Σε περίπτωση δικαστικής απόφασης, ο διενεργούμενος από το κτηματολογικό γραφείο έλεγχος νομιμότητας δεν δύναται να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της αγωγής ούτε της νομικής και ουσιαστικής ορθότητας της πράξης
Μη νόμιμη κρίθηκε η άρνηση προϊσταμένου κτηματολογικού γραφείου προς καταχώριση δικαστικής απόφασης αναγνωριστικής κυριότητας από έκτακτη χρησικτησία, ως μεταγενέστερη εγγραφή (ΜΠΑ 698/2025).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, μεταξύ των αρχών που διέπουν το Κτηματολόγιο περιλαμβάνεται και η αρχή του ελέγχου της νομιμότητας των τίτλων και λοιπών αναγκαίων στοιχείων για την αποδοχή της αίτησης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία. Ο διενεργούμενος στο Κτηματολογικό Γραφείο έλεγχος κάθε αίτησης και των συνυποβαλλόμενων δικαιολογητικών είναι έλεγχος νομιμότητας, κατ’ αυτόν ελέγχεται ιδίως: α) αν το Κτηματολογικό Γραφείο είναι αρμόδιο κατά τόπο, β) αν το δικαίωμα στο οποίο αφορά η αίτηση και η πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση στα κτηματολογικό φύλλα περιλαμβάνονται μεταξύ εκείνων των οποίων ο νόμος επιτάσσει την καταχώριση, γ) αν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες από τον νόμο προϋποθέσεις για την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της, δ) αν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση συνυποβάλλονται με την αίτηση, με πληρότητα και ακρίβεια, τα αναφερόμενα στο άρθρο 14 δικαιολογητικά, ε) αν το πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε εκποίηση ή του οποίου δικαίωμα επιδιώκεται να επιβαρυνθεί ή δεσμευτεί, αναγράφεται στο κτηματολογικό βιβλίο ως δικαιούχος, στ) αν ο εμφανιζόμενος κατά την υποβολή της αίτησης ως πληρεξούσιος, νόμιμος αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος νομικού προσώπου νομιμοποιείται να προβεί στη ζητούμενη καταχώριση.
Σε περίπτωση, ωστόσο, που η προς καταχώριση πράξη είναι δικαστική απόφαση, τότε ο ως άνω έλεγχος νομιμότητας δεν δύναται να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω προς καταχώριση πράξη (δικαστική απόφαση) και πολύ περισσότερο της ορθότητας -νομικής και ουσιαστικής- της ίδιας αυτής της πράξης.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο αιτών ζήτησε την καταχώριση της δικαστικής απόφασης αναγνώρισης της κυριότητάς του επί ακινήτου από έκτακτη χρησικτησία αφενός στο περιθώριο αγωγών του κτηματολογικού φύλλου του ακινήτου και αφετέρου ως μεταγενέστερη εγγραφή δυνάμει του άρθρου 1192 παρ. 5 ΑΚ. Η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση του αιτούντος και καταχώρισε την απόφαση στο πεδίο των αγωγών κάτωθι της σχετικής αγωγής, ενώ απέρριψε εν μέρει την αίτηση ως προς την καταχώριση στο πεδίο της κυριότητας, λόγω μη συνδρομής όλων των απαιτούμενων από το νόμο προϋποθέσεων για την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της προς καταχώριση εγγραπτέας πράξης (άρθρο 16 παρ. 1 περ. γ Ν. 2664/1998).
Ειδικότερα, η Προϊσταμένη στην απόφασή της αυτή μετά την παράθεση των άρθρων 6 παρ. 2 περ. α, 17, 16 παρ. 6, 6 παρ. 3 εδ. στ και 12 παρ. 1 περ. στ του Ν. 2664/1998, ανέλυσε ότι ο σκοπός του κτηματολογικού νομοθέτη είναι να αποκλείσει τα Ειρηνοδικεία από την εκδίκαση κτηματολογικών διαφορών, που γεννιούνται από τις ανακρίβειες που εμφιλοχωρούν τόσο κατά τις πρώτες όσο και κατά τις μεταγενέστερες κτηματολογικές εγγραφές, επισήμανε ότι η αποκλειστική προθεσμία που τάσσει το άρθρο 6 παρ. 2 περ. α λήγει στην περιοχή του Δήμου Αγίας Βαρβάρας στις 31-12-2024 και ότι εν προκειμένω για την επέλευση του εννόμου αποτελέσματος της χρησικτησίας του ενάγοντος κατά του εναγομένου και φερόμενου ως ιδιοκτήτη στην αρχική εγγραφή, απαιτείται η άσκηση και εγγραφή της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998 και όχι της αγωγής του άρθρου 220 ΚΠολΔ, που εκδικάζεται από το καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Πρωτοδικείο.
