Αριθμός 391/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα-Εισηγήτρια, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Δεκεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ε. Χ. του Σ., κατοίκου .., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Δαμιανάκη, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 305/2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λασιθίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από …. αίτησή του, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Λασιθίου Ε. Ζ. έλαβε αριθμό … και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από …. αίτηση του Ε. Χ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αρ. 305/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμμελειοδικείου Λασιθίου, με την οποία αυτός καταδικάστηκε για το αδίκημα της διατάραξης της ασφαλείας συγκοινωνιών δια παραλείψεως εξ αμελείας τελεσθείσας και, με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίπτωσης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, ανασταλείσα για τρία (3) έτη, ασκήθηκε νομότυπα, από τον κατηγορούμενο, ήτοι πρόσωπο που είχε δικαίωμα και έννομο συμφέρον προς τούτο, αυτοπροσώπως, με δήλωσή του ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως του Πλημμελειοδικείου Λασιθίου (άρθρα 462, 464, 466 ΚΠοινΔ), συνταχθείσης της υπ’ αριθμ. … εκθέσεως και εμπρόθεσμα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, στις 14-6-2023 (άρθρ. 473 παρ. 2, 3 και 474, 504 παρ.1, 505 παρ.1 εδ. α’ ΚΠοινΔ), περιέχει δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναιρέσεως και δη αυτούς: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (464, 474 παρ.4, 504 παρ. 1, 505 παρ. 1α’, ΚΠοινΔ) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω για τη βασιμότητα των κατ’ ιδίαν λόγων της. Κατά τις ευμενέστερες, εν προκειμένω, διατάξεις του άρθρου 290 του νέου ΠΚ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο 58 του Ν. 4855/2021 “1. Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους: α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή οχημάτων, β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, ή δ) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις, τιμωρείται….2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας από την οποία προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή”. Η εν λόγω διάταξη περιορίζει το αξιόποινο σε συμπεριφορές που αποτελούν ουσιωδώς επικίνδυνες πράξεις και δεν καταλαμβάνει οποιαδήποτε συμπεριφορά θα κρινόταν ως διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους. Η απαρίθμηση των τριών πρώτων κατηγοριών πράξεων διατάραξης βοηθά τον εφαρμοστή του δικαίου να ερμηνεύσει και την τελευταία, μάλλον αόριστη έννοια, των παρομοίων πράξεων, αφού αυτές πρέπει κατά νόμο να είναι εξίσου επικίνδυνες με τις προηγούμενες, στοιχείο που παραπέμπει σε μία αμεσότητα κινδύνου που οι συγκεκριμένες πράξεις πρέπει να δημιουργούν για την ασφάλεια της συγκοινωνίας (Αιτ. Εκθ. του νέου ΠΚ). Για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού από αμέλεια, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας κατά την έννοια της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, β) ο δράστης να μην κατέβαλε κατ’ αντικειμενική κρίση την απαιτούμενη προσοχή που κάθε μέτρια συνετός κι ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν και της κοινής πείρας και λογικής, γ) να είχε αυτός τη δυνατότητα, ενόψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, των γνώσεων του, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, δ) να υπάρχει αντικειμενικά αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος και ε) από τη διατάραξη να προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο (ΑΠ 691/2023). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος, που έχει μορφή συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως, η οποία αφορά την οδική συγκοινωνία, απαιτείται διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας, που γίνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, κυρίως με ανθρώπινη υλική εμφανή ενέργεια σε κάθε μορφής οδό, από την οποία προκύπτει κίνδυνος σε ανθρώπους. Η διατάραξη εκλαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, συμπεριλαμβάνεται δε σε αυτή κάθε ενέργεια, αναφερόμενη στην επέλευση ανωμάλου καταστάσεως, από την οποία με ασφάλεια βεβαιώνεται ο κίνδυνος στον άνθρωπο. Η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών πρέπει να συνέχεται με κίνδυνο, ήτοι με επικείμενη επέλευση βλάβης, χωρίς να είναι αναγκαία, η πραγμάτωσή της, αρκεί η κρίση περί διακινδυνεύσεως του ανθρώπου. Είναι δυνατόν η υπό έλεγχο πράξη να υπάγεται σε υποχρεωτική ρυθμιστική κυκλοφοριακή κίνηση ή και αντιθέτως να μην υπάρχει νομοθετική αναγκαία πρόβλεψη, αρκεί να κρίνεται, ότι η πράξη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεωρείται ως πρόσφορη και ικανή, ως εκ της εντάσεως, ποιότητας και μορφής της, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου. Το έγκλημα αυτό συντελείται με μόνη τη δημιουργία της δυνατότητας επελεύσεως του κινδύνου χωρίς να απαιτείται και η πραγματική επέλευσή του (ΑΠ 1050/2019, ΑΠ 446/2019, ΑΠ 2121/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασμό των τελευταίων αυτών διατάξεων προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους από αμέλεια απαιτείται η διαπίστωση, αφ’ ενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, αφ’ ετέρου δε, ότι ο ίδιος, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα, που από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια) είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την ενέργεια ή την παράλειψή του. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, κατά το οποίο, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της επίδικης αξιόποινης πράξεως, “όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος”. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρα, διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως, να εκτίθενται, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαιτίου να ενεργήσει, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, ήτοι η νομική διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που, από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν για την πρόκλησή του συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση, που, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (Ολ. ΑΠ 4/2010, ΑΠ 83/2022). Ήδη, στο άρθρο 15 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ (Ν.4619/2019), που συμπορεύεται με την μέχρι τούδε νομολογία σε σχέση με το στοιχείο της ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως του δράστη δια παραλείψεως τελούμενου εγκλήματος, ορίζεται ότι: “1. Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου. 2. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων με παράλειψη ο δικαστής μπορεί να επιβάλλει μειωμένη ποινή (άρθρ. 83)”. Η τελευταία διάταξη περιέχει επιεικέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου, κατ’ αρθρ. 2 παρ.1 ΠΚ, αφού προβλέπει, δυνητικά την επιβολή μειωμένης ποινής επί εγκλημάτων που τελούνται με παράλειψη, όπως το επίδικο (ΑΠ 1548/2022, ΑΠ 356/2022, ΑΠ 689/2020, 799/2019). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 4 της Υ.Α. Οικ. Β- 54871/4060/2003 (Β 1364) (εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν. 2963/2001), “Όροι, προϋποθέσεις και διαδικασία για το χαρακτηρισμό μιας περιοχής ως αστικής, μιας γραμμής ως αστικής ή υπεραστικής, καθώς και για τον καθορισμό αφετηριών, τερμάτων, διαδρομών στάσεων σταθμών, πρακτορείων εξυπηρέτησης και εκδοτηρίων εισιτηρίων”, ορίζεται ότι: “Δεν επιτρέπεται ο καθορισμός στάσεων σε αυτοκινητοδρόμους και οδούς ταχείας κυκλοφορίας, εκτός εάν έχουν διαμορφωθεί ειδικοί χώροι για το σκοπό αυτό και μετά από έγκριση της αρμόδιας διαχειριστικής της οδού αρχής”. Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 3 της ίδιας ως άνω ΥΑ Οικ 54871/2003 και το άρθρο 186 κεφ. Ε’ παρ. 4 του Ν. 3852/2010, ορίζεται ότι: “Η καταλληλότητα των θέσεων αφετηρίας, τέρματος και στάσης λεωφορείων στις παραπάνω περιοχές των γραμμών που καθιερώνονται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, ορίζονται από τον οικείο νομάρχη (νυν όργανα Περιφέρειας), σύμφωνα με το άρθρο 4 της παρούσας, μετά από αίτησή του ή των συγκοινωνιακών φορέων που εξυπηρετούν τη συγκεκριμένη γραμμή”. Τέλος, στο άρθρο 34 του Ν. 2696/1997 (ΚΟΚ) ορίζεται ότι: “Η στάση ή η στάθμευση οχήματος απαγορεύεται: …. ιβ) στους αυτοκινητοδρόμους και τις οδούς ταχείας κυκλοφορίας. Δεν επιτρέπεται ο καθορισμός στάσεων σε αυτοκινητοδρόμους και οδούς ταχείας κυκλοφορίας, εκτός εάν έχουν διαμορφωθεί ειδικοί χώροι για το σκοπό αυτό και μετά από έγκριση της αρμόδιας διαχειριστικής της οδού αρχής, εκτός των χώρων στάθμευσης, που καθορίζονται με σήμανση”. Εξάλλου, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο ( ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1168/2022). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008, ΑΠ 978/2023, ΑΠ 457/2022). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. 305/2023 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λασθίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατ’είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε στο σκεπτικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: “… ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του Προέδρου του ΔΣ της εταιρείας με την επωνυμία “…”, στις 14-11-2016, στη χιλιομετρική θέση 189 της Ν. Ε.Ο. Χανίων -Σητείας, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και με βάση τις περιστάσεις μπορούσε να καταβάλει δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των παραλείψεών του, διαταράσσοντας έτσι την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους, από δε τις παραλείψεις του επήλθε θάνατος ανθρώπου. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος καίτοι με την ανωτέρω ιδιότητά του είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εκ του Νόμου (Β-54871/4040/17-9-2003 υ.α. αρθ. 34 παρ.2 περ. ιβ’ Ν. 2696/99) να μεριμνήσει για την κατάργηση των στάσεων των λεωφορείων της ως άνω εταιρείας επί του Β.Ο.Α.Κ., ο οποίος έχει χαρακτηρισθεί με την υπ’αριθμ. ΔΜΕΟ/ε/Ο/670/19-6-2001 απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ ως οδός ταχείας κυκλοφορίας, στον οποίο έχουν διαμορφωθεί ειδικοί χώροι στάσεων, δεν το έπραξε. Εκ της παράλειψης του αυτής διαταράχθηκε η ασφάλεια της συγκοινωνίας στην ως άνω οδό και επήλθε θάνατος ανθρώπου και δη, επήλθε θάνατος της Ζ. Δ. του Ε., η οποία κατέληξε μετά από σύγκρουση του με αριθμό κυκλοφορίας … οχήματος στο οποίο επέβαινε με το αριθμό κυκλοφορίας … δημόσιας χρήσης λεωφορείο, ιδιοκτησίας της ως άνω εταιρείας, στο οποίο πραγματοποιούσε στάση για επιβίβαση -αποβίβαση επβατών στον ως άνω τόπο και χρόνο. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε από την επ’ ακροατηρίω αποδεικτική διαδικασία, η Ε.Ο 90 (Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης-Β.Ο. Α.Κ.) στα τμήματα Καστέλλι – Κολυμπάρι – Γαλατάς – Μουρνιές – Ρέθυμνο – Ηράκλειο – Χερσόνησος – Μάλια – Αγ. Νικόλαος – Παχεία Άμμος – Σητεία, ήδη από το 2001, είχε χαρακτηριστεί, δυνάμει της με αριθμό ΔΜΕΟ/ε/670/19-6-2001 απόφασης του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, νομίμως δημοσιευμένης, ως οδός ταχείας κυκλοφορίας. Ως εκ τούτου, η μετατροπή της εθνικής οδού αλλά και της οδικής ασφάλειας, δεν επιτρέπει τον καθορισμό και εν ταυτώ τη χρήση αστικών ή υπεραστικών στάσεων, παρεκτός αν υφίστανται ειδικά διαμορφωμένοι χώροι προς το σκοπό αυτό και κατόπιν έγκρισης της αρμόδιας διαχειριστικής της οδού Αρχής, εν προκειμένω της Περιφέρειας Κρήτης. Το ρυθμιστικό δε πλαίσιο, με το οποίο και εισήχθη η σχετική απαγόρευση, καθορίζεται από την Υπουργική Απόφαση με αριθμό Οικ. Β-54871/4060/2003 (Β 1364), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν. 2963/2001, ενώ συμπληρώνεται από τη παρ. 1β’ του άρθρου 34 του Ν. 2696/1999 (Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας), οι διατάξεις της οποίας παρέμειναν αμετάβλητες παρά τις διαδοχικές τροποποιήσεις του ως άνω νόμου. Ακολούθως αρμόδιος φορέας, κατά το χρόνο εκείνο, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας και τη θεσμοθέτηση των στάσεων της υπεραστικής γραμμής – η οποία να σημειωθεί ότι καθορίζεται μετά από αίτηση του συγκοινωνιακού φορέα που την εξυπηρετεί-είναι η οικεία Νομαρχία (νυν Περιφέρεια), σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 και 3 Ν. 2963/2001 και αρ. 186 παρ. 4 Ν. 3852/2010. Από τον συνδυασμό δε των ως άνω σχετικών με τον καθορισμό των στάσεων επί αυτοκινητοδρόμων και οδών ταχείας κυκλοφορίας διατάξεων, προκύπτει ότι κατ’ εξαίρεση εισάγεται δυνατότητα δημιουργίας στάσεων επί αυτών, αν δεν δημιουργείται εξ αυτών κίνδυνος ή παρακώλυση της κυκλοφορίας και ειδικότερα, μόνο κατόπιν έγκρισης της αρμόδιας διαχειριστικής Αρχής, εφόσον υφίστανται ειδικά διαμορφωμένοι χώροι προς το σκοπό αυτό καθώς και σχετική σήμανση.
Εν προκειμένω, και όπως προκύπτει από τα υπ’αριθμ. … και …. έγγραφα του Τμήματος Συγκοινωνιακών Έργων της Περιφέρειας Κρήτης, τα οποία αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, αλλά και τη κατάθεση του μάρτυρα, Ε. Ζ. του Γ., η αρμόδια Διεύθυνση της Περιφέρειας Κρήτης, ήτοι η Διεύθυνση Τεχνικών Έργων (Τμήμα Συγκοινωνιακών έργων), ήδη από το έτος 2012, είχε ενημερώσει ότι οι στάσεις επί του Β.Ο.Α.Κ. δεν έχουν λάβει σχετική έγκριση, ενώ είχε ζητήσει από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ¨…” Πρόεδρος της οποίας τυγχάνει ο κατηγορούμενος και η οποία είναι ο συγκοινωνιακός φορέας που εξυπηρετεί την συγκεκριμένη υπεραστική γραμμή να προβεί στην εκπόνηση σχετικής μελέτης για την εξεύρεση των κατάλληλων θέσεων για στάσεις υπεραστικών λεωφορείων επό ολοκλήρου του Β.Ο.Α.Κ. Για το λόγο αυτό δόθηκαν από την ως άνω υπηρεσία τόσο σχετικές τεχνικές οδηγίες όσο και τα κριτήρια ασφαλείας για τον τρόπο σύνταξης της μελέτης, προς εναρμόνιση με την ισχύουσα νομοθεσία αλλά και την εύρυθμη και ασφαλή λειτουργία του οδικού δικτύου (Β.Ο.Α.Κ.). Επιπλέον και όπως ειδικότερα προκύπει από το υπ’ αριθμ. … έγγραφο του Τμήματος Συγκοινωνιακών Έργων της Περιφέρειας Κρήτης, ενημερώθηκαν τόσο οι περιφερειακές ενότητες της Περιφέρειας Κρήτης όσο και ο συγκοινωνιακός φορέας (…) ότι οι υφιστάμενες στάσεις επί του ΒΟΑΚ δεν είναι νόμιμες και κυρίως ασφαλείς ενώ ζητήθηκε από τον τελευταίο να προβεί στην άμεση κατάργησή τους και ταυτόχρονα στις ενδεδειγμένες οφειλόμενες ενέργειες, ώστε να επανακαθοριστούν οι υπεραστικές διαδρομές και οι αντίστοιχες στάσεις αυτών σε άλλο οδικό δίκτυο και εντός των ορίων των οικισμών, πλην του ΒΟΑΚ. Παρά δε τη σχετική υπόμνηση υπόδειξη της αρμόδιας Διεύθυνσης της Περιφέρειας Κρήτης και εν ταυτώ της γνώσης περί της επικινδυνότητας των στάσεων επί της ΒΟΑΚ, ο κατηγορούμενος υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, δεν ενήργησε ως όφειλε κατά τα προαδιαλαμβανόμενα, αλλά αντιθέτως, τα δρομολόγια των αστικών και υπεραστικών λεωφορείων επί του Β.Ο.Α.Κ. συνεχίστηκαν αδιάλειπτα, κάνοντας χρήση των προ της αλλαγής χαρακτηρισμού του Β.Ο.Α.Κ. ως οδού ταχείας κυκλοφορίας στάσεων, που όπως αποδείχθηκε δεν τηρούν τους κανόνες ασφαλείας. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η χιλιομετρική θέση 189 της ΝΕΟ Χανίων-Σητείας, όπου και σημειώθηκε στις 14-11-2016 τροχαίο ατύχημα με πρόσκρουση του επί εν λόγω οδού κινουμένου με αριθμό κυκλοφορίας … οχήματος στο οποίο επέβαινε η Ζ. Δ. του Ε. με το κινητοποιούμενο δεξιά της οδού με αριθμό κυκλοφορίας … δημόσιας χρήσης λεωφορείο το οποίο και πραγματοποιούσε αποβίβαση – επιβίβαση επιβατών επί του Β.Ο.Α.Κ, δεν υφίστατο διαμορφωμένη και ασφαλής εσοχή σύμφωνη με τις ισχύουσες προδιαγραφές για την ασφαλή στάση αυτού, ούτε προειδοποιητική πινακίδα στάσης λεωφορείου πριν το σημείο ακινητοποίησης του λεωφορείου, παρά μόνον σήμανση στάσης αποβίβασης-επιβίβασης ατόμων του λεωφορείου στο εν λόγω σημείο στάσης. Την εν λόγω στάση, αν και όφειλε ο κατηγορούμενος, εκ της ανωτέρω ιδιότητάς του, να καταργήσει καθώς δεν είχε έγκριση περί ασφαλούς εγκατάστασης και λειτουργίας αυτής από την αρμόδια Αρχή, εν τούτοις δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα την επέλευση όχι απλώς κινδύνου ζωής, αλλά του θανάτου της Ζ. Δ. του Ε.. Ο ισχυρισμός δε του κατηγορουμένου ότι το συγκεκριμένο τμήμα του ΒΟΑΚ προς Σητεία δεν έχει ολοκληρωθεί και παραδοθεί προς χρήση, καθώς και ότι οι διατάξεις του Κ.Ο.Κ. δεν εφαρμόζονται στους οδικούς άξονες που βρίσκονται σε φάση κατασκευής και κατά συνέπεια έχουν ισχύ μόνο όταν ολοκληρωθεί η κατασκευή τους και δοθούν επίσημα σε κοινή χρήση, μη αρκούντος μόνο του χαρακτηρισμού ως ταχείας κυκλοφορίας, επικαλούμενος μάλιστα έγγραφα του Υπουργείου Μεταφορών και Δικτύων, δεν κρίνεται βάσιμος για τους ακόλουθους λόγους. Η ευθύνη του κατηγορουμένου, ως εκπροσώπου του συγκοινωνιακού φορέα ο οποίος βαρύνεται με την υποχρέωση λήψης σχετικής έγκρισης χρήσης των στάσεων από τους συναρμόδιους φορείς δεν θεμελιώνεται αποκλειστικά στις διατάξεις του Κ.Ο.Κ., που εισάγουν γενική απαγόρευση, αλλά πρωτίστως στην Υπουργική Απόφαση με αριθμό Οικ. Β-54871/40460/2003 (Β 1364), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 1 του άρθρου 7 Ν. 2963/2001, ο οποίος και ρύθμιζε ειδικότερα, κατά το χρόνο εκείνο, το καθεστώς των χερσαίων μεταφορών. Άλλωστε τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο έγγραφα, δεν βεβαιώνουν τον ισχυρισμό του ότι δεν βαρύνεται με υποχρέωση ενέργειας και κατά λογική αναγκαιότητα με παράλειψη, ως απόρροια διάταξης νόμου. Και τούτο διότι, με το με αρ. πρωτ. Δ.Ο.Υ. /754/Φ.252/2-3-2016 έγγραφο της Διεύθυνσης Οδικών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων προς το Τμήμα Συγκοινωνιακών Έργων της Περιφέρειας Κρήτης αναφέρεται μεν στις διατάξεις του Κ.Ο.Κ., αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζει ότι η απαγόρευση που εισάγει η παρ. 5 του αρ. 4 της με αριθμό Οικ. Β-54871/4060/2003 (Β 1364) Υπουργικής απόφασης βρίσκεται σε ισχύ και κατά τη φάση κατασκευής του οδικού άξονα, καθώς ο καθορισμός στάσεων, πολλώ δε μάλλον η ασφαλής χρήση τους, προαπαιτεί ειδικά διαμορφωμένους χώρους (εσοχές). Η δε με αρ. πρωτ. Δ.Ο.Υ. οικ/5776/4-12-2015 απόφαση του Υπουργού Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων περί “Χαρακτηρισμού και Αρίθμησης Αυτοκινητοδρόμων” δεν κάνει καμία αναφορά στη σχετική απαγόρευση που προβλέπει η προαναφερθείσα Υπουργική Απόφαση, η οποία όπως προαναφέρθηκε, εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν. 2963/2001 “Οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων επιβατικών μεταφορών με λεωφορεία, τεχνικός έλεγχος οχημάτων και ασφάλεια χερσαίων μεταφορών και άλλες διατάξεις”. Περαιτέρω, το με αρ. πρωτ. ΔΜΕΟ/ε/1464/30-10-2006 έγγραφο του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. προς το Τμήμα Τροχαίας Ρεθύμνου και το με αρ. πρωτ. ΔΜΕΟ/ε/392/11-7-2002 έγγραφο του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. Προς το Τμήμα Οδικής Κυκλοφορίας και Τοπ/σεων της Περιφέρειας Κρήτης, τα οποία επικαλείται ο κατηγορούμενος και στα οποία αναφέρεται ότι ο χαρακτηρισμός του οδικού δικτύου ως ταχείας κυκλοφορίας “είναι το πρώτο βήμα προσδιορισμού των