό – χειρουργό και τον ιατρό – αναισθησιολόγο κον ……, η κυρίως ενάγουσα υποβλήθηκε σε γενική αναισθησία. Ειδικότερα, έγινε αφαίρεση των υπαρχόντων ραμμάτων του κοιλιακού τοιχώματος από το προηγούμενο χειρουργείο της καισαρικής τομής, ακολούθησε έλεγχος κοιλίας, όπου η μήτρα και τα εξαρτήματα ήταν κανονικής φυσιολογίας, εντοπίστηκε ύπαρξη συμφύσεων εντός λεπτού εντέρου, και μετά τη λύση των συμφύσεων των ελίκων λεπτού εντέρου και την κινητοποίηση του εντέρου, αποκαλύφθηκαν και ανευρέθηκαν δύο (2) χειρουργικές σπλήνιες γάζες (κομπρέσες κατά τον ιατρό – χειρουργό ……….), οι οποίες αφαιρέθηκαν, τοποθετήθηκε καθετήρας Folley και έγινε έκπλυση κοιλίας – αναρρόφηση και σύγκλιση (συρραφή) του κοιλιακού τοιχώματος κατά στρώματα. Στη συνέχεια, η κυρίως ενάγουσα μεταφέρθηκε στην ανάνηψη και κατόπιν στο δωμάτιο νοσηλείας της, όπου παρέμεινε υπό φαρμακευτική αγωγή. Την αμέσως επόμενη ημέρα μετά το δεύτερο χειρουργείο, την 27-2-2020, η κατάσταση της κυρίως ενάγουσας ήταν σημαντικά βελτιωμένη, το Levin τοποθετήθηκε σε μη παροχετευτική θέση, αφαιρέθηκε ο καθετήρας Folley και έπαυσε η λήψη αντιβίωσης και μειώθηκε η λήψη άλλων φαρμάκων, ενώ την επόμενη ημέρα, την 28-2-2020, αφού η ασθενής εμφάνισε πολύ καλή μετεγχειρητική πορεία, αφαιρέθηκε το Levin και έλαβε χώρα έναρξη σίτισης. Την 29-2-2020 η κυρίως ενάγουσα εξήλθε της κλινικής της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων με καλή μετεγχειρητική πορεία (βλ. τον ιατρικό φάκελό της, με τα πρακτικά χειρουργείου, πορεία νόσου, εντολές ιατρού, γνωματεύσεις συμβούλων ιατρών, ιατρικές εξετάσεις κ.α.). Εξάλλου, όπως σαφώς αποδείχτηκε από τα προεκτεθέντα, οι επίδικες δύο (2) γάζες είχαν αφεθεί μέσα στο σώμα της κυρίως ενάγουσας, από τη χειρουργική ομάδα του πρώτου των κυρίως εναγόμενων ιατρού – μαιευτήρα – γυναικολόγου, κατά την επέμβαση της καισαρικής τομής, η οποία διενεργήθηκε την 22-2-2020 στην κλινική της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων. Ειδικότερα, κατά τη διενέργεια της άνω πρώτης χειρουργικής επεμβάσεως (της καισαρικής τομής), ο διενεργών αυτήν πρώτος των κυρίως εναγόμενων, ιατρός – μαιευτήρας – γυναικολόγος, χρησιμοποίησε γάζες, οι οποίες χορηγούνται από τις νοσηλεύτριες, που παρίστανται κατά την επέμβαση και οι οποίες τοποθετούνται μέσα στο σώμα του ασθενούς, προκειμένου να απορροφήσουν το αίμα και τυχόν άλλα υγρά. Σύμφωνα δε με τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τη συνήθη πρακτική, οι νοσηλεύτριες, και ιδίως η εργαλειοδότρια, κατόπιν εντολής του ιατρού, οφείλουν πριν την εγχείρηση να καταμετρήσουν με απόλυτη προσοχή τα εργαλεία και τις χειρουργικές γάζες που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν. Κατά τη διενέργεια της εγχείρησης, ο ιατρός ζητά τις γάζες τις οποίες παρέχει η εργαλειοδότρια. Ο ιατρός θέτει τις γάζες μέσα στην πληγή και πριν ολοκληρωθεί η εγχείρηση, δηλαδή πριν ο ιατρός «κλείσει» τον ασθενή, αφαιρεί αυτές και οφείλει ο ίδιος να ελέγξει το κοιλιακό κύτος, ώστε να βεβαιωθεί ότι δεν έχουν απομείνει γάζες ή ιατρικά εργαλεία μέσα στο σώμα του ασθενούς. Αυτή είναι η διαδικασία που τηρείται κατά τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων και ειδικότερα επεμβάσεων καισαρικής τομής. Περαιτέρω, η αφαίρεση των χρησιμοποιηθέντων εργαλείων, τολυπίων και γαζών είναι καταρχήν έργο του χειρουργού ιατρού, πριν «κλείσει» τον ασθενή και ολοκληρώσει την εγχείρηση. Κατόπιν του ελέγχου που ο ίδιος κάνει εντός του χειρουργικού πεδίου, ο χειρουργός απευθύνεται στην εργαλειοδότρια νοσοκόμα και ρωτά για το υπόλοιπο των γαζών που έχουν μείνει στο χειρουργικό τραπέζι και αυτών που έχουν, χρησιμοποιημένες, τοποθετηθεί σε ειδικό χώρο, ώστε το σύνολό τους να ταιριάζει με το σύνολο των γαζών που υπήρχαν διαθέσιμες πριν την εγχείρηση. Με τον τρόπο αυτό βεβαιώνεται ότι έχουν αφαιρεθεί όλες οι χρησιμοποιημένες γάζες (αλλά και τα εργαλεία) από την κοιλιά του ασθενούς και κατόπιν αυτών, ο χειρουργός «κλείνει» τον ασθενή. Σε περίπτωση που από την ανωτέρω καταμέτρηση βρεθεί έλλειμμα, ο ιατρός οφείλει να ελέγξει προσεκτικά, ακόμη και με ακτινογραφίες, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι δεν έχει απομείνει κάτι από τα εργαλεία ή βοηθήματα της εγχείρησης εντός του ασθενούς. Σε κάθε περίπτωση, το τυχόν έλλειμμα αναφέρεται στο βιβλίο συμβάντων του χειρουργείου. Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων, ιατρός – μαιευτήρας – γυναικολόγος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του και όντας υπεύθυνος για την επιστημονικά ορθή και την de lege artis ιατρικά διενέργεια της επέμβασης, δεν επέδειξε την απαιτούμενη για το μέσο ιατρό επιμέλεια, που μπορούσε υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις να καταβάλει, αλλά ενήργησε κατά παράβαση των θεμελιωδών αρχών της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει διαμορφωθεί στον τομέα του. Ειδικότερα, από αμέλειά του, δεν τήρησε τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, καθώς δεν έκανε επισταμένως έλεγχο του χειρουργικού πεδίου, προκειμένου να αφαιρέσει όλες τις γάζες που είχε τοποθετήσει εντός του σώματος της κυρίως ενάγουσας, ούτε επιβεβαίωσε ότι είχαν αφαιρεθεί όλες οι χρησιμοποιηθείσες γάζες, ζητώντας από την εργαλειοδότρια νοσηλεύτρια αντιπαραβολή του αρχικού αριθμού των γαζών, που ήταν στην αρχή της επέμβασης διαθέσιμες, με αυτές που είχαν χρησιμοποιηθεί. Από την ανωτέρω αντιπαραβολή τους, ευχερώς θα προέκυπτε ότι δύο (2) γάζες είχαν παραμείνει εντός της κοιλίας της κυρίως ενάγουσας. Συνεπώς και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές προκύπτει σαφώς ότι, αν ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων, ιατρός – μαιευτήρας – γυναικολόγος, επεδείκνυε τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή του μέσου συνετού ιατρού και τηρούσε τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της διαμορφωθείσας ιατρικής πείρας, θα είχε ελέγξει επισταμένως την κοιλία της κυρίως ενάγουσας και θα είχε επισημάνει έγκαιρα την ύπαρξη των δύο (2) γαζών στο σώμα της και θα είχε αφαιρέσει αυτές άμεσα και οπωσδήποτε πριν ολοκληρώσει τη χειρουργική επέμβαση και συρράψει τη χειρουργική τομή. Επιπλέον, αν επεδίωκε την αντιπαραβολή του αριθμού των γαζών που χρησιμοποιήθηκαν, ενόψει και του μεγέθους και του αριθμού τους (χειρουργικές σπλήνιες γάζες – κομπρέσες και εις διπλούν), θα ήταν ευχερής η ανεύρεση αυτών. Άλλωστε, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχτηκε ότι ο άνω ιατρός ενήργησε με τη δέουσα επιμέλεια και εκτέλεσε τις άνω ιατρικά επιβεβλημένες ενέργειες. Κανένας από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν με επιμέλεια των κυρίως εναγόμενων δια των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων (…….. και ………., ιατρός-μαιευτήρας-γυναικολόγος και ιατρός-χειρουργός αντίστοιχα και ο προαναφερόμενος ………….., ιατρός – ακτινοδιαγνώστης), δεν ήταν παρών κατά τη διενέργεια της επίδικης καισαρικής τομής και οι καταθέσεις αυτών περιορίζονται στην περιγραφή των ενεργειών για μια de lege artis ολοκλήρωση χειρουργικής επέμβασης, κατά την οποία ένας μέσος χειρουργός ιατρός δείχνει τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή (πλην του …….., ο οποίος αναφέρεται στην απεικονιστική εξέταση που διενήργησε). Ούτε αποδείχτηκε ότι εξαιτίας ειδικών περιστάσεων ο συγκεκριμένος εναγόμενος ιατρός δεν ηδύνατο να επιδείξει τη δέουσα κατά τα ανωτέρω επιμέλεια του μέσου συνετού ιατρού της ιδίας ειδικότητας και υπό τις ίδιες συνθήκες. Αντίθετα, εξαιτίας της ανωτέρω περιγραφείσης αμέλειας, ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων δεν αντιλήφθηκε ότι δύο (2) χειρουργικές γάζες έμειναν εντός της κοιλίας της κυρίως ενάγουσας και προχώρησε στο κλείσιμο της χειρουργικής τομής και ολοκλήρωσε την επέμβαση. Αποτέλεσμα της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου των κυρίως εναγόμενων, ήταν, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η σταδιακή επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της, με την εμφάνιση των προαναφερόμενων συμπτωμάτων και την εκδήλωση εικόνας ειλεού, καθώς και η ανάπτυξη συμφύσεων εντός του εντέρου, με αποτέλεσμα να υποβληθεί η κυρίως ενάγουσα σε σειρά ιατροδιαγνωστικών εξετάσεων και σε συνεχή φαρμακοληψία και τελικώς ως αναγκαία και επιβεβλημένη στην ως άνω δεύτερη εγχείρηση με ολική μάλιστα αναισθησία προς αποκατάσταση της υγείας της, οπότε και αφαιρέθηκαν οι επίδικες χειρουργικές γάζες, ενώ η ίδια ήταν ήδη σε ευάλωτη κατάσταση υγείας μετά από κύηση και τοκετό με καισαρική τομή και ενώ παρατάθηκε και η υποχρεωτική νοσηλεία της στην κλινική. Αποδείχτηκε περαιτέρω ότι η επελθούσα σωματική βλάβη της υγείας της κυρίως ενάγουσας οφείλεται στην αποκλειστική παράνομη και υπαίτια (αμελή) αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου των κυρίως εναγόμενων ιατρού και ειδικότερα στην ιατρική