Αριθμός 845/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παρασκευή Τσούμαρη, Σταυρούλα Κουσουλού και Ευαγγελία Γιακουμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 31 Μαΐου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της απόφασης 1326/2023 του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενους τους: 1.Φ. Θ. του Ζ., κάτοικο …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Διαλυνά. 2.Θ. Μ. του Κ., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Φωτόπουλο. 3.Δ. Ε. του Γ., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κωνσταντινίδη. Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1.Ε. Κ. του Α., κάτοικο … και 2.Ε. Σ. του Ι., κάτοικο …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Πεχλιβάνο.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11-3-2024 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου, έλαβε αριθμό 10/2024 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 263/24.
Αφού άκουσε Τoν Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ.2 ΚΠΔ να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507, δηλαδή μέσα σε ένα (1) μήνα από την καταχώριση της απόφασης στο υπό του άρθρου 473 παρ.3 του αυτού Κώδικα προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οιασδήποτε αποφάσεως εκδιδομένης υπό οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ μεταξύ των οποίων και η παράνομη απόρριψη της έφεσης και η υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ και Θ’ΚΠΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 11.03.2024 και με αριθμό κατάθεσης 10/2024 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου για αναίρεση της με αριθμό 1326/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, η οποία καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο κατά το άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδ.α’ του ΚΠΔ βιβλίο στις 13.02.2024 και με την οποία απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες, λόγω αοριστίας τους, οι από 18.07.2022 και με αριθμούς 606, 607 και 608 εφέσεις, που άσκησε με το ίδιο (ενιαίο) δικόγραφο ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης κατά της 6658, 7674 και 7755/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια οι κατηγορούμενοι 1) Θ. Φ. του Ζ. και της Έ., 2) Μ. Θ. του Κ. και της Φ., και 3) Ε. Δ. του Γ. και της Π., έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (473 παρ. 3 ΚΠΔ), με την κατάθεση στις 11.03.2024, του δικογράφου της αναίρεσης στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 505 παρ.2 εδ.α’, 507 και 508 του ΚΠΔ), συνταχθείσης σχετικής εκθέσεως νόμιμα υπογεγραμμένης (άρθρα 474 παρ.1 και 2 ΚΠΔ) και περιέχει λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η’ και Θ’ του ΚΠΔ και ως εκ τούτου, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της. Από τις διατάξεις των άρθρων 474 και 498 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης, πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 487 του ΚΠΔ (486 παρ.3 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ), “η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη”. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, η απαιτούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Μόνη δε, η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του κατηγορουμένου, με αναφορά στο κατηγορητήριο, και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε σχέση με αυτό, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, εφόσον δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητας του κατηγορουμένου (Ολ.Α.Π.9/2005, ΑΠ 609/2021, ΑΠ 751/2020, ΑΠ 741/2020, ΑΠ 721/2020 ΑΠ 217/2020). Πέραν τούτων, η έφεση του Εισαγγελέα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όταν, μεταξύ άλλων δεν μνημονεύονται σ’αυτήν τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Η επιλεκτική παράθεση ορισμένων, από την οποία δημιουργείται αμφιβολία για το να συνεκτιμήθηκαν και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εκτός εάν, από το περιεχόμενο της αιτιολογίας της εφέσεως, προκύπτει με βεβαιότητα (κατά τρόπο αναμφισβήτητο) ότι ελήφθησαν υπόψη όλα και συνεκτιμήθηκαν όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά (ΑΠ 933/2020, ΑΠ 181/2019). Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της έφεσης του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η αντίθετη κρίση του Εισαγγελέα. Αν η έφεση του Εισαγγελέα έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την κρίνει παραδεκτή και ακολούθως, να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, την απορρίψει ως απαράδεκτη, υποπίπτει στον αυτοτελή αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1 στ.Η’, που προβλέπεται για την παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης, ενώ συγχρόνως υποπίπτει και σε αρνητική υπέρβαση της εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ` του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 609/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αριθμούς 6658, 7674 και 7755/2022 εκκληθείσα απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, οι τότε κατηγορούμενοι και ήδη καθ’ων η αίτηση αναίρεσης 1) Θ. Φ. του Ζ. και της Έ., 2) Μ. Θ. του Κ. και της Φ., και 3) Ε. Δ. του Γ. και της Π., κηρύχθηκαν ομόφωνα αθώοι για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από (ασυνείδητη) αμέλεια, (άρθρο 302 ΠΚ) και ειδικότερα του ότι: “Στη Θεσσαλονίκη στις 6-9-2016 από αμέλεια, ήτοι λόγω έλλειψης της προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους (ασυνείδητη αμέλεια) και προκάλεσαν το θάνατο άλλου. Ειδικότερα, η πρώτη κατηγορούμενη Φ. Θ. του Ζ. με την ιδιότητα της ως ειδικευόμενης ιατρού παθολόγου εργάζονταν στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης “ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ” και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, λόγω της έννομης υπαλληλικής σχέσης της με το νοσοκομείο και την εγγυητική της θέση για τη ζωή της ασθενούς λόγω της ιδιότητας της ως επιληφθείσας θεράπουσας ιατρού της, να φροντίσει την υγεία και συνακόλουθα να παρεμποδίσει το θάνατο της ασθενούς Ν. Σ. του Ι. Αφού εξέτασε περί ώρα 8.15 π.μ. την ασθενή, η οποία Μεταφέρθηκε στο Τ.Ε.Π. του νοσοκομείου με ασθενοφόρο του Ε.Κ.Α.Β., διαπίστωσε ότι παρουσίαζε κλινική εικόνα με δύσπνοια, άλγος στη ράχη με αντανάκλαση στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, αιμωδίες αριστερού άκρου από μίας ώρας, αύξηση άλγους κατά την κατάκλιση και έντονο άγχος, ήτοι συμπτώματα που καταδείκνυαν ότι πιθανόν είχε υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου, όχι μόνο παρέλειψε να υποδείξει στους ειδικούς ιατρούς την εισαγωγή της στην κατάλληλη καρδιολογική ή άλλη κλινική του νοσοκομείου προκειμένου να υποβληθεί στην κατάλληλη θεραπεία με φαρμακευτική αγωγή ή και με στεφανιογραφία και αγγειοπλαστική, ή με όποια άλλη τυχόν θεραπευτική μέθοδο κρίνονταν απαραίτητη από τους ειδικούς ιατρούς, αλλά και επέτρεψε στην ασθενή να αποχωρήσει από το νοσοκομείο και να επιστρέψει όποτε το επιθυμούσε. Η ασθενής πράγματι αποχώρησε από το νοσοκομείο με αποτέλεσμα να υποστεί περί ώρα 2.00 μ.μ. ισχαιμία μυοκαρδίου, σύνδρομο διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης και σύνδρομο πολυοργανικής δυσλειτουργίας, ήτοι βλάβη της υγείας που προκάλεσε ως μόνη ενεργός αιτία το θάνατο της. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Θ. Μ. του Κ. με την ιδιότητα του ως ειδικευόμενου ιατρού καρδιολογίας εργάζονταν στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης “ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ” και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση λόγω της έννομης υπαλληλικής σχέσης του με το νοσοκομείο και την εγγυητική του θέση για τη ζωή της ασθενούς λόγω της ιδιότητας του ως επιληφθέντος θεράποντος ιατρού της να φροντίσει την υγεία και συνακόλουθα να παρεμποδίσει το θάνατο της ασθενούς της ασθενούς Ν. Σ. του Ι. Αν και ενημερώθηκε ότι είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο η ασθενής με τα παραπάνω συμπτώματα παρέλειψε να την εξετάσει και να υποδείξει στους ειδικούς ιατρούς την εισαγωγή της στην κατάλληλη καρδιολογική ή άλλη κλινική του νοσοκομείου προκειμένου να υποβληθεί στην κατάλληλη θεραπεία με φαρμακευτική αγωγή ή και με στεφανιογραφία και αγγειοπλαστική, ή με όποια άλλη τυχόν θεραπευτική μέθοδο κρίνονταν απαραίτητη από τους ειδικούς ιατρούς με αποτέλεσμα να αποχωρήσει αυτή από το νοσοκομείο και να υποστεί περί ώρα 2.00 μ.μ. ισχαιμία μυοκαρδίου, σύνδρομο διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης και σύνδρομο πολυοργανικής δυσλειτουργίας, ήτοι βλάβη της υγείας που προκάλεσε ως μόνη ενεργός αιτία το θάνατο της. Ο τρίτος κατηγορούμενος Δ. Ε. του Γ. με την ιδιότητα του ως ειδικού ιατρού – διευθυντή καρδιολογίας εργάζονταν στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης “ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ” και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση λόγω της έννομης υπαλληλικής σχέσης του με το νοσοκομείο και την εγγυητική του θέση για τη ζωή της ασθενούς λόγω της ιδιότητας του ως επιληφθέντος θεράποντος ιατρού της να φροντίσει την υγεία και συνακόλουθα να παρεμποδίσει το θάνατο της ασθενούς της ασθενούς Ν. Σ. του Ι. Αν και ενημερώθηκε ότι είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο η ασθενής με τα παραπάνω συμπτώματα παρέλειψε να την εξετάσει και να την εισαγάγει στην κατάλληλη καρδιολογική ή άλλη κλινική του νοσοκομείου προκειμένου να υποβληθεί στην κατάλληλη θεραπεία με φαρμακευτική αγωγή ή και με στεφανιογραφία και αγγειοπλαστική, ή με όποια άλλη τυχόν θεραπευτική μέθοδο κρίνονταν απαραίτητη με αποτέλεσμα να αποχωρήσει αυτή από το νοσοκομείο και να υποστεί περί ώρα 2.00 μ.μ. ισχαιμία μυοκαρδίου, σύνδρομο διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης και σύνδρομο πολυοργανικής δυσλειτουργίας, ήτοι βλάβη της υγείας που προκάλεσε ως μόνη ενεργός αιτία, το θάνατο της. Το παραπάνω αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς δεν προέβλεψαν οι κατηγορούμενοι, αν και μπορούσαν και όφειλαν να έχουν προβλέψει”.
Στην αθωωτική αυτή κρίση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οδηγήθηκε με βάση το εξής επί λέξει σκεπτικό: “Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως,) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 6- 9-2016 και περί ώρα 08.00 π.μ., η Ν. Σ. του Ι., γεννηθείσα την …1988, η οποία ήταν έγκυος, διανύουσα την 38η εβδομάδα της κύησής της, χωρίς μέχρι τότε να έχει διαγνωσθεί με κάποιο πρόβλημα ιατρικής φύσης, ενώ βρισκόταν στην οικία της αισθάνθηκε αδιαθεσία με συμπτώματα πόνου στο στέρνο, μούδιασμα στο αριστερό χέρι, “τσιμπιές” στην πλάτη, δύσπνοια και έντονο άγχος. Για το λόγο αυτό ο σύντροφος της Α. Μ., οδοντίατρος, κάλεσε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, το οποίο την μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης “ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ”. Όταν έφτασε στο ως άνω νοσοκομείο τα ως άνω συμπτώματα είχαν υποχωρήσει και μπήκε περιπατητική, δεν είχε εφίδρωση, ούτε όψη πάσχουσας, δηλαδή δεν είχε ωχρότητα προσώπου και έντονη καταβολή και απαντούσε αβίαστα στις ερωτήσεις και ανέφερε ότι δεν είχε προβλήματα υγείας παρά μόνο γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, για την οποία λάμβανε περιστασιακά αντιόξινα. Αρχικά εξετάστηκε στο γυναικολογικό τμήμα από τον ειδικευόμενο ιατρό μαιευτικής – γυναικολογίας Γ. Χ., ο οποίος εξέτασε τους παλμούς του εμβρύου και τη δραστηριότητα της μήτρας της μέσω καρδιοτοκογραφήματος, πλην, όμως, η εξέταση αυτή – η οποία ήταν καθησυχαστική για την κατάσταση του εμβρύου καθώς προέκυψε εμβρυϊκή καρδιακή συχνότητα εντός των φυσιολογικών ορίων και δραστηριότητα μήτρας χωρίς συστολές και ουδεμία αιμορραγία – διακόπηκε καθόσον η ασθενής αισθάνθηκε έντονη δυσφορία κατά την κατάκλιση, οπότε μεταφέρθηκε στο τμήμα επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ). Εκεί υποβλήθηκε από τον ιατρό διαλογής ειδικευόμενο ενδοκρινολογίας Θ. Γ. σε ηλεκτροκαρδιογράφημα, το οποίο είχε μεν φυσιολογικό φλεβοκομβικό ρυθμό, αλλά σε διάφορες απαγωγές παρουσίαζε μη ειδικές αλλοιώσεις. Για τον λόγο αυτό ο ως άνω γιατρός, ο οποίος δεν είχε καρδιολογικές γνώσεις, επέδειξε το καρδιογράφημα στον εφημερεύοντα ιατρό ειδικευόμενο καρδιολογίας Θ. Μ. και του μετέφερε ότι η ασθενής είχε δυσφορία που εντείνεται κατά την κατάκλιση και άλγος στη ράχη, με αιμωδίες άνω άκρου προ μιας ώρας, χωρίς να αναφέρει την αντανάκλαση στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα -η φράση “με αντανάκλαση στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα” προστέθηκε στην κάρτα ασθενούς στα ΤΕΠ από τον γιατρό διαλογής Θ. Γ. σε διαφορετικό χρόνο από τα λοιπά συμπτώματα καθώς αναγράφεται σε εμφανώς εμβόλιμο κείμενο. Με αυτά τα δεδομένα ο ειδικευόμενος γιατρός καρδιολόγος Θ. Μ., αφού επισκόπησε το καρδιογράφημα, χωρίς, ωστόσο, να εξετάσει την ασθενή, το θεώρησε φυσιολογικό για μια έγκυο και ζήτησε να εκτιμηθεί κλινικοεργαστηριακά η ασθενής από τους εφημερεύοντες παθολόγους και ακολούθως, μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων να εκτιμηθεί και από τους ίδιους τους καρδιολόγους. Για τα ανωτέρω ο Θ. Μ. ενημέρωσε τηλεφωνικά άμεσα τον Επιμελητή Β’ της Καρδιολογικής Κλινικής και εφημερεύοντα στο καρδιολογικό τμήμα του ΤΕΠ Δ. Ε., ο οποίος, αφού ο ανωτέρω του περιέγραψε το καρδιογράφημα και του έδωσε το ιστορικό της ως άνω ασθενούς όπως του το είχε μεταφέρει ο ως άνω γιατρός διαλογής Θ. Γ., έκρινε επίσης ότι για μια έγκυο γυναίκα είναι καταρχήν φυσιολογικό και συμφώνησε με την εξέταση της ασθενούς από παθολόγους και ακολούθως να εκτιμηθεί καρδιολογικά. Μετά τα ανωτέρω, ο ως άνω ιατρός διαλογής ενημέρωσε για το περιστατικό και ότι εκκρεμεί καρδιολογική εκτίμηση την εφημερεύουσα ειδικευόμενων παθολόγων Φ. Θ. και η ασθενής προωθήθηκε με ύψιστη προτεραιότητα στον χώρο εξεταστηρίων του παθολογικού τμήματος, συνοδευόμενη από τα σχετικά έγγραφα του τμήματος διαλογής και το ηλεκτροκαρδιογράφημα. Η ασθενής έφτασε περιπατητική στο τρίτο παθολογικό ιατρείο των επειγόντων μαζί με τον σύντροφο της, όπου υποβλήθηκε από την ειδικευόμενη παθολόγο Φ. Θ. σε παθολογική κλινική εξέταση, όπου η ασθενής δεν εμφάνιζε πλέον κανένα από τα συμπτώματα εξαιτίας των οποίων οδηγήθηκε στο νοσοκομείο, ήτοι δύσπνοια, άλγος στη ράχη με αντανάκλαση στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, αιμωδίες αριστερού άκρου από πρωίας, αύξηση άλγους κατά την κατάκλιση. Η ασθενής υποβλήθηκε σε ανάλυση αερίων αρτηριακού αίματος και η πίεση οξυγόνου από την ανάλυση αερίων αρτηριακού αίματος ρΘ2 ήταν 75,9 mm Hg. Η ελάχιστη απόκλιση από τα φυσιολογικά όρια που δίνονται 83 – 108 είναι άνευ κλινικής σημασίας. Εξάλλου, από τον εργαστηριακό έλεγχο που έγινε στο ΤΕΠ προέκυψε ότι ο αριθμός των αιμοπεταλίων ήταν φυσιολογικός (227000/μΙ), εύρημα που δεν συνάδει με ΔΕΠ, όπου ο αριθμός αιμοπεταλίων είναι χαμηλός (βλ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης του μαιευτήρα – γυναικολόγου Σ. Χ.). Η περιορισμένη έκτπυξη του πνεύμονα λόγω της συμπίεσής του από τα κάτω, δηλαδή από την διογκωμένη κοιλία μιας τελειόμηνης εγκυμονούσας οδηγεί σε περιοριστικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού που είναι σύνηθες σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Στη συνέχεια παραπέμφθηκε για αιμοληψία με εργαστηριακό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων της τροπονίνης και των καρδιακών ενζύμων, ενόψει του ότι εκκρεμούσε καρδιολογική εκτίμηση. Μετά τη διενέργεια των αιματολογικών εξετάσεων η ως άνω ειδικευόμενη παθολόγος ενημέρωσε την ασθενή και τον σύντροφο της ότι τα αποτελέσματα θα ήταν διαθέσιμα μετά την πάροδο δύο τουλάχιστον ωρών. Η ως άνω ειδικευόμενη παθολόγος είχε υπόψη της όλα τα συμπτώματα που οδήγησαν την ανωτέρω έγκυο ασθενή στο νοσοκομείο μία ώρα πριν η ίδια την εξετάσει καθώς είχε ενημερωθεί από τον ιατρό διαλογής και επιπλέον η ασθενής είχε μαζί της τα σχετικά έγγραφα του τμήματος διαλογής και το ηλεκτροκαρδιογράφημα, τα οποία και ανέγραψε ως εξής στο βιβλίο ασθενών “θωρακαλγία από πρωίας με αίσθημα δυσφορίας που εντείνεται με την κατάκλιση καθώς και ότι αναμένονται αποτελέσματα, με τα οποία θα σταλεί στους καρδιολόγους”. Από την πλήρη κλινική εξέταση της ασθενούς από την ίδια πλέον την ειδικευόμενη παθολογίας Φ. Θ., ήτοι επισκόπηση, ακρόαση, ψηλάφηση, αέρια αίματος, προέκυψε ότι είχαν εκλείψει τα συμπτώματα που την είχαν οδηγήσει στο νοσοκομείο, ήταν περιπατητική, χωρίς να έχει όψη πάσχουσας, οι ζωτικές λειτουργίες της ήταν φυσιολογικές, οπότε με τις μέχρι τότε ενδείξεις δεν υπήρχε λόγος για βραχεία νοσηλεία και συστήθηκε να αναμένει τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις αίματος για να είναι δυνατή η ασφαλής διάγνωση της πραγματικής κατάστασης της υγείας της. Ο σύντροφος της Ν. Σ. υποστηρίζει ότι η ως άνω ειδικευόμενη παθολόγος τους είπε, μετά από σχετική ερώτησή του αν θα μπορούσαν να γυρίσουν στο σπίτι τους, ότι μπορούσαν να το κάνουν και ότι μάλιστα θα ήταν στο νοσοκομείο μέχρι τις 8 το βράδυ. Ωστόσο, στο βιβλίο ασθενών η ανωτέρω ειδικευόμενη είχε γράψει για την ασθενή Ν. Σ. ότι αναμένονται αποτελέσματα και να σταλεί στους καρδιολόγους με τα αποτελέσματα καθώς και ότι είχε φύγει λάθρα, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει προσβληθεί, ήτοι ότι το σχετικό έγγραφο νοθεύτηκε με συμπλήρωση μετά τον θάνατο της εγκύου, προκειμένου η Φ. Θ. να αποφύγει τις σχετικές έννομες συνέπειες. Το γεγονός ότι η Ν. Σ. έφυγε λάθρα επιβεβαιώνει και η τότε ειδικευόμενη ιατρός παθολογίας Ε. Ζ., με την οποία εφημέρευαν μαζί και εξέταζαν σε διπλανά παραβάν καθώς και ο εφημερεύων ειδικός παθολόγος Ν. Σ., οι οποίοι έχουν καταθέσει ότι η Φ. Θ. αναζήτησε στο χώρο του νοσοκομείου την ως άνω ασθενή και δεν την βρήκε. Περαιτέρω, αντίκειται και στην κοινή πείρα και λογική ο ισχυρισμός του Α. Μ. ότι η ανωτέρω γιατρός τους είπε ότι μπορούν να πάνε στο σπίτι τους και ότι μπορούν να πάρουν τα αποτελέσματα μέχρι τις 8 το βράδυ που η ίδια θα ήταν εκεί, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων έπρεπε να σταλούν στους καρδιολόγους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τα δεδομένα για τα ζωτικά σημεία της ασθενούς ήταν αρτηριακή πίεση 120/80 mmHg, σφίξεις 54/ min, κορεσμός οξυγόνου αίματος από το παλμικό οξύμετρο 99%, ήτοι εντός φυσιολογικών ορίων. Το ΗΚΓ που έφερε η ασθενής από την διαλογή ήταν φλεβοκομβικός ρυθμός με αρνητικά Τ στις απαγωγές III, aVF, V1, V2 και V3. Οι αλλοιώσεις που παρουσίαζε το ΗΚΓ ήταν μη ειδικές, ήτοι δεν ήταν οι τυπικές που εμφανίζονται σε έμφραγμα του μυοκαρδίου ή άλλη καρδιολογική νόσο και για μια έγκυο γυναίκα δεν αποτελούν παθολογικά ευρήματα, αλλά συνηγορούν για περαιτέρω διερεύνηση, η οποία είχε ήδη δρομολογηθεί. Στη συνέχεια η ασθενής μαζί με τον σύντροφο της έφυγαν από το νοσοκομείο και επέστρεψαν στο σπίτι τους περίπου στις 10.00 π.μ., όπου η Ν. Σ. έμεινε μόνη της καθόσον ο σύντροφος της πήγε στην εργασία του. Όταν ο τελευταίος μετά από μία ώρα της τηλεφώνησε για να ελέγξει την πορεία της υγείας της, εκείνη δεν απαντούσε, αλλά αυτός δεν ανησύχησε θεωρώντας ότι αυτή κοιμάται. Όταν αυτός’ επέστρεψε στο σπίτι κατά τις 14.00, την βρήκε νεκρή. Αμέσως κλήθηκε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ και συγκεκριμένα στις 14.04′ την ίδια ημέρα με αναφερόμενη πάθηση “πιθανόν δεν αναπνέει, απώλεια αισθήσεων, έγκυος στον 9° μήνα κύησης”. Στις 14.10′ αφίχθη πρώτα το ασθενοφόρο με κωδικό “Α24” και στις 14.20′ αφίχθη στο σημείο η Κινητή Ιατρική Μονάδα με κωδικό “ΜΌ2”. Η γιατρός της Μονάδας ανέφερε ότι η ασθενής ανευρέθη από τους διασώστες του ασθενοφόρου με κωδικό “Α24” σε ασυστολία, κυανωτική από τις θηλές του μαστού και άνω, πεσμένη στο έδαφος. Σημειωτέον ότι οι πτωματικές υποστάσεις αποτελούν μεταθανάτιο φαινόμενο και εκδηλώνονται μετά από δύο ώρες (βλ. Επι.βατιανός, Ιατροδικαστική και τοξικολογία, σελ. 16). Την ασθενή βρήκε πρώτος ο σύζυγος σε αυτή την κατάσταση και προσπάθησε με ένα μεγάλο κουτάλι της σούπας να της ανοίξει το στόμα. Η ασθενής ήταν μυδριασμένη, σε νεκρική ακαμψία, με αρχόμενες υποστάσεις, αλλά οι διασώστες του “Α24” και της “Μ02” ξεκίνησαν άμεσα πρωτόκολλο ΚΑΡΠΑ στην προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή τουλάχιστον το νεογνό, μια και η ασθενής ήταν έγκυος (38η εβδομάδα κύησης). Η εξασφάλιση του αεραγωγού λόγω της νεκρικής ακαμψίας, αλλά και της προηγηθείσας χρήσης κουταλιού από τον σύντροφο της ασθενούς ήταν πάρα πολύ δύσκολη, με μεγάλη αιμορραγία εντός της στοματικής κοιλότητας. Τελικά έγινε τοποθέτηση λαρυγγικής μάσκας νούμερο 3 με μεγάλη δυσκολία. Τοποθετήθηκε περιφερική φλεβική γραμμή, χορηγήθηκε αδρεναλίνη και esmeron. Στις 14.46′ παρελήφθη από την Μονάδα, η οποία με ΚΑΡΠΑ καθ’ οδόν την διαμετακόμισε σε ασυστολία στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, όπου αφίχθη με τη συνδρομή της αστυνομίας στις 14.57′ και την ανέμεναν στην είσοδο του ΤΕΠ πλήθος ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι συνέχισαν την καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση και ταυτόχρονα έγινε περιθανάτια καισαρική τομή και προσπάθεια καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης του νεογνού μετά τον έξοδό του από τη θανούσα μητέρα, πλην, όμως, δεν επήλθε αποκατάσταση της αυτόματης κυκλοφορίας, ούτε στη μητέρα, ούτε στο έμβρυο. Η Ν. Σ. βρέθηκε κατά την ιατροδικαστική εξέταση με εγκεφαλικό οίδημα και συμφορημένων της σκληράς μήνιγγας και των λεπτομηνίγγων, των πνευμόνων, του ήπατος, των νεφρών, αρχόμενες αυτολυτικές αλλοιώσεις στο πάγκρεας Το πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης με αριθμό πρωτ. 2419/9-1-2017 που διενεργήθηκε από την ιατροδικαστή Ε. Κ. για την αιτία θανάτου της Ν. Σ., η οποία διενεργήθηκε με την παρουσία του Α. Θ. ως τεχνικού συμβούλου της οικογένειας, καταγράφει ως αιτίες ισχαιμία μυοκαρδίου – σύνδρομο διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης – σύνδρομο πολυοργανικής δυσλειτουργίας. Με αυτό το συμπέρασμα συμφωνεί και η πραγματογνώμονας καρδιολόγος Α. Λ. – Ο. Περαιτέρω, στην με αριθμό πρωτ.129/16/9-12-2016 έκθεση ιστολογικής εξέτασης, αναφέρεται πεπαχυσμένο σώμα μήτρας με παρουσία κατά τόπους φαγοκυττάρων, αιμορραγικών διηθήσεων και ποικίλου βαθμού ερυθρών θρόμβων και ως συμπέρασμα μυοκάρδιο με πρόσφατες και σχετικά παλαιότερες ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις. Ιστοτεμάχια πνεύμονα με στοιχεία οιδήματος, κατά θέσεις με παρουσία ίνωσης ~και φλεγμονωδών διηθήσεων. Πολυοργανικές αλλοιώσεις, εικόνα συμβατή με σύνδρομο πολυοργανικής δυσλειτουργίας, σύνδρομο διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης. Περαιτέρω, με το με αριθμό 242/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, κρίθηκε αναγκαίο προς ασφαλή διάγνωση και για να προσδιοριστούν οι συγκεκριμένες τυχόν ευθύνες και ο επιμερισμός αυτών μεταξύ των ιατρών που εξέτασαν τη θανούσα να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από έναν ιατρό με ειδικότητα στην αιματολογία και από έναν ιατρό με ειδικότητα στην μαιευτική – γυναικολογία. Ο Ι. Μ. πραγματογνώμονας – αιματολόγος της αιματολογικής κλινικής του νοσοκομείου “Γ. Παπανικολάου” αναφέρει στην πραγματογνωμοσύνη του, μεταξύ άλλων, ότι η Διάχυτη Ενδοαγγειακή Πήξη (ΔΕΠ) είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ενεργοποίηση του συστήματος πήξης που δυνητικά οδηγεί στη θρομβωτική απόφραξη μικρού και μεσαίου μεγέθους αγγείων, γεγονός που οδηγεί στην δυσλειτουργία οργάνων. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, η κατανάλωση αιμοπεταλίων και παραγόντων πήξης μπορεί να προκαλέσει αιμορραγικές επιπλοκές. Η ΔΕΠ είναι πάντα δευτεροπαθής επιπλοκή σε προϋπάρχουσες παθήσεις, κυριότερες εκ των οποίων είναι σοβαρές λοιμώξεις, συμπαγείς όγκοι, αιματολογικές κακοήθειες, τραύματα, καρδιογενή καταπληξία, καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, μαιευτικές επιπλοκές (αποκόλληση πλακούντα, εμβολή αμνιακού υγρού, προεκλαμψία), αγγειακές δυσλειτουργίες. Η θεραπεία της ΔΕΠ είναι πρωτίστως η αντιμετώπιση της υποκείμενης νόσου που πυροδοτεί την ΔΕΠ. Η ΔΕΠ είναι μια κατάσταση για την αντιμετώπιση της οποίας τυπικά είναι υπεύθυνοι οι αιματολόγοι, αλλά οι γιατροί όλων των ειδικοτήτων που ασχολούνται με παθήσεις που μπορεί να προκαλέσουν ΔΕΠ θα πρέπει να είναι υποψιασμένοι για την έγκαιρη διάγνωσή της και την αντιμετώπισή της σε συνεργασία με τους αιματολόγους ή τους παθολόγους σε νοσοκομεία που δεν υπάρχουν αιματολόγοι. Για μια γυναίκα που βρίσκεται στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης, ο γυναικολόγος θα πρέπει να υποπτευθεί ΔΕΠ εάν υπάρχουν αιμορραγικές ή θρομβωτικές εκδηλώσεις σε μια κύηση, όμως, που εμφανίζει επιπλοκές. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, δεν υπήρξε εξωτερική αιμορραγία. Ακόμη, ο ως άνω ιατρός αιματολόγος επισημαίνει ότι ο αριθμός των αιμοπεταλίων της Ν. Σ. ήταν φυσιολογικός που αποτελούσε έναν έμμεσο δείκτη ότι δεν είχε διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των αιμοπεταλίων της ήταν 227000/ΜΙ. Ο Σ. Χ. πραγματογνώμονας μαιευτήρας – γυναικολόγος, αναφέρει στην πραγματογνωμοσύνη του μεταξύ άλλων ότι το ιστορικό της ασθενούς ήταν ελεύθερο αιμορραγιών, η κλινική εικόνα και τα καρδιοτοκογραφικά ευρήματα δεν έθεταν την υπόνοια ασθενούς με σύνδρομο διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης (ΔΕΠ) και επομένως δεν χρειάστηκε να προχωρήσει σε εργαστηριακό έλεγχο ο ειδικευόμενος της μαιευτικής κλινικής. Ο ειδικευόμενος γιατρός της μαιευτικής κλινικής την παρέπεμψε για διερεύνηση, εφόσον υπήρχε θωρακαλγία με συνοδό αίσθημα δυσφορίας εντεινόμενο κατά την κατάκλιση. Η Ν. Σ. παραπέμφθηκε στο ΤΕΠ της Α’ παθολογικής κλινικής. Περαιτέρω, η Α. Λ. – Ο., ιατρός Δημόσιας Υγείας ΕΣΥ, Καρδιολόγος, στην από 26-7- 2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενήργησε αναφέρει ότι το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), της ως άνω ασθενούς είχε μεν φυσιολογικό φλεβοκομβικό ρυθμό, αλλά σε διάφορες απαγωγές παρουσίαζε αλλοιώσεις, οι οποίες έπρεπε να θεωρηθούν ύποπτες. Ο Σ. Π. πραγματογνώμονας ιατρός καρδιολόγος – Διευθυντής ΕΣΥ στο ΓΝΟ “ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ”, αναφέρει στην από 15-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης ότι το ανωτέρω ΗΚΓ εύρημα υποδηλώνει ισχαιμικό επεισόδιο εν εξελίξει και αποτελεί ένα αντικειμενικό στοιχείο που σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα απαιτούσε περαιτέρω διερεύνηση. Ο ιατρός – ειδικός ιατροδικαστής Δ. Γ., υποστηρίζει ότι η αιτία θανάτου ήταν το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, το οποίο έγινε μακροσκοπικά αντιληπτό στην περιοχή του ανώτερου τμήματος του μεσοκοιλιακού διαφράγματος και στο πρόσθιο τμήμα της αριστερής κοιλίας, στις περιοχές, δηλαδή όπου αναγνωρίστηκε η αιμορραγική διήθηση του καρδιακού τοιχώματος. Επιπλέον, ότι το ΔΕΠ εκδηλώθηκε ως αποτέλεσμα της καρδιογενούς καταπληξίας, η οποία επήλθε εξαιτίας του εμφράγματος του μυοκαρδίου και όχι το ανάποδο και ότι αν είχε προηγηθεί η ΔΕΠ του εμφράγματος και η αληθής αιτία ήταν η ΔΕΠ, η ασθενής θα είχε πεθάνει από πνευμονική εμβολή και όχι από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, μάλιστα, θα είχε βρεθεί θρόμβος εντός της πνευμονικής αρτηρίας και συμπερασματικά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ν. Σ. παρουσίασε τυπική συμπτωματολογία οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου καθώς και ΗΚΓφικές αλλοιώσεις, οι οποίες υποδήλωναν την κακή αιμάτωση της καρδιάς και ότι οι υπεύθυνοι γιατροί όφειλαν να νοσηλεύσουν την εν λόγω ασθενή τουλάχιστον στη βραχεία νοσηλεία αρχικα και μέχρι να γίνουν γνωστά και τα δεύτερα δείγματα αίματος, μετά έξι ώρες από την προσέλευσή της και στη συνέχεια μαζί με την άνοδο της τιμής της τροπονίνης, να την οδηγήσουν στη μονάδα εμφραγμάτων. Ωστόσο, ο πόνος του εξελισσόμενου εμφράγματος δεν είναι μια ήπια ενόχληση, αντιθέτως είναι έντονος με διάρκεια (βλ. πραγματογνωμοσύνη της Α. Ο. – Λ., καρδιολόγου ιατρού Δημόσιας Υγείας ΕΣΥ). Σημειωτέον, ότι στην ιατροδικαστική έκθεση της ιατροδικαστή Ε. Κ. αναφέρεται μόνο παλαιό έμφραγμα και στην από 31-10-2019 προανακριτική της εξέταση κατέθεσε ότι η ισχαιμία του μυοκαρδίου και η διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη είναι δύο διαφορετικές αυτοτελείς αιτίες θανάτου και ότι από την εμπειρία που έχει, τα περιστατικά που έχει συναντήσει καθώς και αναφορές από τη διεθνή βιβλιογραφία δεν είναι δυνατόν η ισχαιμία του μυοκαρδίου να προκαλεί ΔΕΠ (διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη) ή το αντίστροφο, δηλαδή η ΔΕΠ να προκαλεί ισχαιμία. Η ιατρός – ειδική ιατροδικαστής Α. Χ. στην από 4-4-2022 ιατροδικαστική γνωμοδότησή της αναφέρει ότι η αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων στο αιμοδιάγραμμα από τα ΤΕΠ με Α/Α 2024 την 6-9-2016 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ν. Σ. έπασχε από λοίμωξη του αναπνευστικού και ότι παθογένεια στους πνεύμονες επιβεβαιώνει και η ιστολογική εξέταση της Ν. Σ., όπου (ιστολογική εξέταση) αναγράφεται η ύπαρξη ερυθρών θρόμβων σε όλα τα ιστοτεμάχια που στάλθηκαν για εξέταση, χαρακτηριστικό διαγνωστικό γνώρισμα της Διάχυτης Ενδοαγγειακής Πήξης. Σε κάθε περίπτωση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα της Ν. Σ. ήταν ύποπτο, αλλά όχι παθολογικό την ώρα που έγινε και πράγματι έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης, την οποία ήδη διενεργούσαν όλοι οι κατηγορούμενοι, θεωρώντας, μάλιστα, ότι αυτή παραμένει στον ασφαλή χώρο του ΤΕΠ της Α’ παθολογικής κλινικής. Οι εξετάσεις της Ν. Σ. ήταν σε εξέλιξη και τα αρχικά εξωτερικά συμπτώματά της δεν υφίσταντο πλέον, γεγονός που παραδέχεται και ο μάρτυρας Α. Μ., ο οποίος, μάλιστα, την άφησε μόνη της στο σπίτι τους από ώρα 10.00 μέχρι 14.00, ακριβώς διότι δεν είχε πλέον κανένα ανησυχητικό εξωτερικό σύμπτωμα. Οι ζωτικές της λειτουργίες ήταν φυσιολογικές, δεν είχε επιβαρυμένο ιστορικό, ήταν 28 ετών και έγκυος 38 εβδομάδων, ήτοι σε μια ιδιαίτερη κατάσταση που, μάλιστα, δικαιολογούσε καταρχήν αλλοιώσεις στο ΗΚΓ, για τις οποίες, όμως, δεν αδιαφόρησαν οι κατηγορούμενοι και γι’ αυτό ζήτησαν εξετάσεις αίματος για διερεύνηση τροπονίνης και καρδιακών ενζύμων, οι τιμές των οποίων ήταν τελικά φυσιολογικές και προφανώς θα προέβαιναν σε επαναληπτικές εξετάσεις και θα αντιμετώπιζαν ο,τιδήποτε άλλο στην πορεία ανέκυπτε. Οι κατηγορούμενοι θεωρούσαν ότι η Ν. Σ. βρίσκεται στον χώρο αναμονής του ΤΕΠ της Α’ παθολογικής κλινικής με τον συνοδό της και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε λόγος βραχείας νοσηλείας. Περαιτέρω, ο όρος διάγνωση στην ιατρική είναι η αναγνώριση της φύσης και της αιτίας ενός συγκεκριμένου φαινομένου, ήτοι η εύρεση της ασθένειας ενός ασθενή βάσει των συμπτωμάτων που αυτός παρουσιάζει και των σχετικών ενδείξεων. Η διάγνωση αποτελεί δύσκολο εγχείρημα παρόλο που υπάρχουν σχετικά σαφείς οδηγίες και διεθνώς αναγνωρισμένα διαγνωστικά κριτήρια καθώς πολλά συμπτώματα που συμπεριλαμβάνονται στα διαγνωστικά κριτήρια μιας διαταραχής μπορεί να συμπίπτουν με εκείνα άλλων ετερογενών διαταραχών που μπορεί να συνυπάρχουν και αποτελούν τροχοπέδη στη διαγνωστική διαδικασία. Για να καταλήξει δε κάποιος ιατρός σε ασφαλή διάγνωση θα πρέπει να έχει το ιστορικό του ασθενούς, να εξετάσει κλινικά τον ασθενή και να έχει στη διάθεσή του όλα τα απαραίτητα εργαστηριακά αποτελέσματα. Όταν ολοκληρωθεί το ως άνω πρωτόκολλο τότε μόνο ο ιατρός μπορεί να προβεί σε ασφαλή διάγνωση. Η λάθρα αποχώρηση της ασθενούς από το νοσοκομείο και η μετάβασή της στο σπίτι της, επειδή ένιωθε πλέον καλά, είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή της από τον ασφαλή χώρο του νοσοκομείου, όπου θα της είχε ευχερώς και εγκαίρως παρασχεθεί η ενδεδειγμένη Ιατρικά βοήθεια, χωρίς να είναι βέβαιο σε ποιο ποσοστό θα μπορούσε να αποφευχθεί το μοιραίο. Ο ιατροδικαστής Δ. Γ. αναφέρει στην ιατροδικαστική του γνωμοδότηση (σελ. 17) ότι οι