Του Παναγιώτη Στάθη
Ακόμα και το 2023 το ελληνικό δημόσιο συνεχίζει να πορεύεται δικαστικά με τη λογική των εφέσεων κατά πρωτόδικων αποφάσεων που δικαιώνουν συγγενείς θυμάτων για την τραγωδία στο Μάτι, με επιχειρηματολογία μάλιστα που προσεγγίζει την λογική (περίπου) της ευθύνης των θυμάτων. Η νέα έφεση ασκήθηκε το 2023. Το ελληνικό δημόσιο, όπως είχε κάνει και κατά το παρελθόν, έτσι και τώρα στρέφεται κατά πρωτόδικης απόφασης που επιδίκασε αποζημίωση 312.00 ευρώ για ψυχική οδύνη, σε συγγενείς θύματος της καταστροφικής πυρκαγιάς, ισχυριζόμενο εμμέσως, πλην σαφώς πως ουδεμία ευθύνη φέρουν τα όργανά του. Σημειώνεται μάλιστα ότι, σε ανάλογες εφέσεις το Δημόσιο είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να κάνει λόγο για συνυπαιτιότητα θανόντων, που δεν ακολούθησαν τις όποιες οδηγίες.
Η… ιστοσελίδα ΓΓΠΠ
Σε γενικές γραμμές και σε αυτήν την έφεση το Δημόσιο φέρεται να νίπτει τας χείρας του, τονίζοντας πως προς τους πολίτες οι όποιες οδηγίες είχαν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και στο προειδοποιητικό δελτίο Τύπου της.
“Αποδείχθηκε ότι η εξέλιξη του εν λόγω φαινομένου ήταν τόσο ραγδαία, απρόβλεπτη και ταχύτατη, που, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την παροχή σε πραγματικό χρόνο ενημέρωσης και οδηγιών ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης πυρκαγιάς προς όλους τους κατοίκους των περιοχών που επλήγησαν, όπως εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη … πέραν των οδηγιών που βρίσκονταν αναρτημένες στην ιστοσελίδα της Γ.Γ.Π.Π. και στις οποίες παρέπεμπε το από 22.07.2018 προειδοποιητικό Δελτίο Τύπου της Γ.Γ.Π.Π.” λέει και συνεχίζει: “…Όπως αποδείχτηκε και από το υπ’ αριθμόν … έγγραφο της ΓΓΠΠ που βρίσκεται η δικογραφία, αφενός μεν την παραμονή της τραγικής πυρκαγιάς είχε δημοσιευτεί χάρτης επικινδυνότητας πυρκαγιών και δελτίο τύπου με τίτλο “πολύ υψηλός κίνδυνος πυρκαγιας” (κατηγορία κινδύνου 4) για αύριο Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018” μέσω του οποίου ενημερώθηκαν οι φορείς και οι πολίτες για το ποιες περιοχές στις 23.7.2018 θα αντιμετώπιζαν μεγάλο κίνδυνο πυρκαγιάς και για τα μέτρα προστασίας που έπρεπε να λάβουν καθώς και ότι θα έπρεπε να επισκεφθούν την ιστοσελίδα της γενικής Γραμματείας πολιτικής προστασίας ούτως ώστε να λάβουν τις απαραίτητες οδηγίες (όπως μην εγκαταλείπεται το κτίριο Εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη)”.
Η νέα έφεση κατά αποζημίωσης
Στο έντυπο της έφεσης που υπογράφεται από τον αρμόδιο υπουργό Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, αναφέρεται ως λόγος έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης το γεγονός “για παράδειγμα όπου οι αντίδικοι ισχυρίζονται ότι έπρεπε να διαταχθεί η εκκένωση δεν αναφέρουν ποια ακριβώς χρονική στιγμή θα έπρεπε να διατάκτη αυτή πόσο χρόνο θα διαρκούσε προς ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να διοχετευτούν οι άνθρωποι και τα οχήματα και από ποιες διόδους. Δεν προσδιορίζεται ποια ήταν η εν γένει κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντος προ του ενδίκου τραγικού συμβάντος!”.
Αναφέρει: “Στην προκειμένη περίπτωση από τα κάτωθι στοιχεία / γεγονότα αποδεικνύεται ότι πράγματι η ένδικη πυρκαγιά, ως περιστατικό ανωτέρας βίας, δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με οποιαδήποτε μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, δηλαδή ούτε με την διαφορετική διαχείριση των πόρων του πυροσβεστικού σώματος, ούτε με το μέτρο της σε πραγματικό χρόνο πληροφόρησης των κατοίκων, ούτε με τη διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών:
“Εάν είχε κρίνει ορθώς το Πρωτοδικείο, θα είχε διαγνώσει ότι ήταν απολύτως αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατ’ αρ. 159 Κ.Δ.Δ., καθώς από την εξέταση των ισχυρισμών της υπό κρίσην αγωγής προέκυψαν ζητήματα, για τα οποία απαιτούνται ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Η αιφνίδια μεταβολή του καιρού και ιδίως του ανέμου από το απόγευμα της 23ης.07.2018, η σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο, η αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών, η αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους (πλάτους, ύψους) της πυρκαγιάς, ο υπολογισμός της ταχύτητας και του τρόπου επέκτασης της πυρκαγιάς, ο υπολογισμός του χρόνου που θα απαιτούσε μια μαζική εκκένωση πληθυσμού και ο υπολογισμός του χρόνου που θα απαιτούσε η μετακίνηση πρόσθετων δυνάμεων από περιφέρειες που δεν αντιμετώπιζαν κίνδυνο φωτιάς, ο υπολογισμός του χρόνου μετάβασης των θαλασσίων μέσων του Πυροσβεστικού Σώματος από τον Πειραιά στην Ανατολική Αττική κ.α. αποτελούν επιστημονικά και τεχνικά ζητήματα, τα οποία ήταν αναγκαίο να εξεταστούν και να απαντηθούν από ειδικό εμπειρογνώμονα που θα όριζε το Πρωτοδικείο, προκειμένου το Δικαστήριο να μορφώσει την κρίση του επί της υπό εξέταση αγωγής” αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην έφεσή του το Δημόσιο.
Και επισημαίνει πως “κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και χωρίς αιτιολογία, άλλως με ανεπαρκή, άλλως αντιφατική αιτιολογία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αντιμετώπιση της πυρκαγιάς κατά την αρχική προσβολή της από τα επίγεια και εναέρια μέσα του Πυροσβεστικού Σώματος δεν ήταν έγκαιρη και επιχειρησιακά επαρκής, καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των οργάνων του Πυροσβεστικού Σώματος, ότι υπήρχε έλλειψη οργάνωσης και συντονισμού των πυροσβεστικών δυνάμεων με συνέπεια την καθυστερημένη επέμβαση των δυνάμεων, την αποτυχία κατάσβεσης της πυρκαγιάς στο αρχικό στάδιο και την πλημμελή τροχονομική διαχείριση των οχημάτων, και έκρινε περαιτέρω ότι τα ανωτέρω συνιστούν παράνομες πράξεις και παραλείψεις, ενώ, εάν είχε κρίνει ορθώς, θα είχε δεχθεί ότι δεν υπήρξε, ούτε αποδείχθηκε, παρανομία των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου”.