ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσδιορισμός της αποζημίωσης του ιδιοκτήτη συνεπεία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου του ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, ενώ δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και, γενικώς, δεν ανήκουν στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων αξιώσεις που συνδέονται με την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριούμενου ακινήτου και του βάσει αυτής της εκτιμήσεως καθορισμού της αποζημίωσης. Αντιθέτως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αξιώσεις λόγω παράνομων πράξεων ή παραλείψεων οργάνων της Διοικήσεως κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (πρβλ. ΑΕΔ 13/1992, ΣτΕ 2573/2020 κ.α.). Απαράδεκτη αγωγή κατ’ άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ ιδιοκτητών ακινήτου, τμήμα του οποίου απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά για την κατασκευή της Επαρχιακής Οδού Λάρισας-Καρδίτσας, με την οποία (αγωγή) ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης Περιφέρειας Θεσσαλίας να τους καταβάλει αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105 και 106 του ΕισνΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν εξαιτίας της απαλλοτρίωσης τμήματος του ακινήτου τους μετά των επικειμένων του και της μείωσης της αξίας του εναπομείναντος τμήματος αυτού.
ΔΠΛαρ ΑΡ106/2025 (Τμήμα Β΄ Τριμελές)
Πρόεδρος Φανή Συργιάννη, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των ίδιων των εναγόντων, κατά τη διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης τμήματος του ακινήτου τους, στο πλαίσιο εκτέλεσης του έργου για την κατασκευή της επαρχιακής οδού Λάρισας-Καρδίτσας, διεκόπη η άμεση σύνδεση του προαναφερθέντος ακινήτου τους με την ως άνω επαρχιακή οδό, χωρίς την καταβολή ιδιαίτερης αποζημίωσης, με αποτέλεσμα να μειωθεί η αξία του εναπομείναντος τμήματος του ακινήτου. Περαιτέρω, ζητείται η καταβολή αποζημίωσης για την αξία των επικειμένων στο απαλλοτριωθέν τμήμα, αν και για αυτά έχουν ήδη αποζημιωθεί με παρακατάθεση της σχετικής αποζημίωσης που καθορίστηκε με την …/… απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, χωρίς να προβάλλεται ότι κάποια από αυτά δεν περιλήφθηκαν στον σχετικό κτηματολογικό πίνακα και στην προαναφερθείσα απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. Συνεπώς, η αξίωση των εναγόντων για αποζημίωση δεν πηγάζει από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις συγκεκριμένων οργάνων της Διοίκησης κατά τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης (για σφάλμα κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού πίνακα και του κτηματολογικού διαγράμματος), ώστε να αποτελεί αγωγή των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., αλλά αξίωση από νόμιμες ενέργειες της Διοίκησης, που είναι η κήρυξη απαλλοτρίωσης για δημόσια ωφέλεια και η κατασκευή του σχετικού έργου. Ειδικότερα, πρόκειται για διαφορά που αφορά στον καθορισμό του ύψους της τελικώς καταβαλλόμενης αποζημίωσης, που οφείλεται στον ιδιοκτήτη ακινήτου που απαλλοτριώνεται κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του ν. 2882/2001, και όχι για διαφορά η οποία γεννάται λόγω παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων οργάνων της Διοικήσεως κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, όπως εσφαλμένως προβάλλουν οι ενάγοντες. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω, ο ιδιοκτήτης του ακινήτου πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων ότι το τμήμα του ακινήτου που απομένει εκτός απαλλοτρίωσης υφίσταται μείωση της αξίας του ή καθίσταται άχρηστο, με την διαδικασία των άρθρων 9-20 του ν. 2882/2001 (Κώδικας Απαλλοτριώσεων). Εάν αυτός δεν προβάλλει για οποιοδήποτε λόγο τη σχετική αξίωσή του με την προβλεπόμενη από τον νόμο διαδικασία, αυτή η παράλειψη δεν δύναται να προσαφθεί στα όργανα του Δημοσίου ή του αρμόδιου ν.π.δ.δ., ούτως ώστε να θεμελιωθεί ευθύνη του τελευταίου κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. και άρα, οι ενάγοντες απαραδέκτως ζητούν με τη νομική αυτή βάση αποζημίωση για τη μείωση της αξίας και την αχρήστευση του μη απαλλοτριούμενου τμήματος της ιδιοκτησίας τους, λόγω ενεργειών και παραλείψεων των οργάνων του εναγόμενου νομικού προσώπου, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, δεν γεννάται διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, οι δε σχετικοί ισχυρισμοί, μπορούσαν και έπρεπε να προβληθούν μόνο επ’ ευκαιρία δίκης ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων, κατ’ αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού της εναγόμενης Περιφέρειας.