Αριθμός 461/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα-Εισηγητή, Ελένη Μπερτσιά και Διονύσιο Παλλαδινό, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Ασπρογέρακα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Μ. Μ. του Α., κατοίκου …, που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Λιανού, για αναίρεση της 4287/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία τη Β. Α. του Μ., κάτοικος …, που δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην υπ’ αριθ. πρωτ. … αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ….
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 03.01.2023 και με αριθμ. … αίτηση του Μ. Μ. του Α. και της …, κατοίκου …, για αναίρεση της 4287/19.10.2022 απόφασης του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής κατ’ εξακολούθηση, και με την οποία, μετά από την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει, δε, λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, και συνακόλουθα, είναι παραδεκτή. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί η βασιμότητα του λόγου της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3500/2006, “το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση”. Κατά δε το άρθρο 333 παρ. 2 εδαφ. β και παρ. 1 του ισχύοντος από 01 η.07.2019 νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), ορίζεται ότι: “Όποιος προκαλεί σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Με τις διατάξεις αυτές ενσωματώνονται στον Ποινικό Κώδικα οι πράξεις προσβολής της ελευθερίας που τελούνται στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας. Η ενδοοικογενειακή απειλή (τόσο του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3500/2006, όσο και του άρθρου 333 παρ. 2 εδάφ. β’ του νέου ΠΚ), είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο, μη γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, και αποτελεί διακεκριμένη παραλλαγή του, κατ’ άρθρο 333 παρ. 1 του ΠΚ, αδικήματος. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του πλημμελήματος της ενδοοικογενειακής απειλής δεν είναι η άσκηση βίας ή παράνομης πράξης εναντίον τρίτου, αλλά η απειλή ασκήσεως βίας ή τέλεσης άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης εναντίον μέλους της οικογένειας (όπως συζύγου ή συντρόφου), η οποία να περιήγαγε τον άλλον σε τρόμο ή ανησυχία. Για την τιμώρηση του δράστη απαιτείται το θύμα να περιήλθε σε τρόμο ή ανησυχία, ενώ είναι αδιάφορο αν η απειλή είναι γενικά ικανή να προκαλέσει τρόμο ή ανησυχία. Κριτήριο για την τιμώρηση του υπαιτίου αποτελεί το συγκεκριμένο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η απειλή και όχι αν μπορεί να προκαλέσει τρόμο ή ανησυχία στον μέσο συνετό άνθρωπο, συνακόλουθα δεν ερευνάται αν η απειλή είναι γενικώς ικανή να προκαλέσει τούτο. Ο “τρόμος” αναφέρεται στον υπέρμετρο και ξαφνικό φόβο και η “ανησυχία” στην ψυχική ταραχή και αγωνία σε σχέση με το αίσθημα ασφαλείας. Η απειλή, δε, αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, ήτοι προφορικώς, εγγράφως, δια νευμάτων ή άλλων απειλητικών κινήσεων και με οποιαδήποτε γενικώς ενέργεια, με την οποία ο δράστης εξωτερικεύει τη θέλησή του να απειλήσει όχι εν προκειμένω οποιονδήποτε τρίτο, αλλά τα μέλη της οικογένειας (σύζυγο, σύντροφο, κλπ). Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ενδοοικογενειακής απειλής απαιτείται ακόμη δόλος του δράστη, ο οποίος συνίσταται στην εκ μέρους αυτού γνώση ότι η απειλούμενη ενέργειά του είναι βία ή άλλη παράνομη πράξη και στη θέληση να προκαλέσει σε άλλον τρόμο ή ανησυχία. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2 του ισχύοντος ΠΚ, με την οποία τυποποιείται διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος της απειλής σε βάρος ανήλικων και αδύναμων ατόμων, εφόσον βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη και σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης και με την οποία (διάταξη) ενσωματώνονται οι πράξεις προσβολής της ελευθερίας που τελούνται στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας, εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθόσον περιέχει ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, διότι προβλέπεται με αυτή ποινή φυλάκισης, που κυμαίνεται από δέκα ημέρες έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, έναντι εκείνης του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3500/2006, που προβλέπεται ποινή φυλάκισης χωρίς ανώτερο όριο και κυμαίνεται από δέκα ημέρες έως πέντε έτη (άρθρο 53 του ίδιου κώδικα) (ΑΠ 1042/2021). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά κατ’ επιλογή, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται, δηλαδή, σε ορισμένα δεδομένα της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν κατ’ αυτή, γιατί δημιουργούνται λογικά κενά και μία τέτοια αιτιολογία δεν θεωρείται εμπεριστατωμένη (ΑΠ 412/2021, ΑΠ 63/2021). Ωστόσο η επιλεκτική παράθεση ορισμένων, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εφόσον από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της αποφάσεως προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα (Α.Π. 2065/2017).Ακόμη κατά τη διάταξη του άρθορυ 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 1374/2023).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, με αριθμό 4287/2022, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σε αυτή (κατάθεση της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας, καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, και η απολογία του κατηγορούμενου και ήδη αναιρεσείοντος), δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν, κατά λέξη, τα ακόλουθα: “Ο κατηγορούμενος στην … και κατά το χρονικό διάστημα από τις 15.10.2017 μέχρι και τις 28.12.2017, με περισσότερες πράξεις, ο αριθμός των οποίων δεν προκύπτει με ακρίβεια από τις αποδείξεις, οι οποίες πάντως συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος και ειδικότερα εκείνου της ενδοοικογενειακής απειλής, με πρόθεση προκάλεσε στην τότε σύζυγο του Β. Α. τρόμο και ανησυχία, απειλώντας αυτήν με βία και με άλλη παράνομη πράξη. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι στον τόπο και κατά το χρονικό διάστημα που μνημονεύεται ειδικότερα προηγουμένως, ο κατηγορούμενος, η έγγαμη σχέση του οποίου με την παθούσα κατά το χρόνο εκείνο τελούσε σε βαθιά κρίση και μεταξύ των προσώπων αυτών σοβούσαν ήδη έκτοτε σοβαρές εντάσεις και διαφωνίες για μία σειρά από ζητήματα, μεταξύ των οποίων κορυφαία θέση είχε το ζήτημα της ρύθμισης του δικαιώματος της επιμέλειας καθενός από αυτούς σε σχέση με το ανήλικο τέκνο τους, Α., ηλικίας κατά το χρόνο εκείνο περίπου επτά ετών, απείλησε, με περισσότερες από μία πράξεις, την παθούσα τέως σύζυγο του, προς την οποία απηύθυνε τις φράσεις “είμαι τέκτονας και θα σε ξεσκίσω, έχω γνωριμίες παντού και θα σε τσακίσω”, “θα σου πάρω την επιμέλεια διότι οι δικαστές είναι άνθρωποι του συστήματος και έχω προσβάσεις”, “θα σε κλείσω φυλακή και εσένα και τους γονείς σου”, “θα βάλω ανθρώπους να σας χτυπήσουν, να σας κάψουν, να σας σκοτώσουν”, “είμαι τέκτονας, θα σε σκίσω, εάν πάρεις την επιμέλεια του παιδιού εγώ θα φροντίσω να το σκάσει”. Με τις φράσεις του αυτές ο κατηγορούμενος εξήγγειλε την επέλευση δυσμενών συνεπειών για την παθούσα και τους οικείους της, για τη ζωή, τη σωματική, ψυχική και πνευματική της υγεία και ακεραιότητα, για την άσκηση από την ίδια του δικαιώματος της επιμέλειας του προσώπου του ανήλικου τέκνου αυτής και του κατηγορούμενου κλπ, τούτε δε είχε ως συνέπεια την περιαγωγή της παθούσας σε κατάσταση τρόμου και ανησυχίας, σε σχέση με τον κίνδυνο επέλευσης του ελλοχεύοντος κινδύνου, ο οποίος -κίνδυνος- έμοιαζε στα μάτια της ως υπαρκτός, παρών και επαπειλούμενος, με βάση τις διατυπώσεις των φράσεων που με πειστικό τρόπο απηύθυνε προς αυτήν ο κατηγορούμενος. Για τη συναγωγή των προαναφερόμενων αποδεικτικών πορισμάτων κρίνονται από το Δικαστήριο τούτο ως πειστικές μεν οι καταθέσεις της παθούσας και της μάρτυρα κατηγορίας- φίλης της παθούσας, αντίθετα δε, ως μη πειστικές η κατάθεση της μάρτυρα υπεράσπισης – μητέρας του κατηγορούμενου και η απολογία αυτού, δεδομένου άλλωστε ότι κατά την κοινή πείρα η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και η ανάγκη, στη συνέχεια, ρύθμισης των προσωπικών, οικογενειακών, περιουσιακών κλπ ζητημάτων που αναφύονται και απορρέουν από τον χωρισμό του ζεύγους, κατά κανόνα συνοδεύεται από εντάσεις, διαφωνίες, έριδες κλπ, στο πλαίσιο των οποίων η εκδήλωση συμπεριφορών που περιέχουν μεταξύ άλλων και πράξεις βίας, λεκτικής ή άλλης μορφής, είναι συχνότατη, αφού τα μέρη αδυνατούν να διαχειριστούν με ορθολογισμό, με νηφαλιότητα, με πνεύμα και με διάθεση συνεργασίας και καταλλαγής την τρικυμιώδη πραγματικότητα που διαμορφώνεται μετά – και με αφορμή- τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, καθώς επίσης και τον κατακλυσμιαίο όγκο των αρνητικών συναισθημάτων που γεννώνται και ορμητικά αναδύονται. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να ιδωθεί στην προκείμενη περίπτωση και η εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου”. Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της αξιόποινης πράξης της ενδοοικογενειακής απειλής κατ’ εξακολούθηση, και ειδικότερα του ότι “κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.2017 έως και 28.12.2017 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλο μέλος της οικογένειάς του τρόμο και ανησυχία απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο απείλησε τη σύζυγο του Β. Α. απευθύνοντας της τις φράσεις “είμαι τέκτονας και θα σε ξεσκίσω”, “θα σου πάρω την επιμέλεια διότι οι δικαστές είναι άνθρωποι του συστήματος και έχω προσβάσεις”, “θα σε κλείσω φυλακή και εσένα και τους γονείς σου”, “θα βάλω ανθρώπους να σας χτυπήσουν, να σας κάψουν, να σας σκοτώσουν”, “είμαι τέκτονας θα σε σχίσω, και εάν πάρεις εσύ την επιμέλεια του παιδιού εγώ θα φροντίσω να το σκάσει” εξαγγέλλοντας με τον τρόπο αυτό κακό σε βάρος της ζωής της και των οικείων της, με αποτέλεσμα αυτή να περιέλθει σε κατάσταση έντονου φόβου και διατάραξης της ψυχικής της ειρήνης”. Με τις εν λόγω, κατά το συνδυασμό του αιτιολογικού και διατακτικού (που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται), παραδοχές, το πιο πάνω Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την επιβαλλόμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ενδοοικογενειακής απειλής κατ’ εξακολούθηση, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 98 παρ. 1 και 333 παρ. 1 και παρ. 2 εδαφ. α και εδαφ. β του νέου ΠΚ, οι οποίες ίσχυαν κατά την εκδίκαση της υποθέσεως και οι οποίες ουδόλως διαφοροποιήθηκαν ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του υπό κρίση εγκλήματος. Τις προεκτεθείσες διατάξεις το Δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες που να στερούν την απόφασή του από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, ενώ αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης όλα τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους, από τα οποία το προαναφερθέν Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το κάθενα από αυτά, καθώς και η συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους Ειδικότερα: Διαλαμβάνονται στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν κατά τα προμνησθέντα την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, αφού δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ότι αυτός (αναιρεσείων- κατηγορούμενος) απηύθυνε στη σύζυγο του τις απειλητικές φράσεις “είμαι τέκτονας και θα σε ξεσκίσω, έχω γνωριμίες παντού και θα σε τσακίσω”, “θα σου πάρω την επιμέλεια διότι οι δικαστές είναι άνθρωποι του συστήματος και έχω προσβάσεις”, “θα σε κλείσω φυλακή και εσένα και τους γονείς σου”, “θα βάλω ανθρώπους να σας χτυπήσουν, να σας κάψουν, να σας σκοτώσουν”, “είμαι τέκτονας, θα σε σκίσω, εάν πάρεις την επιμέλεια του παιδιού εγώ θα φροντίσω να το σκάσει”, που ενέχουν απειλή άσκησης βίας, με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να απειλήσει αυτήν, εξαγγέλλοντας την επέλευση δυσμενών συνεπειών για την ίδια την παθούσα και τους οικείους της, για τη ζωή, τη σωματική, ψυχική και πνευματική υγεία και ακεραιότητα και για την άσκηση εκ μέρους της του δικαιώματος της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου αυτής και του κατηγορούμενου. Με αιτιολογική επάρκεια εκτίθεται, επίσης, ότι με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων προκάλεσε στην παθούσα τρόμο και