Το δικαστήριο απέρριψε την προσεπίκληση της ασφαλιστικής εταιρείας, καθώς αυτή είχε τεθεί σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, γεγονός που συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αναστολή οποιασδήποτε ατομικής δίωξης εναντίον της, βάσει του Ν. 4364/2016.
Το Εφετείο Αθηνών επικύρωσε την απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κρίνοντας ότι η λανθασμένη διάγνωση εξωμήτριας κύησης δεν συνιστούσε ιατρική αμέλεια, ενώ απέρριψε την απαίτηση αποζημίωσης από την ασφαλιστική εταιρεία λόγω της εκκαθάρισής της.
Με την παρούσα, το Εφετείο Αθηνών εξέτασε υπόθεση ιατρικής αμέλειας, που αφορούσε λανθασμένη διάγνωση εξωμήτριας κύησης, και τις συνέπειες αυτής για την υγεία της ενάγουσας. Σύμφωνα με το ιστορικό, η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, διαγνώστηκε με ενδομήτρια κύηση, ωστόσο, μεταγενέστερα αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για εξωμήτρια κύηση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σοβαρή αιμορραγία και την ανάγκη επείγουσας χειρουργικής επέμβασης. Η ίδια υποστήριξε ότι η κύηση ήταν εξαρχής εξωμήτρια και πως οι ιατροί, που την παρακολουθούσαν, δεν διέγνωσαν την πραγματική κατάσταση, παραβιάζοντας τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Συνεπώς, άσκησε αγωγή κατά των θεραπόντων ιατρών της, καθώς και του διαγνωστικού κέντρου, ζητώντας αποζημίωση για σωματική, αλλά και ηθική βλάβη. Παράλληλα, οι εναγόμενοι ιατροί προσεπικάλεσαν την ασφαλιστική τους εταιρεία να τούς καλύψει, στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης επαγγελματιών υγείας.
Η νομολογιακή αυτή προσέγγιση έχει ιδιαίτερη σημασία για τον κλάδο της υγείας και των ασφαλίσεων, καθώς επηρεάζει τόσο τους ιατρούς, όσο και τους ασφαλισμένους, που επιδιώκουν αποζημιώσεις μέσω ασφαλιστικών συμβάσεων.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ύστερα από πραγματογνωμοσύνη, απέρριψε την αγωγή σε πρώτο βαθμό, κρίνοντας ότι η διάγνωση των ιατρών δεν συνιστούσε αμέλεια, καθώς η ιατρική τους εκτίμηση στηρίχθηκε στα διαθέσιμα στοιχεία της χρονικής στιγμής της εξέτασης. Ειδικότερα, από την προσκομισθείσα πραγματογνωμοσύνη προέκυψε ότι κατά τη χρονική στιγμή της αυχενικής διαφάνειας η κύηση ήταν ενδομήτρια, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις απεικονίσεις του υπερηχογραφήματος. Ωστόσο, η ύπαρξη μεγάλου ινομυώματος στη μήτρα συνέβαλε πιθανώς στη ρήξη της, η οποία επέφερε τη μετατόπιση του κυήματος στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Αυτή η εξέλιξη, αν και σπάνια, θεωρήθηκε ιατρικώς δυνατή και απρόβλεπτη κατά τον χρόνο της εξέτασης.
Επιπλέον, το δικαστήριο απέρριψε και την προσεπίκληση της ασφαλιστικής εταιρείας, καθώς αυτή είχε τεθεί σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, γεγονός που συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αναστολή οποιασδήποτε ατομικής δίωξης εναντίον της, βάσει του Ν. 4364/2016.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο Εφετείο, έπειτα από εφέσεις τόσο της ενάγουσας, η οποία ζητούσε την ανατροπή της απόφασης, όσο και των ιατρών, οι οποίοι επιδίωκαν να καταλογιστεί ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρεία. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, επαναλαμβάνοντας ότι οι ιατροί ενήργησαν σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis), ενώ παράλληλα έκρινε απαράδεκτη οποιαδήποτε απαίτηση κατά της ασφαλιστικής εταιρείας λόγω της εκκαθάρισής της. Η απόφαση ερμήνευσε αυστηρά το πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, επιβεβαιώνοντας ότι οι πιστωτές δεν μπορούν να στραφούν ατομικά εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας, αλλά οφείλουν να ακολουθήσουν τη διαδικασία εκκαθάρισης.
Εν κατακλείδει, η υπόθεση αυτή αναδεικνύει δύο κρίσιμα νομικά ζητήματα: αφενός μεν, τη δυσκολία τεκμηρίωσης ιατρικής αμέλειας, ιδίως όταν οι διαγνώσεις βασίζονται σε μεταβαλλόμενα ιατρικά δεδομένα, αφετέρου δε, το αυστηρό πλαίσιο προστασίας που παρέχεται στις ασφαλιστικές εταιρείες σε καθεστώς εκκαθάρισης. Η νομολογιακή αυτή προσέγγιση έχει ιδιαίτερη σημασία για τον κλάδο της υγείας και των ασφαλίσεων, καθώς επηρεάζει τόσο τους ιατρούς, όσο και τους ασφαλισμένους, που επιδιώκουν αποζημιώσεις μέσω ασφαλιστικών συμβάσεων.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΜΕφΑθ 3048/2024