Αριθμός 164/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Μαρία Πετσάλη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Κ. του Κ., κατοίκου …, 2) Δ. Κ. του Κ., κατοίκου …, 3) Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία “… Ε.Ε.”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελισάβετ Διακάτου – Βλάχου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Κ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Αδαμίδη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/3/2017 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9437/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 802/2020 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22/7/2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία 802/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση, που άσκησαν οι αναιρεσείοντες κατά της 9437/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η από 10-3-2017 αγωγή του αναιρεσίβλητου. Η αίτηση αναιρέσεως, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564παρ.3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αρ. 3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 788 παρ.1 εδ. α’ ΑΚ η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους τους κοινωνούς. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ο όρος διοίκηση του κοινού περιλαμβάνει κάθε πράξη διαχειρίσεως, υλική ή νομική, η οποία είναι απαραίτητη για τη συντήρηση, εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρπωση και αύξηση της αξίας του κοινού πράγματος. Η άσκηση της διοικήσεως του κοινού απαιτεί σύμπραξη όλων των κοινωνών, με την έννοια ότι κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα συμπράξεως στη διοίκηση του κοινού, η απόφαση όμως των κοινωνών, αυτή καθευατή, δεν παράγει συνέπειες έναντι των τρίτων. Έτσι, αν αυτή έχει αντικείμενο την κατάρτιση συμβάσεως με τρίτο, δεν αποτελεί πρόταση για την κατάρτιση προς τον τρίτο, αλλά έχει μόνον εσωτερικές συνέπειες μεταξύ των κοινωνών (ΑΠ 1373/2006). Περαιτέρω, από το συνδυασμό της παραπάνω διατάξεως με εκείνες των άρθρων 789 και 790 ΑΚ προκύπτει ότι, με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών, που λαμβάνεται κατά το μέγεθος των μερίδων, μπορεί να καθοριστεί ο τρόπος της τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο. Τυχόν παραβίαση των όρων του άρθρου 789 ΑΚ ή αντίθεση της αποφάσεως της πλειοψηφίας προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, παράγει σχετική μόνον ακυρότητα υπέρ των απαρτιζόντων τη μειοψηφία μερίδων κοινωνών και παρέχει δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, κατ’ άρθρο 790 ΑΚ, χωρίς να θίγεται εντεύθεν το κύρος της δικαιοπραξίας, που καταρτίστηκε μεταξύ της πλειοψηφίας (ως διαχειριζόμενης το κοινό) και τρίτου (ΑΠ 160/2008 και ΑΠ 94/1989).
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ ΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006).
Από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, ιστορούσε ότι ο ίδιος και οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες – αδελφοί του τυγχάνουν συγκύριοι, έκαστος κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, του περιγραφόμενου στο δικόγραφο ακινήτου, που βρίσκεται στην …. Ότι με την από …2016 σύμβαση μισθώσεως οι δύο πρώτοι εναγόμενοι – συγκύριοι, ως διαθέτοντες την πλειοψηφία των μερίδων του κοινού ακινήτου τους, χωρίς τη δική του σύμπραξη ή συγκατάθεση, εκμίσθωσαν αυτό στην τρίτη εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία για οκτώ έτη, έναντι συνολικού μηνιαίου μισθώματος 434 ευρώ για όλη τη διάρκεια της μισθώσεως. Ότι η μίσθωση αυτή είναι άκυρη ως αντίθετη προς την καλή πίστη, θίγει το δικαιολογημένο συμφέρον του ως κοινωνού, χωρίς να ληφθεί υπόψη η γνώμη του, δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες της τακτικής διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως, αφού του αποστερεί το δικαίωμα λήψεως μισθώματος αναλόγου της μισθωτικής αξίας του ιδανικού του μεριδίου επί του ακινήτου αυτού, δοθέντος ότι η μισθωτική αξία του όλου ακινήτου με βάση τη θέση, την έκταση και κυρίως τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιείται (πρατήριο βενζίνης) και τις επ’ αυτού συναφείς εγκαταστάσεις, ανέρχεται στο ποσό των 9.000 ευρώ μηνιαίως και επικουρικά η σύμβαση μισθώσεως είναι άκυρη ως καταχρηστική. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να αναγνωριστεί ότι το από …2016 συμφωνητικό μισθώσεως είναι άκυρο, να υποχρεωθεί η τρίτη εναγόμενη να του καταβάλει ως αποζημίωση χρήσεως του ανήκοντος σ’ αυτόν ιδανικού μεριδίου επί του κοινού το ποσό των 3.000 ευρώ για κάθε μήνα χρήσεως, άλλως να αναπροσαρμοστεί το μίσθωμα, που αντιστοιχεί στην ιδανική του μερίδα, σε 3.000 ευρώ μηνιαίως. Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα είναι μη νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η παραβίαση των όρων της διατάξεως του άρθρου 789 ΑΚ με την απόφαση που έλαβε η πλειοψηφία των κοινωνών (πρώτος και δεύτερος των αναιρεσειόντων) σχετικά με τον καθορισμό του τρόπου της τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως του κοινού ακινήτου και η αντίθεση της αποφάσεως της εν λόγω πλειοψηφίας στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ παράγει σχετική μόνον ακυρότητα υπέρ του απαρτίζοντος τη μειοψηφία μερίδων των κοινωνών αναιρεσιβλήτου και του παρέχει δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο κατ’ άρθρο 790 ΑΚ, χωρίς να θίγεται το κύρος της συμβάσεως μισθώσεως που καταρτίστηκε μεταξύ της πλειοψηφίας των κοινωνών που διαχειρίζεται το κοινό και της τρίτης εταιρείας (τρίτης των αναιρεσειόντων). Το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε νόμιμη την αγωγή και απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε κρίνει ομοίως νόμιμη την αγωγή, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 789 και 790 ΑΚ. Επομένως, είναι βάσιμος ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της αναιρέσεως από τους αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον η εμβέλεια του ως άνω λόγου που έγινε δεκτός την καταλαμβάνει στο σύνολό της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. α’ ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με την διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι “οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν” συνάγεται, ότι οσάκις μετά την αναίρεση της αποφάσεως δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για “περαιτέρω εκδίκαση” της υποθέσεως, αλλά υπολείπεται μόνο η διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, με βάση το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την έκταση της αναιρέσεως αυτής, η παραπομπή, κατά την παραπάνω διάταξη, σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υποθέσεως απόφαση να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο (Ολ ΑΠ 42/2005, Ολ ΑΠ 25/2001, ΑΠ 895/2019, ΑΠ 352/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο Άρειος Πάγος κρίνει δεσμευτικά για το δικαστήριο της παραπομπής ότι η αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου είναι μη νόμιμη, δεν υπάρχει στάδιο “περαιτέρω εκδικάσεως” της υποθέσεως. Γι` αυτό παρέλκει η παραπομπή και για λόγους οικονομίας της δίκης επιβάλλεται να γίνει δεκτή η έφεση των αναιρεσειόντων, να εξαφανισθεί η 9437/2018 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που είχε κρίνει νόμιμη την αγωγή ως προς τους δύο πρώτους των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων και να απορριφθεί η αγωγή του αναιρεσιβλήτου. Πρέπει επίσης, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στoυς αναιρεσείοντες, λόγω της νίκης τους (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος σε μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας κατά τα σχετικά αιτήματά τους, συμψηφιζομένων κατά τα λοιπά μεταξύ των διαδίκων των δικαστικών εξόδων, λόγω εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης (άρθρα 176, 179 εδ. β’, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ` αριθμ. 802/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται την με ημερ. καταθ. 17-9-2018 έφεση των αναιρεσειόντων.
Εξαφανίζει την υπ` αριθμ. 9437/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή ως προς τους δύο πρώτους των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων.
Απορρίπτει την από 10-3-2017 αγωγή.
Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που κατέθεσαν για την άσκηση αναιρέσεως. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων όλων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :