Αριθμός 851/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη-Εισηγήτρια, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: …, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην …., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Αλέξανδρο Σταυράκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. Ξ. του Γ., κατοίκου …, ως καθολικού διαδόχου της αποβιωσάσης αρχικής διαδίκου, Χ. χήρας Φ. Ξ., στη θέση της οποίας έχει υπεισέλθει, ως εκ διαθήκης κληρονόμος της, 2) Β. Ξ. του Δ. και της Σ. Μ., κατοίκου ….., 3) Ε., συζύγου Μ. Κ., το γένος Ι. και Β. Ξ., κατοίκου της Πολιτείας της … των Η.Π.Α., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευαγγελία Αυγουστοπούλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2012 αγωγή της αποβιωσάσης αρχικής διαδίκου Χ. χήρας Φ. Ξ.., και των Β. θυγ. Δ. Ξ. και Ε. συζ. Μ. Κ. που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 143/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 147/2019 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 20-5-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου η από 20-5-2019 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αριθ. 147/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Η διαδικαστική πορεία της υποθέσεως, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ’ επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Με την από 10-1-2012 αγωγή τους οι ενάγουσες, στη θέση της πρώτης των οποίων μετά το θάνατό της στις 21-9-2018 υπεισήλθε ο πρώτος αναιρεσίβλητος ως εκ διαθήκης κληρονόμος της, επικαλούμενες πρωτότυπο και παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας, εξέθεταν ότι είναι συγκύριες κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου καθεμία του περιγραφομένου ακινήτου και ότι στις πρώτες εγγραφές στα οικεία κτηματολογικά βιβλία το πιο πάνω ακίνητο εμφανίζεται ως ανήκον στην αποκλειστική κυριότητα του εναγομένου …, ως εμπίπτον στη ζώνη παλιού αιγιαλού. Ζητούσαν δε, ν’αναγνωριστούν συγκύριες κατά το ως άνω ποσοστό του περιγραφομένου ακινήτου και να διορθωθεί αντιστοίχως η πρώτη κτηματολογική εγγραφή, στα οικεία Κτηματολογικά βιβλία. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 143/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, με την οποία εκτιμήθηκε ότι στο αίτημα της αγωγής περιεχόταν και αυτό της αναγνώρισης του δικαιοπαρόχου της πρώτης ενάγουσας, ως συγκυρίου του επιδίκου και κρίθηκε νόμω βάσιμη η αγωγή και εν συνεχεία έγινε εν μέρει δεκτή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και αναγνωρίστηκε ότι κατά το χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στο Δημοτικό Διαμέρισμα ‘Αργους (πρώην Δήμο Άργους) του Δήμου ‘Αργους του Νομού Αργολίδας είχαν αποκτήσει: α) την πλήρη κυριότητα επί του περιγραφομένου στο σκεπτικό ακινήτου, το οποίο έχει καταχωρηθεί στο Εθνικό Κτηματολόγιο με τον …, ο Φ. Ξ. του Δ. (δικαιοπάροχος της πρώτης ενάγουσας) και η δεύτερη ενάγουσα Β. Ξ. του Δ. κατά το ένα τρίτο εξ αδιαιρέτου ο καθένας και β) την ψιλή κυριότητα επί του ενός τρίτου εξ αδιαιρέτου η τρίτη ενάγουσα Ε. σύζυγος Μ. Κ., το γένος Ι. Ξ.. Επίσης με την ίδια ως άνω απόφαση διατάχθηκε και η αντίστοιχη διόρθωση στα κτηματολογικά βιβλία. Επί της αποφάσεως αυτής το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 13-10-2016 έφεση με την οποία ζητούσε την καθ’ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων η προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. 147/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ουσίαν η έφεση. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή, αναγνωριστική ή διεκδικητική, ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον. Η διατύπωση του αιτήματος για την διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή ως αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών έχει άμεση σχέση και συναρτάται με τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και συγκεκριμένα αν αυτός συνέβη πριν ή μετά την έναρξη λειτουργίας του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Και αυτό γιατί η κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή έχει την ιδιαιτερότητα ότι, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύνταξης του σχετικού εγγράφου για την αποδοχή κληρονομιάς, αυτή ανατρέχει πάντοτε στο χρόνο επαγωγής (ex tunc) που είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου κατά τα άρθρα 1193, 1195, 1198, 1199 και 1845 ΑΚ, άσχετα με τον χρόνο μεταγραφής ή εγγραφής του σχετικού εγγράφου αποδοχής κληρονομιάς.
Συνεπώς, αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, δηλαδή ο αποβιώσας κατά τον χρόνο έναρξης αυτού ήταν εν ζωή, τότε δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο κληρονομούμενος και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο. Αν αντίθετα ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, τότε δικαιούχοι του εγγραπτέου δικαιώματος είναι οι κληρονόμοι αυτού, δεδομένου ότι δεν νοείται να είναι φορέας εμπράγματων δικαιωμάτων πρόσωπο που δεν υπάρχει και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή στο κτηματολογικό φύλλο των κληρονόμων του αποβιώσαντος με αιτία κτήσης την κληρονομική διαδοχή και τίτλο κτήσης την ήδη εγγραφείσα κατ’ άρθρο 7Α πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας (ΑΠ 690/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο από τον αριθμ. 1α του άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του κανόνος δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και η νομική αοριστία της αγωγής που συντρέχει αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή (ΑΠ 447/2021, ΑΠ 104/2020). Εξάλλου, συμφώνως προς τον αριθμ. 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Αίτηση με την έννοια αυτή θεωρείται όχι οποιαδήποτε αίτηση που υποβάλλεται από τους διαδίκους προς το δικαστήριο κατά την διαδρομή του δικαστικού αγώνα, αλλά μόνο εκείνη που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης. Όταν το δικαστήριο της ουσίας, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα κατά νόμο χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, με βάση το σύνολο των εκτιθέμενων σ’ αυτήν πραγματικών περιστατικών, ως παραγωγικών του επιδίκου δικαιώματος και προσδίδει στην ένδικη έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, έστω και αν καταλήγει σε νομικό συμπέρασμα διαφορετικό από το προβαλλόμενο από τον ενάγοντα ή από εκείνο που θεωρεί ορθό ο εναγόμενος, από τις σχετικές απόψεις των οποίων δεν δεσμεύεται, δεν επιδικάζει κάτι που δεν ζητήθηκε, ώστε να δημιουργείται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλ’ υπάγει απλώς στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου τα προταθέντα από τον ενάγοντα (ΑΠ 1224/2017, ΑΠ 1487/2005). Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το αναιρεσείον προσάπτει στο Μονομελές Εφετείο Ναυπλίου, ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1α και 9 Κ.Πολ.Δ., διότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 6 παρ. 2 και 3 του ν. 2664/1998, 1193, 1195, 1198, 1199 και 1845 Α.Κ. και επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε, υπό την έννοια, ότι οι ενάγουσες ζήτησαν ν’ αναγνωριστούν συγκύριες του επιδίκου ακινήτου, κατά το αναφερόμενο ποσοστό, ενώ το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε την συγκυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου του αποβιώσαντος μετά την έναρξη της λειτουργίας του οικείου κτηματολογικού γραφείου δικαιοπαρόχου της πρώτης ενάγουσας Φ. Ξ. του Δ. και αναγνώρισε αυτόν ως συγκύριο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογικού γραφείου. Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου, οι ενάγουσες ιστορούσαν ότι κατέστησαν συγκυρίες σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου εκάστη του περιγραφόμενου ακινήτου – αγροτεμαχίου μετά των επ’ αυτού κτισμάτων, αξίας 24.300 ευρώ, το οποίο βρίσκεται στη θέση “…” της Δ.Ε. Ν. …. Ότι οι δεύτερη και τρίτη των εναγουσών και ο ως άνω Φ. Ξ. κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου με παράγωγο, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο. Ότι στις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία το ανωτέρω ακίνητο έλαβε τον … και εμφανίζεται ως ανήκον στην αποκλειστική κυριότητα του εναγόμενου, διότι με την υπ’ αριθμ. 