πιθανότητες επιβίωσης στην περίπτωση που η Ν. Σ. νοσηλευόταν τουλάχιστον στην βραχεία νοσηλεία θα ήταν δραματικά αυξημένες και συνεχίζει αναφέροντας ότι η παρουσία της Ν. Σ. στον χώρο του ΤΕΠ θα επέτρεπε την διενέργεια ιατρικών χειρισμών (διασωλήνωση και απινίδωση), καθώς και την χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων τα οποία θα την διατηρούσαν στη ζωή και θα μπορούσε να γεννήσει επιπλέον και το τέκνο της. Ο Α. Μ. εξεταζόμενος προανακριτικά την 6-9-2022, οπότε επήλθε ο θάνατος της συντρόφου του και του εμβρύου που αυτή κυοφορούσε, ερωτηθείς σχετικά κατέθεσε ότι δεν θεωρεί υπεύθυνο κάποιον γιατρό, η δήλωσή του αυτή, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι είναι οδοντίατρος, ήτοι έχει κατά την κοινή πείρα και λογική τις βασικές γνώσεις ανατομίας και παθολογίας, έχει βαρύνουσα σημασία. Δεν προκύπτει, λοιπόν, ότι ο θάνατος της Ν. Σ. συνδέεται αιτιωδώς με αμελή συμπεριφορά των κατηγορούμενων ιατρών, είτε πράξη είτε παράλειψη για την οποία να είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση καθώς όλοι τους ήταν σε διαδικασία διερεύνησης και η ασθενής βρισκόταν, χωρίς τα αρχικά εξωτερικά συμπτώματα, στον ασφαλή χώρο του ΤΕΠ της Α’ παθολογικής κλινικής του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι άπαντες οι κατηγορούμενοι πρέπει να αθωωθούν για την άδικη πράξη που τους αποδίδεται με το κατηγορητήριο”.
Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης αυτής, ο Αντεισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης Νικόλαος Δεληδήμος άσκησε, ενώπιον της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την αθωωτική απόφαση, με το ίδιο (εναιίο) δικόγραφο τις με αριθμούς 606, 607 και 608/18.97.2022 εφέσεις του, μία για κάθε κατηγορούμενο. Με την έκθεση των ως άνω εφέσεων του Αντεισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, οι οποίες παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο εκκαλών Αντεισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης ζήτησε την εξαφάνιση της παραπάνω αθωωτικής απόφασης αναφέροντας, κατά λέξη, τα εξής: “Στη Θεσσαλονίκη σήμερα, την 18η Ιουλίου 2022, ημέρα Δευτέρα και ώρα 10.00 εμφανίσθηκε στο κατάστημα της Εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης η γραμματέας του τμήματος ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Παπούδη Αντωνία, παρουσία της οποίας ο Νικόλαος Δεληδήμος, Αντεισαγγελέας Εφετών, ζήτησε να συνταγεί η παρούσα έκθεση επί της δηλώσεώς του ότι ασκεί έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 7755/6-7-2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι ανθρωποκτονίας εξ αμελείας (άρθρα 302, 28 ΠΚ) οι κατηγορούμενοι Φ. Θ. του Ζ., Θ. Μ. του Κ., Δ. Ε. του Γ., για το λόγο ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, και μάλιστα εξ εγγράφων, κατά την αποδεικτική διαδικασία και εκήρυξε τους κατηγορούμενους αθώους της προαναφερθείσης πράξεως ενώ εάν είχε χωρήσει ορθή εκτίμησή τους θα έπρεπε να κηρυχθούν αυτοί ένοχοι της αποδοθείσης εις βάρος τους κατηγορορίας με το υπ’αριθμ. 571/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα: Στις 6-9-2016 απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη η Ν. Σ. του Ι., εικοσιοχτώ ετών, κυοφορούσα στον ένατο μήνα, εξαιτίας ισχαιμίας μυοκαρδίου, σύνδρομο πολυοργανικής ανεπάρκειας και σύνδρομο διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης. Στις 4-12-2016 υπεβλήθη έγκληση από τους Ε. Σ. και Ε. Κ. εις βάρος των Φ. Θ., Θ. Μ., Δ. Ε., Γ. Χ. οι οποίοι παραπέμφθησαν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ως υπαίτιοι ανθρωποκτονίας εξ αμελείας της Ν. Σ., κατόπιν δε ακυρώσεως του υπ’ αριθμ. 848/2018 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης με την υπ’ αριθμ. 82/2018 διάταξη της Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, που έκανε δεκτή την υπ’αριθμ. 21/2018 προσφυγή της Φ. Θ. κατ’ αυτού, εξεδόθη το υπ’ αριθμ. 571/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, δυνάμει του οποίου το μεν εκρίθη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εις βάρος του Γ. Χ., το δε απεφάνθη υπέρ της παραπομπής των λοιπών κατηγορουμένων ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας (άρθρα 302 ΠΚ, 28 ΠΚ). Συγκεκριμένα, αποδόθηκε στους κατηγορούμενους Φ. Θ., ειδικευόμενη ιατρό παθολόγο του Γ.Ν. Θεσσαλονίκης “Ιπποκράτειο”, Θ. Μ., ειδικευόμενο ιατρό καρδιολόγο στο ίδιο νοσοκομείο και Δ. Ε., ειδικό ιατρό – διευθυντή καρδιολογίας επίσης του Γ.Ν.Θ. “Ιπποκράτειο”, ότι από έλλειψη της προσοχής, που κατά τις περιστάσεις όφειλαν και ηδύναντο να καταβάλλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους και προκάλεσαν το θάνατο της Ν. Σ. με συγκλίνουσες ως προς το αποτέλεσμα τούτο αμελείς συμπεριφορές που συνίσταντο εκ μέρους της Φ. Θ. στην παράλειψή της να υποδείξει στους ειδικούς ιατρούς την εισαγωγή της ασθενούς Ν. Σ., η οποία είχε διακομισθεί στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ με δύσπνοια, άλγος στη ράχη και αντανάκλαση στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, αιμωδίες αριστερού άκρου και εντονότερο άλγος κατά την κατάκλιση συνοδευόμενη από τον Α. Μ., στην καρδιολογική κλινική και στην παροχή συναίνεσης στην ασθενή και τον συνοδό της να αποχωρήσουν πριν την εξαγωγή των αποτελεσμάτων των εξετάσεων στις οποίες αυτή υποβλήθηκε, εκ μέρους του Θ. Μ. στην όμοια παράλειψη του κατά αγνόηση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, το οποίο εμφάνιζε αλλοιώσεις σε διάφορες απαγωγές και της κλινικής εικόνας της ασθενούς και εκ μέρους του Θ. Ε. στην παράλειψη να εξετάσει την ασθενή, επαφεθείς στις εκτιμήσεις των ειδικευόμενων ιατρών. Το Δικαστήριο, δηλ. το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την, ως είρηται υπ’ αριθμ. 7755/2022 απόφασή του, κήρυξε αθώους τους κατηγορούμενους ως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Προέδρου επί του φακέλλου, καθότι η απόφαση αυτή δεν έχει εισέτι καθαρογραφεί. Κατόπιν τούτων, ιδόντες και το άρθρο 486 παρ. 1 β’ ΚΠοινΔ, εκθέτουμε τα εξής: Από τον συνδυασμό των άρθρων 28 και 302 Π Κ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται αντικειμενικά πρόκληση θανάτωσης άλλου, υποκειμενικά, δε α) μη καταβολή από τον δράστη της επιβαλλόμενης, κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχής την οποία ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις αυτές περιστάσεις να καταβάλλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις επικρατούσες στις συναλλαγές συνήθειες και την κοινή πείρα και λογική, β) δυνατότητα του δράστη, με βάση τις προσωπικές ιδιότητές του, γνώσεις, ικανότητες και περιστάσεις να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προσοχής είτε δε προέβλεψε καθόλου είτε το προέβλεψε ως δυνατό, αλλά πίστεψε ότι δεν θα επέλθει και τα ανωτέρω υπό τον όρο ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης) και του επελθόντος αποτελέσματος. Εν όψει των ανωτέρω, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία εξ αμελείας ασθενούς όταν το αποτέλεσμα του θανάτου, ως συνέπεια ιατρικής πράξης ή παράλειψης, οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων και μη αμφισβητούμενων τέτοιων της ιατρικής επιστήμης και η συμπεριφορά αυτή δεν υπήρξε σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος του και ανάγεται σε νομική υποχρέωση αυτού από επιτακτικούς κανόνες, όπως ο α.