Αριθμός 1858/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Φεβρουαρίου 2023, με την εξής σύνθεση: Άννα Καλογεροπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Παρασκευή Μπραΐμη, Σουλτάνα Κωνσταντίνου, Σύμβουλοι, Δημήτριος Τσαρούχας, Θεοφανεία Ρίζου Έκαρτ, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μαρία Κουμουτσάκου.
Για να δικάσει την από 15 Οκτωβρίου 2021 αίτηση:
του …, κατοίκου … Αττικής (……..), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου,
κατά του Δήμου….., ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Φανή Πουραΐμη (……), που τη διόρισε με απόφαση της Οικονομικής του Επιτροπής.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. …..απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου Δήμου δήλωσε σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δημήτριου Τσαρούχα.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
- Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό, με κωδικό ……), ζητείται η αναίρεση της ….. αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της ….. αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση, κατόπιν της ….. προδικαστικής αποφάσεως του ίδιου δικαστηρίου, απορρίφθηκε αγωγή του ίδιου κατά του ήδη αναιρεσίβλητου Δήμου, με την οποία ζητούσε ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση του τελευταίου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το συνολικό ποσό των 113.054,92 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ και 932 ΑΚ, λόγω υλικής και ηθικής βλάβης, που ισχυρίστηκε ότι υπέστη την … … 2006, από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αρμόδιων οργάνων του ως άνω Δήμου.
- Επειδή, κατά την παγιωμένη στη νομολογία έννοια των διατάξεων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α´ 213), και, περαιτέρω, η παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α´ 240), αν πρόκειται για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι διατάξεις της παραγράφου 3. O αναιρεσείων βαρύνεται, δηλαδή, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου· ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί του ίδιου (κρίσιμου) νομικού ζητήματος και όχι επί αναλόγου ή παρομοίου (βλ. ΣτΕ 1821/2022, 2661/2020, 2681, 2952/2019 κ.ά.). Περαιτέρω, η ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, ως προς την οποία προβάλλεται ότι υφίσταται η αντίθεση, μπορεί να διατυπώνεται στη μείζονα ή την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των λοιπών αποφάσεων των οποίων γίνεται επίκληση (ΣτΕ 1965/2021 επταμ., 2378/2021, 2896, 363/2020, 3005, 774/2019, 711/2018 επταμ. κ.ά.), πρέπει όμως να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αυτών αιτιολογίες τους (βλ. ΣτΕ 1965/2021 επταμ., 593/2021, 2951/2020, 2678/2019 κ.ά.).
- Επειδή, στο άρθρο 96 παρ. 2 και 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζονται τα εξής: «2. Επιτρέπεται η προβολή, στην κατ’ έφεση δίκη, νέων πραγματικών ισχυρισμών, εφόσον αφορούν κεφάλαια τα οποία είχαν αμφισβητηθεί στην πρωτόδικη δίκη και η μη προβολή τους κατ’ αυτήν κρίνεται δικαιολογημένη. 3. Για τα αιτήματα και τους πραγματικούς ισχυρισμούς οι οποίοι προβάλλονται παραδεκτώς σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, μπορούν οι διάδικοι να προσκομίσουν και να επικαλεστούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και το δικαστήριο να διατάξει συμπληρωματική απόδειξη». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ερμηνευόμενων υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), επίκληση και προσαγωγή στην κατ’ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών μέσων επιτρέπεται και προς απόδειξη ή απόκρουση πραγματικών ισχυρισμών που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, εφόσον η μη επίκληση και προσαγωγή τους στην πρωτοβάθμια δίκη κρίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιολογημένη (ΣτΕ 2619/2021, 2661/2020, 1226, 1678, 2466, 2681/2019, 2533/2017, 661/2016, 4141/2015, 4102/2014, 116, 2581/2013, 1550, 1982, 3922/2012, 2112, 3560, 4222, 4564/2011, 952/2011 επταμ., 264, 3554/2010, 695, 2579/2009, 3102/2008, 1848, 2468/2008 Ολομ.), ενόψει σχετικών ισχυρισμών του διαδίκου που τα επικαλείται (ΣτΕ 1821/2022, 609/2020, 70, 2681/2019, 2157/2017, 3132/2014, 4947-48/2012). Επιτρέπεται, πάντως, η επίκληση και προσαγωγή το πρώτον κατ’ έφεση νέων αποδεικτικών μέσων, εφόσον αυτά είναι οψιγενή (ΣτΕ 1226/2019, 3560/2011), έχουν, δηλαδή, συνταχθεί σε ημερομηνία μεταγενέστερη της πρωτόδικης αποφάσεως, ακόμη και αν αφορούν σε απόδειξη ισχυρισμών που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως (βλ. ΣτΕ 690/2020, 2661/2020, 70, 1226, 2681/2019, 2157/2017, 661/2016, 4141/2015, 3560/2011, 36/2007). Εξάλλου, για το παραδεκτό της προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών στην κατ’ έφεση δίκη, πρέπει να γίνεται επίκληση στη δίκη αυτή και των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το δικαιολογημένο της μη προβολής τους πρωτοδίκως (ΣτΕ 1821/2022, 1226/2019, 4141/2015, 1982/2012, 2112/2011).
- Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα παραδεκτώς επισκοπούμενα κατ’ αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα, προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσείων, με την από …. αγωγή του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκε ότι την ….2006 και περί ώρα 23.00, οδηγώντας την δίκυκλη μοτοσυκλέτα ιδιοκτησίας του …. με αρ. κυκλοφορίας …. και συνεπιβαίνουσα την …., ενώ κινούνταν επί της οδού Π. του Δήμου …. με κατεύθυνση από την πλατεία «…» προς τη Λεωφόρο ,,,,,,,, στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 15-17, έπεσε σε απροφύλακτη – ακάλυπτη λακκούβα, που είχε προκληθεί στο οδόστρωμα από την υψομετρική διαφορά, βάθους 10 εκατοστών, που είχε αυτό σε σχέση με το καπάκι (κάλυμμα) του φρεατίου αποχετεύσεως ακαθάρτων υδάτων, το οποίο βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο από τη στάθμη της ασφάλτου του οδοστρώματος. Αποτέλεσμα της πτώσεως αυτής, ήταν ο τραυματισμός του, και η εξ αυτού, κατά τα υποστηριζόμενα από τον ίδιο, διακομιδή του, μέσω ασθενοφόρου του ΕΚΑΒ, στο Νοσοκομείο Αθηνών «…..», όπου, κατόπιν σχετικών εξετάσεων, στις οποίες υποβλήθηκε, διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα (Bennet) βάσης αριστερού αντίχειρα, που αντιμετωπίσθηκε με εφαρμογή γύψινου νάρθηκα για έξι εβδομάδες. Εξήλθε από το νοσοκομείο στις …., με οδηγίες για κατ’ οίκον νοσηλεία, αναρρωτική άδεια μέχρι ….. και επανεξέταση στα εξωτερικά ιατρεία του ίδιου νοσοκομείου. Σε επανέλεγχο, δε, που έγινε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, διαπιστώθηκε ότι το κάταγμα παρουσίαζε πλημμελή εικόνα πωρώσεως, χρήζοντας περαιτέρω αντιμετωπίσεως, οπότε του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια για ακόμη τρεις μήνες, και στις …. εισήχθη στην Κλινική Χειρουργικής Χεριού – Άνω Άκρου και Μικροχειρουργικής του Νοσοκομείου ….., όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση «συνεπεία κατάγματος βάσεως 1ου μετακαρπίου (ΑΡ) αντίχειρα παρεκτοπισθέν[τος]» προς αποκατάσταση «της οστικής συνέχειας με οστεοσύνθεση k-wires», από την οποία εξήλθε την επομένη με προβλεπόμενο χρόνο αποκαταστάσεως δύο μηνών. Αποκλειστικώς υπαίτιο για την πρόκληση του ατυχήματος και του συνεπεία αυτού τραυματισμού του, ο αναιρεσείων θεώρησε τον αναιρεσίβλητο Δήμο ….., ο οποίος, κατά τον ίδιο, παρέλειψε διά των οργάνων του, στο πλαίσιο ασκήσεως των καθηκόντων τους συντηρήσεως της οδού Π., εντός των ορίων της διοικητικής του περιφέρειας, αφενός ν’ αποκαταστήσει τη φθορά που υπήρχε επί του οδοστρώματος, με την εξάλειψη της υψομετρικής διαφοράς μεταξύ της ασφάλτου και του φρεατίου, που δημιούργησε την επίμαχη λακκούβα, προκειμένου να διεξάγεται ομαλώς η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών, αφετέρου να σημάνει το επικίνδυνο αυτό σημείο. Για τον λόγο αυτόν, ο αναιρεσείων ζήτησε με την αγωγή του ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσιβλήτου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, αφενός το συνολικό ποσό των 23.098,92 ευρώ, ως αποζημίωση, για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που υπέστη από την παραπάνω αιτία, όπως τα ιδιαίτερα κονδύλια αυτού ανέλυσε στο δικόγραφο της αγωγής, αφετέρου το ποσό των 89.956,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό του, συνεπεία του μέγιστου πόνου που αισθάνθηκε από το προκληθέν σε αυτόν κάταγμα και τις πολλαπλές κακώσεις, της μεγάλης διάρκειας της νοσηλείας