Αριθμός 1670/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη και Σωκράτη Πλαστήρα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Ρ. του Χ., κατοίκου …, 2) Χ. Ρ. του Ν., 3) Μ. Ρ. του Ν., κατοίκων …, 4) Π. Ρ. του Χ., 5) Χ. Ρ. του Π. και 6) Γ. Ρ. του Π., κατοίκων …, εκ των οποίων ο 4ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου και οι 1ος, 2ος, 3η, 5ος και 6ος εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο, πληρεξούσιο δικηγόρο τους Π. Ρ.. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Άννα Κάντζια, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 27-11-2009 και 5-1-2010 αιτήσεις καθορισμού οριστικής τιμής μονάδος αποζημίωσης απαλλοτρίωσης του ήδη αναιρεσιβλήτου (μετά την έκδοση της 84/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης), που κατατέθηκαν στο Εφετείο Πατρών και συνεκδικάστηκαν με τις αυτοτελείς αιτήσεις προσώπων, μεταξύ των οποίων και των ήδη αναιρεσειόντων, καθώς και με τις ανταιτήσεις και παρεμβάσεις των εκεί διαδίκων.
Εκδόθηκε η 240/2012 απόφαση του Εφετείου Πατρών, την αναίρεση της οποίας ζήτησαν μεταξύ άλλων και οι εδώ διάδικοι. Εκδόθηκαν οι 1236/2015 και 1237/2015 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες αναίρεσαν εν μέρει την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψαν τις υποθέσεις κατά το αναιρούμενο μέρος για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές. Οι υποθέσεις ακολούθως με κλήσεις των διαδίκων επανήλθαν για συζήτηση στο κατά τόπο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και εκδόθηκε η 26/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11-3-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αλεξάνδρα Αποστολάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 2882/2001 “1. Κατά της απόφασης του εφετείου περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης επιτρέπεται μόνο το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Εάν δεν επεδόθη η απόφαση του εφετείου, η προθεσμία προς άσκηση αναίρεσης είναι σε κάθε περίπτωση ένα έτος από τη δημοσίευση της απόφασης”. Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 (A’ 104) ορίζεται ότι: “1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 26/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, που εκδικάστηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία του Ν. 2882/2001 – Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΚΑΑΑ), εκδόθηκε στις 08-04-2019, ενώ από κανένα στοιχείο του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοσή της. Η κρινόμενη από 11-03-2020 αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε, με την κατάθεσή της στη γραμματεία του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, στις 05-06-2020, όπως προκύπτει από τη σχετική με αριθμό 19/2020 πράξη κατάθεσης επί του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης του αρμόδιου γραμματέα. Η ετήσια προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά της 26/2019 απόφασης, η οποία άρχισε στις 09-04-2019, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε στις 09.04.2020, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξ αυτής μη υπολογισμού του χρονικού διαστήματος από 13.3.2020 έως 31.5.2020 (2 μήνες και 19 ημέρες), σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρ. 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020, δεν είχε συμπληρωθεί (η ετήσια προθεσμία) κατά την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης με την προεκτεθείσα κατάθεσή της στη γραμματεία του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, στις 05-06-2020. Ενόψει τούτων, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 577 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρ. 22 ΚΑΑΑ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) προκύπτει, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Οι αιτούντες και ήδη αναιρεσείοντες με την από 24-11-2009 αίτησή τους ενώπιον του Εφετείου Πατρών ζήτησαν: α) τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης για τη με αριθμό κτηματολογικού πίνακα … ιδιοκτησία τους, που απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά δυνάμει της υπ’ αριθμ. … ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, β) τον καθορισμό ιδιαίτερης αποζημίωσης για το απομένον εκτός της απαλλοτρίωσης τμήμα του ανωτέρω ακινήτου τους, λόγω σημαντικής μείωσης της αξίας του και γ) την άρση του τεκμηρίου ωφέλειας (αυτοαποζημίωσης και αποζημίωσης τρίτων). Επίσης, το αιτούν και ήδη αναιρεσίβλητο με τις από 27-11-2009 και 05-01-2010 αιτήσεις του ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, ζήτησε, μεταξύ άλλων, α) τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης της με ΑΚΠ 11 ιδιοκτησίας και β) να μην καθορισθεί ιδιαίτερη αποζημίωση για το εναπομείναν τμήμα της ανωτέρω ιδιοκτησίας, άλλως αυτή να ορισθεί προς 1 €/τ.μ.. Επί των ανωτέρω αιτήσεων, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 240/2012 απόφαση του Εφετείου Πατρών, με την οποία (α) καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης του με ΑΚΠ 11 ακινήτου στο ποσό των 60 €/τ.μ., (β) απορρίφθηκαν οι ανωτέρω αιτήσεις ως προς τα αιτήματα, που αφορούσαν στην ιδιαίτερη αποζημίωση του μη απαλλοτριωμένου τμήματος του ίδιου ακινήτου, λόγω αοριστίας και (γ) αναγνωρίστηκε, ότι δεν συντρέχει το τεκμήριο ωφέλειας ως προς το ένδικο ακίνητο. Κατά της ανωτέρω απόφασης οι διάδικοι άσκησαν τις από 14-06-2013 και 21-12-2012 αιτήσεις αναίρεσης αντίστοιχα, επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 1237/2015 και 1236/2015 αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου αντίστοιχα, με τις οποίες α) απορρίφθηκαν οι αναιρετικοί λόγοι, που αφορούσαν στον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας για το απαλλοτριούμενο τμήμα του με ΑΚΠ 11 ακινήτου και β) έγιναν δεκτοί οι λόγοι, που αφορούσαν στην απόρριψη των αιτημάτων σε σχέση με τον καθορισμό ή μη ιδιαίτερης αποζημίωσης του μη απαλλοτριωθέντος τμήματος του εν λόγω ακινήτου, αναιρέθηκε κατά τούτο η εφετειακή απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο και εν προκειμένω στο Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Το δικαστήριο αυτό με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 26/2019 απόφασή του απέρριψε το κεφάλαιο της ιδιαίτερης αποζημίωσης λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των ήδη αναιρεσειόντων, διότι το εναπομείναν τμήμα του με ΑΚΠ 11 ακινήτου απαλλοτριώθηκε κατόπιν νεότερης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και συνεπώς δεν τους ανήκε κατά το χρόνο της μετ’ αναίρεση συζήτησης των αιτήσεων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 2882/2001, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 128 παρ. 2 του ν. 4070/2012 (ΦΕΚ 82/Α/10-4-2012) και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, απαλλοτριώσεις (άρθρο 146 παρ. 9 του εν λόγω νόμου), “εάν απαλλοτριωθεί τμήμα ακινήτου με αποτέλεσμα η αξία του τμήματος που απομένει στον ιδιοκτήτη να μειωθεί σημαντικά σε σχέση με την κύρια ή αποδεδειγμένως υφιστάμενη δευτερεύουσα κατά προορισμό χρήση, μπορεί να προσδιορίζεται με την απόφαση καθορισμού της αποζημίωσης και ιδιαίτερη αποζημίωση για το τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη και η οποία καταβάλλεται μαζί με την αποζημίωση για το απαλλοτριούμενο”. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, ορίζεται, ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύϊ νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Με την τελευταία διάταξη κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα του προσώπου, όπως και το δικαίωμα αποζημίωσης για την προσγενομένη ζημία, στην περιουσία του. Έλλειψη δε σεβασμού της περιουσίας στην περίπτωση αυτή υπάρχει, όταν η συνεπεία του λόγου της αποζημίωσης μείωση της περιουσιακής δυναμικότητας του προσώπου δεν αποκαθίσταται πλήρως (ΟλΑΠ 3/2019, ΟλΑΠ 31/2005). Εφόσον, λοιπόν, απαλλοτριωθεί αναγκαστικά τμήμα ενός ακινήτου, για να είναι πλήρης η αποζημίωση, η οποία οφείλεται ως αντάλλαγμα για τη στέρηση της ιδιοκτησίας, πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο την αξία του απαλλοτριούμενου τμήματος του ακινήτου και των συστατικών του, αλλά και τη ζημία, την οποία