Απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-647/21|D. K. και C-648/21|M.C. και M. F. (Αφαίρεση υποθέσεων από δικαστή)
Πρέπει επίσης να είναι αιτιολογημένη προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η αφαίρεση υποθέσεων να είναι αυθαίρετη ή και να συνιστά συγκεκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση
Τον Οκτώβριο του 2021, το συμβούλιο διοίκησης του περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk 1 (Πολωνία) αφαίρεσε από μία δικαστή του δικαστηρίου αυτού περίπου 70 εκκρεμείς υποθέσεις στις οποίες ήταν εισηγήτρια. Η πράξη του συμβουλίου διοίκησης, η οποία εκδόθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή της, δεν της επιδόθηκε και δεν περιείχε καμία αιτιολογία. Επιπλέον, δεν επιτράπηκε στη δικαστή η πρόσβαση στο περιεχόμενό της. Στη συνέχεια, οι εν λόγω υποθέσεις ανατέθηκαν σε άλλους δικαστές.
Η δικαστής εκτιμά ότι τα μέτρα αυτά αποτελούν μορφή κύρωσης για την προσπάθειά της να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του διορισμού δικαστή με τον οποίο μετείχε από κοινού στη σύνθεση άλλου δικαστικού σχηματισμού. Αποτελούν επίσης κύρωση για τον λόγο ότι η ίδια είχε εξαφανίσει απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου το οποίο δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης 2. Η αφαίρεση των υποθέσεων είχε ως σκοπό να αποτρέψει μελλοντικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή.
Σε δύο από τις υποθέσεις που της αφαιρέθηκαν, η δικαστής υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο 3. Ζητεί να διευκρινιστεί εάν, λαμβανομένου υπόψη του δικαίου της Ένωσης 4, η ίδια μπορεί νομίμως να συνεχίσει την εξέτασή τους παρά την ανωτέρω πράξη και τη συνακόλουθη ανάθεσή τους σε άλλους δικαστές 5.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ανεξαρτησία των δικαστών προϋποθέτει την προστασία τους από αθέμιτες παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβάσεων που προέρχονται από το εσωτερικό του οικείου δικαστηρίου. Το γεγονός ότι το συμβούλιο διοίκησης ενός δικαστηρίου μπορεί να αφαιρέσει υποθέσεις από δικαστή χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει αντικειμενικά και συγκεκριμένα κριτήρια που θέτουν σαφή όρια στην εξουσία αυτή και χωρίς να υποχρεούται να αιτιολογήσει μια τέτοια απόφαση είναι ικανό να υπονομεύσει την ανεξαρτησία των δικαστών. Δεν μπορεί πράγματι να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η αφαίρεση υποθέσεων να είναι αυθαίρετη ή και να συνιστά συγκεκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση.
Εάν το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει και επιβεβαιώσει ότι η αφαίρεση των υποθέσεων έγινε κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, οφείλει να εξαλείψει τα παράνομα αποτελέσματά της. Συνεπώς, οφείλει να αφήσει ανεφάρμοστη την πράξη του συμβουλίου διοίκησης και τυχόν άλλες μεταγενέστερες πράξεις, η δε δικαστής μπορεί να συνεχίσει την εκδίκαση των υποθέσεων που της είχαν ανατεθεί.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 6ης Μαρτίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Κράτος δικαίου – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Αρχή της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών – Πράξη του συμβουλίου διοίκησης δικαστηρίου με την οποία αφαιρείται από δικαστή το σύνολο των υποθέσεών του – Έλλειψη αντικειμενικών κριτηρίων βάσει των οποίων μπορεί να ληφθεί απόφαση για την αφαίρεση υποθέσεων – Απουσία υποχρέωσης αιτιολόγησης της απόφασης αυτής – Υπεροχή του δικαίου της Ένωσης – Υποχρέωση μη εφαρμογής μιας τέτοιας πράξης »
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑647/21 και C‑648/21,
με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Slupsk, Πολωνία) με αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2021, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 25 Οκτωβρίου 2021, στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών κατά των
D. K. (C‑647/21),
M. C.,
M. F. (C‑648/21),
παρισταμένων των:
Prokuratura Rejonowa w Bytowie,
Prokuratura Okręgowa w Łomży,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους I. Jarukaitis (εισηγητή), πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, Δ. Γρατσία και E. Regan, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins
γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Ιανουαρίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Prokuratura Rejonowa w Bytowie, εκπροσωπούμενη από την T. Rutkowska- Szmydyńska, Prokurator Regionalny w Gdańsku,
– η Prokuratura Okręgowa w Łomży, εκπροσωπούμενη από την A. Bałazy, Zastępca Prokuratora Okręgowego w Łomży,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την S. Żyrek,
– η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις D. Elkan, V. Pasternak Jørgensen και M. Søndahl Wolff,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,
– η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. M. Runeskjöld και H. Shev,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herrmann, τον P. Stancanelli και τον P. J. O. Van Nuffel,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Απριλίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών κατά του D. K. (υπόθεση C‑647/21) και κατά των M. C. και M. F. (υπόθεση C‑648/21).
Το νομικό πλαίσιο
Το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Πολωνίας
3 Κατά το άρθρο 178, παράγραφος 1, του Konstytucja Rzeczypospolitej Polskiej (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας):
«Οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους.»
4 Το άρθρο 179 του Συντάγματος ορίζει τα εξής:
«Οι δικαστές διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατόπιν προτάσεως του Krajowa Rada Sądownictwa [(Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Πολωνία) (στο εξής: ΕΔΣ)], για θητεία αορίστου χρόνου.»
5 Το άρθρο 180 του Συντάγματος προβλέπει τα εξής:
«1. Οι δικαστές απολαύουν ισοβιότητας.
2. Ο δικαστής δεν παύεται, δεν τίθεται σε αναστολή της άσκησης των καθηκόντων του και δεν μετατίθεται σε άλλο δικαστήριο ή θέση αντίθετα προς τη θέλησή του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση και στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος.»
Ο νόμος περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων
6 Το άρθρο 11, παράγραφος 3, του ustawa Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2021 (Dz. U. αριθ. 98, θέση 1070), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών (στο εξής: νόμος περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων), προβλέπει τα εξής:
«Ο πρόεδρος τμήματος διορίζεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. […] Πριν από τον διορισμό του προέδρου τμήματος σε sąd okręgowy [(περιφερειακό δικαστήριο)] ή σε sąd rejonowy [(τοπικό δικαστήριο)], ο πρόεδρος του δικαστηρίου διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης του sąd okręgowy [(περιφερειακού δικαστηρίου)].»
7 Δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, σημείο 2, του ως άνω νόμου, τα όργανα του sąd okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου) είναι ο πρόεδρός του, το συμβούλιο διοίκησής του και ο διευθυντής του.
8 Το άρθρο 22a του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:
«1. […] ο πρόεδρος του sąd okręgowy [(περιφερειακού δικαστηρίου)], κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης του sąd okręgowy [(περιφερειακού δικαστηρίου)], καθορίζει τον τρόπο κατανομής των καθηκόντων· τούτο περιλαμβάνει ιδίως:
1) την τοποθέτηση των δικαστών […] στα τμήματα του δικαστηρίου·
2) την έκταση των καθηκόντων των δικαστών […], καθώς και τον τρόπο συμμετοχής τους στην ανάθεση των υποθέσεων·
3) το πρόγραμμα υπηρεσιών και το πρόγραμμα αντικαταστάσεων για τους δικαστές, […]
– λαμβανομένης υπόψη της εξειδίκευσης των δικαστών […] για την εκδίκαση διαφόρων ειδών υποθέσεων, της ανάγκης να διασφαλιστεί ότι οι δικαστές […] έχουν κατανεμηθεί καταλλήλως μεταξύ των τμημάτων του δικαστηρίου και τα καθήκοντά τους έχουν κατανεμηθεί ομοιόμορφα καθώς και της ανάγκης διασφάλισης της ομαλής διεξαγωγής της δικαστικής διαδικασίας.