αμέλεια που αυτός επέδειξε, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των πράξεών του (μη συνειδητή αμέλεια κατ’ άρθρο 28 εδάφιο α ΠΚ), η οποία (ιατρική αμέλεια), εμφανίζεται με τη μορφή της παράλειψης τήρησης των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση (lege artis). Δηλαδή κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, οι ενέργειές του δεν ήταν σύμφωνες με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού – μαιευτήρα – γυναικολόγου προς την ασθενή του κατά τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης. Υφίσταται επομένως, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ένδικης παράλειψης του πρώτου των κυρίως εναγόμενων θεράποντος ιατρού της κυρίως ενάγουσας και του ζημιογόνου σε βάρος της τελευταίας αποτελέσματος. Συνεπώς, ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ιατρός οφείλει να αποζημιώσει την κυρίως ενάγουσα, σύμφωνα με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις για τη ζημία που παράνομα και υπαίτια της προκάλεσε. Άλλωστε, ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ισχυρίζεται ότι ουδεμία ευθύνη έχει και ουδεμία αμέλεια επέδειξε κατά τη χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής κατά το μέρος που άπτεται των καθηκόντων του ιδίου ως μαιευτήρα – γυναικολόγου, ενώ η εργαλειοδότρια, που συμμετείχε στη χειρουργική ομάδα είναι αυτή που λόγω της ειδικότητάς της είναι επιφορτισμένη με την καταμέτρηση των γαζών, που έχουν χρησιμοποιηθεί, ώστε πριν τη σύγκλιση της χειρουργούμενης να διαπιστωθεί αν είχαν όλες απομακρυνθεί. Προς επίρρωση του αρνητικού της βάσης της αγωγής ισχυρισμού του επικαλείται τόσο το «καθηκοντολόγιο» της ειδικότητας του εργαλειοδότη και κάθε νοσηλευτή χειρουργείου όσο και το από 22-2-2020 πρακτικό χειρουργείου της καισαρικής τομής της κυρίως ενάγουσας, το οποίο συνέταξε και υπέγραψε ο ίδιος και στο οποίο αναφέρεται μεν ότι καταμετρήθηκε το υλικό πριν το κλείσιμο του κοιλιακού τοιχώματος και αναφέρθηκε σωστό, ωστόσο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η ανωτέρω καταμέτρηση, στην οποία προέβη η παριστάμενη εργαλειοδότρια, δεν ήταν σωστή, κατά τους ισχυρισμούς του εν λόγω εναγόμενου ιατρού. Η προσπάθεια όμως, που επιχειρεί ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων να μετατοπίσει την ευθύνη του για το ιατρικό του σφάλμα στην εργαλειοδότρια νοσηλεύτρια του χειρουργείου, καταρρίπτεται από το γεγονός ότι ο ιατρός – χειρουργός και εν προκειμένω ο ιατρός – μαιευτήρας, είναι ο αρχηγός της χειρουργικής ομάδας, που αποτελείται από το χειρουργό, ο οποίος φέρει ακέραια την ευθύνη για τον ασθενή, τον αναισθησιολόγο, το βοηθό ή τους βοηθούς χειρουργούς, τον εργαλειοδότη νοσηλευτή και το νοσηλευτή της κίνησης και επιτήρησης της αίθουσας χειρουργείου και ως εκ τούτου, ο ιατρός – χειρουργός είναι ο νομικά υπεύθυνος για την εγχείρηση, ο οποίος λαμβάνει αποφάσεις και δίνει εντολές εκτέλεσης των εργασιών. Ειδικότερα, ο ιατρός – μαιευτήρας ως διευθύνων της ιατρικής ομάδας και ιατρικής πράξης (καισαρικής τομής) είναι το άτομο το οποίο φέρει την τελική ευθύνη του ελέγχου της ασθενούς προ της συρραφής αυτής, ήτοι του ελέγχου για τυχόν ξεχασμένα εργαλεία ή άλλα υλικά εντός του χειρουργικού πεδίου, γεγονός απόλυτα λογικό, αφού ο χειρουργός είναι το άτομο που εκτελεί και διευθύνει τη χειρουργική πράξη, λαμβάνοντας αυτόνομα και κατ’ ανεξάρτητο τρόπο αποφάσεις, ενώ η υπόλοιπη χειρουργική ομάδα δέχεται εντολές από αυτόν και υποδείξεις. Ως αποτέλεσμα ο χειρουργός είναι αυτός που διαπιστώνοντας την αιμόσταση της ασθενούς αιτείται όπως του δοθεί μέρος του καταμετρημένου αποστειρωμένου υλικού, προκειμένου να το τοποθετήσει στην ασθενή και είναι αυτός ο οποίος, έχοντας πρόσβαση εντός του χειρουργικού πεδίου της τομής, οφείλει να το αφαιρέσει πριν να συρράψει την ασθενή. Με βάση τα δεδομένα αυτά, ουδείς άλλος εκ της χειρουργικής ομάδας δεν φέρει ευθύνη για τυχόν ξεχασμένο υλικό, καθώς δεν δύναται να ελέγξει εντός του χειρουργικού πεδίου και συνακόλουθα, δεν νοείται να φέρει και την ευθύνη για τυχόν παράλειψη ελέγχου προ της συρραφής από το χειρουργό και θεράποντα ιατρό της ασθενούς. Κατά συνέπεια, ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων δεν έλεγξε, ως όφειλε, σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς του, προ της συρραφής, το πεδίο της χειρουργικής τομής της ασθενούς, ώστε να ανεύρει τις δύο (2) σπλήνιες γάζες, τις οποίες ο ίδιος κατά ανεξάρτητο τρόπο και ως διευθύνων τη χειρουργική πράξη, είχε τοποθετήσει εντός της ασθενούς. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το προαναφερόμενο πρακτικό χειρουργείου της καισαρικής τομής, όπου αναγράφεται ότι έγινε «αφαίρεση σπληνίων…» γαζών και έγινε «προεγχειρητική καταμέτρηση υλικού» και ότι «πριν κλείσουμε το κοιλιακό τοίχωμα καταμετρήθηκε εκ νέου το υλικό από τους υπευθύνους του χειρουργείου και ανεφέρθη σωστό», ακριβώς διότι οι άνω καταγραφές διαψεύδονται από την εγκατάλειψη του «ξένου» σώματος (γαζών) εντός της ασθενούς και τη δυσμενή μετεγχειρητική εξέλιξη της υγείας της, όπως αυτή προπεριγράφηκε ανωτέρω, μέχρι την αφαίρεση των επίμαχων γαζών από την κοιλιακή χώρα της κυρίως ενάγουσας με το δεύτερο χειρουργείο, στο οποίο υποβλήθηκε. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή κατόπιν εντολής του πρώτου των κυρίως εναγόμενων γινόταν από την εργαλειοδότρια νοσοκόμα αντιπαραβολή του αρχικού αριθμού των γαζών, που ήταν στην αρχή της επέμβασης διαθέσιμες, με αυτές που είχαν χρησιμοποιηθεί και αφαιρεθεί προς απομάκρυνση, ευχερώς θα προέκυπτε ότι δύο (2) γάζες είχαν παραμείνει εντός της κοιλίας της κυρίως ενάγουσας. Αλλά ακόμα και αν έγινε καταμέτρηση από την εργαλειοδότρια νοσηλεύτρια μεταξύ των γαζών που ήταν αρχικά διαθέσιμες και εκείνων που χρησιμοποιήθηκαν και αφαιρέθηκαν με αποτέλεσμα προφανώς εσφαλμένο, όπως μεταγενέστερα προέκυψε, αλλά αναφέρθηκε στον ιατρό – μαιευτήρα ως δήθεν ορθό, όπως αβασίμως διατείνεται ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων, και πάλι ο τελευταίος ήταν επιφορτισμένος, σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς του, να ελέγξει επισταμένως και προσεκτικά το χειρουργικό πεδίο της καισαρικής τομής πριν τη συρραφή της ασθενούς και αφού προηγουμένως βεβαιωθεί με ασφάλεια ότι έχει αφαιρεθεί κάθε είδους χρησιμοποιηθέν από τον ίδιο ως διενεργούντα την ιατρική πράξη υλικό από την κοιλία της κυρίως ενάγουσας, τότε να προχωρήσει στη συρραφή της και στην εν γένει ολοκλήρωση της χειρουργικής επέμβασης. Κατόπιν τούτων, προέκυψε σαφώς ότι ουδόλως αποδείχθηκε από τον πρώτο των κυρίως εναγόμενων είτε η ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του είτε η έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του είτε η συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Συνακόλουθα, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον πρώτο των κυρίως εναγόμενων και την προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνουσα περί έλλειψης αστικής ευθύνης του εν λόγω ιατρού, τα οποία επαναφέρονται στο παρόν Δικαστήριο με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχεία Β έφεσης του εκκαλούντος ……………….. και με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχεία Δ έφεσης της εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία «…………», πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και οι σχετικοί αυτοί λόγοι των ένδικων εφέσεων στο σύνολό τους. Έτι περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων, ιατρός, ήταν προστηθείς στην υπηρεσία της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων ανώνυμης εταιρίας, η οποία διατηρεί ιδιωτική γυναικολογική κλινική, στις εγκαταστάσεις της οποίας έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, και η οποία (δεύτερη των κυρίως εναγόμενων) υπέχει γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι η προστήσασα εταιρία, που εκμεταλλεύεται την ιδιωτική κλινική, ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος ιατρού, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος. Συγκεκριμένα, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα για την ευθύνη της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων περιστατικά : 1) Ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ιατρός – μαιευτήρας – γυναικολόγος ήταν εξωτερικός συνεργαζόμενος με τη δεύτερη των κυρίως εναγόμενων ιατρός, ο οποίος οδηγούσε, όπως και διάφοροι εξωτερικοί συνεργαζόμενοι με αυτήν ιατροί, όπως εκείνη συνομολογεί με τις έγγραφες προτάσεις της πρωτοδίκως (σελ. 22 αυτών), την ιδιωτική πελατεία του στην ιδιωτική κλινική, που λειτουργεί και εκμεταλλεύεται η εν λόγω κυρίως εναγόμενη, για την παροχή ιατρικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας την εν γένει υλικοτεχνική υποδομή της κλινικής αυτής και πραγματοποιώντας ιατρικές πράξεις στις ιατρικές εγκαταστάσεις της, υπήρχε