του, καθώς και των χειρουργικών επεμβάσεων, στις οποίες υποβλήθηκε, τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία, την οποία βίωσε κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας του, αλλά και τη στενοχώρια που δοκίμασε, εξαιτίας της αδυναμίας να επιμεληθεί του εαυτού του και της ανικανότητάς του για εργασία. Προς επίρρωση και απόδειξη των ισχυρισμών του αυτών, ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου τα αναφερόμενα σ’ αυτήν έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της εκθέσεως πρακτικών της …. απόφασης του Γ΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία κηρύχθηκε ένοχη η …., λόγω της αμέλειας που επέδειξε υπό την ιδιότητά της ως Αντιδημάρχου του Δήμου …. να προβεί, ως ώφειλε, στις ενδεδειγμένες ενέργειες συντηρήσεως της δημοτικής οδού Π., στον αριθμό … της οποίας υπήρχε υψομετρική διαφορά μεταξύ του οδοστρώματος και του καπακιού φρεατίου, με αποτέλεσμα να υποστεί ο αναιρεσείων, όπως και η συνεπιβάτιδά του …. τις περιγραφόμενες σωματικές βλάβες από την πτώση της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε, την …..2006, στο εν λόγω σημείο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μετά την εκτίμηση των προσκομισθέντων ενώπιόν του αποδεικτικών στοιχείων, ανέβαλε, με την ….. προδικαστική απόφαση, την έκδοση οριστικής αποφάσεως, προς συμπλήρωση των αποδείξεων, κατ’ άρθρα 151 επ. ΚΔΔ, και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να προσκομίσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, «βεβαίωση του ΕΚΑΒ ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει ότι, στις …..2006 έλαβε χώρα διακομιδή του, μέσω ασθενοφόρου τούτου, στο Νοσοκομείο «…..» από τον τόπο του ατυχήματος (οδός Π. αρ. …)». Σε εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως, προσκομίσθηκε η ….. βεβαίωση της Προϊσταμένης Διευθύνσεως Νοσηλευτικών Υπηρεσιών του ΕΚΑΒ, σύμφωνα με την οποία «… από τα τηρούμενα στην υπηρεσία μας στοιχεία προκύπτει ότι στις ….2006 και ώρα 23:20 κλήθηκε το ΕΚΑΒ για την παραλαβή τραυματία (αναφερόμενο τροχαίο) από την οδό …, ΜΕΝΙΔΙ. Στον τόπο έσπευσε το Α24 ασθενοφόρο, το οποίο παρέλαβε τον ….. (αναφερόμενο ονοματεπώνυμο) και τον μετέφερε στο ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ «….»». Με το από … υπόμνημα, που κατέθεσε στις …., μετά τη δεύτερη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έλαβε χώρα στις …., ο αναιρεσίβλητος Δήμος ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο αριθμός 40, από τον οποίο, με βάση την ως άνω βεβαίωση, παρελήφθη ο αναιρεσείων για τη διακομιδή του στο Νοσοκομείο «απέχει δύο (2) οικοδομικά τετράγωνα από το σημείο του φερόμενου ατυχήματος και δη δύο (2) οικοδομικά τετράγωνα πριν το φερόμενο σημείο του ατυχήματος κατά τη φορά κίνησης της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο ενάγων». Ακολούθως, έθεσε προς το δικαστήριο, μεταξύ άλλων, τα εξής ερωτήματα: «… β) στον οδικό αριθμό … της οδού … υπάρχει φρεάτιο; γ) για ποιον λόγο το ΕΚΑΒ παρέλαβε τους παθόντες αρκετά πριν τον φερόμενο τόπο του ατυχήματος; δ) μήπως το ατύχημα έλαβε χώρα στον οδικό αριθμό … και όχι στον οδικό αριθμό …, που επικαλείται ο αντίδικος, αλλά μετατοπίστηκε σκόπιμα το σημείο του αναφερθέντος συμβάντος στο σημείο του φρεατίου; ε) …» και επισήμανε ότι, κατά τον ίδιο, «ο αντίδικος οφείλει να δώσει πειστικές εξηγήσεις επ’ αυτών των ερωτημάτων, προκειμένου το δικαστήριο … να αχθεί σε ασφαλή