2149/1994 απόφαση του Νομάρχη Αργολίδας, που έχει δημοσιευθεί νόμιμα (ΦΕΚ Δ’ 1346/22-12-1994), όπως αυτή διορθώθηκε (ΦΕΚ Δ’ 190/1995), περιελήφθη εσφαλμένα στη ζώνη του παλαιού αιγιαλού και, παρά τις προσπάθειές τους, δεν έγινε ο επανακαθορισμός του αιγιαλού. Ότι ο Φ. Ξ. του Δ. απεβίωσε στις 21.7.2009 και κληρονομήθηκε με βάση την από 17.11.2006 ιδιόγραφη διαθήκη του, που έχει δημοσιευθεί νόμιμα, κατέλειπε δε το ιδανικό του μερίδιο, στο ως άνω ακίνητο, στην πρώτη των εναγουσών, η οποία αποδέχθηκε την κληρονομιά με την αναφερόμενη πράξη αποδοχής κληρονομίας. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγουσες ζήτησαν να αναγνωριστεί η συγκυριότητα τους στο περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο και να διορθωθεί αντίστοιχα η πρώτη εγγραφή ως προς αυτό στα οικεία Κτηματολογικά Βιβλία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, εκτίμησε ότι με βάση το πιο πάνω ιστορικό της αγωγής οι ενάγουσες ζητούσαν “α) ν’ αναγνωρισθεί ότι κατά τον χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή το επίδικο ανήκε στην δεύτερη και τρίτη των εναγουσών και τον δικαιοπάροχο της πρώτης εξ αυτών, κατά το ένα τρίτο εξ αδιαιρέτου στον καθένα και β) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, έτσι ώστε, αντί του εναγομένου ν’ αναγραφούν ως κύριοι του ακινήτου οι δεύτερη και τρίτη εξ αυτών και ο δικαιοπάρχος της πρώτης…” και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως από το ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ως προς το ζήτημα της εκτιμήσεως του αιτήματος της αγωγής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα εξής: “Περαιτέρω και όσον αφορά την ως άνω εκτίμηση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι με το πρώτο αίτημα της αγωγής ζητείτο η αναγνώριση της συγκυριότητας των δύο τελευταίων εναγουσών και του δικαιοπαρόχου της πρώτης εξ αυτών επί του επιδίκου ακινήτου, τούτο κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ότι πράγματι περιέχεται ως έλασσον στο μείζον αίτημα της αναγνώρισης όλων των εναγουσών ως συγκυριών του επιδίκου, καθόσον σύμφωνα με όσα παρατίθενται στην μείζονα σκέψη … η πρώτη αρχικώς ενάγουσα επικαλείται με το αγωγικό δικόγραφο δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συζύγου της, καθώς και ότι ο θάνατος του κληρονομούμενου επήλθε την στις 21.7.2009, ήτοι μετά την έναρξη της ισχύος του κτηματολογίου.
Συνεπώς, εφόσον επίσης κατά τα ανωτέρω, δικαιούχος του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο εν λόγω θανών, τα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο στο σχετικό, αριθμούμενο ως τέταρτο (Α 4) λόγο έφεσης, περί του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δίκασε πέραν του αιτηθέντος, για το λόγο ότι η πρώτη ενάγουσα ζητούσε να αναγνωρισθεί ως συγκυρία η ίδια και ενόψει τούτου έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτήν, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, καθόσον περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο τα απαραίτητα στοιχεία για το περιεχόμενο κατά τα ανωτέρω έλασσον αίτημα της αναγνώρισης του δικαιοπαρόχου αυτής ως συγκυρίου του ακινήτου, χωρίς αφενός να απαιτείται τούτο να αναφέρεται πανηγυρικώς στο αιτητικό της κρνόμενης αγωγής και αφετέρου να υφίσταται υπέρβαση της εξουσίας του Δικαστηρίου από τη συγκεκριμένη εκτίμηση. Ενόψει των ανωτέρω, ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος”. Η προσβαλλόμενη απόφαση, που σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές δέχθηκε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά εκτίμησε ότι με το πρώτο αίτημα της αγωγής ζητείτο η αναγνώριση της συγκυριότητας των δύο τελευταίων εναγουσών και του δικαιοπαρόχου της πρώτης εξ αυτών επί του επιδίκου ακινήτου, ενόψει του ότι το εν λόγω αίτημα περιεχόταν στο μείζον αίτημα της αναγνώρισης όλων των εναγουσών ως συγκυρίων του επιδίκου, καθώς και του ότι η αγωγή περιείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία ως παραγωγικά του επιδίκου δικαιώματος του δικαιοπαρόχου της πρώτης ενάγουσας, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου ούτε επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε και ως εκ τούτου είναι αβάσιμος ο σχετικός λόγος και ως προς τα δύο σκέλη του.