υφίσταται ο ιδιοκτήτης, επειδή το τμήμα, που του απομένει μετά την απαλλοτρίωση, γίνεται άχρηστο ή μειώνεται σημαντικά η αξία του. Στην περίπτωση αυτή, κατά την οποία το τμήμα, που απομένει, υφίσταται σημαντική μείωση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο, ο ιδιοκτήτης του έχει το δικαίωμα να ζητήσει τον καθορισμό και την παροχή ιδιαίτερης αποζημίωσης, είτε κατά τη δίκη του προσωρινού προσδιορισμού, είτε κατ’ αυτήν του οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης, για το τμήμα που απαλλοτριώθηκε (ΑΠ 782/2022, ΑΠ 121/2020, ΑΠ 272/2018), καταβάλλεται δε (η ιδιαίτερη αποζημίωση) σ’ αυτόν μαζί με την αποζημίωση για το απαλλοτριούμενο τμήμα. Άλλωστε, από τις διατάξεις του άρθρου 1 της ΕΣΔΑ, των άρθρων 17 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, 7 παρ.1 και 13 παρ.1, 2 και 4 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ) προκύπτει: α) ότι η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου συντελείται μόνο αφού καταβληθεί στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο η δικαστικώς προσδιορισθείσα αποζημίωση, η οποία πρέπει να είναι πλήρης, πρέπει δηλαδή να ανταποκρίνεται προς την αξία του απαλλοτριουμένου και ειδικότερα να επαρκεί για την αγορά άλλου ανάλογου ακινήτου και β) ότι εάν απαλλοτριωθεί τμήμα ακινήτου, με αποτέλεσμα η αξία του τμήματος που απομένει στον ιδιοκτήτη να μειωθεί, ή το τμήμα αυτό να γίνει άχρηστο για τη χρήση που προορίζεται, με την απόφαση προσδιορισμού της αποζημίωσης για το απαλλοτριούμενο τμήμα προσδιορίζεται και ιδιαίτερη αποζημίωση για το τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη, η οποία καταβάλλεται μαζί με την αποζημίωση για το απαλλοτριούμενο. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι σε περίπτωση που σε χρόνο μεταγενέστερο απαλλοτριωθεί τμήμα ιδιοκτησίας, το οποίο έχει απομείνει από προγενέστερη απαλλοτρίωση, τότε, προκειμένου να είναι πλήρης η αποζημίωση την οποία θα λάβει τελικώς ο δικαιούχος, θα πρέπει να καταβληθούν σε αυτόν τόσο η μείωση της αξίας του εναπομείναντος τμήματος, η οποία πρέπει να προσδιοριστεί ως ιδιαίτερη αποζημίωση στο πλαίσιο της πρώτης απαλλοτρίωσης, όσο και το υπόλοιπο της αξίας του τμήματος αυτού, το οποίο απαλλοτριώθηκε στο πλαίσιο της δεύτερης, μεταγενέστερης, απαλλοτρίωσης. Ειδικότερα, στην οριστική τιμή που θα καθοριστεί για το μεταγενεστέρως απαλλοτριωθέν εναπομείναν τμήμα, θα συνυπολογισθεί και η μείωση της αξίας που καθορίστηκε ως ιδιαίτερη αποζημίωση στο πλαίσιο προγενέστερης απαλλοτριωτικής δίκης, δηλαδή θα καθοριστεί οριστική τιμή, η οποία συμπεριλαμβάνει και τη μείωση της αξίας του ακινήτου, η οποία καθορίστηκε ως ιδιαίτερη αποζημίωση στο πλαίσιο της πρώτης απαλλοτρίωσης και την αξία του εναπομείναντος τμήματος, διότι τότε, η οριστική αυτή τιμή ανταποκρίνεται πλέον αυτοτελώς στην πλήρη αξία του απαλλοτριωθέντος εναπομείναντος τμήματος και ικανοποιείται πλήρως η απορρέουσα από τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, το Σύνταγμα και τον ΚΑΑΑ απαίτηση για πλήρη ικανοποίηση του δικαιούχου (ΑΠ 1277/2012). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 367/2020, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 270/2018). Το έννομο συμφέρον και η νομιμοποίηση του διαδίκου αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 68 του ΚΠολΔ, ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας.
Συνεπώς η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου, ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτής, ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 54/2018, ΑΠ 1130/2015, ΑΠ 712/2014, ΑΠ 1005/2012, ΑΠ 481/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε το αίτημα των ήδη αναιρεσειόντων για τον καθορισμό ιδιαίτερης αποζημίωσης για το εναπομείναν τμήμα του με ΑΚΠ 11 ακινήτου, με την αιτιολογία: επειδή το τμήμα αυτό απαλλοτριώθηκε με νεότερη απαλλοτρίωση, για την οποία έχει “καθορισθεί προσωρινή και οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης και έχει παρακατατεθεί το σύνολο της αποζημίωσης στους δικαιούχους (βλ. Φ2Ααιτ/οικ/3780/2017 (ΦΕΚ 13/2017, τ. ΑΑΠ).