κρίση σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην πτώση της μοτοσυκλέτας του ενάγοντος και τον εξ αυτής (πτώσης) τραυματισμ[ό] του, δεδομένου ότι η ανεπίδεκτη αμφισβητήσεως βεβαίωση του ΕΚΑΒ υποδεικνύει με ασφάλεια διαφορετικό τόπο ατυχήματος, …». Κατόπιν αυτών, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την οριστική πρωτόδικη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μεταφορά του αναιρεσείοντος, ως τραυματία, στο Νοσοκομείο «…..» ξεκίνησε από τον αριθμό … της οδού …, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε απ’ αυτόν, κατ’ επίκληση, έστω, εκ μέρους του, της τυχόν παρεισφρήσεως αριθμητικού λάθους στην προαναφερόμενη βεβαίωση του ΕΚΑΒ, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η σύνδεση του τραυματισμού του αναιρεσείοντος με τις όποιες παραλείψεις των αρμόδιων οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες συντηρήσεως του οδοστρώματος και τοποθετήσεως προειδοποιητικής σημάνσεως του εν λόγω επικίνδυνου σημείου και, επομένως, δεν στοιχειοθετήθηκε η ευθύνη του αναιρεσίβλητου Δήμου για αποζημίωση του αναιρεσείοντος, απορρίπτοντας την αγωγή του. Με την έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ο αναιρεσείων προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι από την βεβαίωση του ΕΚΑΒ δεν προέκυπτε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ένδικης ζημιάς που υπέστη και των παράνομων παραλείψεων των οργάνων του Δήμου, καθόσον στην εν λόγω βεβαίωση αναφερόταν ότι η μεταφορά του πραγματοποιήθηκε την ίδια ώρα και ημέρα που με την αγωγή του υποστήριζε ότι είχε υποστεί τον ένδικο τραυματισμό, ενώ θα μπορούσε να εκτιμήσει ότι το νούμερο … της οδού …. (απ’ όπου βεβαιώνεται ότι τον παρέλαβε το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ) βρίσκεται απέναντι ή σε κοντινή απόσταση από τον αριθμό … της ίδιας οδού, καθόσον η αρίθμηση ζυγών και μονών αριθμών μιας οδού δεν είναι πάντα σε πλήρη αντιστοιχία, ενώ και μικρή απόσταση να υπήρχε μεταξύ τους θα μπορούσε να έχει συρθεί με την πτώση. Περαιτέρω, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι «ο [αναιρεσίβλητος] Δήμος ουδέποτε και ουδόλως αμφισβήτησε ότι ο τραυματισμός [του] συνέβη πράγματι στο επικαλούμενο από [αυτόν] σημείο της οδού Π., όπου υπήρχε λακκούβα λόγω της υψομετρικής διαφοράς του καλύμματος του φρεατίου αποχέτευσης από τη στάθμη της ασφάλτου του οδοστρώματος και ότι ο τραυματισμός [του] προκλήθηκε λόγω της πτώσης της μοτοσυκλέτας στη λακκούβα αυτή», το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο θα μπορούσε να συσχετίσει την προαναφερόμενη βεβαίωση «με την από …..2007 έκθεση αυτοψίας που διενεργήθηκε από τους ανακριτικούς υπαλλήλους (σύμφωνα με την οποία στον αριθμό .. της οδού Π. υπάρχει στη μέση του δρόμου ένα φρεάτιο σε σχήμα κύκλου με διάμετρο 50 εκατοστά περίπου και βάθος 8-10 εκατοστά)». Προς απόδειξη δε αυτού του ισχυρισμού του, τον οποίο, όπως προέβαλε στην έφεση (σελ. 6), «είχ[ε] πάντως προβάλει με την αγωγή [τ]ου» και για τον οποίο, όπως ανέφερε στο ίδιο δικόγραφο, «[είχε] ήδη συγκεντρώσει νέα αποδεικτικά στοιχεία, που όλως νόμιμα, βάσιμα και δικαιολογημένα κατ’ άρθρ. 96 επ. ΚΔΔ επιφυλά[χθηκε] να προσκομίσ[ει] και να επικαλεσθ[εί] στην κατ’ έφεση δίκη …», ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε για πρώτη φορά με το υπόμνημα επί της εφέσεως, το οποίο κατέθεσε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου την προτεραία της συζητήσεως (η οποία έλαβε χώρα στις ….2020), τις, κατόπιν αιτήματός του, δοθείσες απαντήσεις με αριθμ. ….. και …., του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Ονοματοθεσίας και Αρίθμησης οδών της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών του αναιρεσίβλητου Δήμου. Όπως εκτίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σ’ αυτές αναφέρεται ότι: «Σε απάντηση του αιτήματός σας, σας γνωρίζουμε ότι έπειτα από αυτοψία που πραγματοποιήθηκε από την υπηρεσία μας στις …..2019 και στις ….2019 στην οδό …. στον αριθμό …και στον αριθμό … το καθαρό πλάτος του οδοστρώματος είναι 4,5 μέτρα και διαπιστώθηκε ότι τα συγκεκριμένα ακίνητα βρίσκονται σχεδόν το ένα έναντι του άλλου και άρα δεν μπορεί να χορηγηθεί βεβαίωση χιλιομετρικής απόστασης». Τα στοιχεία δε αυτά ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι «παραδεκτά προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου», εφόσον «[η] μη επίκληση και η [μη] προσαγωγή τους στην πρωτόδικη δίκη είναι λόγω του χρόνου εκδόσεώς τους δικαιολογημένη». Το δικάσαν δικαστήριο, αφού επανέλαβε την προεκτεθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του άρθρου 96 παρ. 2-3 ΚΔΔ μόνον ως προς τα νέα αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη ή απόκρουση πραγματικών ισχυρισμών που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, έκρινε ως εξής: «Τα στοιχεία αυτά ο [αναιρεσείων] υποστηρίζει ότι είναι οψιγενή λόγω του χρόνου έκδοσής τους. Τέτοιος όμως ισχυρισμός δεν είχε υποβληθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ούτε τα στοιχεία αυτά είναι οψιγενή, διότι η έκδοσή τους μεταγενεστέρως της [πρωτόδικης] απόφασης δεν οφείλεται στη μη ύπαρξή τους ή στην αδυναμία απόκτησής τους, καθόσον η απόσταση μεταξύ των ακινήτων στον αριθμό … και …. δεν μεταβλήθηκε μετά την έκδοση της [πρωτόδικης] απόφασης, απλά η υποβολή αιτήματος για τη διενέργεια αυτοψίας και την σύνταξη των εν λόγω εκθέσεων [έγινε] εκ των υστέρων, συνεπώς, ενόψει του ότι ο ισχυρισμός αυτός θα έπρεπε να έχει υποβληθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου καθώς επίσης και ότι οι προσκομιζόμενες «απαντήσεις» θα έπρεπε να έχουν ήδη αποκτηθεί και προσκομισθεί ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, πρέπει ο εν λόγω ισχυρισμός και τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ν’ απορριφθούν ως απαραδέκτως προβαλλόμενα». Περαιτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε υπόψη ότι, σύμφωνα με τη …. βεβαίωση της Προϊσταμένης της Διευθύνσεως Νοσηλευτικών Υπηρεσιών του ΕΚΑΒ, η παραλαβή του αναιρεσείοντος, ως τραυματία, για τη μεταφορά του στο Νοσοκομείο «…..» έγινε στον αριθμό … της οδού Π., γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε απ’ αυτόν, έκρινε ότι «δεν είναι βέβαιο αλλά ούτε και πιθανό ότι ο τραυματισμός του [αναιρεσείοντος] προκλήθηκε λόγω της ύπαρξης φρεατίου στη μέση του δρόμου στον αριθμό … της οδού Π., αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας οι δύο αριθμοί (….) δεν αφορούν ακίνητα που βρίσκονται στο ίδιο σημείο» και «[ε]πομένως, δεν υπάρχουν παραλείψεις των οργάνων του [αναιρ]εσίβλητου Δήμου που να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τον τραυματισμό του [αναιρεσείοντος]». Κατόπιν της κρίσεως αυτής (περί της ανυπαρξίας αιτιώδους συνδέσμου), το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αβάσιμη και επικύρωσε την όμοια κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση.