ν. 1565/1939, και δη το άρθρο 24 αυτού, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ και ο ν. 3418/2005 και δη τα άρθρα 2 παρ. 3α, 9 παρ. 1, 3 (ΑΠ 1503/2017). Στα τελούμενα με παράλειψη εγκλήματα θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση κατά την οποία, εάν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, εάν είχε γίνει δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, τότε με εγγίζουσα τα όρια της βεβαιότητας πιθανότητα, θα απετρέπετο το εγκληματικό αποτέλεσμα (ΑΠ 1863/2019). Τα ανωτέρω ισχύουν και ως προς τους ειδικευόμενους ιατρούς, οι οποίοι επίσης οφείλουν τις αυτές υποχρεώσεις επιμέλειας και τήρησης των κανόνων της επιστήμης και της ιατρικής δεοντολογίας (ΑΠ 675/2014, ΑΠ 607/2010, ΑΠ 797/2002). Στην ένδικη υπόθεση, από τα στοιχεία της σχηματισθείσης δικογραφίας και την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 6-9-2016 η Ν. Σ., γεννηθείσα στις …1988 εγκυμονούσα επί 38 εβδομάδες, διακομίσθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο “Ιπποκράτειο”, αισθανθείσα αιφνίδια αδιαθεσία με συμπτώματα δύσπνοιας, άλγους στη ράχη με αντανάκλαση στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, αιμωδίες αριστερού και εντονότερο άλγος κατά την κατάκλιση συνοδευόμενη από τον Α. Μ., συμβίο της (βλ. στη σελ. 3η της παρούσης εφέσεως). Λόγω της εγκυμοσύνης εξετάσθηκε αρχικώς από τον Γ. Χ., ειδικευόμενο ιατρό μαιευτικής – γυναικολογίας και, ακολούθως, υπεβλήθη σε ηλεκτροκαρδιογράφημα από τον Θ. Γ., ιατρό “διαλογής”, ειδικευόμενο ενδοκρινολογίας, το οποίο παρά το φυσιολογικό φλεκομβικό ρυθμό παρουσίαζε αλλοιώσεις και διαταραχές επαναπόλωσης με αρνητικά κύματα Τ στις απαγωγές III, aVF, VI, V2, V3 και υποψία ανάσπασης στις προκαρδιεπαγωγές VI, V2 του τμήματος ST, πράγμα που εσήμαινε, κατά τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ενδεχόμενο ισχαιμικό επεισόδιο εν εξελίξει, αποτελούσε αντικειμενικό εύρημα και επέβαλλε περαιτέρω διερεύνηση (βλ. την από 15-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Σ. Π., και την από 26-7- 2017 όμοια της Α. Ο. – Λ., πραγματογνωμώνων διορισθέντων με την υπ’ αριθμ. 175/24-4-2017 πράξη της Πταισματοδίκη του Η’ Τμήματος του Πταισματοδικείου Θεσσαλονίκης). Η περαιτέρω διερεύνηση του ενδεχόμενου συνδρομής ισχαιμικού επεισοδίου εξ εξελίξει επιβάλλετο να γίνει από ειδικό καρδιολόγο και όχι να αφεθεί η αξιολόγηση του περιστατικού στον Θ. Μ., ειδικευόμενο ιατρό καρδιολογίας, ο οποίος πάντως θεώρησε το ηλεκτροκαρδιογράφημα φυσιολογικό και έκρινε σκόπιμη όχι την υποβολή της ασθενούς σε καρδιολογικό έλεγχο, αλλά σε παθολογικό έλεγχο, τα αποτελέσματα του οποίου θα εκτιμώντο από τους καρδιολόγους. Ο Θ. Μ. το μεν επικοινώνησε με τον Δ. Ε., Επιμελητή Β’ της Καρδιολογικής Κλινικής και εφημερεύοντα στο καρδιολογικό τμήμα του τμήματος επειγόντων περιστατικών του Νοσοκομείου, στον οποίο ανέγνωσε το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το δε, ενημέρωσε τη Φ. Θ. ειδικευόμενη παθολόγο και εφημερεύουσα, η οποία οδήγησε την ασθενή κατά προτεραιότητα στα εργαστήρια του παθολογικού τμήματος, έχοντας λάβει γνώση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, όπου οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε επιβεβαίωσαν τις αιτιάσεις της που την ανάγκασαν να διακομισθεί στο Νοσοκομείο. Ουδείς από τους ανωτέρω ιατρούς, ούτε βεβαίως ιατρός “διαλογής” Θ. Γ., εις βάρος του οποίου δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη καίτοι η εσφαλμένη και από αυτόν διάγνωση οδήγησε σε απώλεια πολύτιμου χρόνου (σχετ. η από 26-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ε.α.), διέγνωσε ορθά την κατάσταση της ασθενούς Ν. Σ., καίτοι τούτο ήταν ευχερώς δυνατόν με βάση τους κανόνες της συνήθους επιδεικνυόμενης επιμέλειας του μέσου ιατρού και την εφαρμογή των βασικών και κοινώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης (σχετ. η από 15-7-2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ε.α.), με αποτέλεσμα, αντί να υποβληθεί άμεσα αυτή σε ειδικό καρδιολογικό έλεγχο και να αντιμετωπισθεί το ορατό ενδεχόμενο ισχαιμικού επεισοδίου, ενδεχομένως με την εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας ή, οπωσδήποτε, από ειδικό καρδιολόγο, υποδείχθηκε σε αυτήν να αναμένει τα αποτελέσματα των εξετάσεων (σχετ. η από 15-7-2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ε.α.) και μάλιστα εκτός του χώρου του τμήματος επειγόντων περιστατικών καίτοι ευρίσκετο σε “εξαιρετικά ύποπτη κλινική και εργαστηριακή εικόνα” (σχετ. η από 15-7-2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης ε.α.). Επιπροσθέτως, δεν αποφασίσθηκε, ως επιβάλλετο, η υποβολή της ασθενούς σε επανάληψη της αιμοληψίας μετά την παρέλευση τεσσάρων ωρών από την πρώτη τέτοια, που ήταν απολύτως αναγκαία για τη διερεύνηση τυχόν παθολογικής κίνησης μυοκαρδιακών ενζύμων, που θα επιβεβαίωνε ή θα απέκλειε σε σημαντικό βαθμό τη διάγνωση οξέος στεφανιαίου συνδρόμου (σχετ. η από 15-7-2022, έκθεση πραγματογνωμοσύνης ε.α.). Ακολούθως, ή ασθενής με προτροπή του συμβίου της Μ., ο οποίος επιθυμούσε εντόνως να αποχωρήσουν από το νοσοκομείο προκειμένου να μεταβεί το γρηγορότερο στο οδοντιατρείο που διατηρεί, όπως και έπραξε αφήνοντας ολομόναχη τη συμβία του στην οικία της, αποχώρησε, μετέβη στην οικία της όπου την ανηύρε νεκρή ο εν λόγω Μ., αποβιώσασα λόγω ισχαιμίας του μυοκαρδίου – συνδρόμου διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης. Με βάση τα παραπάνω αντικειμενικά περιστατικά, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ομόφωνα αθώους τους κατηγορούμενους, κατόπιν απαλλακτικής προτάσεως του Εισαγγελέα της έδρας με την υπ’ αριθμ. 7755/6-7-2022 απόφασή του. Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο έσφαλε πολλαπλώς, και συγκεκριμένα: α) Καίτοι ηδύνατο νομίμως να προσδιορίσει ορθά και σαφέστερα τα στοιχεία της αμέλειας, ανεξαρτήτως των αναφερομένων ως τέτοιων στο παραπεμπτικό βούλευμα, υπ’ αριθμ. 571/2020 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (εκ πάλαι: ΑΠ 24/1982, ΑΠ 1061/1983 και έκτοτε παγίως), δίχως δηλαδή τούτο να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της αποδοθείσας κατηγορίας (ΑΠ 490/1996), περιορίσθηκε, ως μη έδει, στο ζήτημα της οικειοθελούς αποχώρησης της ασθενούς και του συνοδού της Μ. από το Νοσοκομείο. Στην πραγματικότητα, όμως, η αμελής συμπεριφορά δεν ήταν η περιγραφόμενη στο, ως είρηται, βούλευμα παράλειψη υπόδειξης εκ μέρους των ειδικευομένων ιατρών στους ειδικούς ιατρούς του ιατρικώς δέοντος (ως προς τον κατηγορούμενο Ε., η κατηγορία είναι η πρέπουσα), αλλά εκ μέρους όλων ανεξαιρέτως των επιληφθέντων ιατρών εσφαλμένη διάγνωση (συμπεριλαμβανομένου ασφαλώς και του μηδέποτε διωχθέντος ποινικά Θ. Γ.), β) Η εσφαλμένη διάγνωση, που παρείδε τα ευρήματα του ηλεκτροκαρδιογραφήματος και τα ορατά συμπτώματα της κλινικής εικόνας της ασθενούς, τα υποδηλούντα “ενδεχόμενο ισχαιμικού επεισοδίου εν εξελίξει”, μη δικαιολογούμενη από τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και απολύτως ασύμβατη με το στοιχειώδες επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, έπρεπε να ερευνηθεί από το Δικαστήριο προκειμένου να κριθεί αν συνδέεται αιτιωδώς με την αποβίωση της ασθενούς και όχι ασφαλώς, όπως εσφαλμένα έγινε, να αποδοθεί το αποτέλεσμα αυτό κατά τρόπο