Αριθμός 639/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Φωτεινή Μηλιώνη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ” (Ν.Ι.Μ.Τ.Σ.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Γκόνη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “R. H. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΙΑΤΡΟΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ” και το διακριτικό τίτλο “R. H. Α.Ε.Β.Ε.” (πρώην “Μ. ΙΑΤΡΟΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “Μ. Α.Ε.Β.Ε.”), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Σκαργιώτη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/12/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 13950/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3565/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 12/1/2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 553 παρ. 1 περ. β’ και 321 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, δηλαδή, απαιτείται η ύπαρξη τελεσίδικης απόφασης (ΟλΑΠ 17/2013), κρίσιμος δε χρόνος από τον οποίο κρίνεται ο χαρακτήρας της απόφασης ως τελεσίδικης για την άσκηση κατ’ αυτής αίτησης αναίρεσης είναι ο χρόνος της άσκησης της αίτησης αναίρεσης με την κατάθεση του δικογράφου της στον αρμόδιο γραμματέα, όπως το άρθρο 495 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζει (Ολ.ΑΠ 18/2001). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν η δικαζόμενη υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της ουσίας, με το ένδικο μέσο της αναίρεσης προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, εφόσον εξέτασε την ουσία και απέρριψε την έφεση, όχι δε και η πρωτόδικη απόφαση, η οποία ενσωματώθηκε στην απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (Ολ.ΑΠ 40/1996). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 του ΚΠολΔ, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύπους. Τούτο δε γιατί, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους. Επομένως, εάν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί, λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή με το ένδικο μέσο της αναίρεσης είναι μόνον η τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου, δηλαδή αυτή που δεν υπόκειται πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 553 παρ. 1 ΚΠολΔ), στην οποία ενσωματώνεται έκτοτε η πρωτόδικη απόφαση. Έτσι τα τυχόν σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης, που, με την έννοια αυτή επικυρώνεται από το Εφετείο, μπορούν να προταθούν με την αίτηση αναίρεσης ως σφάλματα της εφετειακής απόφασης, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους, παραδεκτώς προβαλλόμενους (Ολ ΑΠ 16/1990, ΑΠ 165/2023, ΑΠ 82/2021, ΑΠ 1289/2018, ΑΠ 557/2018, ΑΠ 543/2014). Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 553 παρ. 1 και 554 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η ερήμην οριστική απόφαση του Εφετείου υπόκειται σε αναίρεση, μόνο αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε διότι παρήλθε η κατά το άρθρο 503 αριθ. 1 του ίδιου Κώδικα δεκαπενθήμερη, προς άσκηση αυτής, προθεσμία από την επίδοση της ερήμην απόφασης, είτε διότι ο δικαιούμενος σε άσκηση αυτής ερημοδικασθείς διάδικος παραιτήθηκε νόμιμα από το ασκηθέν ένδικο μέσο της ανακοπής ή του δικαιώματός του προς άσκηση αυτού, διότι έκτοτε αυτή καθίσταται τελεσίδικη και προσβλητή με αναίρεση, σύμφωνα με την παραπάνω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1β του ΚΠολΔ (ΑΠ 165/2023, ΑΠ 82/2021 ΑΠ 1824/2017). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη από 12.1.2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 3565/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η από 4.3.2020 έφεσή του κατά της με αριθμό 13950/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, με την οποία έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η από 20.12.2012 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, ως προς την επικουρική της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 13.1.2022, μετά την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία επιδόθηκε στο αναιρεσείον στις 17.12.2021 και αυτό δεν άσκησε ανακοπή ερημοδικίας εντός της 15νθήμερης προθεσμίας (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1 και 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Συνεπώς, η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. Δ/τος 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. (ΟλΑΠ 3/2006, ΑΠ 1228/2012, ΑΠ 157/2011, ΑΠ 437/2011, ΑΠ 1005/2011), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα με το π.δ. 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5.6.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000, ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρ. 1-3 π.δ/τος 166/2003). Έτσι κατά το άρθρο 4 παρ.2 του ως άνω π.δ/τος, που ήδη καταργήθηκε με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παραγράφου 1α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρο 4 του π.