Κατά το άρθρο 1 του α.ν. 2344/1940 “περί αιγιαλού και παραλίας”, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και εξακολουθεί κατά το άρθρο 34 παρ.2 του ν. 2971/2001 να ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή αυτές για τις οποίες η έκθεση επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού και της παραλίας με το διάγραμμα της χάραξής τους, συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν πριν από τη δημοσίευση του νέου νόμου στο ΦΕΚ 285Α/19.12.2001, ο αιγιαλός είναι κοινόχρηστο κτήμα, ανήκει στο Δημόσιο, προστατεύεται και διαχειρίζεται από αυτό (άρθρο 968 ΑΚ). Είναι δε αιγιαλός η χερσαία ζώνη που περιστοιχίζει τη θάλασσα με ανώτατο όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φτάνουν κατά τις συνηθισμένες και όχι έκτακτες αναβάσεις τους τα κύματα της θάλασσας. Μόνος ο καθορισμός του ορίου αυτού από τη διοικητική επιτροπή που προβλέπεται στα άρθρα 2 και 3 του α.ν. 2344/1940, με απόφασή της, με τη σύνταξη του εκεί αναγραφόμενου τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, που συνοδεύεται από σχετική έκθεση, δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού σε τμήμα γης το οποίο στερείται των παραπάνω χαρακτηριστικών, δηλαδή σε έδαφος μη βρεχόμεvο, όπως πιο πάνω, από θαλάσσια ύδατα. Και τούτο, διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, ο κύριος του εδάφους, που κατά πλάνη περιλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, θα έχανε την ιδιοκτησία του με απλή πράξη της διοίκησης, κατά παράβαση των προστατευτικών αυτής συνταγματικών ορισμών. Έτσι, η ιδιότητα του αιγιαλού προκύπτει από φυσικά και μόνο φαινόμενα και δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας και με τον καθορισμό της οριογραμμής από την πιο πάνω επιτροπή και σε κάθε τοπική περίπτωση ο καθορισμός της έκτασης ως αιγιαλού ή παλαιού αιγιαλού, όταν δημιουργείται νέος αιγιαλός δια προσχώσεως ή υποχώρησης του αιγιαλού στη θάλασσα, ανήκει στην εκτίμηση όχι της διοίκησης, αλλά του τακτικού δικαστηρίου (ΑΠ 598/2016, ΑΠ 368/2015, ΑΠ 301/2013, ΑΠ 897/2009), το οποίο δεν δεσμεύεται από την έκθεση και το διάγραμμα της επιτροπής καθορισμού αιγιαλού ή παλαιού αιγιαλού, τα οποία εκτιμά ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 598/2016, ΑΠ 897/2009). Περαιτέρω, ο αιγιαλός ανήκει κατά νομική επιταγή στο Ελληνικό Δημόσιο (άρθρα 968 ΑΚ και 1 του α.ν. 2344/1940, αλλά και κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος του ΑΚ δικαίου: ν. 93 βασ. Ββ’, ν. 96, 112 πανδ. 50.16 και άρθρο 15 του νόμου “περί διοικήσεως κτημάτων” της 10/7/1837). Η κυριότητα, στην οποία ο ΑΚ υπάγει τα δημόσια κτήματα, είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει και όταν αυτά (δημόσια κτήματα) παύσουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 971 ΑΚ, να υπηρετούν την κοινή χρήση, παύσουν δηλαδή τα κοινής χρήσης πράγματα να είναι εκτός συναλλαγής. Ο αιγιαλός μόνο με πρόσχωση από φυσικά ή και τεχνητά αίτια (βλ. και άρθρο 9 του α.ν. 2344/1940) μπορεί να απωλέσει το χαρακτήρα του ως τέτοιου, αφού η ιδιότητα λωρίδας γης ή αιγιαλού αποτελεί συνάρτηση καθαρά φυσικών φαινομένων. Επομένως, ο παλαιός αιγιαλός, έστω και αν απώλεσε το χαρακτήρα του, εξακολουθεί ex lege να ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου, περιερχόμενος όμως εφεξής στην ιδιωτική περιουσία αυτού και δεν συντρέχει ανάγκη μετά από την αλλαγή αυτή να αναζητηθεί άλλος τρόπος κτήσεως ή διατηρήσεως της κυριότητας του Δημοσίου, όπως με χρησικτησία (ΑΠ 598/2016, ΑΠ 368/2015, ΑΠ 897/2009). Εξάλλου, με τις διατάξεις του ν. 2971/2001 (Α’ 285), όπως αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1.”1. “Αιγιαλός” είναι η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της. 2. “Παραλία” είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα. 3. “Παλαιός αιγιαλός” είναι η ζώνη της ξηράς, που προέκυψε από τη μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα, οφείλεται σε φυσικές προσχώσεις ή τεχνικά έργα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλαιότερα υφιστάμενου αιγιαλού…”. Ο παλαιός αιγιαλός και η παλαιά όχθη “ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και καταγράφονται ως δημόσια κτήματα” (άρθρο 2 παρ. 5). “Ο καθορισμός των ορίων του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού γίνεται από Επιτροπή…” (άρθρο 3 παρ. 1), η οποία “… καθορίζει τις οριογραμμές του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού εντός μηνός από την εισαγωγή της υπόθεσης σε αυτήν και συντάσσει σχετική έκθεση. Η Επιτροπή καθορίζει την παλαιά θέση του αιγιαλού, που