μη υφιστάμενο αιτιακά με την αποχώρησή της από το Νοσοκομείο (οράτε πρακτικά δίκης). Στην πραγματικότητα και βάσει όλων των αποδεικτικών στοιχείων η αποβίωση της Ν. Σ. οφείλεται στην εσφαλμένη διάγνωση των απαλλαγέντων με την εκκαλούμενη απόφαση κατηγορουμένων (ad hoc ΑΠ 797/2002, ΑΠ 1063/2000). γ) Η αποβίωση της ασθενούς, η οφειλόμενη αποκλειστικά στην εσφαλμένη διάγνωση, στην οποία άπαντες οι κατηγορούμενοι υπέπεσαν θα είχε οπωσδήποτε αποφευχθεί, εάν αυτοί αξιολογούσαν ορθά το ηλεκτροκαρδιογράφημα, βάσει του οποίου επιβάλλετο: η επανάληψη των αιματολογικών εξετάσεων μετά παρέλευση τεσσάρων ωρών από την πρώτη εξέταση, η επανάληψη του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, η εξέταση της ασθενούς από ειδικούς καρδιολόγους, η εισαγωγή της σε θάλαμο με δυνατότητα αντιμετώπισης τυχόν ισχαιμικού επεισοδίου, ενέργειες επιβαλλόμενες, εκ των οποίων καμμία δεν έγινε, πλην όμως το Δικαστήριο παρ’ όλα ταύτα, κατέληξε σε απαλλακτική κρίση, δ) Είναι προδήλως εσφαλμένη η κρίση ότι ο θάνατος της θα επέρχετο οπωσδήποτε, δηλαδή ακόμα και εάν είχε παραμείνει αυτή στο νοσοκομείο, κατά τρόπον εμφανίζοντα πλανημένα το γεγονός ως δήθεν αναπόφευκτο, διότι στην περίπτωση αυτή ακόμα θα οφείλετο και πάλι στην εσφαλμένη διάγνωση. Εάν η διάγνωση ήταν ορθή, ως όφειλαν και ηδύναντο να πράξουν οι Θ., Μ. και Ε., δεν θα είχε επέλθει το αποτέλεσμα τούτο υπό καμμία συνθήκη. Επιπροσθέτως, η εσφαλμένη αυτή κρίση που εκτιμά στρεβλά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά μεταθέτει αδόκιμα, ως ήδη προεξετέθη, την αμελή συμπεριφορά από το πεδίο της διάγνωσης των ιατρών σε εκείνο της επιτρεπτής αποχώρησης της ασθενούς από το Νοσοκομείο, κατά τρόπο που η παραδοχή του ως άνω ενδεχομένου να αποκλείει την παραδοχή του άλλου. Εν τούτοις, η αποχώρηση της ασθενούς οφείλεται και αυτή στην εσφαλμένη διάγνωση, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η ίδια και ο επειγόμενος να μεταβεί στο ιατρείο του συνοδός και συμβίος αυτής Μ. αποχώρησαν “λάθρα” ως ανεγράφη στο βιβλίο ασθενών. Επομένως, εάν είχε χωρήσει ορθή διάγνωση εκ μέρους των ιατρών η ασθενής ούτε θα ανέμενε, σαν να επρόκειτο για επισκέπτρια, στο χώρο του νοσοκομείου την έκδοση των αποτελεσμάτων στις οποίες είχε ήδη υποβληθεί αλλά, αντιθέτως θα είχε τεθεί υπό την φροντίδα ειδικών καρδιολόγων.
Συνεπώς, και κατά τούτο έσφαλε η κρινόμενη απόφαση. ε) Η εκκαλούμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, υπ’ αριθμ. 7755/2022, δεν έλαβε διόλου υπόψιν την από 26-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της Α. Ο. – Λ. ούτε την από 15- 7-2022 όμοια του Σ. Π., καρδιολόγου – διευθυντή στο Γ.Ν.Θ. “Αγιος Παύλος”, στις οποίες εναργέστατα γίνεται αναφορά, ως ήδη προεξετέθη στον οικείο τόπο, περί συμπτωματολογίας και ευρημάτων υποδηλούντων “ενδεχόμενο ισχαιμικό επεισόδιο εν εξελίξει (Π.) που “έπρεπε να θεωρηθούν ύποπτες και να θορυβήσουν ακόμη και έναν ιατρό στην αρχή της ειδίκευσής του” (Ο. – Λ.), σύστοιχες κατά περιεχόμενο και συμπέρασμα με την από 11-11-2019 όμοια του Ι. Μ., Επιμελητή του Α’ Νοσοκομείου “Γ. Παπανικολάου” διορισθέντος με την υπ’ αριθ. 3149/1-10-2019 αρμοδίως εκδοθείσα πράξη. Εν κατακλείδι, από τα συλλεγέντα κατά την προδικασία και τα προσκομισθέντα κατά την κύρια διαδικασία αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε η πλήρωση των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας (άρθρα 302 και 28 Π Κ, άρθρο 302 παρ. 1 προϊσχύσαντος ΠΚ, ταυτιζόμενες κατά περιεχόμενο, ΑΠ 1863/2019) και δη άνευ συνειδήσεως αμέλειας (ΑΠ 865/2018) και έπρεπε το δικάσαν Δικαστήριο, προβαίνοντας σε ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση τούτων, να κηρύξει ενόχους τους κατηγορουμένους, πειθόμενο για την ενοχή τούτων”.
Κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου συζήτηση των εφέσεων αυτών του Αντεισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, οι εφεσίβλητοι τότε-κατηγορούμενοι και ήδη καθ’ων η αίτηση αναίρεσης προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου, επειδή, κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν περιέχει την απαιτούμενη από το άρθρο 487 του ΚΠΔ αιτιολογία. Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά και την όμοια πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, δέχθηκε την ένσταση αυτή των εφεσίβλητων -κατηγορουμένων και απέρριψε ως απαράδεκτες, λόγω αοριστίας τους, τις με αριθμούς 606, 607 και 608/18.97.2022 εφέσεις του Αντεισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, που ασκήθηκαν μία για κάθε κατηγορούμενο, με ενιαίο δικόγραφο, κατά της ως άνω αθωωτικής πρωτόδικης απόφασης, με την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: “Με το παραπάνω περιεχόμενο η εισαγγελική έφεση δεν περιέχει την απαιτούμενη κατά την έννοια του άρθρου 487 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι δεν εκτίθενται σ’ αυτή συγκεκριμένες πλημμέλειες της εκκαλούμενης αθωωτικής απόφασης ούτε πραγματικά περιστατικά που να οδηγούν στην ενοχή των κατηγορουμένων, αφού όπως προαναφέρθηκε δεν αρκεί για την αιτιολόγηση αυτής η παράθεση μόνο των αποδεικτικών στοιχείων και η επίκληση εσφαλμένης εκτίμησης αυτών, αλλά απαιτείται εκτεταμένη αντίκρουση κάθε μερικότερης απαλλακτικής νομικής και πραγματικής παραδοχής της εκκαλούμενης απόφασης. Ειδικότερα, ενώ ως λόγος έφεσης προβάλλεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν μνημονεύονται έστω και κατ’είδος τα αποδεικτικά αυτά μέσα και οι συγκεκριμένες πλημμέλειες ως προς την αξιολόγηση των αποδείξεων, καθώς και τα κατ’ ορθή εκτίμηση αυτών πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία με βάση τα οποία συντρέχουν οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι της αξιόποινης πράξης για την οποία κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι, αλλά ο εκκαλών Εισαγγελέας εξήγαγε την κρίση του από μεμονωμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε επιλεκτικά υπόψη. Ειδικότερα, στην υπό κρίση έφεση γίνεται αναφορά μόνο σε τρεις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και συγκεκριμένα, στην από 26-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της Α. Ο. – Λ., στην από 15-7- 2022 όμοια του Σ. Π., καρδιολόγου – διευθυντή στο Γ.Ν.Ο. “Αγιος Παύλος” και στην από 11-11-2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ι. Μ., Επιμελητή του Α’ Νοσοσκομείου “Γ. Παπανικολάου”. Ομως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο προκειμένου να οδηγηθεί στην απαλλακτική του κρίση έλαβε υπόψη του, εκτός από τα αποδεικτικά αυτά μέσα και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν τόσο του κατηγορητηρίου όσο και εκείνων που προσκόμισαν οι συνήγοροι υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής, καθώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων. Τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστήριο στην αθωωτική κρίση του προέκυπταν από το σύνολο των πιο πάνω αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία ουδόλως αναφέρονται στην εισαγγελική έφεση, ούτε αντικρούεται με συλλογισμούς η κρίση περί της αθωότητας των κατηγορουμένων, ώστε να προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εκτίμησε εσφαλμένα τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση έφεση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας”.
