Παρά την προσπάθεια απαλλαγής του κατηγορούμενου με την αλλαγή των καταθέσεων από τις μάρτυρες κατηγορίες, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης επέβαλε ποινή κάθειρξης 6 ετών σε έναν 31χρονο, ο οποίος επιχείρησε να βιάσει την ανήλικη κόρη της συντρόφου του, το 2019, στη Χαλκιδική.
Κρίθηκε ομόφωνα ένοχος για απόπειρα βιασμού ενώ το δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ποινική του δίωξη για το αδίκημα της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας, λόγω έλλειψης έγκλησης από την παθούσα.
Το δικαστήριο δεν αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό στον κατηγορούμενο ενώ η έφεση του δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην εκτέλεση της ποινής. Έτσι, ο 31χρονος επέστρεψε στη φυλακή όπου παρέμενε προσωρινά κρατούμενος για άλλο αδίκημα.
Παράλληλα, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο αποφάσισε να διαβιβαστούν τα πρακτικά της δίκης στην αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών έτσι ώστε να κινηθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος της παθούσας και της μητέρας της, για το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης.
«Πότε δεν προσπάθησε να με προσεγγίσει ερωτικά. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι πήγαμε μια βόλτα κι εγώ σκόνταψα και με κράτησε για να μη χτυπήσω» ανέφερε η 21χρονη (σήμερα) μάρτυρας κατηγορίας ενώ ερωτηθείσα από την έδρα σχετικά με την προηγούμενη, εκ διαμέτρου αντίθετη, κατάθεση της, απάντησε:
«Είχα φοβηθεί και πήγα στη γιαγιά μου. Εκείνη μου είπε να τα πω, για να τον κατηγορήσουμε για να μπει «μέσα». Ήθελε να τον εκδικηθεί. Τώρα λέω την αλήθεια, όχι τότε. Δεν μου έδειξε βίντεο με πορνό. Δεν έβγαλε ποτέ μπροστά μου τα ρούχα του».
Διευκρινίζοντας ότι η γιαγιά της έχει αποβιώσει, η κοπέλα ανέφερε ότι «δεν ξέρω τι πρόβλημα είχε μαζί του. Ίσως επειδή ήταν στη φυλακή… Μπαινόβγαινε κόσμος στο σπίτι μας αλλά δεν ήξερα αν διακινούσαν ναρκωτικά.
Εγώ δεν τον φοβόμουν τον κατηγορούμενο. Τον γνώρισα από τη μητέρα μου. Αρχικά ήταν φίλοι, μετά είχαν και ερωτική σχέση. Δεν ξέρω πότε και γιατί χώρισαν.Εμείς κάναμε μόνο παρέα, όχι κάτι παραπάνω. Λυπάμαι που έγινε όλο αυτό».
Χαλκιδική: «Ήμουν ερωτευμένη μαζί του»
Ως δεύτερη μάρτυρας κατέθεσε η 42χρονη μητέρα της παθούσας η οποία ανέφερε τα εξής: «Ήταν άψογος σε όλα του, απέναντι σε μένα και στα παιδιά μου.
Τους φερόταν με πατρικά αισθήματα. Άδικα τον κατηγόρησαν. Δεν έδωσε ποτέ δικαίωμα. Η κόρη μου είπε ότι ζαλίστηκε, ότι έπεσε κάτω και στραμπούληξε το πόδι της. Ίσως εκβιαζόταν από τη μητέρα μου η οποία δεν ήθελε καθόλου τους αλλοδαπούς.
Είχε ακούσει ότι (σ.σ. ο κατηγορούμενος) είχε κάνει φυλακή και τον φοβόταν. Όμως, ήταν άψογος απέναντι μου, δεν έδειξε πότε σημάδια βίας. Η μητέρα μου μού είχε ζητήσει να τα πω…».
Ακόμη, πρόσθεσε ότι «ήμουν ερωτευμένη μαζί του, τον αγαπούσα. Σε κάποια στιγμή άρχισα να ζηλεύω, του έκανα σκηνές ζηλοτυπίας. Δεν ήθελα να χωρίσω, όμως, χωρίσαμε γιατί δεν τραβούσε αυτή η σχέση. Κατέθεσα ψευδώς γιατί η μητέρα μου δεν ήθελα να με πετάξει στον δρόμο με τρία παιδιά. Με απείλησε. Δικό της ήταν το σπίτι. Έκανα λάθος που τον κατήγγειλα. Του ζητάω συγγνώμη. Αυτή τη στιγμή σας λέω την πάσα αλήθεια».
Κατά την απολογία του, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες. Ισχυρίστηκε ότι έπεσε θύμα σκευωρίας από την πρώην σύντροφο του η οποία κατασκεύασε τη σχετική καταγγελία γιατί τον ζήλευε και είχε εμμονή μαζί του.
«Πίστευε ότι διατηρούσα ερωτικές σχέσεις και με άλλες γυναίκες. Για αυτό τον λόγο έβαλε την κόρη της να πει ψέματα» σημείωσε, μεταξύ άλλων, ο 31χρονος ο οποίος δήλωσε ότι εργαζόταν ως ψαράς και ως κηπουρός, όσο βρισκόταν στη Χαλκιδική.
Τι αναγράφεται στο κατηγορητήριο
Στο κατηγορητήριο αναγράφεται ότι: Τον Σεπτέμβριο του 2019, σε παραθαλάσσιο χωριό της Χαλκιδικής, ο 25χρονος (τότε) άνδρας παρέσυρε την 15χρονη, σε απόμερο σημείο, με το πρόσχημα της συζήτησης για οικογενειακά θέματα, καθώς εκείνο τον καιρό διατηρούσε δεσμό με τη μητέρα της. Ο ίδιος έδειξε στην ανήλικη ένα βίντεο με ερωτικό περιεχόμενο, που είχε στο κινητό του, ζητώντας από αυτήν να προβούν σε ανάλογες σεξουαλικές πράξεις.
Όταν το κορίτσι αρνήθηκε, ο κατηγορούμενος φέρεται πως έβγαλε τα ρούχα του και προσπάθησε να έρθει σε συνουσία μαζί του, όμως η παθούσα αντέδρασε και κατάφερε να τον αποτρέψει. Η 15χρονη εκμυστηρεύτηκε τα όσα διαδραματίστηκαν στον 16χρονο αδελφό της και στη μαμά της ενώ στη συνέχεια ενημερώθηκαν οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι αρχές.
Όταν καταγράφηκαν τα περιστατικά, η οικογένεια αποτελείτο από την 15χρονη, τη μητέρα της και τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς της: Ο ένας ήταν ενήλικος και ο άλλος ηλικίας 16 χρόνων.
Ο πατέρας είχε εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη ύστερα από βίαια περιστατικά με την τότε σύζυγό του η οποία με δικαστική απόφαση είχε αναλάβει την αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών, από το 2009. Η ίδια αντιμετωπίζει πρόβλημα αναπηρίας ενώ είχε ως αρωγούς τους ηλικιωμένους γονείς της, που διαβιούσαν πλησίον της οικίας της.