υπήρχε μέχρι το έτος 1884 αν υφίστανται κατοχές ιδιωτών, αλλά και προγενέστερα εάν δεν υφίστανται τέτοιες κατοχές, εφόσον η θέση του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από ενδείξεις επί του εδάφους ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία εξαιρουμένων των μαρτυρικών καταθέσεων” (άρθρο 5 παρ. 3). “Η έκθεση και το διάγραμμα [του άρθρου 4] επικυρώνονται, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.), με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και δημοσιεύονται μαζί με την επικυρωτική αυτή απόφαση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως…” (άρθρο 5 παρ. 5). Άρθρο 6 (Στοιχεία για τον καθορισμό του παλαιού αιγιαλού) “Η Επιτροπή αναζητά και συνεκτιμά όλα τα απαιτούμενα για την ακριβή οριοθέτηση του παλαιού αιγιαλού στοιχεία, τα οποία και παραθέτει στην έκθεσή της, ιδίως φυσικές ενδείξεις (όπως το αμμώδες, ελώδες ή βαλτώδες εκτάσεων συνεχομένων του αιγιαλού), αεροφωτογραφίες, χάρτες και διαγράμματα διαφόρων ετών, γεωλογικές μελέτες”. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 2971/2001 καθιερώνεται διοικητική διαδικασία οριοθετήσεως της δημοσίας κτήσεως, η οποία προκύπτει από την μετατόπιση της ακτογραμμής προς την θάλασσα. Συγκεκριμένα, εάν κατά τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού είναι φανερή, λόγω γεωφυσικών φαινομένων ή διεργασιών, όπως είναι οι προσχώσεις, ή άλλων αιτίων, η δημιουργία νέας χερσαίας ζώνης, με παράλληλη βαθμιαία υποχώρηση της θαλάσσης, η οικεία Επιτροπή προβαίνει στον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού επί τη βάσει των αναφερομένων στα άρθρα 5 και 6 του ν. 2971/2001 στοιχείων. Εν όψει της φύσεως του τμήματος αυτού της ξηράς ως ανεπιδέκτου κτήσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων όταν κατελαμβάνετο από τις αναβάσεις των χειμερίων κυμάτων, τούτο, μετά την επέκταση των ορίων της ακτογραμμής προς την θάλασσα, καθίσταται τμήμα της δημοσίας κτήσεως. Λόγω του χαρακτήρος της αυτού η ως άνω διαδικασία δύναται, κατ’ αρχήν, να αναχθεί σε οιοδήποτε χρονικό σημείο κατά το παρελθόν. Ο νομοθέτης, όμως, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις του ως άνω καθορισμού σε διακατοχικές καταστάσεις οι οποίες είχαν δημιουργηθεί κατά το παρελθόν, εθέσπισε ένα χρονικό όριο έως το οποίο μπορεί να ανατρέξει η διαπίστωση αυτή. Ειδικότερα, εάν η νέα χερσαία ζώνη έχει δημιουργηθεί, στο σύνολό της, προ του έτους 1884 και, στην έκταση μεταξύ του σήμερον υφισταμένου και του ως άνω παλαιού αιγιαλού, υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών προ του έτους αυτού, δεν μπορεί να καθορισθεί οριογραμμή παλαιού αιγιαλού και να δημιουργηθεί με τον τρόπο αυτό δημοσία κτήση. Εάν δε τμήμα μόνον της νέας χερσαίας ζώνης έχει δημιουργηθεί προ του έτους 1884 και, στο τμήμα αυτό του παλαιού αιγιαλού, υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών προ του έτους αυτού, η οριογραμμή παλαιού αιγιαλού δεν μπορεί να καθορισθεί με τρόπο που να περιλαμβάνει και το ως άνω τμήμα. Εάν όμως δεν υπάρχουν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών έως το έτος 1884, τότε ο χρόνος αυτός δεν αποτελεί κρίσιμο, κατά νόμο, στοιχείο για τον καθορισμό της οριογραμμής του παλαιού αιγιαλού και, συνεπώς, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται επακριβώς στην αιτιολογία της σχετικής διοικητικής πράξεως η χρονολογία δημιουργίας του παλαιού αιγιαλού. Εξάλλου, η κρίση της Διοικήσεως για τη διαμόρφωση παλαιού αιγιαλού και για το χρόνο δημιουργίας του πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε τεκμηριωμένες επιστημονικώς ενδείξεις ή σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξαιρουμένων, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, των μαρτυρικών καταθέσεων (βλ. ΣτΕ 1391/2016). Κατά τη διαδικασία δε καθορισμού των ορίων του παλαιού αιγιαλού τα αρμόδια όργανα πρέπει να εκφέρουν ιδία κρίση επί των τιθεμένων ζητημάτων και να συνεκτιμούν τα προσκομιζόμενα από τους ενδιαφερομένους σχετικά στοιχεία (βλ. ΣτΕ 1264/2018, ΣΤΕ 1353/2016). Ο ισχυρισμός δε του εναγομένου … στη διεκδικητική ή αναγνωριστική αγωγή, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα αιγιαλού ή παλαιού αιγιαλού συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής (ΑΠ 1141/2019, 217/2019, ΑΠ 598/2016), ενώ ο ισχυρισμός του ενάγοντα ιδιώτη, ότι δεν μπορεί να καθορισθεί παλαιός αιγιαλός στην περιοχή προ του 1884, διότι τότε υπήρχαν επ’αυτού κατοχές ιδιωτών, αποτελεί νόμιμη αντένσταση. Περαιτέρω, από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι, ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής έννομης προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 948/2021). Δεν συνιστούν ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς (ΟλΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 15/2006 (ΟλΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 561/2020). Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε και τι δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 345/2021, ΑΠ 745/2020, ΑΠ 1420/2013). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή οσάκις υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 948/2021, ΑΠ 238/2020, ΑΠ 573/2018). Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι περιέχει αντιφατικές και πλημμελείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της άσκησης διακατοχικών πράξεων στο επίδικο από τους δικαιοπαρόχους των εναγουσών πριν από το 1884, γεγονός που οδήγησε στην απόρριψη της ένστασης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος …, ότι το επίδικο συνιστούσε κοινόχρηστο πράγμα ως ανήκον αρχικά στον αιγιαλό και κατόπιν στον παλαιό αιγιαλό και την παραδοχή της αντένστασης των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων με το να δεχθεί ότι “…Με τον εν λόγω καθορισμό το σύνολο του επιδίκου ακινήτου περιέχεται στη ζώνη παλαιού αιγιαλού, η οποία φθάνει μέχρι την βορειότερα ευρισκόμενη επαρχιακή …. Τον καθορισμό αυτόν οι δεύτερη και τρίτη από τις ενάγουσες και ο δικαιοπάροχος της πρώτης εξ αυτών, όπως και το σύνολο των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, τον πληροφορήθηκαν κατά το έτος 2000, όταν προχώρησαν οι διαδικασίες για την κτηματογράφηση της περιοχής, αλλά παρά τις αναφορές τόσο των ίδιων, όσο και άλλων φερομένων ως ιδιοκτητών της περιοχής, που απευθύνονταν σε δημόσιες υπηρεσίες (Κτηματική Υπηρεσία Αργολίδας, Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών – Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας), αλλά και την αίτησή τους στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών για την αναγνώριση της κυριότητας τους, το επίδικο ακίνητο, το οποίο έλαβε τον …, καταχωρήθηκε τελικά στις πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία ‘Αργους ως παλαιός αιγιαλός, ιδιοκτησίας του εναγόμενου, με τίτλο την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 2149/94 απόφαση του Νομάρχη Αργολίδας. Επίσης, από το ίδιο αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο δεν αποτελούσε ποτέ τμήμα παλαιού αιγιαλού, περιλαμβάνεται δε στην ως άνω έκταση των δεκαεπτά στρεμμάτων, στην οποία ασκούνταν πράξεις νομής και κατοχής ιδιωτών προ του έτους 1884 και δη μέχρι το έτος 1951 τουλάχιστον, ενώ την εν λόγω μείζονα έκταση νέμονταν με διάνοια κυρίων ο Θεόδωρος Μαγούλας του Σπυρίδωνος και οι ανωτέρω δικαιοπάροχοι του, οι οποίοι την καλλιεργούσαν και βοσκούσαν σ’ αυτήν τα ζώα τους. Στη συνέχεια η ίδια έκταση κατατμήθηκε σε οικόπεδα και πωλήθηκε τμηματικά σε διάφορους αγοραστές, μεταξύ των οποίων και οι δικαιοπάροχοι των εναγουσών. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι: α) το έδαφος στην περιοχή του επίδικου ακινήτου σε υψηλό βαθμό μέχρι το βάθος των 0,50 μέτρων και σε χαμηλότερο βαθμό σε μεγαλύτερο βάθος είναι γόνιμο και μπορεί να καλλιεργηθεί, όπως και καλλιεργείτο, γεγονός που φανερώνει ότι το έδαφος δεν έχει σχηματισθεί από προσχώσεις, β) στην ευρύτερη περιοχή επικρατεί ισορροπία μεταξύ των διεργασιών απόθεσης ιζημάτων από τον χείμαρρο Ίναχο που βρίσκεται μερικές εκατοντάδες μέτρα ανατολικά του επίδικου, – ενώ ο ποταμός Ερασίνος που βρίσκεται πλησίον του επιδίκου δεν είναι φορέας απόθεσης ιζημάτων, γιατί δεν είναι χείμαρρος, αλλά τα νερά του προέρχονται από την εκφόρτιση των Καρστικών πηγών του Κεφαλόβρυσου – και των διεργασιών διάβρωσης λόγω της θάλασσας, με μικρή υπεροχή κατά τα τελευταία 60 έτη τουλάχιστον που είναι διαθέσιμες αεροφωτογραφίες των διεργασιών διάβρωσης, με αποτέλεσμα την μικρή έστω επέκταση της ακτογραμμής εις βάρος της ξηράς και όχι το αντίθετο φαινόμενο, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει παλαιό αιγιαλό, γ) νοτίως της ευρύτερης έκτασης των 17 στρεμμάτων, στην οποία ευρίσκεται κατά τα ανωτέρω το επίδικο ακίνητο, διέρχεται ανέκαθεν ο παραλιακός δρόμος, που συνέδεε τους Μύλους με το Ναύπλιο, ο οποίος μετά από αναγκαστική απαλλοτρίωση, που κηρύχθηκε με την υπ’ αριθμ. 