ανησυχία, δεδομένου ότι, κατά τις ανέλεγκτες αναιρετικώς παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή περιήλθε σε κατάσταση τρόμου και ανησυχίας σε σχέση με τον ελλοχεύοντα κίνδυνο επέλευσης των εξαγγελθέντων εκ μέρους του δυσμενών συνεπειών, ο οποίος στα μάτια της παθούσας έμοιαζε ως παρών και υπαρκτός. Όσον δε αφορά την ύπαρξη του δόλου δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να υπάρχουν και ειδικές σκέψεις για το υποκειμενικό στοιχείο, διότι ο δόλος στην προκείμενη περίπτωση ενυπάρχει στη βούληση παραγωγής των ως άνω περιστατικών της αντικειμενικής υπόστασης του προαναφερόμενου εγκλήματος. Παρά δε τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς κενά ή αντιφάσεις, εκτίθεται ο τρόπος που αυτός ενήργησε και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη της απειλής με τις ως άνω φράσεις που απηύθυνε εναντίον της τότε συζύγου και παθούσας, με την οποία η έγγαμη σχέση του, κατά το χρόνο εκείνο, τελούσε σε βαθιά κρίση και ενώ μεταξύ τους σοβούσαν ήδη έκτοτε σοβαρές εντάσεις και διαφωνίες για μία σειρά από ζητήματα μεταξύ των οποίων κορυφαία θέση είχε το ζήτημα της ρύθμισης του δικαιώματος της επιμέλειας καθενός από αυτούς δε σχέση με το ανήλικο τέκνο τους Α. ηλικίας κατά το χρόνο αυτός περίπου επτά ετών. Από δε την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης και του σκεπτικού της προκύπτει ότι στις παραδοχές της διαλαμβάνονται σκέψεις, κρίσεις, αναλυτικοί νομικοί συλλογισμοί, αλλά και αξιολογήσεις των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, και συγκεκριμένα ότι ο αναιρεσείων εκδήλωσε και πραγμάτωσε την εγκληματική συμπεριφορά του με τις ως άνω απειλητικές φράσεις που απηύθυνε προς τη σύζυγο του, πράξη, που, κατά τις αιτιολογημένες παραδοχές του Δικαστηρίου, έλαβε χώρα μέσα στο τεταμένο κλίμα υπό το οποίο τελούσε η κλονισμένη έγγαμη σχέση τους. Εξ αυτών δε , καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Δικαστήριο, όπως άλλωστε αναφέρει και στο προοίμιο του σκεπτικού του, έλαβε υπόψη του και εκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα , όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠοινΔ, και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογή, όπως αβασίμως προσάπτει στην προσβαλλομένη ο αναιρεσείων, επικαλούμενος με το αναιρετήριο το διαλαμβανόμενο στις παραδοχές σχόλιο περι της πειστικότητας των καταθέσεων της παθούσας και της μάρτυρος κατηγορίας σε αντίθεση με όσα κατεθεσε η μητέρα του και ο ίδιος ανάφερε στην απολογία του τα οποία έκρινε σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις ως μη πειστικά. Οι λοιπές εμπεριεχόμενες στο αναιρετήριο σχετικές με την κατηγορία διάσπαρτες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, και πλέον συγκεκριμένα, οι προσβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αντιθέσεις, κατ’ αυτόν, των παραδοχών της απόφασης προς τις επισημαινόμενες μαρτυρικές καταθέσεις της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας Β. Α. και της μάρτυρα Μ. Σ., με αποσπασματική παράθεση περικοπών τους, με διατύπωση σκέψεων και συλλογισμών αυτού (αναιρεσείοντος), που, κατά την άποψη του, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτάσεων περί ασαφών και ελλιπών αιτιολογιών και που αφορούν την επί της ουσίας κρίσης του προειρημένου Δικαστηρίου, αποτελούν απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής του και αμφισβήτηση των σε βάρος του ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της. Απαραδέκτως, επομένως, προβάλλονται, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, διότι, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Με τα δεδομένα αυτά, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ μοναδικός λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τον περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι αβάσιμος. Κατόπιν αυτών, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, κατ’ άρθρο 578 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 03.01.2023 και με αριθμ. … αίτηση του Μ. Μ. του Α. και της …, κατοίκου …, για αναίρεση της 4287/19.10.2022 απόφασης του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