- Επειδή, η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στις …. και, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Με την αίτηση αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά, το ποσό της οποίας είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, με την υπό κρίση αίτηση ο αναιρεσείων αμφισβητεί την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί του μη δικαιολογημένου (και άρα απαραδέκτου) της επικλήσεως και προσαγωγής της κρίσιμης διευκρινίσεως της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών του αναιρεσίβλητου Δήμου το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη. Συγκεκριμένα, προβάλλει ότι «το εφετείο εν προκειμένω εφάρμοσε και ερμήνευσε εσφαλμένα τη διάταξη του 96 του ΚΔΔ, διότι ο ισχυρισμός αναφορικά με τον τόπο του ατυχήματος (στον αριθμό 17 ή 40) δεν είχε αμφισβητηθεί από τον αντίδικο κατά την πρώτη συζήτηση της πρωτόδικης δίκης ούτε [ο αναιρεσείων] μπορούσ[ε] να υποθέσ[ει] ότι, παρότι οι δύο αριθμοί είναι απέναντι, [ο αναιρεσίβλητος Δήμος] θα προέβαλε δολίως και ψευδώς, μετά τη δεύτερη συζήτηση της αγωγής [ύστερα από την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως], με το υπόμνημα, ότι βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, ενώ γνώριζε από τις τεχνικές υπηρεσίες ότι τούτο δεν συνέβαινε, άλλωστε τούτο προέκυπτε από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. … Άλλωστε δεν αποτελεί δίδαγμα της κοινής πείρας η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης ότι οι δύο αριθμοί (17 και 40) δεν αφορούν ακίνητα που βρίσκονται στο ίδιο σημείο, ενώ συμβαίνει και απαντάται το αντίθετο, ώστε δικαιολογημένα προέβαλ[ε ο αναιρεσείων] με την έφεση τον ανωτέρω οψιγενή ισχυρισμό». Για τη θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αναιρέσεως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προπαρατεθείσα κρίση της αναιρεσιβαλλομένης έρχεται σε αντίθεση προς την παγιωμένη και μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2468, 1848/2008 Ολομ., 952/2011 επταμ., 2157/2017, 661/2016, 3132/2014, 4947-48/2012, οι οποίες αφορούν στο παραδεκτό της προσαγωγής στην κατ’ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών μέσων). Ειδικότερα, προβάλλεται ότι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 96 του ΚΔΔ., ερμηνευομένων υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντ. και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η επίκληση και προσαγωγή στην κατ’ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών μέσων επιτρέπεται και προς απόδειξη ή απόκρουση πραγματικών ισχυρισμών που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, εφόσον η μη επίκληση και προσαγωγή τους στην πρωτόδικη δίκη κρίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιολογημένη. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει ότι «ως προς τους ουσιώδεις ισχυρισμούς που προέβαλ[ε ο ίδιος] με την αγωγή και την έφεση, ως προς την αιτία του ατυχήματος, την ευθύνη των οργάνων του αντιδίκου και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ πράξεων ή παραλείψεων αυτών και του αποτελέσματος, η εκτιθέμενη αιτιολογία είναι ανεπαρκής και αντιφατική». Για τη θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση «δεν αιτιολογεί πλήρως την απόρριψη της αγωγής, με τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, ενώ [οι κρίσεις της] αναιρούνται από τις προσκομισθείσες αποδείξεις, και έρχεται σε αντίθεση προς την παγιωμένη νομολογία επί του αυτού ζητήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1509/2013, 722/2014, 2304/2009 σκέψη 7)».