[…]
4. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να καθορίσει, πλήρως ή εν μέρει, νέο τρόπο κατανομής των καθηκόντων, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τους λόγους στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 1 του παρόντος. […]
4a. Για τη μετακίνηση δικαστή σε διαφορετικό τμήμα του δικαστηρίου απαιτείται η συγκατάθεσή του.
4b. Η συγκατάθεση του δικαστή για τη μετακίνησή του σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου δεν απαιτείται εάν:
1) ο δικαστής μετακινείται σε τμήμα το οποίο εκδικάζει υποθέσεις του ίδιου τομέα·
2) όταν κανένας άλλος δικαστής του τμήματος από το οποίο γίνεται η μετακίνηση δεν συγκατατίθεται στη μετακίνησή του·
3) όταν ο δικαστής μετακινείται στο τμήμα [κτηματολογίου ή στο εμπορικό τμήμα μητρώων ενεχύρων].
4c. Οι διατάξεις της παραγράφου 4b, σημεία 1 και 2, δεν εφαρμόζονται σε δικαστή ο οποίος μετακινήθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή του σε άλλο τμήμα για περίοδο τριών ετών. Όταν δικαστής μετακινείται σε άλλο τμήμα χωρίς τη συγκατάθεσή του στην περίπτωση της παραγράφου 4b, σημείο 2, λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η αρχαιότητα των δικαστών στο τμήμα από το οποίο γίνεται η μετακίνηση.
5. Δικαστής ή πάρεδρος του οποίου τα καθήκοντα μεταβάλλονται κατά τρόπο που συνεπάγεται μεταβολή του εύρους των υποχρεώσεών τους, ιδίως λόγω της μετακίνησής του σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου, δύναται να προσφύγει ενώπιον του [ΕΔΣ] εντός επτά ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης των νέων καθηκόντων του. Δεν προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής σε περίπτωση:
1) μετακίνησής του σε τμήμα το οποίο εξετάζει υποθέσεις του ίδιου τομέα·
2) ανάθεσης αρμοδιοτήτων εντός του ίδιου τμήματος, δυνάμει των κανόνων που ισχύουν για τους λοιπούς δικαστές και, ειδικότερα, σε περίπτωση ανάκλησης τοποθέτησης σε εξειδικευμένο τμήμα ή σε άλλον ειδικό σχηματισμό.
6. Η προσφυγή για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 5 ασκείται μέσω του προέδρου του οικείου δικαστηρίου ο οποίος έχει αναθέσει τα καθήκοντα που αποτελούν το αντικείμενο της προσφυγής. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου διαβιβάζει την προσφυγή στο [ΕΔΣ] εντός 14 ημερών από την παραλαβή της, συνοδευόμενη από τις παρατηρήσεις του επί του ζητήματος. Το [ΕΔΣ] εκδίδει απόφαση με την οποία κάνει δεκτή ή απορρίπτει την προσφυγή του δικαστή, λαμβάνοντας υπόψη του τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η απόφαση του [ΕΔΣ] επί της προσφυγής της παραγράφου 5 δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Κατά της απόφασης του [ΕΔΣ] δεν χωρεί έφεση. Μέχρι την έκδοση της ως άνω απόφασης, ο δικαστής ή ο πάρεδρος εξακολουθεί να ασκεί τα τρέχοντα καθήκοντά του.»
9 Το άρθρο 24, παράγραφος 1, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων ορίζει τα εξής:
«Ο πρόεδρος του sąd okręgowy [(περιφερειακού δικαστηρίου)] διορίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης μεταξύ των δικαστών του sąd apelacyjny [(εφετείου)], του sąd okręgowy [(περιφερειακού δικαστηρίου)] ή του sąd rejonowy [(τοπικού δικαστηρίου)]. Αφού διορίσει τον πρόεδρο του sąd okręgowy [(περιφερειακού δικαστηρίου)], ο Υπουργός Δικαιοσύνης τον παρουσιάζει στη γενική συνέλευση δικαστών του sąd okręgowy [(περιφερειακού δικαστηρίου)].»
10 Κατά το άρθρο 30, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, το συμβούλιο διοίκησης του sąd okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου) αποτελείται από τον πρόεδρο του sąd okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου) και τους προέδρους των sądy rejonowe (τοπικών δικαστηρίων) της περιφέρειας του sąd okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου).
11 Το άρθρο 42a του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:
«1. Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των δικαστηρίων ή των οργάνων τους, δεν επιτρέπεται να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα των δικαστηρίων, των συνταγματικών οργάνων του κράτους ή των οργάνων ελέγχου και διασφάλισης του δικαίου.
2. Τακτικό δικαστήριο ή άλλο όργανο της εξουσίας δεν δύναται να διαπιστώσει ή να εκτιμήσει τη νομιμότητα του διορισμού δικαστή ή της εξουσίας άσκησης των δικαιοδοτικών καθηκόντων που απορρέει από τον διορισμό αυτόν.»
12 Το άρθρο 47a του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων ορίζει τα εξής:
«1. Οι υποθέσεις ανατίθενται στους δικαστές και στους παρέδρους κατόπιν κλήρωσης, βάσει κατηγοριοποίησης των διαφόρων υποθέσεων, πλην της περίπτωσης ανάθεσης υποθέσεων στον δικαστή υπηρεσίας.
2. Οι υποθέσεις ανατίθενται ισομερώς ανάλογα με τις επιμέρους κατηγορίες υποθέσεων, εκτός εάν ο αριθμός των αναλογούντων υποθέσεων έχει μειωθεί λόγω της θέσης του δικαστή, της συμμετοχής του στην ανάθεση υποθέσεων άλλης κατηγορίας ή για άλλους εκ του νόμου προβλεπόμενους λόγους.»
13 Κατά το άρθρο 47b του νόμου αυτού:
«1. Η μεταβολή της σύνθεσης ενός δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση αδυναμίας του να εξετάσει την υπόθεση υπό την αρχική του σύνθεση ή σε περίπτωση μονίμου κωλύματος που εμποδίζει την εξέταση της υπόθεσης υπό την αρχική του σύνθεση. Οι διατάξεις του άρθρου 47a εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.
[…]
3. Οι αποφάσεις στις υποθέσεις [της παραγράφου 1] λαμβάνονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή από τον δικαστή που ορίζεται από αυτόν.
4. Η μεταβολή του τόπου στον οποίο υπηρετεί ο δικαστής ή η απόσπασή του σε άλλο δικαστήριο καθώς και η λήξη της απόσπασης δεν εμποδίζουν την άσκηση καθηκόντων σε υποθέσεις οι οποίες του ανατέθηκαν στον τόπο όπου υπηρετεί ή στον τόπο όπου ασκεί επί του παρόντος τα καθήκοντά του έως την περάτωσή τους.
5. Το συμβούλιο διοίκησης του δικαστηρίου στη δικαιοδοσία του οποίου εμπίπτει ο νέος τόπος στον οποίο υπηρετεί ο δικαστής ή ο τόπος απόσπασής του δύναται, είτε κατόπιν αιτήματος του δικαστή είτε αυτεπαγγέλτως, να τον απαλλάξει από τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την εκδίκαση υποθέσεων εν όλω ή εν μέρει, ιδίως λόγω της εξαιρετικά μεγάλης απόστασης μεταξύ του δικαστηρίου αυτού και του νέου τόπου στον οποίο υπηρετεί ο δικαστής ή του τόπου απόσπασής του, ανάλογα με το στάδιο της εξέλιξης της δίκης στις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί ή εκδικάζει. Πριν από την έκδοση της σχετικής πράξεώς του, το συμβούλιο διοίκησης διαβουλεύεται με τους προέδρους των αρμοδίων δικαστηρίων.
6. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 εφαρμόζονται αναλογικά σε περίπτωση μετακίνησης σε άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου.»
14 Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych oraz niektórych innych ustaw (νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων και ορισμένων άλλων νόμων), της 12ης Ιουλίου 2017 (Dz. U. 2017, θέση 1452), ορίζει τα εξής:
«Οι πρόεδροι και οι αντιπρόεδροι των δικαστηρίων που έχουν διοριστεί βάσει των διατάξεων του νόμου που τροποποιείται με το άρθρο 1, όπως ίσχυε μέχρι τούδε, μπορούν να παυθούν από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, εντός προθεσμίας μη υπερβαίνουσας τους έξι μήνες από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, χωρίς να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 27 του νόμου που τροποποιείται με το άρθρο 1, όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο.»
Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
15 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκαν από την ίδια δικαστή στο πλαίσιο δύο διαφορετικών ποινικών υποθέσεων.
16 Όσον αφορά την υπόθεση C‑647/21, η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του D. K. Με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο D. K. καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης. Ο D. K. άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Slupsk, Πολωνία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Στην υπόθεση αυτή, της οποίας έχει επιληφθεί μονομελής δικαστικός σχηματισμός, η δικαστής που υπέβαλε τις δύο υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι ταυτόχρονα εισηγήτρια δικαστής και πρόεδρος του δικαστικού σχηματισμού.
17 Όσον αφορά την υπόθεση C‑648/21, η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά των M. C. και M. F. Με απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι M. C. και M. F. καταδικάστηκαν. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου άσκησαν έφεση οι τελευταίοι απάλλαξε τον M. C. και επικύρωσε την καταδικαστική απόφαση για τον M. F. Ο Prokurator Generalny (γενικός εισαγγελέας, Πολωνία) άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου όσον αφορά τον M. C. ενώπιον του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία). Το δικαστήριο αυτό αναίρεσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Slupsk), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Στην υπόθεση αυτή, ο δικαστικός σχηματισμός είναι τριμελής, αποτελούμενος από την πρόεδρό του, τον πρόεδρο του αιτούντος δικαστηρίου και έναν τρίτο δικαστή. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από την πρόεδρο του δικαστικού σχηματισμού και μόνο, η οποία είναι δικαστής και στην υπόθεση C‑647/21.
18 Τον Σεπτέμβριο του 2021, σε διαδικασία που δεν συνδέεται με τις υποθέσεις των κύριων δικών, η δικαστής που υπέβαλε τις δύο υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως εξέδωσε απόφαση με την οποία ζήτησε από τον πρόεδρο του τμήματος εφέσεων του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Slupsk) να αναθέσει εκ νέου μια υπόθεση σε άλλον δικαστή ή και να αντικαταστήσει, εντός του επιληφθέντος δικαστικού σχηματισμού, τον πρόεδρο του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk) με άλλον δικαστή. Η αιτιολογία που προέβαλε ήταν ότι ο πρόεδρος του αιτούντος δικαστηρίου είχε διοριστεί στη θέση του βάσει πράξης του ΕΔΣ υπό τη νέα του σύνθεση. Υποστήριξε ότι η συμμετοχή του δικαστή αυτού στον δικαστικό σχηματισμό προσβάλλει το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, του άρθρου 47 του Χάρτη, καθώς και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Ο αντιπρόεδρος του αιτούντος δικαστηρίου, ο οποίος είχε διοριστεί και ο ίδιος κατόπιν προτάσεως του ΕΔΣ υπό τη νέα του σύνθεση, ακύρωσε την απόφαση που περιείχε το σχετικό αίτημα της εν λόγω δικαστή.
19 Τον Οκτώβριο 2021, σε μια άλλη υπόθεση, η ίδια δικαστής εξαφάνισε απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που είχε εκδοθεί από δικαστή διορισθέντα βάσει πράξης του ΕΔΣ υπό τη νέα του σύνθεση. Στήριξε την απόφασή της αυτή, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και στο άρθρο 47 του Χάρτη.
20 Στις 11 Οκτωβρίου 2021 το συμβούλιο διοίκησης του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Slupsk), το οποίο αποτελείται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου αυτού και τους προέδρους των πέντε sądy rejonowe (τοπικών δικαστηρίων) της περιφέρειας του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Slupsk), εξέδωσε πράξη με την οποία αφαίρεσε από την υποβαλούσα τις δύο υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δικαστή περίπου εβδομήντα υποθέσεις που της είχαν ανατεθεί εντός του έκτου ποινικού τμήματος εφέσεων, μεταξύ αυτών και των υποθέσεων των κύριων δικών (στο εξής: πράξη του συμβουλίου διοίκησης). Κατά τη δικαστή αυτήν, η εν λόγω πράξη δεν της επιδόθηκε ούτε περιήλθαν σε γνώση της οι λόγοι στους οποίους στηριζόταν. Όπως επισημαίνει, ο πρόεδρος του αιτούντος δικαστηρίου την ενημέρωσε απλώς ότι της είχαν αφαιρεθεί οι εν λόγω υποθέσεις. Προσθέτει ότι ο πρόεδρος του αιτούντος δικαστηρίου απέρριψε δύο φορές τις αιτήσεις της για πρόσβαση στο περιεχόμενο της εν λόγω πράξης.
21 Στις 13 Οκτωβρίου 2021 ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Slupsk) εξέδωσε διάταξη περί μετακίνησης της εν λόγω δικαστή από το τμήμα εφέσεων του δικαστηρίου αυτού, ενώπιον του οποίου εκκρεμούν οι υποθέσεις των κύριων δικών, στο πρωτοβάθμιο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου (στο εξής: διάταξη περί μετακίνησης). Στη θέση της στο τμήμα εφέσεων τοποθετήθηκε άλλος δικαστής.
22 Κατά το αιτούν δικαστήριο, το σκεπτικό της διάταξης περί μετακίνησης περιορίζεται σε μια λακωνική αναφορά περί της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία των δύο τμημάτων. Η διάταξη αυτή αναφέρεται επίσης σε κάποια αόριστη αλληλογραφία μεταξύ του προέδρου του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Slupsk) και του προέδρου ενός εκ των τμημάτων αυτών.
23 Η διάταξη περί μετακίνησης τέθηκε σε ισχύ στις 18 Οκτωβρίου 2021. Η διάταξη αυτή δεν περιέχει πληροφορίες σχετικά με τυχόν μέσα έννομης προστασίας.
24 Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν η δικαστής που υπέβαλε τις δύο υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συνεχίσει την εκδίκαση της διαφοράς της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑647/21 ως δικαστής μονομελούς σχηματισμού και της διαφοράς της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑648/21 ως πρόεδρος του δικαστικού σχηματισμού.
25 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 18 έως 23 της παρούσας απόφασης, οι οποίες οδήγησαν στην αφαίρεση από τη δικαστή αυτήν των υποθέσεων στις οποίες ήταν εισηγήτρια, μεταξύ αυτών και των υποθέσεων των κύριων δικών, πρέπει να εξεταστεί εάν τέτοιου είδους πράξεις συνιστούν παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το ίδιο υποχρεούται να αφήσει ανεφάρμοστη την πράξη του συμβουλίου διοίκησης καθώς και άλλες μεταγενέστερες πράξεις, όπως η απόφαση περί εκ νέου ανάθεσης σε άλλον δικαστή των υποθέσεων που αφαιρέθηκαν από την εν λόγω δικαστή, μεταξύ των οποίων και των υποθέσεων των κύριων δικών.
26 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αφαίρεση από την υποβαλούσα τις δύο υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δικαστή των υποθέσεων που της είχαν ανατεθεί καθώς και η μετακίνησή της συνιστούν παράβαση των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας και ισοβιότητας. Επιπλέον, τα μέτρα που ελήφθησαν έναντι της δικαστή αυτής αποτελούν, κατά το αιτούν δικαστήριο, αντίδραση στις προσπάθειές της να διαπιστωθεί εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πληρούσε την απαίτηση περί δικαστηρίου που έχει συσταθεί νομίμως και αποσκοπούσαν στην αποτροπή σχετικών μελλοντικών προσπαθειών.
27 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Slupsk) αποφάσισε να αναστείλει την εκτέλεση της πράξης του συμβουλίου διοίκησης και τις ενώπιόν του διαδικασίες και να υποβάλει στο Δικαστήριο, σε καθεμία από τις υποθέσεις των κύριων δικών, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του [Χάρτη], την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις, όπως το άρθρο 47b, παράγραφοι 5 και 6, σε συνδυασμό με τα άρθρα 30, παράγραφος 1 και 24, παράγραφος 1, του [νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων], βάσει των οποίων όργανο εθνικού δικαστηρίου, όπως το συμβούλιο διοίκησής του, έχει την εξουσία να απαλλάξει δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου από την υποχρέωσή του να κρίνει ορισμένες ή όλες τις υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί, σε περίπτωση που:
α) νόμος ορίζει ότι το συμβούλιο διοίκησης του δικαστηρίου αποτελείται από προέδρους δικαστηρίων οι οποίοι έχουν διοριστεί στη θέση τους αυτή από όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και Γενικός Εισαγγελέας·
β) η απαλλαγή του δικαστή από την υποχρέωσή του να εκδικάσει τις υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί γίνεται χωρίς τη συγκατάθεσή του·
γ) το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει κριτήρια τα οποία θα πρέπει να διέπουν την απόφαση του συμβουλίου διοίκησης δικαστηρίου περί απαλλαγής δικαστή από την υποχρέωσή του να κρίνει τις υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί, καθώς και την υποχρέωση αιτιολόγησης και τον δικαστικό έλεγχο μιας τέτοιας απαλλαγής·
δ) ορισμένα μέλη του συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου διορίστηκαν σε θέση δικαστή υπό περιστάσεις ανάλογες με εκείνες της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C‑791/19, EU:C:2021:596);
2) Έχουν οι προαναφερθείσες στο πρώτο ερώτημα διατάξεις καθώς και η αρχή της υπεροχής [του δικαίου της Ένωσης] την έννοια ότι τόσο το εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται ποινικής υποθέσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [(ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1)], και του οποίου δικαστής απαλλάσσεται κατά τον τρόπο που περιγράφεται στο πρώτο ερώτημα από την υποχρέωση να κρίνει την υπόθεση, όσο και όλα τα όργανα του κράτους δικαιούνται (ή υποχρεούνται) να μη λάβουν υπόψη την πράξη του συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου και τυχόν άλλες μεταγενέστερες πράξεις, όπως οι αποφάσεις περί εκ νέου ανάθεσης των υποθέσεων, περιλαμβανομένης και της υποθέσεως της κύριας δίκης, με αποκλεισμό του δικαστή που απαλλάχθηκε, ώστε αυτός να μπορεί να συνεχίσει να μετέχει στον δικαστικό σχηματισμό που εκδικάζει τη συγκεκριμένη υπόθεση;
3) Έχουν οι προαναφερθείσες στο πρώτο ερώτημα διατάξεις καθώς και η αρχή της υπεροχής [του δικαίου της Ένωσης] την έννοια ότι επιβάλλουν να προβλέπει η εθνική έννομη τάξη, για τις ποινικές διαδικασίες οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/34, μέσα έννομης προστασίας που να εξασφαλίζουν στους μετέχοντες στη διαδικασία, όπως οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης[,] τη δυνατότητα να ζητήσουν έλεγχο και να προσβάλουν τις μνημονευόμενες [στο πρώτο ερώτημα] αποφάσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή της σύνθεσης του δικαστικού σχηματισμού που εκδικάζει την υπόθεση και, κατά συνέπεια, την απαλλαγή του δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί ήδη η εξέταση της υποθέσεως από την υποχρέωσή του να την κρίνει, κατά τον τρόπο που περιγράφηκε στο πρώτο ερώτημα[;]»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
Επί της συνεκδίκασης των υποθέσεων
28 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2021, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑647/21 και C‑648/21 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και για την έκδοση κοινής απόφασης.
Επί των αιτημάτων εφαρμογής της ταχείας προδικαστικής διαδικασίας
29 Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την εκδίκαση των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως με την ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς τον σκοπό αυτόν, υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν θεμελιώδη ζητήματα του πολωνικού δικαίου, ιδίως του συνταγματικού δικαίου, ήτοι την αρχή της ισοβιότητας των δικαστών και το δικαίωμα των διαδίκων σε νομίμως συσταθέν, αμερόληπτο και ανεξάρτητο δικαστήριο. Προσέθεσε ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι η έκδοση άλλων πράξεων στις διαδικασίες των κύριων δικών θα είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των λόγων για τους οποίους κρίθηκε αναγκαία η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο και ότι θα μπορούσε να παρεμποδιστεί η εφαρμογή των απαντήσεων του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και η αποτελεσματική δικαστική προστασία.
30 Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν.
31 Υπενθυμίζεται ότι η ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
32 Εν προκειμένω, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 29 Νοεμβρίου 2021, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να μην κάνει δεκτά τα αιτήματα εκδίκασης των υπό κρίση προδικαστικών παραπομπών με την ταχεία διαδικασία. Συγκεκριμένα, οι λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε το αιτούν δικαστήριο προς στήριξη των αιτημάτων αυτών είναι γενικής φύσεως και δεν προσδιορίζουν τους ειδικούς λόγους για τους οποίους οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εξεταστούν το συντομότερο δυνατόν. Ειδικότερα, το γεγονός ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν θεμελιώδη ζητήματα του πολωνικού δικαίου, ιδίως του συνταγματικού δικαίου, δεν συνιστά εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση, προϋπόθεση που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι υποθέσεις των κύριων δικών εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο δεν δικαιολογεί αφ’ εαυτού την ταχεία εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων.
Επί της αναστολής εκδίκασης των υποθέσεων και επί των αιτήσεων παροχής διευκρινίσεων
33 Στις 18 Οκτωβρίου 2022 το Δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑647/21 και C‑648/21 μέχρι την έκδοση απόφασης επί των συνεκδικαζομένων υποθέσεων C‑615/20 και C‑671/20. Στις 20 Ιουλίου 2023 το Δικαστήριο κοινοποίησε στο αιτούν δικαστήριο την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή) (C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562), και του ζήτησε να απαντήσει εάν εμμένει στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως.
34 Κατ’ εντολή του προέδρου του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Slupsk), η δικαστής που είχε υποβάλει τις δύο υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως απάντησε, στις 25 Σεπτεμβρίου 2023, ότι το αιτούν δικαστήριο εμμένει στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως.
35 Λόγω ορισμένων ασαφειών στην απάντηση αυτή, το Δικαστήριο απηύθυνε στο αιτούν δικαστήριο δεύτερη αίτηση παροχής διευκρινίσεων δυνάμει του άρθρου 101, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του. Το Δικαστήριο ζήτησε μεταξύ άλλων να πληροφορηθεί εάν η δικαστής που είχε υποβάλει τις δύο υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως εξακολουθούσε να μετέχει στους δικαστικούς σχηματισμούς που είχαν επιληφθεί των υποθέσεων των κύριων δικών στο πλαίσιο των οποίων ανέκυψαν οι προδικαστικές παραπομπές στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑647/21 και C‑648/21 και, εάν ναι, υπό ποία ιδιότητα. Το αιτούν δικαστήριο απάντησε στην αίτηση αυτή στις 17 Οκτωβρίου 2023 μέσω της δικαστή που είχε υποβάλει τις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως.
Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου
36 Αφενός, η Δανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 47 του Χάρτη δεν έχει εφαρμογή στις υποθέσεις των κύριων δικών. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μολονότι στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, ιδίως στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, γίνεται αναφορά στην οδηγία 2016/343, εντούτοις, δεν ζητείται η ερμηνεία της οδηγίας αυτής.
37 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί μόνο να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων οι οποίες του έχουν απονεμηθεί (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
38 Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, η διάταξη δε αυτή επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως όχι πέραν αυτών (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
39 Εν προκειμένω, όσον αφορά το αίτημα ερμηνείας του άρθρου 47 του Χάρτη, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι υποθέσεις των κύριων δικών αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή κανόνα του δικαίου της Ένωσης ο οποίος να τίθεται σε εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο. Πράγματι, μολονότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως αναφέρεται στην οδηγία 2016/343, το ερώτημα αυτό δεν τίθενται υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας, το δε αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει καμία εξήγηση ως προς τη σχέση που υφίσταται μεταξύ της οδηγίας και των υποθέσεων αυτών.
40 Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 47 του Χάρτη αυτό καθεαυτό.
41 Αφετέρου, η Prokuratura Rejonowa w Bytowie (τοπική εισαγγελία Bytów, Πολωνία) και η Prokuratura Okręgowa w Łomży (περιφερειακή εισαγγελία Łomża, Πολωνία) υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα ζητήματα σχετικά με την οργάνωση των δικαστηρίων των κρατών μελών, όπως αυτά που εγείρονται με τα υποβληθέντα ερωτήματα, ιδίως όσον αφορά την αφαίρεση από δικαστή των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και όχι στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, η Πολωνική Κυβέρνηση δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, κατά την άποψή της, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα.
42 Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, ναι μεν η οργάνωση της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, πλην όμως τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της ως άνω αρμοδιότητας, να τηρούν τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης, όπερ μπορεί να ισχύει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά εθνικούς κανόνες που διέπουν την έκδοση των αποφάσεων διορισμού των δικαστών και, ενδεχομένως, κανόνες σχετικούς με τον δικαστικό έλεγχο ο οποίος ασκείται στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών διορισμού [απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
43 Επιπλέον, από τη διατύπωση των υποβληθέντων ερωτημάτων καθίσταται σαφές ότι αυτά δεν αφορούν την ερμηνεία του πολωνικού δικαίου, αλλά ιδίως του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ.
44 Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, αλλά όχι να ερμηνεύσει το άρθρο 47 του Χάρτη αυτό καθεαυτό.
Επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως
45 Η τοπική εισαγγελία του Bytów και η περιφερειακή εισαγγελία του Łomża αμφισβητούν το παραδεκτό των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως. Υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η αιτούσα δικαστής υπέβαλε τις αιτήσεις αυτές μετά την έκδοση της πράξης του συμβουλίου διοίκησης, ήτοι σε ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω δικαστής, από την οποία αφαιρέθηκαν με τον τρόπο αυτόν οι υποθέσεις των κύριων δικών, δεν μπορούσε πλέον να λάβει τέτοιου είδους αποφάσεις. Δεύτερον, επισημαίνουν ότι τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την προσωπική κατάσταση της αιτούσας δικαστή και ότι τα ερωτήματα αυτά είναι, συνεπώς, προσωπικού χαρακτήρα. Τρίτον, υποστηρίζουν ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας. Από την πλευρά της, η Πολωνική Κυβέρνηση δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές.
46 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτο για τον λόγο ότι το ζήτημα περί του εάν υφίσταται δυνατότητα πραγματικής προσφυγής για τον κατηγορούμενο στις υποθέσεις των κύριων δικών δεν αποτελεί ούτε προκαταρκτικό ζήτημα που τίθεται in limine litis ούτε ζήτημα αναγκαίο για την επίλυση των υποθέσεων αυτών.
47 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων που καθιερώνεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης, να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί [απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία), C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
48 Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για να καταστεί δυνατή η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου «έκδοση της δικής του απόφασης» επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη τονίσει ότι η απάντηση σε προδικαστικά ερωτήματα ενδέχεται να είναι αναγκαία προκειμένου να παρασχεθεί στα αιτούντα δικαστήρια μια ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης η οποία θα καθιστά δυνατή την επίλυση δικονομικών ζητημάτων του εθνικού δικαίου προκειμένου να μπορέσουν να αποφανθούν επί της ουσίας των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ., C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:931, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
50 Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση περί απαραδέκτου με την οποία προβάλλεται ότι η συγκεκριμένη δικαστής υπέβαλε τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφότου της είχαν αφαιρεθεί οι υποθέσεις των κύριων δικών, διαπιστώνεται, αφενός, ότι από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία η δικαστής αυτή υπέβαλε τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, ήτοι στις 20 Οκτωβρίου 2021, δεν της είχαν ακόμη αφαιρεθεί οι υποθέσεις των κύριων δικών και, αφετέρου, ότι, μετά την αφαίρεση των υποθέσεων αυτών, το αιτούν δικαστήριο δεν ανακάλεσε τις εν λόγω αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως.
51 Πράγματι, με την απάντησή του στη δεύτερη αίτηση του Δικαστηρίου περί παροχής διευκρινίσεων, το αιτούν δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης των αποφάσεων περί παραπομπής, ήτοι στις 20 Οκτωβρίου 2021, η συγκεκριμένη δικαστής ήταν, αντιστοίχως, εισηγήτρια δικαστής και πρόεδρος του δικαστικού σχηματισμού στις δύο υποθέσεις των κύριων δικών. Επισήμανε επίσης ότι, με διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2021, η οποία εκδόθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο των εν λόγω αποφάσεων περί παραπομπής, η διαφορά στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑648/21 ανατέθηκε σε άλλον εισηγητή δικαστή που προηγουμένως μετείχε στον επιληφθέντα της υπόθεσης αυτής τριμελή δικαστικό σχηματισμό και ότι η σύνθεση του μονομελούς δικαστικού σχηματισμού στην υπόθεση C‑647/21 μεταβλήθηκε ομοίως στις 21 Οκτωβρίου 2021. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι δύο αυτές διαδικασίες ανεστάλησαν λόγω της υποβολής των αντίστοιχων αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως και εξακολουθούν να τελούν σε αναστολή ενόσω εκκρεμούν οι προδικαστικές παραπομπές.
52 Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση περί απαραδέκτου με την οποία προβάλλεται ότι τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, την προσωπική κατάσταση της δικαστή που υπέβαλε τις δύο υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως και, επομένως, δεν έχουν σχέση με τις υποθέσεις των κύριων δικών, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο καλείται, στο πλαίσιο των υποθέσεων των κύριων δικών, να αποφανθεί in limine litis επί ζητημάτων δικονομικής φύσεως των οποίων η επίλυση εξαρτάται από την ερμηνεία των διατάξεων και των αρχών του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα. Πράγματι, με τα προδικαστικά ερωτήματα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω διατάξεων και αρχών του δικαίου της Ένωσης, η συγκεκριμένη δικαστής μπορεί νομίμως να συνεχίσει την εξέταση των υποθέσεων των κύριων δικών παρά την πράξη του συμβουλίου διοίκησης με την οποία της αφαιρέθηκαν οι υποθέσεις αυτές.
53 Όπως προκύπτει δε από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προδικαστικά ερωτήματα τα οποία σκοπούν να παράσχουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να επιλύσει, in limine litis, δυσχέρειες δικονομικής φύσης όπως αυτές που αφορούν τη δική του αρμοδιότητα να εκδικάσει υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του ή, ακόμη, τα έννομα αποτελέσματα που πρέπει ή δεν πρέπει να αναγνωρισθούν σε δικαστική απόφαση η οποία είναι δυνατόν να παρακωλύσει τη συνέχιση της εξέτασης μιας τέτοιας υπόθεσης από το εν λόγω δικαστήριο, είναι παραδεκτά δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή), C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
54 Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση περί απαραδέκτου με την οποία προβάλλεται ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως προκύπτει αντιστοίχως από τις σκέψεις 6 έως 14 και 15 έως 26 της παρούσας απόφασης, οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, όπως αποσαφηνίστηκαν από το αιτούν δικαστήριο με την απάντησή του στις δύο αιτήσεις παροχής διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο, περιέχουν, όσον αφορά σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, όλες τις πληροφορίες που απαιτεί το εν λόγω άρθρο 94, στοιχεία αʹ και βʹ, ιδίως δε το γράμμα των εθνικών διατάξεων που μπορούν να τύχουν εφαρμογής εν προκειμένω, έκθεση των λόγων για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και τη σχέση που κατά το αιτούν δικαστήριο υφίσταται μεταξύ της ανωτέρω διάταξης και των προβαλλόμενων εθνικών κανόνων και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι, στο μέτρο αυτό, σε θέση να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων.
55 Σε σχέση με το σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης δικαστηρίου, ήτοι το γεγονός ότι, αφενός, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι παράλληλα και γενικός εισαγγελέας, έχει την εξουσία να διορίζει τους προέδρους των sądy rejonowe (τοπικών δικαστηρίων) που συγκροτούν το συμβούλιο διοίκησης ενός sąd okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου) και, αφετέρου, το γεγονός ότι ορισμένα από τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης έχουν διοριστεί σε θέση δικαστή κατόπιν προτάσεως του ΕΔΣ υπό τη νέα του σύνθεση, το οποίο δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας, υπενθυμίζεται ότι, καθόσον η απόφαση περί παραπομπής αποτελεί τη βάση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξειδικεύει, στην ίδια την απόφαση περί παραπομπής, το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διαφορά της κύριας δίκης και να παρέχει τις αναγκαίες εξηγήσεις για τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία, καθώς και για τη σχέση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εθνικής νομοθεσίας που έχει εφαρμογή επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί [πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, C. F. (Φορολογικός έλεγχος), C‑430/19, EU:C:2020:429, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
56 Εν προκειμένω, πλην ορισμένων περιορισμένων εξηγήσεων σχετικά με τη σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης δικαστηρίου, στις αποφάσεις περί παραπομπής δεν διευκρινίζεται επαρκώς το εθνικό νομικό πλαίσιο σχετικά με τον διορισμό των μελών του εν λόγω συμβουλίου. Δεν προσδιορίζονται ούτε οι λόγοι για τους οποίους είναι αναγκαία η απάντηση του Δικαστηρίου στο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως το οποίο αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης δικαστηρίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στο σκέλος αυτό του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως και, ως εκ τούτου, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δεν πληρούν, στο μέτρο αυτό, τις προϋποθέσεις του άρθρου 94, στοιχεία αʹ και βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.
57 Όσον αφορά το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ύπαρξη δυνατότητας πραγματικής προσφυγής για τους κατηγορουμένους στις υποθέσεις των κύριων δικών, διαπιστώνεται ότι δεν πρόκειται για προκαταρκτικά ζητήματα που τίθενται in limine litis ούτε για ζητήματα αναγκαία για την επίλυση των υποθέσεων των κύριων δικών. Ειδικότερα, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι στις υποθέσεις των κύριων δικών τίθεται το ζήτημα εάν οι κατηγορούμενοι μπορούν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του δικαστικού σχηματισμού που έχει επιληφθεί των υποθέσεών τους.
58 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές, με εξαίρεση το σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης δικαστηρίου και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα των αιτήσεων αυτών.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως
59 Προκαταρκτικώς, παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι, μολονότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί τυπικώς να διευκρινιστεί εάν συνάδει με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ το γεγονός ότι όργανο εθνικού δικαστηρίου, όπως το συμβούλιο διοίκησής του, έχει την εξουσία να αφαιρέσει από δικαστή του δικαστηρίου αυτού μέρος ή το σύνολο των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί, εντούτοις, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το πρώτο αυτό προδικαστικό ερώτημα αφορά κατ’ ουσίαν την εθνική ρύθμιση που διέπει τη διαδικασία για την αφαίρεση υποθέσεων από δικαστή.
60 Αντιθέτως, ακόμη και αν η μετακίνηση της δικαστή που υπέβαλε τις δύο υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως από το τμήμα εφέσεων του αιτούντος δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμούν οι υποθέσεις των κύριων δικών, στο πρωτοβάθμιο τμήμα του εν λόγω δικαστηρίου συνιστά σημαντικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την κατανόηση της κατάστασης στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο με το ερώτημά του, από τη δικογραφία δεν μπορεί να συναχθεί ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι αφορά και τη συμβατότητα προς το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ μιας απόφασης περί μετακίνησης ή, ευρύτερα, μιας κανονιστικής ρύθμισης που διέπει τη διαδικασία μετακίνησης, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη.
61 Κατόπιν των διαπιστώσεων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας όργανο εθνικού δικαστηρίου, όπως το συμβούλιο διοίκησής του, μπορεί να αφαιρέσει από δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου μέρος ή το σύνολο των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί, σε περίπτωση που η ρύθμιση αυτή δεν προβλέπει κριτήρια τα οποία πρέπει να διέπουν μια τέτοια απόφαση και δεν επιβάλλει υποχρέωση αιτιολόγησής της.
62 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων της ίδρυσης, της σύνθεσης, των αρμοδιοτήτων και της λειτουργίας των εθνικών δικαστηρίων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως από το άρθρο 19 ΣΕΕ (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
63 Η μνημονευόμενη στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει κατοχυρωθεί, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, στο οποίο αντιστοιχεί το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη. Επομένως, η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη για την ερμηνεία του ως άνω άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
64 Εξάλλου, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε εκείνα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτόν και των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης. Κατά τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Επομένως, στις υπό κρίση υποθέσεις το Δικαστήριο οφείλει να προβεί σε ερμηνεία η οποία να διασφαλίζει ένα επίπεδο προστασίας σύμφωνο με εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
65 Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει ότι τα όργανα τα οποία, ως «δικαστήρια» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων που αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και τα οποία, ως εκ τούτου, εντάσσονται στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ανεξαρτησία (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
66 Η απαίτηση αυτή περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
67 Η ως άνω απαίτηση περί ανεξαρτησίας περιλαμβάνει δύο πτυχές. Η πρώτη πτυχή, εξωτερικής φύσεως, προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους. Η δεύτερη πτυχή, εσωτερικής φύσεως, συνδέεται με την έννοια της «αμεροληψίας» και έγκειται στην τήρηση ίσων αποστάσεων από τους διαδίκους και από τα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής των κανόνων δικαίου (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψεις 50 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
68 Μολονότι η «εξωτερική» πτυχή της ανεξαρτησίας αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που χαρακτηρίζει τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου, εντούτοις αφορά επίσης την προστασία των δικαστών από αθέμιτη επιρροή προερχόμενη από το εσωτερικό του οικείου δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
69 Υπογραμμίζεται επίσης ότι η άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος πρέπει να προφυλάσσεται όχι μόνον από οποιαδήποτε άμεση άσκηση επιρροής, υπό τη μορφή εντολών, αλλά και από πιο έμμεσες μορφές άσκησης επιρροής που μπορούν να κατευθύνουν τις αποφάσεις των δικαστών [πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 14ης Νοεμβρίου 2024, S. (Μεταβολή της σύνθεσης δικαστικού σχηματισμού), C‑197/23, EU:C:2024:956, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
70 Οι εγγυήσεις αυτές περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οικείου οργάνου, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 52).