δηλαδή σχέση ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους και χαλαρής έστω εξάρτησης μαζί του, καθότι για την κατάφαση της πρόστησης δεν απαιτείται σχέση εξαρτημένης εργασίας ή παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, αλλά αρκεί η σχέση της ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, κατά την οποία ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ιατρός – εξωτερικός συνεργάτης επιμελείται τη νοσηλεία και τη διενέργεια ιατρικών επεμβάσεων στην κλινική της δεύτερης κυρίως εναγόμενης, η οποία διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και άλλη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κλπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό, το οποίο θέτει στη διάθεση του ιατρού, με αμοιβή που εισπράττεται από τη δεύτερη κυρίως εναγόμενη κατ’ ευθείαν από τον πελάτη ασθενή, β) το γεγονός άλλωστε ότι ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων προσέφερε τις ιατρικές υπηρεσίες του ως ελεύθερος επαγγελματίας, συνεργαζόμενος και με άλλες κλινικές, δραστηριοποιούμενος αυτοτελώς κατά την άσκηση των καθηκόντων του, χωρίς να δέχεται υπόδειξη ή έλεγχο ή οδηγία από την ένδικη κλινική κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του, δεν αναιρεί τη σχέση πρόστησης, εφόσον αρκεί για το χαρακτηρισμό του τελευταίου ως προστηθέντος, η εκ μέρους της κλινικής παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον κυρίως εναγόμενο ιατρό και μόνο ως προς τον τόπο, το χρόνο και τους όρους εργασίας του στο πλαίσιο άσκησης μιας γενικής επίβλεψης αυτού, όπως προέκυψε ότι έπραττε η δεύτερη των κυρίως εναγόμενων αναφορικά με την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του εξωτερικού συνεργάτη της και πρώτου των κυρίως εναγόμενων στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς – πελάτη του στην κλινική της, ενόψει και του ότι η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων δεν είναι δυνατή, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη και γ) υπήρχε εσωτερική αιτιώδης σχέση μεταξύ της ως άνω παράνομης και υπαίτιας (αμελούς) συμπεριφοράς του πρώτου των κυρίως εναγόμενων και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας με την έννοια της εξυπηρέτησης των επαγγελματικών και εν γένει οικονομικών συμφερόντων της κλινικής, η οποία διέθετε στον εν λόγω εναγόμενο ιατρό την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή και τα τεχνικά μέσα (κτιριακές εγκαταστάσεις, μηχανήματα, εργαλεία, φάρμακα κ.α.), για την παροχή από αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του (διενέργεια φυσιολογικών τοκετών, επεμβάσεων καισαρικής τομής κλπ.) στους προσωπικούς πελάτες του. Άρα, από τη μεταξύ των κυρίως εναγόμενων σχέση ελεύθερης συνεργασίας και τον επιδιωκόμενο από αυτή σκοπό προκύπτει ότι, αφενός εξυπηρετείτο ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων που κερδοφόρα χρησιμοποιούσε την υποδομή και τις υπηρεσίες της κλινικής της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων, αφετέρου εξυπηρετείτο η τελευταία που χρησιμοποιούσε προς εκτέλεση του έργου της ελευθέρως συνεργαζόμενους με αυτήν ιατρούς, όπως ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ιατρός, με τη συνδρομή των οποίων εξασφαλίζει πελατεία και αποκομίζει ανάλογα κέρδη, στα οποία και αποβλέπει, δοθέντος ότι η δραστηριότητα τους ενέπιπτε στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κλάδο δράσης της δεύτερης κυρίως εναγόμενης, η οποία ωφελείτο από τη δράση τους, καθώς με τη συνδρομή τους επέκτεινε τον κύκλο της επιχειρηματικότητάς της και τη δυνατότητα αποκόμισης αντίστοιχων κερδών και κατά την καλή πίστη και τη σύγχρονη αντίληψη των συναλλαγών, ευλόγως και δικαίως γίνεται κατά ταύτα δεκτό ότι αύξανε και το πεδίο των αναλογούντων κερδών της. Κατά συνέπεια και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, προκύπτει σαφώς ότι, εφόσον από αμελή κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού, πρώτου των κυρίως εναγόμενων, επήλθε σωματική βλάβη της κυρίως ενάγουσας ως νοσηλευόμενης στην κλινική της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων, η τελευταία ως προστήσασα τον ιατρό κλινική υπέχει γνήσια αντικειμενική ευθύνη για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η κυρίως ενάγουσα, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Συνακόλουθα, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τη δεύτερη των κυρίως εναγόμενων περί έλλειψης σχέσης πρόστησης, τα οποία επαναφέρονται στο παρόν Δικαστήριο με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχεία Α έφεσης της εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία «…….», πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και ο σχετικός αυτός λόγος της ένδικης έφεσης στο σύνολό του. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι η κυρίως ενάγουσα, από την προπεριγραφόμενη σε βάρος της αδικοπραξία και την προκληθείσα σε αυτήν σωματική βλάβη (δημιουργία συμφύσεων στο έντερο και εμφάνιση παρετικού ειλεού), εξαιτίας της οποίας υπέφερε από έντονους πόνους και άλγος κοιλίας και άλλα επώδυνα συμπτώματα, υποβλήθηκε σε σειρά ιατροδιαγνωστικών εξετάσεων (2 φορές σε ακτινογραφία και μία φορά σε αξονική τομογραφία, εξετάσεις αίματος), σε ιατρικές πράξεις (υψηλός υποκλυσμός πολλαπλώς, τοποθέτηση Levin και Folley) και συνεχή φαρμακοληψία και τελικά οδηγήθηκε, ως αναγκαία και επιβεβλημένη ιατρικά ενέργεια, σε δεύτερη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων μη προβλεπόμενη χειρουργική επέμβαση, με γενική αναισθησία, υπέστη έντονο ψυχικό άγχος, ψυχική ταλαιπωρία, θλίψη και στεναχώρια, αισθανόμενη ανασφάλεια και αβεβαιότητα για την εξέλιξη της υγείας της και την ίδια τη ζωή της. Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο του ένδικου περιστατικού η κυρίως ενάγουσα ήταν νέα γυναίκα, ηλικίας 32 ετών, καθ’ όλα υγιής, η οποία εισήλθε στο μαιευτήριο, με χαρά και προσμονή, για να φέρει στον κόσμο το πρωτότοκο τέκνο της και η χαρά της αυτή, εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του πρώτου των κυρίως εναγόμενων, μετατράπηκε σε απρόβλεπτη και άκρως επικίνδυνη για τη ζωή της περιπέτεια και αγωνία θανάτου για την ίδια και τους οικείους της, πέραν του ότι η ίδια, ενώ επιθυμούσε να αγκαλιάσει και να φροντίσει το βρέφος της, δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις μητρικές υποχρεώσεις της, και ιδίως στο θηλασμό αυτού, αφού υπέφερε από δυνατούς σωματικούς πόνους και άλλα προπεριγραφόμενα συμπτώματα, για την αντιμετώπιση των οποίων έλαβε ισχυρή φαρμακευτική αγωγή, επιτείνοντας κατά τον τρόπο αυτό την άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία τελούσε, μέχρι την αφαίρεση του «ξένου» σώματος με το δεύτερο χειρουργείο, και μάλιστα ούσα λεχώνα σε ευαίσθητη συναισθηματική φάση μετά το πρώτο χειρουργείο της καισαρικής τομής, που σε κάθε περίπτωση είχε επιβαρύνει σωματικά τον οργανισμό της. Αλλά και σε χρονικά μεταγενέστερο στάδιο, την 27-5-2020, η κυρίως ενάγουσα εξετάστηκε από τον ιατρό – ψυχίατρο ……………., όπου διαπιστώθηκε με οξύ μετατραυματικό σοκ συνοδευόμενο από κρίσεις πανικού με αγχώδη διαταραχή, καταθλιπτικό συναίσθημα, έντονες φοβίες για την υγεία της, διαταραχές ύπνου, όρεξης, ευσυγκινησία (συχνά κλάματα χωρίς αιτία). Ακόμα, από το ιστορικό, που ο ανωτέρω ιατρός έλαβε, η έναρξη των συμπτωμάτων τοποθετείται μία εβδομάδα μετά την επέμβαση της καισαρικής τομής, προ διμήνου περίπου, διότι χρειάστηκε να κάνει δεύτερο χειρουργείο λόγω προβλήματος που είχε ανακύψει. Επίσης, κρίθηκε από τον ανωτέρω ψυχίατρο ότι έχει ανάγκη ψυχιατρικής παρακολούθησης, συστήθηκε ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση και, επειδή ήταν σε περίοδο θηλασμού, αποφεύχθηκε κατά το χρόνο εκείνο η φαρμακευτική αγωγή (βλ. την από 27-5-2020 ιατρική γνωμάτευση του ανωτέρω ιατρού – ψυχίατρου, που δεν αναιρείται από άλλο στοιχείο της δικογραφίας). Κατόπιν αυτών, ενόψει των εν γένει συνθηκών και περιστάσεων υπό τις οποίες έλαβε χώρα σε βάρος της κυρίως ενάγουσας η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου των κυρίως εναγόμενων, του βαθμού της υπαιτιότητας του τελευταίου, της έλλειψης συνυπαιτιότητας της παθούσας, του είδους και της έκτασης της προσβολής της υγείας της, του άμεσου κινδύνου, που διέτρεξε η ζωή της, της στενοχώριας και της θλίψης, που προκλήθηκε στην κυρίως ενάγουσα, της ηλικίας της και της μετέπειτα ταλαιπωρίας της, κατά τα προεκτεθέντα, καθώς και της κοινωνικής, οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης όλων των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι κυρίως εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 50.