- Επειδή, όπως εκτέθηκε στην τρίτη σκέψη, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 96 παρ. 2-3 ΚΔΔ, η επίκληση και προσαγωγή το πρώτον κατ’ έφεση νέων αποδεικτικών μέσων επιτρέπεται είτε προς απόδειξη ή απόκρουση νέων πραγματικών ισχυρισμών, δηλαδή παραδεκτώς προβαλλομένων το πρώτον κατ’ έφεση (με επίκληση στην κατ’ έφεση δίκη και των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το δικαιολογημένο της μη προβολής τους πρωτοδίκως), είτε προς απόδειξη ή απόκρουση πραγματικών ισχυρισμών που είχαν προβληθεί (παραδεκτώς) πρωτοδίκως, εφόσον η επίκληση και προσαγωγή τους το πρώτον κατ’ έφεση κρίνεται παραδεκτή, δηλαδή εφόσον η μη επίκληση και προσαγωγή τους στην πρωτοβάθμια δίκη κρίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιολογημένη, ενόψει σχετικών ισχυρισμών του διαδίκου που τα επικαλείται. Παραδεκτή, δηλαδή δικαιολογημένη υπό την ανωτέρω έννοια, είναι, εν πάση περιπτώσει, η επίκληση και προσαγωγή το πρώτον κατ’ έφεση «οψιγενών» αποδεικτικών μέσων. Στην προκειμένη περίπτωση με την έφεσή του ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και το επ’ αυτής υπόμνημα πριν από τη συζήτηση, ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι η επίκληση και προσαγωγή της κρίσιμης διευκρινίσεως της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών του αναιρεσίβλητου Δήμου το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη ήταν παραδεκτή (δικαιολογημένη), επειδή αφενός τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα («απαντήσεις») ήταν οψιγενή, αφετέρου προσκομίσθηκαν προς απόδειξη πραγματικού ισχυρισμού (δηλαδή ότι η απροφύλακτη – ακάλυπτη λακκούβα, στην οποία έπεσε ο αναιρεσείων οδηγώντας τη μοτοσυκλέτα, ενώ κινούνταν επί της οδού Π. του Δήμου , βρισκόταν στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 15-17), που, ως αναγόμενος στην ιστορική βάση της αγωγής, είχε προβληθεί πρωτοδίκως, η δε ανάγκη προς διευκρίνιση ανέκυψε μόλις μετά τη δεύτερη συζήτηση της αγωγής, κατόπιν εκδόσεως της προδικαστικής αποφάσεως, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προς απόκρουση της αιτιολογημένης αρνήσεως της αγωγής από τον αναιρεσίβλητο Δήμο. Σε απάντηση των ανωτέρω ισχυρισμών το δικάσαν δικαστήριο αφενός απέρριψε αιτιολογημένως τα περί οψιγενούς των απαντήσεων (βεβαιώσεων) του Δήμου, αφετέρου έκρινε ότι ο πραγματικός ισχυρισμός, προς απόδειξη του οποίου προσκομίσθηκαν οι βεβαιώσεις αυτές [δηλαδή ότι «το νούμερο .. της οδού Π. (απ’ όπου βεβαιώνεται ότι … παρέλαβε [τον αναιρεσείοντα] το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ) βρίσκεται απέναντι ή σε κοντινή απόσταση από τον αριθμό .. της ίδιας οδού καθόσον η αρίθμηση ζυγών και μονών αριθμών μιας οδού δεν είναι πάντα σε πλήρη αντιστοιχία, …»], δεν είχε προβληθεί πρωτοδίκως (ήταν δηλαδή νέος πραγματικός ισχυρισμός). Ακολούθως, όμως, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δεν εξέτασε αν η μη προβολή του εν λόγω ισχυρισμού ήταν δικαιολογημένη, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων στην κατ’ έφεση δίκη (περί μη αμφισβητήσεως της αλήθειας του ισχυρισμού αυτού από τον αναιρεσείοντα Δήμο μέχρι την -προκύπτουσα από τα διαδικαστικά έγγραφα- αιτιολογημένη