71 Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει επίσης υπογραμμίσει ότι η ύψιστη σημασία, μεταξύ άλλων, της δικαστικής ανεξαρτησίας και της ασφάλειας δικαίου για το κράτος δικαίου απαιτεί ιδιαίτερη σαφήνεια των κανόνων που εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση και σαφείς εγγυήσεις για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας και, κυρίως, για την αποφυγή κάθε φαινόμενου αυθαιρεσίας κατά την ανάθεση συγκεκριμένων υποθέσεων σε δικαστές (απόφαση του ΕΔΔΑ της 5ης Οκτωβρίου 2010, DMD GROUP, a.s. κατά Σλοβακίας, CE:ECHR:2010:1005JUD001933403, § 66).
72 Δεύτερον, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ απαιτεί επίσης την ύπαρξη δικαστηρίου «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως», λαμβανομένων υπόψη των άρρηκτων δεσμών που υφίστανται μεταξύ της πρόσβασης σε ένα τέτοιο δικαστήριο και των εγγυήσεων ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών [πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 14ης Νοεμβρίου 2024, S. (Μεταβολή της σύνθεσης δικαστικού σχηματισμού), C‑197/23, EU:C:2024:956, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
73 Η αναφορά σε «δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως», η οποία περιέχεται και στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, απηχεί, μεταξύ άλλων, την αρχή του κράτους δικαίου και αφορά όχι μόνον τη νομική βάση της ίδιας της ύπαρξης του δικαστηρίου, αλλά και τη σύνθεση της έδρας σε κάθε υπόθεση, καθώς και κάθε άλλη διάταξη του εσωτερικού δικαίου της οποίας η μη τήρηση καθιστά μη νόμιμη τη συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων δικαστών στην εξέταση της υπόθεσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2022, Getin Noble Bank, C‑132/20, EU:C:2022:235, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
74 Επομένως, οι κανόνες περί ανάθεσης και εκ νέου ανάθεσης υποθέσεων αποτελούν μέρος της έννοιας του δικαστηρίου «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως», η οποία απαιτεί όχι μόνον νομική βάση για την ίδια την ύπαρξη του δικαστηρίου, αλλά και τον σεβασμό της σύνθεσης της έδρας σε κάθε υπόθεση, καθώς και την ύπαρξη κάθε άλλης διάταξης του εσωτερικού δικαίου της οποίας η μη τήρηση καθιστά μη νόμιμη τη συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων δικαστών στην εξέταση της υπόθεσης.
75 Επιπλέον, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ απαιτεί συναφώς οι κανόνες που διέπουν τη σύνθεση των δικαστικών σχηματισμών να είναι ικανοί να αποκλείσουν κάθε αθέμιτη παρεμβολή, στη διαδικασία λήψης απόφασης σχετικά με συγκεκριμένη υπόθεση, εκ μέρους προσώπων τα οποία βρίσκονται εκτός του δικαστικού σχηματισμού που είναι αρμόδιος για την υπόθεση αυτή και ενώπιον των οποίων οι διάδικοι δεν μπόρεσαν να προβάλουν τα επιχειρήματά τους (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 59).
76 Εν προκειμένω, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι το άρθρο 47b, παράγραφος 1, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων προβλέπει ότι η μεταβολή της σύνθεσης δικαστηρίου επιτρέπεται μόνον σε περίπτωση «μονίμου κωλύματος που εμποδίζει την εξέταση της υπόθεσης υπό την αρχική του σύνθεση», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Μολονότι, όμως, η παράγραφος 4 του εν λόγω άρθρου 47b προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι ένας δικαστής εξακολουθεί να είναι αρμόδιος για την εκδίκαση των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί παρά τη μετακίνηση, μετάθεση ή απόσπασή του, έως την περάτωσή τους, εντούτοις, η παράγραφος 5 του εν λόγω άρθρου 47b ορίζει ότι το συμβούλιο διοίκησης του οικείου δικαστηρίου μπορεί να του τις αφαιρέσει χωρίς να προβλέπονται κριτήρια προς τον σκοπό αυτόν. Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου 47b, το συμβούλιο διοίκησης του δικαστηρίου δύναται επίσης να αφαιρέσει υποθέσεις από δικαστή σε περίπτωση μετακίνησης του τελευταίου σε άλλο τμήμα, δυνατότητα όμως που ούτε και αυτή συνοδεύεται από συγκεκριμένα κριτήρια.
77 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εθνική ρύθμιση όπως αυτή που περιγράφεται στην προηγούμενη σκέψη, όχι μόνον δεν προβλέπει αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων μπορούν να αφαιρεθούν από δικαστή μία ή περισσότερες υποθέσεις, αλλά παρέχει επίσης τη δυνατότητα στο συμβούλιο διοίκησης του οικείου δικαστηρίου να αφαιρέσει υποθέσεις από δικαστή χωρίς να αιτιολογήσει την απόφασή του αυτή. Πράγματι, η αναφορά στην ύπαρξη «μονίμου κωλύματος που εμποδίζει την εξέταση της υπόθεσης υπό την αρχική […] σύνθεση [δικαστηρίου]» είναι υπερβολικά αόριστη για να μπορεί να θεωρηθεί ικανή να αποτρέψει κάθε αυθαιρεσία στην απόφαση περί μεταβολής της σύνθεσης ενός δικαστικού σχηματισμού. Ομοίως, η Πολωνική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι το πολωνικό δίκαιο δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασης με την οποία αφαιρούνται υποθέσεις από δικαστή δυνάμει του άρθρου 47b, παράγραφοι 5 και 6, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων.
78 Εξάλλου, όσον αφορά την επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών αφαίρεση υποθέσεων, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η απόφαση του συμβουλίου διοίκησης με την οποία αφαιρέθηκαν από τη συγκεκριμένη δικαστή οι υποθέσεις των κύριων δικών στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας.
79 Επιπλέον, η πράξη αυτή του συμβουλίου διοίκησης δεν φαίνεται να μπορεί να δικαιολογηθεί από τη διάταξη περί μετακίνησης, με την οποία ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Slupsk) αποφάσισε, στις 13 Οκτωβρίου 2021, δυνάμει του άρθρου 22a, παράγραφος 4, του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, να μετακινήσει τη δικαστή που είχε υποβάλει τις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως σε άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου.
80 Πράγματι, αφενός, η διάταξη αυτή συνοδεύτηκε από τη λακωνική αιτιολογία περί της ανάγκης «να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία του έκτου ποινικού τμήματος εφέσεων και του δευτέρου ποινικού τμήματος» του Sąd Okręgowy w Słupsku (περιφερειακού δικαστηρίου Slupsk).
81 Αφετέρου, η πράξη του συμβουλίου διοίκησης εκδόθηκε δύο ημέρες πριν από τη διάταξη περί μετακίνησης.
82 Επιπλέον, όσον αφορά τη μετάθεση δικαστή σε άλλο δικαστήριο χωρίς τη συγκατάθεσή του ή τη μετακίνηση δικαστή σε άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου χωρίς τη συγκατάθεσή του, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τέτοιες μεταθέσεις ή μετακινήσεις ενδέχεται να αποτελέσουν μέσο άσκησης ελέγχου επί του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων, δεδομένου ότι μπορούν όχι μόνο να επηρεάσουν την έκταση των αρμοδιοτήτων των οικείων δικαστών και τον χειρισμό των υποθέσεων που τους έχουν ανατεθεί, αλλά και να έχουν σημαντικές συνέπειες για τη ζωή και τη σταδιοδρομία τους και, ως εκ τούτου, να έχουν αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα της πειθαρχικής ποινής [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα έκτακτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 115].
83 Κατ’ αναλογίαν, η αφαίρεση από δικαστή των υποθέσεων που έχει επιληφθεί, χωρίς η επίμαχη εθνική ρύθμιση να θεσπίζει αντικειμενικά κριτήρια για την οριοθέτηση της δυνατότητας αυτής και μάλιστα χωρίς καν να απαιτείται αιτιολόγηση μιας τέτοιας απόφασης, δεν επιτρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η αφαίρεση υποθέσεων να είναι αυθαίρετη ή και να συνιστά συγκεκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, μετά την αφαίρεση των υποθέσεών του, ο οικείος δικαστής μετακινείται σε άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου.
84 Επομένως, οργανωτικά μέτρα που συνίστανται στην αφαίρεση από δικαστή των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί, όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, η εφαρμογή των οποίων δεν οριοθετείται από αρκούντως ακριβή κριτήρια και δεν υπόκειται σε υποχρέωση επαρκούς αιτιολογίας, μπορούν να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς το εάν η αφαίρεση υποθέσεων από δικαστή, ακολουθούμενη από μετακίνηση, επέρχεται ως απάντηση σε προγενέστερες πράξεις του οικείου δικαστή.
85 Επομένως, προκειμένου να μην αφεθεί περιθώριο για αυθαιρεσίες λόγω μιας μη διαφανούς διαδικασίας, η οποία θα μπορούσε να θίξει τις αρχές της ανεξαρτησίας και της ισοβιότητας των δικαστών, οι εθνικοί κανόνες που διέπουν την αφαίρεση υποθέσεων από δικαστή πρέπει να προβλέπουν σαφώς καθορισμένα αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων μπορούν να αφαιρεθούν υποθέσεις από δικαστή, καθώς και υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεων περί αφαίρεσης υποθέσεων, ιδίως σε περίπτωση αφαίρεσης υποθέσεων χωρίς τη συγκατάθεση του οικείου δικαστή, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η ανεξαρτησία των δικαστών δεν θα υπονομευθεί από αθέμιτες εξωτερικές επιρροές.
86 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας όργανο εθνικού δικαστηρίου, όπως το συμβούλιο διοίκησής του, μπορεί να αφαιρέσει από δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου μέρος ή το σύνολο των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί, σε περίπτωση που η ρύθμιση αυτή δεν προβλέπει κριτήρια τα οποία πρέπει να διέπουν μια τέτοια απόφαση και δεν επιβάλλει υποχρέωση αιτιολόγησής της.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως
87 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχουν την έννοια ότι υποχρεώνουν το εθνικό δικαστήριο και κάθε άλλη αρχή του οικείου κράτους μέλους να αφήσουν ανεφάρμοστες, αφενός, πράξη του συμβουλίου διοίκησης του εν λόγω δικαστηρίου με την οποία αφαιρούνται από δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου οι υποθέσεις που του είχαν ανατεθεί, καθώς και, αφετέρου, τυχόν άλλες μεταγενέστερες πράξεις, όπως οι αποφάσεις σχετικά με την εκ νέου ανάθεση των εν λόγω υποθέσεων, εφόσον η οικεία πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.
88 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης καθιερώνει την προτεραιότητα του δικαίου της Ένωσης έναντι του δικαίου των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η αρχή αυτή επιβάλλει σε όλες τις αρχές των κρατών μελών να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διαφόρων κανόνων της Ένωσης, το δε δίκαιο των κρατών μελών δεν μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα το οποίο αναγνωρίζεται στους κανόνες αυτούς εντός των κρατών μελών [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή), C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
89 Επομένως, η εν λόγω αρχή επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στον εθνικό δικαστή, στον οποίο έχει ανατεθεί να εφαρμόζει, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των επιταγών του δικαίου της Ένωσης στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή πρακτική, η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει άμεσο αποτέλεσμα, χωρίς να οφείλει να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή), C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
90 Το Δικαστήριο έχει κρίνει δε ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση επίτευξης αποτελέσματος που δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση, ιδίως όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστηρίων τα οποία καλούνται να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν το δίκαιο της Ένωσης και την απαίτηση τα δικαστήρια αυτά να έχουν προηγουμένως συσταθεί νομίμως, έχει τέτοιο άμεσο αποτέλεσμα, το οποίο συνεπάγεται ότι πρέπει να μένει ανεφάρμοστη οποιαδήποτε εθνική διάταξη, νομολογία ή πρακτική αντίθετη προς τις εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή), C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].
91 Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, ακόμη και ελλείψει εθνικών νομοθετικών μέτρων για την παύση διαπιστωθείσας από το Δικαστήριο παραβάσεως κράτους μέλους, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα μέτρα προκειμένου να διευκολύνουν την υλοποίηση της πλήρους αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης συμφώνως προς τα κριθέντα στην απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση αυτή. Εξάλλου, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να εξαλείφουν τις παράνομες συνέπειες παραβίασης του δικαίου της Ένωσης [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή), C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
92 Προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 88 έως 91 της παρούσας απόφασης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, επομένως, να μην εφαρμόσει πράξη, όπως αυτή του συμβουλίου διοίκησης του αιτούντος δικαστηρίου, η οποία, κατά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, διέταξε την αφαίρεση από δικαστή του δικαστηρίου αυτού των υποθέσεων που του είχαν ανατεθεί, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, δεδομένης της οικείας δικονομικής κατάστασης, για τη διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή), C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
93 Δεδομένου ότι η τελική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και η εφαρμογή και η ερμηνεία του εθνικού δικαίου εναπόκεινται, στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο, αυτό είναι αρμόδιο να καθορίσει οριστικά τις συγκεκριμένες συνέπειες που απορρέουν, στις διαδικασίες των κύριων δικών, από την αρχή που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα του ήταν χρήσιμα προς τούτο [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή), C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
94 Συναφώς, από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που διέπει τη διαδικασία για την αφαίρεση υποθέσεων από δικαστή, όπως αυτή που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο.
95 Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δικαστικός σχηματισμός πρέπει να μπορεί να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε πράξη που έχει εκδοθεί βάσει της ρύθμισης αυτής και, ως εκ τούτου, να συνεχίσει, υπό την ίδια σύνθεση, την εξέταση των υποθέσεων των κύριων δικών, χωρίς τα δικαστικά όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εθνικού δικαστηρίου να είναι σε θέση να το εμποδίσουν [πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή), C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
96 Στην ίδια αυτή περίπτωση, τα όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού οφείλουν να αφήσουν ανεφάρμοστη την εν λόγω πράξη [πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή), C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 80].
97 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αμφοτέρων των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν σε εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστες, αφενός, την πράξη του συμβουλίου διοίκησής του με την οποία αφαιρούνται από δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου οι υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί και, αφετέρου, τυχόν άλλες μεταγενέστερες πράξεις, όπως οι αποφάσεις σχετικά με την εκ νέου ανάθεση των υποθέσεων αυτών, σε περίπτωση που η πράξη του συμβουλίου διοίκησης έχει εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Τα δικαστικά όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού πρέπει να αφήσουν ανεφάρμοστη μια τέτοια πράξη.
Επί των δικαστικών εξόδων
98 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας όργανο εθνικού δικαστηρίου, όπως το συμβούλιο διοίκησής του, μπορεί να αφαιρέσει από δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου μέρος ή το σύνολο των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί, σε περίπτωση που η ρύθμιση αυτή δεν προβλέπει κριτήρια τα οποία πρέπει να διέπουν μια τέτοια απόφαση και δεν επιβάλλει υποχρέωση αιτιολόγησής της.
2) Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης
έχουν την έννοια ότι:
επιβάλλουν σε εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστες, αφενός, την πράξη του συμβουλίου διοίκησής του με την οποία αφαιρούνται από δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου οι υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί και, αφετέρου, τυχόν άλλες μεταγενέστερες πράξεις, όπως οι αποφάσεις σχετικά με την εκ νέου ανάθεση των υποθέσεων αυτών, σε περίπτωση που η πράξη του συμβουλίου διοίκησης έχει εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Τα δικαστικά όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού πρέπει να αφήσουν ανεφάρμοστη μια τέτοια πράξη.
(υπογραφές)