3796/3209/1969 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 115AV1969), αντικαταστάθηκε το έτος 1970 από νέο δρόμο στην περιοχή αυτή, ο οποίος εφάπτεται του επιδίκου και δ) με την υπ αριθμ. 436/1969 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου δικαιούχοι της αποζημίωσης για, απαλλοτρίωση αυτή αναγνωρίσθηκαν μεταξύ άλλων οι εκ των δικαιοπαρόχων των εναγουσών Ιωάννης και Ευάγγελος Ξηνταρόπουλος, η κυριότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από το εναγόμενο στη δίκη εκείνη. Τα εν λόγω αποδειχθέντα δεν διαφοροποιούνται ούτε από την προσκομιζόμενη από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, αεροφωτογραφία της περιοχής του έτους 1945, η οποία όμως έχει ληφθεί από μεγάλη σχετικά απόσταση και δεν μπορεί να εισφέρει κανένα στοιχείο για τη μορφολογία του εδάφους, ήτοι εάν πρόκειται για αμμώδεις ή χαλικόστρωτες εκτάσεις, το δε γεγονός ότι από αυτήν προκύπτει ότι η ευρύτερη περιοχή, στην οποία κείται το επίδικο ήταν ακαλλιέργητη, δεν μπορεί να άγει από μόνο στην κρίση περί της ύπαρξης παλαιού αιγιαλού σε αυτήν, αλλ’ ούτε και από την προσκομιζόμενη το πρώτον, παραδεκτώς, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ αρθρ. 529 παρ. 1 α’ ΚΠολΔ, από το ίδιο από 19.12.2018 τεχνική έκθεση της αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού Ε. Γρηγοροπούλου της Κτηματικής Υπηρεσίας Αργολίδας, κατόπιν χρέωσης της προϊστάμενης αυτής, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επίδικο δεν αποτελεί τμήμα της ανωτέρω μείζονος έκτασης των 17 στρεμμάτων και ότι η παραλιακή έκταση κατακερματίσθηκε μετά τη δεκαετία του 1950, οπότε και δημιουργήθηκαν τα υφιστάμενα οικόπεδα.
Συνεπώς, η επαναφερθείσα ένσταση του εναγομένου ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα του παλαιού αιγιαλού πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, γενομένης σε κάθε περίπτωση δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της καθ’ υποφορά με το αγωγικό δικόγραφο προσβληθείσας, παραδεκτής και νόμιμης αντένστασης των εναγουσών ότι δεν δύναται να καθορισθεί οριογραμμή του παλαιού αιγιαλού με αναγωγή σε χρόνο προ του 1884, γιατί έκτοτε υπήρχαν κατοχές ιδιωτών στην περιοχή ….”.Οι αιτιάσεις δε του αναιρεσείοντος με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ειδικότερα εξειδικεύονται στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση: α) περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την διαπίστωση ότι η ευρύτερη έκταση στην οποία ανήκε το επίδικο καλλιεργείτο από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων τουλάχιστον πριν το 1884 και μέχρι το 1951, αλλά αφενός μεν δεν εμφανίζεται οποιαδήποτε καλλιέργεια αυτής στην αεροφωτογραφία του 1945, αφετέρου δε, δεν υπάρχει αλληλουχία τίτλων και δεν προκύπτει ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στην έκταση (17 στρεμμάτων και στη συνέχεια 7.189 τ.μ.) που φέρονται να νέμονταν οι εν λόγω δικαιοπάροχοι. β) Είναι πλημμελής η αιτιολόγηση για τη δήθεν γονιμότητα και καλλιεργησιμότητα του εδάφους, αφού ουδέν πραγματικό περιστατικό για την ιδιότητα και τη σύσταση αυτού περιλαμβάνεται στην απόφαση (επρόκειτο για αμμώδη ή χαλικόστρωτη έκταση, όπως αναφέρει η απόφαση για την αεροφωτογραφία του 1945 {με την οποία δεν συνάδει η κρίση περί γόνιμου εδάφους} ή για χώμα, αργιλώδους ή άλλης υφής), γ) Είναι πλημμελής και αντιφατική η αιτιολογία περί μη εναπόθεσης ιζημάτων από τον ευρισκόμενο πλησίον του επιδίκου ποταμού Ερασίνου, καθότι δεν αιτιολογείται η κρίση του Δικαστηρίου ότι τούτο συνέχεται με το ότι τα νερά του προέρχονται από την εκφόρτιο, των Καρστικών πηγών του Κεφαλόβρυσου, δ) Είναι ασαφής και πλημμελής η αιτιολογία για τη δήθεν ισορροπία απόθεσης ιζημάτων στην περιοχή. Ποιες είναι οι αεροφωτογραφίες που δήθεν καταγράφουν επέκταση της ακτογραμμής σε βάρος της ξηράς τα τελευταία 60 έτη; Πώς συνάδει η τελευταία διαπίστωση με το γεγονός της