δ/τος 166/2003 ορίζεται περαιτέρω ότι ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον (α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και (β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση (παρ. 3) και ότι το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης, υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κυρία πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς, το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (παρ. 4). Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι για οφειλές νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, από εμπορική συναλλαγή με επιχείρηση που του παρέδωσε αγαθά ή υπηρεσίες έναντι αμοιβής, καθίσταται υπερήμερο και οφείλει τόκους υπερημερίας εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή υπηρεσιών, που έγινε μετά την 5-6-2003, ημερομηνία έναρξης ισχύος του π.δ. 166/2003 και όχι από την επίδοση αγωγής, το οφειλόμενο δε ποσοστό τόκου ορίζεται στο ίδιο προεδρικό διάταγμα (ΑΠ 624/2022, ΑΠ 271/2016, ΑΠ 766/2014). Όμως η εφαρμογή του ως άνω προεδρικού διατάγματος προϋποθέτει αξίωση αμοιβής στηριζόμενη σε έγκυρη συμβατική σχέση και ως εκ τούτου δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της όταν η αξίωση κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου συνίσταται σε απόδοση πλουτισμού λόγω ακυρότητας της μεταξύ του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και του ιδιώτη προμηθευτή συναφθείσας συμβάσεως, διότι αυτή λογίζεται, κατ’ άρθρο 180 ΑΚ, ως μη γενόμενη (ΑΠ 624/2022, ΑΠ 1213/2015). Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του ΑΚ, προκύπτει ότι για την έναρξη της τοκογονίας των οφειλών του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., όταν δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του Π.Δ/τος 166/2003, απαιτείται (και αρκεί) η δημιουργία της επιδικίας, από την οποία λαμβάνει επίσημο χαρακτήρα η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη ή μη της απαίτησης για χρηματική παροχή έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. Η επιδικία αυτή αρχίζει με την επίδοση της αγωγής και, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, ως αγωγή νοείται όχι μόνο η καταψηφιστική, αλλά και η αναγνωριστική. (ΑΠ 1057/2013, ΑΠ 986/2013). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 (“περί της τοκοφορίας των οφειλών του Δημοσίου”, που ισχύει από τις 24.4.2019) “το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013, β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου, στην κείμενη νομοθεσία, γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος”. Η ανωτέρω παράγραφος, σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου του ν. 4607/2019, εφαρμόζεται “…και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος”, ήτοι από 1.5.2019 (ΑΠ 1262/2023, ΑΠ 312/2022, ΑΠ 1308/2021). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Εξάλλου, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ένδικης υπόθεσης σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού. Με τον λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων, αντενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, δηλαδή, αποκλειστικά, των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν, καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω αναιρετικός λόγος, αν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου καθιστούν φανερή την ως άνω παραβίαση (Ολ.ΑΠ 2/2021, Ολ.ΑΠ 3/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 319/2017). Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 23/2023, ΑΠ 257/2020, ΑΠ 52/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου τους, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενο ότι παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 4 του Π.Δ. 166/2003 με την εφαρμογή τους, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέες, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974, με τη μη εφαρμογή τους, ενώ ήταν εφαρμοστέες, καθώς, αν και δέχθηκε ότι οι επίδικες αξιώσεις της αναιρεσίβλητης για την καταβολή του τιμήματος των πωληθέντων εμπορευμάτων στηρίζονται στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που καταρτίστηκαν προφορικά, χωρίς να έχουν περιβληθεί για την εγκυρότητά τους τον απαιτούμενο έγγραφο τύπο, ακολούθως εσφαλμένα: α) υπολόγισε τόκους για τα ποσά των “εξοφλημένων” ως προς το κεφάλαιο τιμολογίων, από την 60η ημέρα από την παράδοση των υλικών μέχρι την εξόφλησή τους στις 20.3.2013 και β) επιδίκασε τόκους για το ποσό των 1.360,50 ευρώ του υπ’ αριθ. … ανεξόφλητου τιμολογίου από την 60η ημέρα από την παράδοση των υλικών αυτού, δηλ. από τις 15.4.2007 έως την εξόφληση, με βάση το αυξημένο ποσό τόκων του ΠΔ 166/2003 που δεν ήταν εφαρμοστέο εν προκειμένω, αντί του προβλεπομένου στο ΝΔ 496/1974 επιτοκίου.
Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της 13950/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έχει ενσωματωθεί στην προσβαλλόμενη με αριθμό 3565/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το ενδιαφέρον τους ως άνω αναιρετικούς λόγους μέρος, προκύπτει ότι έγιναν δεκτά τα εξής: Ότι κατόπιν διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, οι οποίες καταρτίστηκαν προφορικά μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο εναγόμενο εμπορεύματα συνολικής αξίας 211.997,69 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από 12.2.2007 έως 20.12.2007 και εξέδωσε τα αντίστοιχα και αναλυτικώς αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης. Ότι το εναγόμενο, μετά την άσκηση της αγωγής, την 20.3.2013, προέβη σε ισόποσες των επιδίκων τιμολογίων καταβολές, πλην του υπ’ αριθ. … τιμολογίου, ποσού 1.362,50 ευρώ, το οποίο παραμένει ανεξόφλητο και, συγκεκριμένα, κατέβαλε έναντι της οφειλής του το συνολικό ποσό των 202.906,43 ευρώ, το οποίο καταλογίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 423 ΑΚ, πρώτα στους τόκους και ύστερα στο κεφάλαιο, εξοφλώντας μέρος της οφειλής του, ενώ εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 68.435,70 ευρώ, το οποίο αποτελείται από το ποσό των 1.362,50 ευρώ του υπ’ αριθ. … τιμολογίου και το ποσό των 67.073,20 ευρώ που αντιστοιχεί στο ανεξόφλητο κεφάλαιο των υπολοίπων (πλην του υπ’ αριθ. …) τιμολογίων. Με βάση τις παραδοχές αυτές, αφού έκρινε ότι οι επίδικες συμβάσεις πώλησης είναι άκυρες, καθώς καταρτίστηκαν προφορικά, χωρίς να έχουν περιβληθεί για την εγκυρότητά τους τον απαιτούμενο έγγραφο τύπο, δέχθηκε την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, θεωρώντας ομολογημένους εκ μέρους του ερημοδικαζομένου εναγομένου τους πραγματικούς ισχυρισμούς τους περιεχομένους στην αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 68.435,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο α) ως προς το ποσό των 1.362,50 ευρώ, από τις 15.4.2007 έως την εξόφληση και β) ως προς το ποσό των 67.073,20 ευρώ, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Έτσι που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο, η απόφαση του οποίου έχει ενσωματωθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, παραβίασε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και τούτο διότι, ενώ έκρινε την ένδικη αγωγή νόμιμη κατά την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων πώλησης, στη συνέχεια δέχθηκε ότι το αναιρεσείον έχει καταβάλει έναντι της οφειλής του το συνολικό ποσό των 202.906,43 ευρώ, το οποίο καταλογίζεται στους τόκους, υπολογιζομένους βάσει του ΠΔ 166/2003 και ύστερα στο κεφάλαιο, ότι εξακολουθεί να οφείλει το ποσό των 68.435,70 ευρώ, το οποίο αποτελείται από το ποσό των 1.362,50 ευρώ του υπ’ αριθ. … τιμολογίου και το ποσό των 67.073,20 ευρώ που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο των υπολοίπων τιμολογίων μετά τον καταλογισμό των καταβληθέντων ποσών στους τόκους, οι οποίοι υπολογίστηκαν με βάση το ως άνω ΠΔ και αναγνώρισε την υποχρέωση του αναιρεσείοντος να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη: α) το ποσό των 1.362,50 ευρώ νομιμοτόκως από 15.4.2007, ήτοι από την παρέλευση της προθεσμίας των 60 ημερών από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου και β) το ποσό των 67.073,20 ευρώ νομιμοτόκως από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, ενώ, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, το ΠΔ 166/2003 δεν εφαρμόζεται όταν οι αξιώσεις κατά του ΝΠΔΔ, ως εν προκειμένω, συνίστανται σε απόδοση του πλουτισμού λόγω ακυρότητας της σύμβασης, αλλά είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 7 ΝΔ 496/1974 που προβλέπει επιδίκαση τόκων 6% από την επίδοση της αγωγής. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι βάσιμοι. Περαιτέρω, η αναιρετική εμβέλεια των ως άνω λόγων στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθιστά αλυσιτελή την έρευνα του τρίτου λόγου της αναίρεσης από τους αριθ. 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ως άνω μέρος αυτής και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του, σε βάρος της αναιρεσίβλητης, λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183, 189 αριθ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όχι όμως μειωμένα, διότι η νομική υπεράσπιση της ένδικης υπόθεσης του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. δεν διεξήχθη από αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ώστε να έχει εφαρμογή το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 3693/1957 περί μειωμένης δικαστικής δαπάνης, αλλά από πληρεξούσιο δικηγόρο του (ΑΠ 1262/2023, ΑΠ 788/2022, ΑΠ 559/2021, ΑΠ 151/2020), όπως ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, δεν γίνεται λόγος περί του κατ’ άρθρο 495 αριθ. 3 ΚΠολΔ παραβόλου, διότι το αναιρεσείον, κατ’ άρθρο 28 παρ. 4β Ν. 2579/1998, απαλλάσσεται από την καταβολή του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμό 3565/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, στην οποία ενσωματώνεται η με αριθμό 13950/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος αυτής, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