Το δικαστήριο της Αυστρίας κρίνει πως ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να ζητά πρόσθετες πληροφορίες για την ταυτοποίηση του αιτούντος, αλλά όχι να αποφαίνεται ως προς το κύρος ή το περιεχόμενο της πληρεξουσιότητας
Τα όρια και το περιεχόμενο της πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο για την άσκηση αιτήματος πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα εξέτασε το περιφερειακό δικαστήριο του Γκρατς στην Αυστρία, εξετάζοντας σε δεύτερο βαθμό σχετική αγωγή που κατατέθηκε από το υποκείμενο των δεδομένων.
Ιστορικό
Ο ενάγων άνοιξε λογαριασμό σε διαδικτυακή πλατφόρμα τυχερών παιγνίων (online casino), που εδρεύει στη Μάλτα. Μετά το άνοιγμα του λογαριασμού, κατέθεσε χρήματα, τα έπαιξε και τα έχασε.
Τον Μάιο του 2023 η δικηγόρος του ενάγοντος και χρήστη της πλατφόρμας υπέβαλε στην εταιρεία αίτημα πρόσβασης στα προσωπικά δεδομένα αυτού, συνυποβάλλοντας την παρασχεθείσα πληρεξουσιότητα, καθώς και ένα φωτοαντίγραφο της ταυτότητας του εντολέα της.
Η εταιρεία αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα, προβάλλοντας ελαττώματα της πληρεξουσιότητας, τα οποία την εμπόδιζαν από το να ταυτοποιήσει τον πελάτη της. Σύμφωνα με την απάντηση που εστάλη τρεις μέρες μετά την υποβολή του αιτήματος, η πληρεξουσιότητα δεν έπρεπε να φέρει την ηλεκτρονική υπογραφή του υποκειμένου των δεδομένων, αλλά την ιδιόχειρη υπογραφή αυτού, προκειμένου να μπορεί να αντιπαραβληθεί με την υπογραφή του στο δελτίο ταυτότητας.
Ο πελάτης, δια της δικηγόρου του, δεν απάντησε ποτέ στο αίτημα αυτό, αλλά προχώρησε απευθείας στην άσκηση αγωγής ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου του Κλάγκενφουρτ. Με την επίδοση της αγωγής, η εταιρεία συμμορφώθηκε άμεσα στο αίτημα που είχε λάβει και παρέσχε στον ενάγοντα όλες τις πληροφορίες που είχε αυτός ζητήσει. Το αίτημα της καταβολής των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος παρέμεινε εκκρεμές και συζητήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο και τον δικαίωσε.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, η εταιρεία όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.559,60 ευρώ για δικαστική δαπάνη, καθώς η αρχική της άρνηση ήταν αδικαιολόγητη και αποτέλεσε την αιτία για την προσφυγή στη δικαιοσύνη.
Η εταιρεία άσκησε έφεση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου του Γκρατς, ζητώντας την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής, αφού – όπως ισχυρίστηκε – το αίτημά της για υποβολή ιδιόχειρης υπογραφής ήταν νόμιμο και αναγκαίο για την ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων. Επέμεινε πως η ηλεκτρονική πληρεξουσιότητα που της εστάλη δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου, αφού δεν περιελάμβανε την ιδιόχειρη υπογραφή του υποκειμένου των δεδομένων, μέσα από την οποία θα μπορούσε να τον ταυτοποιήσει.
Η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου
Το Ανώτερο Περιφερειακό Δικαστήριο του Γκρατς απέρριψε την έφεση της εταιρείας, κρίνοντας ότι η στάση της ήταν αδικαιολόγητη. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, η εταιρεία δεν μπορούσε να απαιτήσει αυθαίρετα τη χρήση ιδιόχειρης υπογραφής με μελάνι, καθώς είχε ήδη στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία ταυτοποίησης του ενάγοντος.
Το δικαστήριο έκρινε πως η εταιρεία είχε ενεργήσει αντίθετα προς τις απαιτήσεις του άρθρου 12 ΓΚΠΔ, τόσο ως προς την υποχρέωση διευκόλυνσης του υποκειμένου των δεδομένων (παρ.2), όσο και ως προς τη δυνατότητα αιτήματος για παροχή πρόσθετων πληροφοριών σε περίπτωση ευλόγων αμφιβολιών σχετικά με την ταυτότητα του υποκειμένου (παρ.6).
Όπως παρατηρήθηκε, πράγματι, ο υπεύθυνος επεξεργασίας που λαμβάνει αίτημα πρόσβασης του άρθρου 15 ΓΚΠΔ οφείλει να επιβεβαιώνει την ταυτότητα του προσώπου που ζητά τις πληροφορίες. Η επιβεβαίωση αυτή στην προκειμένη περίπτωση μπορούσε να γίνει εύκολα μέσα από τα έγγραφα που συνόδευαν το υποβληθέν αίτημα. Η πληρεξουσιότητα που υποβλήθηκε ήταν απολύτως έγκυρη, καθώς ο νόμος δεν προβλέπει την υποχρέωση ιδιόχειρης υπογραφής της από τον εντολέα. Ταυτόχρονα, η δικηγόρος του ενάγοντος είχε μεριμνήσει και είχε επισυνάψει ευθύς εξαρχής αντίγραφο της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων, προκειμένου ακριβώς να συνδράμει τον υπεύθυνο επεξεργασίας στην επαλήθευση της ταυτότητας του αιτούντος.
Κατά συνέπεια, η εταιρεία είχε στη διάθεσή της όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την ταυτοποίηση του πελάτη της, ενώ στην περίπτωση όπου διατηρούσε ακόμη εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα αυτή, η υποχρέωση που είχε εκ του νόμου ήταν να θέσει αυτές – και δη κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο – προς τον αιτούντα και όχι να διατυπώνει αφηρημένες κρίσεις σχετικά με την εγκυρότητα των πληρεξουσίων των δικηγόρων.
Το δικαστήριο απορρίπτοντας την έφεση, υποχρέωσε την εναγόμενη και εκκαλούσα να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος. Σύμφωνα με την απόφασή του, η προσφυγή του υποκειμένου των δεδομένων στη δικαιοσύνη ήταν αποτέλεσμα της μη τήρησης από την εναγόμενη των απαιτήσεων του άρθρου 12 ΓΚΠΔ.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη εδώ.