επιθυμητών και απαιτούμενων να αναπτυχθούν δυνατοτήτων και χαρακτηριστικών του οδικού δικτύου και είναι προληπτικού χαρακτήρα…” ουδόλως αναιρεί την ευθύνη του, καθώς η αναφορά στον προληπτικό χαρακτήρα του χαρακτηρισμού δεν είναι συμβολική και άνευ ουσίας, πολλώ δε μάλλον στη συγκεκριμένη περίπτωση που, ως αναφέρεται ανωτέρω, είχε γίνει σχετική επισήμανση από την διαχειριστική Αρχή στην “….” τόσο για την νομιμότητα όσο κυρίως για την επικινδυνότητα των στάσεων ήδη από το 2012. Άλλωστε δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι δεν προέκυψε κατά την αποδεικτική διαδικασία ότι η “…” είχε προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια προκειμένου να λάβουν έγκριση οι στάσεις που χρησιμοποιεί επί του ΒΟΑΚ από το χρόνο που έλαβε γνώση της επισήμανσης του Τμήματος Συγκοινωνιακών Έργων της Περιφέρειας Κρήτης μέχρι το χρόνο που έλαβε χώρα το τροχαίο δυστύχημα. Ο έτερος ισχυρισμός δε του κατηγορουμένου περί αδειοδότησης της συγκεκριμένης στάσης, προς επίρρωση του οποίου προσκόμισε και σχετικές αποφάσεις της Νομαρχίας και της Τροχαίας (Χωροφυλακής) Λασιθίου δεν ευσταθεί, καθώς είναι προγενέστερες του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει τις χερσαίες μεταφορές και ειδικότερα τη διαδικασία καθορισμού των στάσεων της υπεραστικής γραμμής την οποία κλήθηκε να εφαρμόσει η “….”, με την ρητή μάλιστα αναφορά στην αρμόδια Αρχή να προβεί στην άμεση κατάργηση των υφιστάμενων στάσεων. Εξάλλου, ως ο ίδιος ο κατηγορούμενος ομολόγησε κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, είχε κληθεί από την Περιφέρεια Κρήτης προκειμένου να γίνει η “επικαιροποίηση” των στάσεων, ως χαρακτηριστικά ανέφερε, γεγονός που ενισχύει τη γνώση του περί της διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθηθεί για την σύννομη και ασφαλή χρήση των στάσεων επί του οδικού δικτύου (Β.Ο.Α.Κ.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος τέλεσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται, και ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Ε. Χ. του Σ. για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη και, μετά και την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) έτη, με το ακόλουθο διατακτικό: “Στην χιλιομετρική θέση 189 της Ν.Ε.Ο. Χανίων-Σητείας, την 14-11-2016, με την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. της εταιρείας “…”, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και με βάση τις περιστάσεις μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των παραλείψεών του, διαταράσσοντας έτσι την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους, από δε τις παραλείψεις του επήλθε θάνατος ανθρώπου. Ειδικότερα, καίτοι με την ανωτέρω ιδιότητά του είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εκ του Νόμου (Β-54871/4040/17-9-2003 Υ.Α., άρθρ. 34 παρ.2 περ. ιβ’ 2696/1999) να μεριμνήσει για την κατάργηση των στάσεων των λεωφορείων της ως άνω εταιρείας επί του ΒΟΑΚ, ο οποίος είχε χαρακτηρισθεί με την υπ’ αριθμ. ΔΜΕΟ/ε/Ο/670/19-6-2001 απόφαση του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. ως οδός ταχείας κυκλοφορίας, στον οποίο δεν έχουν διαμορφωθεί ειδικοί χώροι στάσεων, δεν το έπραξε. Εκ της παράλειψής του αυτής, διαταράχθηκε η ασφάλεια της συγκοινωνίας στην ως άνω οδό και επήλθε θάνατος ανθρώπου. Συγκεκριμένα, επήλθε ο θάνατος της Ζ. Δ. του Ε., η οποία κατέληξε μετά από σύγκρουση του οχήματος, στο οποίο επέβαινε, στο υπ’ αριθμ. … δημόσιας χρήσης λεωφορείο, ιδιοκτησίας της ανωτέρω εταιρείας, το οποίο πραγματοποιούσε στάση για επιβίβαση-αποβίβαση επιβατών στον ως άνω τόπο και χρόνο”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η ως άνω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών δια παραλείψεως από αμέλεια, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος αυτού, οι αποδείξεις, που το