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο (άρθρα 914, 932 ΑΚ), σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Το ποσό αυτό δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, έτσι ώστε να δημιουργείται δυσαναλογία του μέσου προς το σκοπό, εφαρμοζομένης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως η αρχή αυτή δεσμεύει ως γενική δικαϊκή αρχή και εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση (2664/2023) έκρινε ότι το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 40.000 ευρώ για την κυρίως ενάγουσα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της υπό στοιχεία Γ έφεσης της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας ως και ουσιαστικά βάσιμου, απορριπτομένου, αντίστοιχα, ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του τρίτου λόγου της υπό στοιχεία Α έφεσης της εκκαλούσας – δεύτερης των κυρίως εναγόμενων, του τρίτου λόγου της υπό στοιχεία Β έφεσης του εκκαλούντος – πρώτου των κυρίως εναγόμενων και του δεύτερου λόγου της υπό στοιχεία Δ έφεσης της εκκαλούσας – προσθέτως παρεμβαίνουσας, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι έπρεπε να επιδικασθεί ποσό χαμηλότερο του επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού για την αιτία αυτή. Σημειωτέον ότι η επιβάρυνση του επιδικασθησόμενου ποσού πρέπει να γίνει με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και όχι με το νόμιμο τόκο επιδικίας (άρθρο 346 ΑΚ), καθόσον η απαίτηση της κυρίως ενάγουσας αφορά σε επιδικαζόμενη κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου απαίτηση και συγκεκριμένα σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και διότι με βάση το αιτούμενο με την κύρια αγωγή ποσό για την παραπάνω αιτία (χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), οι κυρίως εναγόμενοι αντιδίκησαν εύλογα, όπως μαρτυρεί άλλωστε και ο συσχετισμός του πιο πάνω ποσού με αυτό που αναγνωρίζεται με την παρούσα απόφαση (ΑΠ 1207/2017, ad hoc ΜονΕφΑθ 1672/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Τέλος, επισημαίνεται ότι δεν προσβάλλονται με τις υπό κρίση εφέσεις τα κεφάλαια της πληττόμενης απόφασης που αναφέρονται στην από 9-8-2021 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 11-10-2021 πρόσθετη παρέμβαση. Κατόπιν αυτών, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό στοιχεία Γ από 28-9-2023 έφεση της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας ………. κατά του πρώτου και της δεύτερης των εφεσίβλητων ως ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτόμενων της υπό στοιχεία Α από 26-9-2023 έφεσης της εκκαλούσας (………) και της υπό στοιχεία Β από 28-9-2023 έφεσης του εκκαλούντος (……………..) και της υπό στοιχεία Δ από 26-10-2023 έφεσης της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας (………..), ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν, και ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της (για την ύπαρξη ενιαίου τίτλου εκτέλεσης) και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), και αφού περιληφθούν στην παρούσα απόφαση τα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, τα οποία παρέμειναν αλώβητα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η από 12-3-2020 κύρια αγωγή και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν οι κυρίως εναγόμενοι να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην κυρίως ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της κύριας αγωγής, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η από 9-8-2021 παρεμπίπτουσα αγωγή και να αναγνωριστεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα κάθε χρηματικό ποσό, που αυτός θα υποχρεωθεί να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της καταβολής του ποσού από τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα στην κυρίως ενάγουσα και να απορριφθεί η από 11-10-2021 πρόσθετη παρέμβαση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Εξάλλου, μετά τον καταμερισμό της δικαστικής δαπάνης ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός από τους διαδίκους, πρέπει μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, εξαφανίστηκαν και οι διατάξεις της περί δικαστικών εξόδων, κατά μερική παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας, να επιβληθεί σε βάρος του πρώτου και της δεύτερης των εφεσίβλητων – κυρίως εναγόμενων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων της παρεμπίπτουσας αγωγής και να επιβληθεί σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας μέρος των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, κατά μερική παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 