Συνεπώς, τα εδαφικά τμήματα για τα οποία ζητείται η επιδίκαση ιδιαίτερης αποζημιώσεως και αποτελούσαν εναπομείναντα τμήματα της ένδικης απαλλοτρίωσης έχουν ήδη περιέλθει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Ως εκ τούτου το σχετικό αίτημα είναι απορριπτέο για έλλειψη εννόμου συμφέροντος των αιτούντων, καθώς θα ήταν άκρως αντιφατικό και παράλογο για εδαφικά τμήματα που έχουν απαλλοτριωθεί και έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση με την καταβολή της καθορισθείσας αποζημιώσεως να επιδικάζεται και ιδιαίτερη αποζημίωση για αυτά, καταβάλλοντας διπλή σε πολλές περιπτώσεις αποζημίωση”. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο παραβίασε ευθέως τον ουσιαστικού δικαίου κανόνα του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, καθόσον η αξίωση της ιδιαίτερης αποζημίωσης, τον καθορισμό της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες, γεννήθηκε μαζί με την αξίωσή τους για αποζημίωση του απαλλοτριωθέντος τμήματος του με ΑΚΠ 11 ακινήτου τους, με την κήρυξη της απαλλοτρίωσης δυνάμει της υπ’ αριθμ. … ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμ. 24/26-1-2007 ΦΕΚ (τεύχος ΑΑΠΘ), και είναι (η ιδιαίτερη αποζημίωση) καταβλητέα μαζί με την αποζημίωση για το απαλλοτριούμενο τμήμα, προκειμένου να είναι πλήρης η αποζημίωση την οποία θα λάβουν τελικώς οι δικαιούχοι, ενώ το γεγονός της μεταγενέστερης απαλλοτρίωσης του εναπομείναντος τμήματος δεν αναιρεί το έννομο συμφέρον τους να διώκουν την ικανοποίηση της ένδικης αξίωσής τους για την ιδιαίτερη αποζημίωση εξαιτίας της απαλλοτρίωσης του έτους 2007, καθόσον έχουν δικαίωμα να τους καταβληθεί τόσο η μείωση της αξίας του εναπομείναντος τμήματος (εφόσον ήθελε κριθεί ότι επήλθε σημαντική μείωση της αξίας αυτού), όσο και το υπόλοιπο της αξίας του τμήματος τούτου, το οποίο απαλλοτριώθηκε στο πλαίσιο της μεταγενέστερης απαλλοτρίωσης. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης των αναιρεσειόντων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 16 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένo. Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την παράβαση του νόμου, δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή την εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων, σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση, αν αυτά έχουν την έκταση και τα αποτελέσματα, που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται επί διαδικαστικών εγγράφων, για τη βασιμότητα ή μη του λόγου, ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο και ελέγχει με βάση αυτή τη σχετική παραδοχή του δικαστηρίου (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, ΑΠ 782/2022, ΑΠ 794/2020, ΑΠ 960/2015). Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 570 παρ.2, 579 παρ. 1, 580 παρ.3 και 581 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, και η εξαφάνισή της, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), στα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται, αρρήκτως, προς τα αναιρεθέντα. H έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει οπό το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ως ολικής. Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης του εφετείου (ΑΠ 1941/2022, ΑΠ 305/2021, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 629/2010). Στην ένδικη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, επί των αυτοτελών αιτήσεων των διαδίκων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 240/2012 απόφαση του Εφετείου Πατρών, με την οποία (α) καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης του με ΑΚΠ 11 ακινήτου, (β) απορρίφθηκαν οι ανωτέρω αιτήσεις ως προς τα αιτήματα, που αφορούσαν στην ιδιαίτερη αποζημίωση του μη απαλλοτριωμένου τμήματος του ίδιου ακινήτου, λόγω αοριστίας και (γ) αναγνωρίστηκε, ότι δεν συντρέχει το τεκμήριο ωφέλειας ως προς το ένδικο ακίνητο. Κατόπιν άσκησης αντίθετων αιτήσεων αναίρεσης εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 1237/2015 και 1236/2015 αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου αντίστοιχα, με τις οποίες α) απορρίφθηκαν οι αναιρετικοί λόγοι, που αφορούσαν στον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας για το απαλλοτριούμενο τμήμα του με ΑΚΠ 11 ακινήτου και β) έγιναν δεκτοί οι λόγοι, που αφορούσαν στην απόρριψη των αιτημάτων σε σχέση με τον ορισμό ή μη ιδιαίτερης αποζημίωσης του μη απαλλοτριωθέντος τμήματος του εν λόγω ακινήτου, αναιρέθηκε κατά τούτο η εφετειακή απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο. Επομένως, μετά τις ανωτέρω αναιρετικές αποφάσεις, η εξουσία του Εφετείου, ως Δικαστηρίου της παραπομπής, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη, εκτεινόταν μόνο στο αναιρεθέν κεφάλαιο της ιδιαίτερης αποζημίωσης και όχι και στο προσβληθέν μεν με τις αιτήσεις αναίρεσης, αλλά μη αναιρεθέν κεφάλαιο του καθορισμού της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης του ως άνω απαλλοτριωθέντος ακινήτου, ως προς το οποίο διατηρείται το δεδικασμένο της υπ’ αριθμ. 240/2012 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Παρά ταύτα, το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, ως Δικαστήριο της παραπομπής, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, επιλήφθηκε και εξέτασε εκ νέου το ανωτέρω, μη αναιρεθέν κεφάλαιο του καθορισμού της οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης, και απέρριψε το αίτημα των αιτούντων, οι οποίοι ζήτησαν τον καθορισμό ιδιαίτερης αποζημίωσης, προσδιοριζόμενης σε ποσοστό επί της, ήδη καθορισθείσας και καταστάσας αμετάκλητης υπ’ αριθμ. 240/2012 απόφασης του Εφετείου Πατρών, οριστικής τιμής μονάδας για το ένδικο ακίνητο, επειδή έκρινε, ότι ο κρίσιμος χρόνος προσδιορισμού της ιδιαίτερης αποζημίωσης είναι η 09-10-2018 (ημερομηνία συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής) “χωρίς τούτο να προσβάλλει το δεδικασμένο που απορρέει από την αμετακλήτως ορισθείσα οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης ή να συναναιρεί αναγκαίως και εκ πλαγίου και το μη αναιρεθέν με τις προαναφερόμενες παραπεμπτικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου κεφάλαιο της οριστικής τιμής αποζημίωσης”. Με την κρίση του αυτή, όμως, το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, ότι δεν υπάρχει δεδικασμένo και ως εκ τούτου υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, ως βάση υπολογισμού της σημαντικής μείωσης, που υπέστη το εναπομείναν τμήμα, είναι η οριστική τιμή μονάδας, που προσδιορίσθηκε για το απαλλοτριωθέν τμήμα, καθόσον δεν νοείται ο καθορισμός διαφορετικής τιμής μονάδας για τα δύο τμήματα, για τα οποία προβλέπεται από το Ν. 2882/2001 η ταυτόχρονη αποζημίωση, προκειμένου να ικανοποιηθεί πλήρως ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση και να αποκατασταθεί η περιουσιακή δυναμικότητά του. Επομένως, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος, για την προβολή του οποίου έχουν έννομο συμφέρον οι αναιρεσείοντες, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Μετά απ’ αυτά πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατά παραδοχή, ως βάσιμων των λόγων της, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη ως προς τους διαδίκους της παρούσας δίκης και να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να δικαστεί κατ’ ουσίαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας εκδόθηκε μετά από αναίρεση, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σ’ αυτό από τον Άρειο Πάγο με τις 1236 και 1237/2015 αποφάσεις του. Έτσι, για την εκπλήρωση της επιβαλλόμενης στον Άρειο Πάγο από τη διάταξη αυτή υποχρέωσης για εκδίκαση μετά από δεύτερη αναίρεση της υπόθεσης κατ’ ουσίαν, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης μετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης ενώπιον του ίδιου Τμήματος, το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο της ουσίας, σε νέα προς το σκοπό αυτό δικάσιμο, μετά από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ώστε κατά τη δικάσιμο αυτή οι διάδικοι να διαμορφώσουν ανάλογα τους ισχυρισμούς και τις προτάσεις τους. Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αναίρεσης στους αναιρεσείοντες (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί το αναιρεσίβλητο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, οι οποίοι παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους, μειωμένα, όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του Ν 3693/1957, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 26/2019 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας ως προς τους διαδίκους της παρούσας δίκης.
Κρατεί την υπόθεση στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου και την παραπέμπει για περαιτέρω κατ’ ουσίαν εκδίκαση στο ίδιο τμήμα, σε ιδιαίτερη συζήτηση και σε νέα προς το σκοπό αυτό δικάσιμο, που θα προσδιοριστεί μετά από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους.
Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου, που έχουν καταθέσει για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Σεπτεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Νοεμβρίου 2023.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1670 / 2023 Καθορισμός οριστικής αποζημίωσης σε υπόθεση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου
Πηγή :