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, ωστόσο, η ως άνω άρνηση της Προϊστάμενης του Κτηματολογικού Γραφείου να καταχωρίσει την αμετάκλητη απόφαση του Ειρηνοδικείου στα κτηματολογικά φύλλα του ακινήτου είναι μη νόμιμη και εσφαλμένη, διότι όπως προκύπτει από το άρθρο 12 παρ. 1 περ. στ στα κτηματολογικά φύλλα καταχωρίζονται οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 και υπό τον αριθμό 5 του άρθρου 1192 του Αστικού Κώδικα τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες αναγνωρίζεται κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, που έχει αποκτηθεί με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον η σχετική αγωγή έχει ασκηθεί από το χρησιδεσπόσανια και στρέφεται κατά του φερόμενου στα Κτηματολογικά φύλλα ως δικαιούχου, όπως εν προκειμένω.
Το δικαστήριο επεσήμανε πως ο επικαλούμενος από την Προϊσταμένη ισχυρισμός ότι, για την επέλευση του εννόμου αποτελέσματος της χρησικτησίας απαιτείται η άσκηση και εγγραφή της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998 και όχι της αγωγής του άρθρου 220 ΚΠολΔ, τελεί καθ’ υπέρβαση του διενεργούμενού κατ’ άρθρου 16 Ν. 2664/1998 ελέγχου νομιμότητας. Ο έλεγχος νομιμότητας, που διενεργεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού γραφείου, αφορά μόνο στη νομιμότητα της πράξης, είναι δηλαδή έλεγχος ακαταλληλότητας της εγγραπτέας πράξης, δεν μπορεί να επεκταθεί σε άλλες πράξεις και ουδόλως δύναται να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω προς καταχώριση πράξη (δικαστική απόφαση), καθώς και της ορθότητας -νομικής και ουσιαστικής- της ίδιας αυτής της πράξης.
Επεσήμανε, μάλιστα, πως με την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998 προστατεύεται ο δικαιούχος εγγραπτέου δικαιώματος από την ανακριβή πρώτη εγγραφή, με την οποία αμφισβητείται ολικά ή μερικά το δικαίωμα, που έχει επί του κτηματογραφουμένου ακινήτου. Εν προκειμένω, δεν τίθεται ζήτημα διόρθωσης αρχικής εγγραφής, ώστε να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998, αλλά καταχώρισης δικαστικής απόφασης ως μεταγενέστερη εγγραφή κυριότητας.
Το δικαστήριο, αφού έκανε δεκτή την αίτηση και διέταξε την καταχώριση στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ως μεταγενέστερη εγγραφή της ένδικης απόφασης, καταδίκασε την Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου στα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, δεδομένου ότι για τη διεξαγωγή της δίκης είναι υπαίτια αυτή με την άρνησή της να καταχωρίσει την εν λόγω δικαστική απόφαση.