θεμελιώνουν, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14,15, 26 παρ. 1β, 28,51, 53, 79, 83 και 290 παρ. 2-1β’ του νέου ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, όπως διαπιστώνεται από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που προκύπτουν από την αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διαλαμβάνονται ο τρόπος και οι συνθήκες τελέσεως του ως άνω εγκλήματος από αμέλεια, αφού γίνεται επαρκής αναφορά των παραλείψεων, που θεμελιώνουν την αμέλεια του αναιρεσείοντος, με λεπτομερή προσδιορισμό της συμπεριφοράς του, καθώς και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και του προκληθέντος θανάτου της Ζ. Δ. του Ε.. Περαιτέρω, προσδιορίζονται: 1) η νομίμως δημοσιευθείσα απόφαση του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (ΔΜΕΟ/Ε/670/19-6-2001), με την οποία ήδη από το 2001, η εθνική οδός (Ε.Ο. 90, Β.Ο.Α.Κ.) στο επίδικο σημείο του ατυχήματος είχε χαρακτηριστεί οδός ταχείας κυκλοφορίας, 2) η μετατροπή του χαρακτηρισμού της Εθνικής Οδού σε οδό ταχείας κυκλοφορίας, που συντελέστηκε, σύμφωνα με την ως άνω ΥΑ, λόγω επικινδυνότητας επί σκοπώ διασφάλισης μεταξύ άλλων και της οδικής ασφάλειας, 3) η απαγόρευση καθορισμού και επομένως απαγόρευση χρήσης αστικών ή υπεραστικών στάσεων στο ως άνω επίδικο σημείο του Β.Ο.Α.Κ., ως οδού ταχείας κυκλοφορίας, σύμφωνα με τις μνημονευόμενες διατάξεις του νόμου, παρά μόνον κατόπιν έγκρισης της αρμόδιας διαχειριστικής της οδού Αρχής, κατ’εξαίρεση, αν δεν δημιουργείτο κίνδυνος εξ αυτής ή παρακώλυση της κυκλοφορίας και μόνον αν υφίστατο ειδικά διαμορφωμένος χώρος προς το σκοπό αυτό καθώς και σχετική σήμανση, 4) η παράλειψη του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, προέδρου του Δ.Σ. της ως άνω εταιρείας “…”, να μεριμνήσει για την κατάργηση της στάσεως των λεωφορείων στο συγκεκριμένο σημείο του Β.Ο.Α.Κ. , 5) η μορφή της υπαιτιότητάς του, που περιγράφεται ως μη συνειδητή αμέλεια (μη πρόβλεψη του αξιόποινου αποτελέσματος αν και είχε τη δυνατότητα να το προβλέψει και να το αποφύγει, με βάση τις περιστάσεις και την ιδιότητά του). Συγκεκριμένα, πλήρως αιτιολογείται ότι επέδειξε μη συνειδητή αμέλεια, αφού : α) ήδη, από το έτος 2012, και κατ’ επανάληψη, είχε ενημερωθεί εγγράφως από την αρμόδια Διεύθυνση της Περιφέρειας Κρήτης (Διεύθυνση Τεχνικών Έργων -Τμήμα Συγκοινωνιακών Έργων) ότι οι στάσεις επί του ΒΟΑΚ, δεν είχαν λάβει την σχετική – κατά τα προαναφερόμενα- έγκριση, β) είχε ζητηθεί, από την ανώνυμη εταιρεία (….), Πρόεδρος του Δ.Σ. της οποίας ήταν ο αναιρεσείων, και η οποία ήταν ο συγκοινωνιακός φορέας που εξυπηρετούσε την συγκεκριμένη υπεραστική γραμμή, να προβεί στην εκπόνηση μελέτης για την εξεύρεση κατάλληλων θέσεων στάσεων υπεραστικών λεωφορείων επί ολοκλήρου του ΒΟΑΚ, γ) είχαν δοθεί σχετικές τεχνικές οδηγίες και κριτήρια ασφαλείας για τον τρόπο σύνταξης μελέτης, προς εναρμόνιση με ισχύουσα νομοθεσία και για την εύρυθμη και ασφαλή λειτουργία του οδικού δικτύου (ΒΟΑΚ) και δ) το έτος 2014 (με το … έγγραφο του Τμήματος Συγκοινωνιακών Έργων της Περιφέρειας Κρήτης), ενημερώθηκε τόσο ο φορέας “…” όσο και οι περιφερειακές ενότητες της Περιφέρειας Κρήτης περί μη νομιμότητας, έλλειψης ασφάλειας των υφιστάμενων στάσεων του ΒΟΑΚ και είχε ζητηθεί από αυτόν να προβεί στην άμεση κατάργησή τους και στις ενδεδειγμένες νόμιμα οφειλόμενες ενέργειες, ώστε να επανακαθοριστούν οι υπεραστικές διαδρομές και οι αντίστοιχες στάσεις αυτών σε άλλο οδικό δίκτυο και εντός των ορίων των οικισμών, πλην του ΒΟΑΚ, και 6) η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιδίου προς αποτροπή του αποτελέσματος του κινδύνου ανθρώπων και του θανάτου της Ζ. Δ. του Ε., μετά από σύγκρουση του ΙΧ αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε με το δημοσίας χρήσης λεωφορείου, ιδιοκτησίας της ως άνω εταιρείας, που πραγματοποιούσε στάση για αποβίβαση -επιβίβαση στον ως άνω τόπο και χρόνο, η οποία (υποχρέωση) απέρρεε από την ιδιότητά του ως υπευθύνου της αναφερόμενης εταιρείας, λόγω της θέσης του, ως Προέδρου του Δ.