εναπόθεσης ιζημάτων που δέχεται η απόφαση για το χείμαρρο Ίναχο; ε) Είναι ασαφής και πλημμελής η αιτιολογία για τη διέλευση του παλαιού δρόμου … νοτίως της ευρύτερης έκτασης, αφού δεν προσδιορίζεται αυτή σε σχέση με τη θέση του ακινήτου. στ) Είναι ασαφής και πλημμελής η αιτιολογία για τη δήθεν μη αμφισβήτηση της κυριότητας δικαιοπαρόχων των εναγουσών σε δίκη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αφού δεν προκύπτει, από την απόφαση, συσχέτιση της δίκης εκείνης με το επίδικο ακίνητο. Με το περιεχόμενο αυτό οι παραπάνω αιτιάσεις είναι σαφές ότι αφορούν σε επιχειρήματα που συνάγονται από την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και σε συνεκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του αναιρεσείοντος, καθώς και σε ελλείψεις αναγόμενες στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από το Εφετείο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Με τα δεδομένα αυτά οι ως άνω αιτιάσεις για ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες δεν συνιστούν έλλειψη νόμιμης βάσης, αφού το αποδεικτικό πόρισμα, όπως δεν αμφισβητείται, διατυπώνεται πλήρως και σαφώς, ενόψει του ότι μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και ως εκ τούτου ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 ΑΚ, 118, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα και το ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, είναι, εκτός των άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο, η οποία, εφόσον αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο και δη με σύμβαση (1033 ΑΚ), θα πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή ότι η κυριότητα του επίδικου ακινήτου μεταβιβάστηκε σε αυτόν για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νομίμως, δίχως να απαιτείται μνεία του τόμου μεταγραφής (ΑΠ 1014/2014, ΑΠ 1648/2009), καθώς και ότι ο δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του μεταβιβασθέντος ακινήτου (ΑΠ 111/2020, ΑΠ 860/2018, ΑΠ 41/2018, ΑΠ 1014/2014 ). Στην προκειμένη περίπτωση το αναιρεσείον με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει την αιτίαση από το αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με την επίκληση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης αυτού με τον οποίο παραπονείτο για την παραδοχή της αγωγής ως προς την τρίτη ενάγουσα (τρίτη αναιρεσίβλητη) και την αναγνώριση του δικαιώματος ψιλής κυριότητας αυτής επί του επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, διατασσομένης της αντίστοιχης διόρθωσης των πρώτων εγγραφών, με αιτία κτήσης την κληρονομική διαδοχή, καθόσον δεν αναφερόταν στο δικόγραφο της αγωγής τα στοιχεία μεταγραφής της πράξης μεταβίβασης ως προς την ενάγουσα αυτήν και ειδικότερα δεν είχε γίνει επίκληση των στοιχείων μεταγραφής της σχετικής πράξης μεταβίβασης και συγκεκριμένα της υπ’ αριθ. 2904/1996 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου ‘Αργους Ε. Ανέστη-Αλεξοπούλου, με την οποία αποδέχθηκε την κληρονομία του θανόντος την … Ι. Ξ., ενώ η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως αόριστη ως προς την ενάγουσα αυτήν. Έτσι που έκρινε κατά τα ως άνω το Εφετείο ως προς το εν λόγω ζήτημα δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει το απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής, ως προς την αναιρεσίβλητη (ενάγουσα) αυτήν, αφού στο δικόγραφο της διαλαμβάνονται με επάρκεια και σαφήνεια όλα τα απαιτούμενα από τις ως άνω διατάξεις για την πληρότητα του στοιχεία, χωρίς να απαιτείται να γίνεται μνεία των στοιχείων μεταγραφής της προαναφερόμενης πράξης αποδοχής της κληρονομίας του αποβιώσαντος την … Ι. Ξ., αλλά αρκεί η αναφορά ότι το συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταγράφηκε νομίμως και ως εκ τούτου είναι αβάσιμος ο λόγος αυτός αναιρέσεως. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημα τους που υπέβαλαν με τις προτάσεις τους σε βάρος του αναιρεσείοντος …, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), τα οποία όμως πρέπει να καταλογιστούν μειωμένα κατά τα άρθρα 22 παρ.1 του ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-5-2019 αίτηση του … για αναίρεση της 147/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων εις βάρος του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