178 παρ. 1, 182 παρ. 1 και 2, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα της υπό στοιχεία Γ από 28-9-2023 έφεσης για την άσκηση αυτής (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/28-9-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στην τελευταία, καθότι η έφεσή της αυτή έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς και να διαταχθεί η εισαγωγή των προαναφερόμενων παραβόλων, που κατατέθηκαν από την εκκαλούσα της υπό στοιχεία Α από 26-9-2023 έφεσης και από τον εκκαλούντα της υπό στοιχεία Β από 28-9-2023 έφεσης και από την εκκαλούσα της υπό στοιχεία Δ από 26-10-2023 έφεσης, για την άσκηση κάθε έφεσης αντίστοιχα (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./28-9-2023 έκθεση κατάθεσης, τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/28-9-2023 έκθεση κατάθεσης και τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/26-10-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίστοιχα), στο Δημόσιο Ταμείο, καθότι οι εφέσεις αυτές απορρίφθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ Α) την από 26-9-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …./2023, Β) την από 28-9-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …../2023, Γ) την από 28-9-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …./2023 και Δ) την από 26-10-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2023 και ειδικό ……/2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2024 και ειδικό …../2024, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την από 28-9-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2664/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς την τρίτη των εφεσίβλητων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της εκκαλούσας της από 28-9-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023 έφεσης και της τρίτης των εφεσίβλητων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την από 26-10-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2664/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς το δεύτερο των εφεσίβλητων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 26-9-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2664/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό ………./2023 e-παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 28-9-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2664/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό ……../2023 e-παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 26-10-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024 έφεση κατά της πρώτης των εφεσίβλητων και κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2664/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό ………./2023 e-παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 28-9-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023 έφεση κατά του πρώτου και της δεύτερης των εφεσίβλητων και κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2664/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), τυπικά και κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 2664/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την από 12-3-2020 κύρια αγωγή, την από 9-8-2021 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 11-10-2021 πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 12-3-2020 κύρια αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι κυρίως εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην κυρίως ενάγουσα το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των κυρίως εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων της κυρίως ενάγουσας, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 9-8-2021 παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα κάθε χρηματικό ποσό, που αυτός θα υποχρεωθεί να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της καταβολής του ποσού από τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα στην κυρίως ενάγουσα.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων της παρεμπίπτουσας αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 11-10-2021 πρόσθετη παρέμβαση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας μέρος των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του με αριθμό ……………/2023 e-παραβόλου στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 8 Ιανουαρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