Σ. αυτής και εκ του νόμου, ήτοι κυρίως εκ της ως άνω εκδοθείσης κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 Ν. 2963/2001, ΥΑ Οικ. Β- 54871/4060/2003, αλλά και του άρθρου 34 παρ.2 περ. 1β’Ν. 2696/1999. Τέλος, διαλαμβάνεται ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προπεριγραφόμενης αμελούς συμπεριφοράς του ήδη αναιρεσείοντα και του επελθόντος αξιοποίνου αποτελέσματος, αφού σαφώς δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο προκύψας θάνατος της Ζ. Δ., οφείλεται αιτιωδώς στην προηγουμένως αναφερόμενη αξιόποινη πράξη του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου και δη την εξ αμελείας και δη εκ παραλείψεως διατάραξη της ασφάλειας συγκοινωνίας, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 290 του νέου ΠΚ, παράλειψη, την οποία εντάσσει στην κατηγορία β’ (διατήρηση εμποδίων) της παραγράφου 1 του ίδιου ως άνω άρθρου. Οι επί μέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, καθόσον παρατίθεται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η κατά τα άνω ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση, απορρέουσα, όπως αμέσως προηγουμένως αναφέρεται, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων του αναιρεσείοντος συνδεομένων με έννομη σχέση, ως εκ της προμνημονευόμενης ιδιότητάς του. Ο ισχυρισμός του ότι δεν υφίσταται αμέλειά του και δη παράλειψή του, διότι η κατάργηση ή τροποποίηση διαφόρων στάσεων επί του ΒΟΑΚ, όπως στην προκειμένη περίπτωση, απαιτεί απόφαση του Περιφερειάρχη Κρήτης, η οποία δεν υπήρξε ούτε υπάρχει, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, στην παρ. 3 του άρθρου 3 της ΥΑ Οικ 54871/2003 και στο άρθρο 186 κεφ. Ε’ παρ. 4, του Ν. 3852/2010, ρητά προβλέπεται, ότι η καταλληλότητα των θέσεων αφετηρίας, τέρματος και στάσης λεωφορείων στις παραπάνω περιοχές των γραμμών που καθιερώνονται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, ορίζονται από τον οικείο νομάρχη (νυν όργανα Περιφέρειας), σύμφωνα με το άρθρο 4 της παρούσας, μετά από αίτησή του ή των συγκοινωνιακών φορέων που εξυπηρετούν τη συγκεκριμένη γραμμή. Επομένως, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, για την λήψη τέτοιας απόφασης, πρέπει να προηγηθεί αίτηση του αρμόδιου συγκοινωνιακού φορέα, έτσι ώστε τα όργανα της Περιφέρειας να θεσμοθετήσουν τις κατάλληλες στάσεις της υπεραστικής γραμμής. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του περί ελλείψεως δικής του παραλείψεως, αφού υφίστατο νόμιμη αδειοδότηση της συγκεκριμένης στάσεως λεωφορείου. Όμως, η αδειοδότηση αυτή ήταν προγενέστερη του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει, κατά τα προαναφερόμενα, την διαδικασία καθορισμού στάσεων της υπεραστικής γραμμής, την οποία κλήθηκε να εφαρμόσει η “…”, και υπήρξε ρητή μάλιστα αναφορά στον αναιρεσείοντα (με το 137438/2014 έγγραφο του Τμήματος Συγκοινωνιακών Έργων της Περιφέρειας Κρήτης), υπό την ως άνω ιδιότητά του, να προβεί στις άμεσες ενδεδειγμένες ενέργειες για τον επανακαθορισμό των διαδρομών και των αντίστοιχων στάσεων, πλην όμως αυτός, παρά τις ανωτέρω σχετικές υποδείξεις και υπομνήσεις και τη γνώση περί της επικινδυνότητας των στάσεων επί του ΒΟΑΚ, δεν ενήργησε ως όφειλε. Επομένως, ο υποστηρίζων τα αντίθετα λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμος, ως προς αμφότερα τα σκέλη του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 του ΚΠοινΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από … αίτηση του Ε. Χ. του Σ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αρ. 305/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμμελειοδικείου Λασιθίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Φεβρουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :