Κρατικές Ενισχύσεις. Λυσιτέλεια και αντικείμενο της δίκης επί εξάντλησης του προϋπολογισμού ή ολοκλήρωσης του επενδυτικού προγράμματος. Προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΕ. Χρόνος χορήγησης κρατικής ενίσχυσης, επί δικαστικής αναγνώρισης του αιτήματος, μετά τη λήξη ισχύος του καθεστώτος (άρθρα 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, 2 παρ. 28 ΓΑΚ).
Σ.τ.Ε. Δ΄ Τμ. 275/2025
Πρόεδρος: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια : Κ. Κονιδιτσιώτου, Σύμβουλος της Επικρατείας
Κρατικές Ενισχύσεις. Λυσιτέλεια και αντικείμενο της δίκης επί εξάντλησης του προϋπολογισμού ή ολοκλήρωσης του επενδυτικού προγράμματος. Προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΕ. Χρόνος χορήγησης κρατικής ενίσχυσης, επί δικαστικής αναγνώρισης του αιτήματος, μετά τη λήξη ισχύος του καθεστώτος (άρθρα 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, 2 παρ. 28 ΓΑΚ).
Α. Λυσιτέλεια και αντικείμενο της δίκης
Το Δικαστήριο, μετ’ επισκόπηση της μέχρι τούδε νομολογίας του, κρίνει ότι επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως απορριπτικής αιτήματος υπαγωγής σε καθεστώς κρατικών ενισχύσεων, δεν δύναται να τεθεί, κατ’ αρχήν, ζήτημα λυσιτέλειας του ενδίκου βοηθήματος ή αντικειμένου της δίκης λόγω εξάντλησης του προϋπολογισμού της προκήρυξης ή ολοκλήρωσης του επενδυτικού προγράμματος μέχρι το χρόνο συζήτησης της υποθέσεως. Και τούτο, προκειμένου να διασφαλιστεί πλήρως η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος έννομης προστασίας (άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 αυτού). Σε περίπτωση δε δικαστικής αποφάσεως, που οδηγεί σε αποδοχή αιτήματος υπαγωγής στο οικείο καθεστώς, η Διοίκηση οφείλει να καταβάλει την ενίσχυση και να πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την πλήρη συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και το αναδρομικό αποτέλεσμα της ακύρωσης, τηρουμένων, όμως, των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου περί κρατικών ενισχύσεων.
Β. Χρόνος χορήγησης κρατικής ενίσχυσης επί δικαστικής αναγνώρισης του αιτήματος
α. Στο πλαίσιο του θεσπισθέντος από τα άρθρα 107 και 108 της Σ.Λ.Ε.Ε. συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η προβλεπόμενη διάρκεια ισχύος καθεστώτος κρατικής ενίσχυσης αποτελεί παράγοντα, ο οποίος έχει ιδιαίτερη βαρύτητα κατά την εκτίμηση της συμβατότητάς της με την εσωτερική αγορά, εκτίμηση, η οποία στηρίζεται στα οικονομικά δεδομένα και τις λοιπές περιστάσεις της οικείας αγοράς. Από τις ίδιες διατάξεις της Σ.Λ.Ε.Ε., σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις που αφορούν τον Γ.Α.Κ. [Γενικό Απαλλακτικό Κανονισμό] και τον Κανονισμό 2015/1589, προκύπτει ότι δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης μετά την παρέλευση του χρόνου ισχύος του καθεστώτος “Γενική Επιχειρηματικότητα” (απόφαση 137926/2017 Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, Β` 4445). Σε περίπτωση χορήγησής της, πρόκειται για “νέα ενίσχυση”, η οποία, λόγω της μη τήρησης των απαιτούμενων από τον Γ.Α.Κ. διαδικαστικών προϋποθέσεων, συνιστά παράνομη κατά το άρθρο 108 παρ. 3 της Σ.Λ.Ε.Ε. κρατική ενίσχυση.
Κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 Σ.Λ.Ε.Ε. αλλά και το γράμμα του άρθρου 2 περ. 28 του Γ.Α.Κ., για τους σκοπούς του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων οι ενισχύσεις θεωρείται ότι “χορηγούνται” στο χρονικό σημείο, κατά το οποίο η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει στο δικαιούχο το δικαίωμα λήψεώς τους, απόκειται, επομένως, στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει με γνώμονα το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο τον χρόνο, κατά τον οποίο πρέπει να θεωρηθεί ότι χορηγήθηκε η επίμαχη ενίσχυση. Προς το σκοπό αυτό το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπ’ όψιν το σύνολο των προϋποθέσεων που θέτει το εθνικό δίκαιο για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Δεν ασκεί επιρροή ο χρόνος της πραγματικής καταβολής της ενίσχυσης. Το καθοριστικό στοιχείο για να διαπιστωθεί το χρονικό σημείο χορήγησης μίας ενίσχυσης στους δικαιούχους είναι η κτήση βέβαιου δικαιώματος λήψης της ενίσχυσης και αντίστοιχη δέσμευση του Κράτους να τη χορηγήσει, δεδομένου ότι σε αυτό ακριβώς το σημείο μπορεί ένα μέτρο να επιφέρει στρέβλωση του ανταγωνισμού ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 Σ.Λ.Ε.Ε.
Οι ενισχύσεις, που προβλέπονται στο καθεστώς “Γενική Επιχειρηματικότητα”, εν όψει της όλης νομοθετικής ρύθμισης του συγκεκριμένου καθεστώτος, στο οποίο οι προϋποθέσεις κτήσεως του δικαιώματος ενίσχυσης προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή, χορηγούνται, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, κατά το χρόνο που ο δικαιούχος συμπληρώνει το σύνολο των προϋποθέσεων κτήσεως του σχετικού δικαιώματος, ο οποίος είναι, κατ’ αρχήν, ο χρόνος έκδοσης της απόφασης που δέχεται ή απορρίπτει το αίτημα χορήγησής της. Επομένως, δεν ασκεί επιρροή στην τελευταία περίπτωση, της απορριπτικής απόφασης, ο μεταγενέστερος χρόνος δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης, που αναγνωρίζει την τυχόν παράνομη απόρριψη του αιτήματος. Συνεπώς, δεν είναι κρίσιμο ούτε και το ζήτημα του αναδρομικού ή μη αποτελέσματος της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης. Τα ανωτέρω ισχύουν, δεδομένου ότι υπό τις περιστάσεις αυτές η έκδοση της δικαστικής απόφασης και, περαιτέρω, ο χρόνος επενέργειας των αποτελεσμάτων της, συνάπτονται με την ικανοποίηση του αιτήματος καταβολής της ενίσχυσης και δεν συνδέονται με αίτημα χορήγησής της.
Μετά την 31η.12.2022, ημερομηνία κατά την οποία έληξε η ισχύς του καθεστώτος “Γενική Επιχειρηματικότητα”, δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, η έκδοση αποφάσεων υπαγωγής στο εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων και χορήγησης ενίσχυσης. Δεν πρόκειται, όμως, για χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στη περίπτωση, κατά την οποία μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας κριθεί με δικαστική απόφαση η παρανομία διοικητικής πράξης απόρριψης της αιτήσεως χορήγησης ενίσχυσης, που είχε εκδοθεί εντός της προθεσμίας αυτής (ακύρωση, η οποία, μάλιστα, ανατρέχει στο χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσης αποφάσεως). Συνεπώς, δεν δύναται να τεθεί ζήτημα χορήγησης με τη δικαστική αυτή απόφαση παράνομης κρατικής ενίσχυσης και λυσιτέλειας της οικείας αίτησης ακυρώσεως από την άποψη αυτή.
β. Δεδομένου ότι η ερμηνεία των ζητημάτων αυτών, δεν είναι απαλλαγμένη αμφιβολιών (βλ. και συναφές εκκρεμές προδικαστικό ερώτημα της Λεττονίας, C-653/2023, SIA TOODE, καθεστώς ενισχύσεων COVID-19, ερώτημα, το οποίο, μάλιστα, συναρτά το ζήτημα και με το δεδομένο της μη αναδρομικότητας του ακυρωτικού αποτελέσματος, κατά την ερμηνεία της οικείας εθνικής νομοθεσίας), διατυπώνονται προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
α) Έχει το άρθρο 107 παρ. 1 της Σ.Λ.Ε.Ε. και το άρθρο 2 παρ. 28 του Γ.Α.Κ. την έννοια ότι κρατική ενίσχυση, όπως η προβλεπόμενη στο ανωτέρω καθεστώς ενισχύσεων, “χορηγείται” κατά το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος συγκεντρώνει το σύνολο των τιθέμενων από την προκήρυξη προϋποθέσεων για τη λήψη της, το οποίο εν προκειμένω ταυτίζεται με το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρμόδια αρχή αποφαίνεται επί της σχετικής αιτήσεως, ακόμα και στη περίπτωση κατά την οποία η συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων διαπιστώνεται κατόπιν δικαστικής απόφασης, που εκδίδεται μετά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας χορήγησης της ενίσχυσης και με την οποία ακυρώνεται πράξη απορριπτική αιτήσεως;
β) Ή, αντιθέτως, η κτήση βέβαιου δικαιώματος λήψης της ενίσχυσης ανάγεται στο χρόνο έκδοσης της σχετικής δικαστικής απόφασης, με αποτέλεσμα να πρόκειται σε μία τέτοια περίπτωση για χορήγηση με την ίδια τη δικαστική απόφαση παράνομης “νέας ενίσχυσης”;
γ) Η απάντηση στο ερώτημα διαφοροποιείται, αναλόγως εάν κατά την οικεία εθνική έννομη τάξη, όπως συμβαίνει στην ελληνική, η ακύρωση ως παράνομης της διοικητικής αυτής πράξεως έχει αναδρομικό αποτέλεσμα ή ενεργεί μόνον για το μέλλον;