Όμως, η επί τη βάσει των προαναφερομένων, αιτιολογία των εφέσεων αυτών του Αντεισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης κατά της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης (487 ΚΠΔ), διότι, θεμελιώνει επαρκώς τον λόγο των έφέσεών του, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αφού εκτίθενται σ` αυτήν, ποιες είναι οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής απόφασης περί την εκτίμηση των αποδείξεων, σχετικώς με τον προσδιορισμό της αμελούς συμπεριφοράς των κατηγορουμένων ιατρών και από ποια συγκεκριμένα περιστατικά δικαιολογείται η άσκηση των εφέσεων. Ειδικότερα, αναφέρονται στις ως άνω εφέσεις τα σφάλματα (πλημμέλειες) της εκκαλούμενης απόφασης, καθόσον αφορά τον ορθό και σαφή προσδιορισμό των στοιχείων της αμέλειας των κατηγορουμένων ιατρών και τη σύνδεσή της με τον επελθόντα θάνατο της ασθενούς. Πιο συγκεκριμένα, ο εκκαλών Εισαγγελέας επικαλείται ότι, καθόσον μεν αφορά τους δύο πρώτους ειδικευόμενους ιατρούς, οι οποίοι έχουν τις αυτές με τους ιατρούς υποχρεώσεις επιμέλειας και οφείλουν την τήρηση των κανόνων της επιστήμης και της ιατρικής δεοντολογίας (άρθρ. 24 α.ν. 1565/1939) όπως προέκυπτε από τα αποδεικτικά στοιχεία που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, η αμέλειά τους συνίστατο στην εσφαλμένη αξιολόγηση (“διάγνωση”) των ευρημάτων του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, των ορατών συμπτωμάτων της ασθενούς σε κατάσταση εγκυμοσύνης στην 38η εβδομάδα κύησης, τα οποία, έστω και αν αυτά προσωρινά είχαν υποχωρήσει, όφειλαν και μπορούσαν να τα αξιολογήσουν ως ύποπτα για ισχαιμικό επεισόδιο εν εξελίξει καθώς και στην παράλειψη ενεργειών στις οποίες όφειλαν και μπορούσαν να προβούν και τις οποίες παρέλειψαν με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος της ασθενούς και του κυοφορούμενου, ο οποίος θα είχε αποφευχθεί, αν αυτοί επεδείκνυαν την επιμέλεια που όφειλαν ως ειδικευόμενοι ιατροί και μπορούσαν να καταβάλλουν, αντικρούοντας τους αντίθετους συλλογισμούς της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης. Καθόσον δε αφορά τον τρίτο κατηγορούμενο ειδικό καρδιολόγο Δ. Ε., ο εκκαλών Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης επισημαίνει ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, η αμέλεια του εν λόγω ειδικού καρδιολόγου ιατρού συνίστατο πρωτίστως στην παράλειψή του να εξετάσει ο ίδιος την ασθενή, αρκούμενος στις αναφορές από τον ειδικευόμενο καρδιολόγο Θ. Μ., παραλείποντας ως εκ τούτου, να δώσει τις δέουσες οδηγίες στον τελευταίο για εισαγωγή της ασθενούς στην κατάλληλη κλινική. Επισημαίνει δε περαιτέρω, ο εκκαλών Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης το σφάλμα (πλημμέλεια) της εκκαλουμένης αθωωτικής απόφασης που παρέλειψε να ερευνήσει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της εσφαλμένης διάγνωσης των ιατρών (αμέλεια) και της αποβίωσης της ασθενούς, ενώ συνέδεε εσφαλμένα την τελευταία (αποβίωση) με την αποχώρησή της από το νοσοκομείο, στην οποία (αποχώρηση) μετέθεσε την αμέλεια των ιατρών και τη συνέδεσε με τον επελθόντα θάνατό της, κρίνοντας ότι δεν συνέτρεξε η αμέλειά τους, επειδή η τελευταία αποχώρησε οικειοθελώς από το νοσοκομείο, αντί με βάση όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, να προσδιορίσει ορθώς και σαφώς την αμέλεια των κατηγορουμένων ιατρών στην εσφαλμένη εκ μέρους τους αξιολόγηση (“διάγνωση”) των ευρημάτων και των συμπτωμάτων (κλινικής εικόνας) και ακολούθως στις παραλείψεις των οφειλομένων ιατρικών ενεργειών στις οποίες όφειλαν και μπορούσαν να προβούν. Τέλος δε, επισημαίνει ο εκκαλών Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης το σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης που με επάλληλη αθωωτική αιτιολογία δέχθηκε ότι ο θάνατος θα ήταν αναπόφευκτος, ακόμη και αν αυτή είχε παραμείνει στο νοσοκομείο και ότι συνεπώς, αλυσιτελώς προβάλλεται οποιαδήποτε αμέλεια των κατηγορουμένων ιατρών, επειδή δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια της αμέλειάς τους με τον επελθόντα θάνατο, αντικρούοντας την αθωωτική αυτή επάλληλη κρίση της εκκαλουμένης περί ελλείψεως αιτιώδους συναφείας της συμπεριφοράς των κατηγορουμένων με το θάνατο της ασθενούς, με τον συλλογισμό ότι με βάση τα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το ισχαιμικό επεισόδιο που ήταν στην αρχή της εξέλιξής του θα μπορούσε να είχε αντιμετωπισθεί επιτυχώς, αν ο καθένας εκ των κατηγορουμένων ιατρών προέβαινε στις προαναφερόμενες απαιτούμενες ενέργειες, που επιβάλλονταν και η ασθενής είχε εισαχθεί σε θάλαμο, υπό την φροντίδα των ειδικών ιατρών και συνεπώς, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ο θάνατός της, που δεν ήταν αναπόφευκτος. Περαιτέρω, χωρίς καμία αμφιβολία προκύπτει ότι ο Αντεισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έστω και αν δεν τα μνημονεύει κατά το είδος τους, αφού δεν εξαιρεί κανένα από αυτά. Το τελευταίο προκύπτει από τη σελ.6 των εφέσεών του, όπου ρητώς αναφέρει τη φράση: “…βάσει όλων των αποδεικτικών στοιχείων…” και από το τέλος των εφέσεών του, όπου ρητώς αναφέρει τη φράση “…Εν κατακλείδι, από τα συλλεγέντα κατά την προδικασία και τα προσκομισθέντα στην κύρια διαδικασία αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε η πλήρωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας (άρθρα 302 και 28 ΠΚ, άρθρο 302 παρ.1 προϊσχύσαντος ΠΚ, ταυτιζόμενες κατά περιεχόμενο ΑΠ 1863/2019) και δη, άνευ συνειδήσεως αμελείας (ΑΠ 865/2018) και έπρεπε το δικάσαν Δικαστήριο, προβαίνοντας σε ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση τούτων να κηρύξει ενόχους τους κατηγορουμένους, πειθόμενο για την ενοχή αυτών”. Η ειδικότερη δε αναφορά του εκκαλούντος Εισαγγελέως, τόσο στην από 26.07.2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της Α. Ο.-Λ., καρδιολόγου, όσο και στην από 15.07.2022 όμοια του Σ. Π., καρδιολόγου διευθυντή του Γ.Ν. “Ο Αγιος Παύλος”, αλλά και στην από 11.11.2019 όμοια του Ι. Μ., επιμελητού Α’του νοσοκομείου “Γ.Παπανικολάου”, που διατάχθηκαν αρμοδίως και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, δεν σημαίνει ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα εκτίθενται επιλεκτικά σε σχέση με άλλα, που δεν παρατίθενται ή ότι επειδή εξαίρονται οι ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, δεν ελήφθησαν υπόψη και τα υπόλοιπα, τα οποία δεν εξαίρονται.
Συνεπώς, όφειλε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτές με βάση το άρθρο 487 ΚΠΔ, τις ως άνω εφέσεις του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, αφού ήταν πλήρως ορισμένες και μετά την τυπική παραδοχή τους, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να εξετάσει εκ νέου την ουσία της υπόθεσης. Κατ’ακολουθίαν, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με το να απορρίψει, με την προσβαλλόμενη αποφασή του, ως απαράδεκτες, τις με αριθμούς 606, 607 και 608/18.07.2022 εφέσεις του Αντεισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, που ασκήθηκαν με το ίδιο (ενιαίο) δικόγραφο, αντί να τις κρίνει παραδεκτές και να προχωρήσει στην κατ` ουσία εξέταση της υπόθεσης, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της παράνομης απόρριψης έφεσης και της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας και οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ και Θ` του Κ.Π.Δ., λόγοι αναίρεσης είναι βάσιμοι και ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 1326/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 1326/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2024.
Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 845/2024 Αναίρεση αθωωτικής απόφασης ιατρών για ανθρωποκτονία εξ αμελείας
Πηγή :