Απόσπασμα απόφασης
Η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Αθηνών / Υποκαταστήματος Περιστεριού έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση του αιτούντος και καταχώρισε την υπ’ αριθμ. 868/2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 περ. 1β Ν. 2664/1998 στο πεδίο των αγωγών κάτωθι της σχετικής αγωγής, ενώ απέρριψε εν μέρει την αίτηση ως προς την καταχώριση της παραπάνω απόφασης στο πεδίο της κυριότητας σύμφωνα με το άρθρο 1192 παρ. 5 ΑΚ, λόγω μη συνδρομής όλων των απαιτούμενων από το νόμο προϋποθέσεων για την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της προς καταχώριση εγγραπτέας πράξης (άρθρο 16 παρ. 1 περ. γ Ν. 2664/1998). Ειδικότερα, η ανωτέρω Προϊσταμένη στην απόφασή της αυτή μετά την παράθεση των άρθρων 6 παρ. 2 περ. α, 17, 16 παρ. 6, 6 παρ. 3 εδ. στ και 12 παρ. 1 περ. στ του Ν. 2664/1998, ανέλυσε ότι ο σκοπός του κτηματολογικού νομοθέτη είναι να αποκλείσει τα Ειρηνοδικεία από την εκδίκαση κτηματολογικών διαφορών, που γεννιούνται από τις ανακρίβειες που εμφιλοχωρούν τόσο κατά τις πρώτες όσο και κατά τις μεταγενέστερες κτηματολογικές εγγραφές, επισήμανε ότι η αποκλειστική προθεσμία που τάσσει το άρθρο 6 παρ. 2 περ. α λήγει στην περιοχή του Δήμου Αγίας Βαρβάρας στις 31-12-2024 και ότι εν προκειμένω για την επέλευση του εννόμου αποτελέσματος της χρησικτησίας του ενάγοντος κατά του εναγομένου, ., και φερόμενου ως ιδιοκτήτη στην αρχική εγγραφή, απαιτείται η άσκηση και εγγραφή της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998 και όχι της αγωγής του άρθρου 220 ΚΠολΔ, που εκδικάζεται από το καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Πρωτοδικείο. Εντούτοις, η ως άνω άρνηση της Προϊστάμενης του Κτηματολογικού Γραφείου Αθηνών/ Υποκαταστήματος Περιστεριού να καταχωρίσει την αμετάκλητη απόφαση του Ειρηνοδικείου στα κτηματολογικά φύλλα του ακινήτου είναι μη νόμιμη και εσφαλμένη, διότι όπως προκύπτει από το άρθρο 12 παρ. 1 περ. στ στα κτηματολογικά φύλλα καταχωρίζονται οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 και υπό τον αριθμό 5 του άρθρου 1192 του Αστικού Κώδικα τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες αναγνωρίζεται κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, που έχει αποκτηθεί με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον η σχετική αγωγή έχει ασκηθεί από το χρησιδεσπόσανια και στρέφεται κατά του φερόμενου στα Κτηματολογικά φύλλα ως δικαιούχου. Εν προκειμένω, η από 18-07-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./18-07-2020 αναγνωριστική αγωγή κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, επί της οποίας εκδόθηκε η προς καταχώριση δικαστική απόφαση, ασκήθηκε από τον χρησιδεσπόσαντα – αιτούντα της υπό κρίση αίτησης κατά του φερόμενου στα κτηματολογικά φύλλα ως δικαιούχου, ήτοι κατά του .. Η δικαστική, δε, αυτή απόφαση είχε καταστεί τελεσίδικη, όπως προαναφέρθηκε. Συνεπώς, πληρούνται άπαντες οι προϋποθέσεις για την καταχώριση της υπ’ αριθμ. 868/2022 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και ως εκ τούτου η απόρριψη της καταχώρισης της απόφασης στο πεδίο της κυριότητας είναι αδικαιολόγητη. Ο επικαλούμενος από την Προΐσταμένη ισχυρισμός ότι, για την επέλευση του εννόμου αποτελέσματος της χρησικτησίας του ενάγοντος κατά του εναγομένου, ., και φερόμενου ως ιδιοκτήτη στην αρχική εγγραφή, απαιτείται η άσκηση και εγγραφή της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998 και όχι της αγωγής του άρθρου 220 ΚΠολΔ, τελεί καθ’ υπέρβαση του διενεργούμενού κατ’ άρθρου 16 Ν. 2664/1998 ελέγχου νομιμότητας. Εξάλλου, ο έλεγχος νομιμότητας, που διενεργεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού γραφείου, αφορά μόνο στη νομιμότητα της πράξης, είναι δηλαδή έλεγχος καταλληλότητας της εγγραπτέας πράξης, δεν μπορεί να επεκταθεί σε άλλες πράξεις (Μαγουλάς Γ.: Κτηματολογικές εγγραφές, 2021, σελ. 208) και ουδόλως δύναται, όπως αναλύθηκε και στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω προς καταχώριση πράξη (δικαστική απόφαση), καθώς και της ορθότητας -νομικής και ουσιαστικής- της ίδιας αυτής της πράξης. Άλλωστε, με την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998 προστατεύεται ο δικαιούχος εγγραπτέου δικαιώματος από την ανακριβή πρώτη εγγραφή, με την οποία αμφισβητείται ολικά ή μερικά το δικαίωμα, που έχει επί του κτηματογραφουμένου ακινήτου. Εν προκειμένω, δε, δεν τίθεται ζήτημα διόρθωσης αρχικής εγγραφής, ώστε να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998, αλλά καταχώρισης δικαστικής απόφασης ως μεταγενέστερη εγγραφή κυριότητας.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.