άρνησή του, εκ μέρους του Δήμου, μετά τη δεύτερη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου). Αντιθέτως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέτασε αν ήταν δικαιολογημένη η μη επίκληση και προσαγωγή στην πρωτοβάθμια δίκη των βεβαιώσεων του Δήμου, μολονότι είχε δεχθεί ότι ο πραγματικός ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου προσκομίσθηκαν οι βεβαιώσεις αυτές το πρώτον κατ’ έφεση, ότι, δηλαδή, το ατύχημα συνέβη στο ύψος του οικοδομικού αριθμού .. της οδού Π., δεν είχε προβληθεί πρωτοδίκως. Έκρινε, δηλαδή, εμμέσως, το δικάσαν διοικητικό εφετείο αφενός ότι αποδεικτικό μέσο προσαχθέν το πρώτον κατ’ έφεση προς απόδειξη νέου πραγματικού ισχυρισμού είναι απαράδεκτο, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν η μη προβολή του ισχυρισμού πρωτοδίκως ήταν δικαιολογημένη, αφετέρου ότι το δικαιολογημένο της προσαγωγής αποδεικτικού μέσου το πρώτον κατ’ έφεση ερευνάται ακόμη και όταν αυτό προσάγεται προς απόδειξη νέου πραγματικού ισχυρισμού. Με τα δεδομένα αυτά, οι ως άνω έμμεσες ερμηνευτικές κρίσεις, που συνάγονται από την παρατεθείσα στην τέταρτη σκέψη ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς το πράγματι τιθέμενο με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ζήτημα του επιτρεπτού της προσαγωγής στην κατ’ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών μέσων, έρχονται σε αντίθεση, όπως βασίμως προβάλλεται, προς την εκτεθείσα στην τρίτη σκέψη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που επικαλείται ο αναιρεσείων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως παραδεκτώς προβάλλεται, είναι δε και βάσιμος, διότι, εν αντιθέσει προς τα υπό του δικάσαντος δικαστηρίου κριθέντα, ο κρίσιμος εν προκειμένω (αυτοτελής) πραγματικός ισχυρισμός (πρβ. ΣτΕ 2157/2017, 3886/2010, 1749/2007) -ήτοι ότι η λακκούβα, στην οποία έπεσε ο αναιρεσείων οδηγώντας τη μοτοσυκλέτα, βρισκόταν στο ύψος του αριθμού 17 της οδού Π.- είχε πράγματι προβληθεί με το δικόγραφο της αγωγής, το οποίο, ως διαδικαστικό έγγραφο, μπορεί να ληφθεί υπόψη και να εκτιμηθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 839/2016). Το γεγονός αυτό αρκούσε για την εξέταση, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του δικαιολογημένου της επικλήσεως και προσαγωγής κατ’ έφεση των δύο βεβαιώσεων του αναιρεσίβλητου Δήμου περί του ότι «το νούμερο 40 της οδού Π. (απ’ όπου βεβαιώνεται ότι τον παρέλαβε το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ) βρίσκεται απέναντι ή σε κοντινή απόσταση από τον αριθμό 17 της ίδιας οδού» (πρβ. ΣτΕ 1749/2007), λαμβανομένου όμως υπόψη ότι η αντιστοιχία του αριθμού 17 της ανωτέρω οδού προς τον αριθμό 40, απέναντι, της ίδιας οδού, αμφισβητήθηκε το πρώτον με το υπόμνημα του αναιρεσίβλητου Δήμου, στο πλαίσιο αρνήσεως της ιστορικής βάσεως της αγωγής, μετά τη δεύτερη (κατόπιν της προδικαστικής αποφάσεως) συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Συνεπώς, κατ’ αποδοχή του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα κρίση, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.
- Δ ι ά τ α ύ τ α
- Δέχεται την αίτηση.
- Αναιρεί την …. απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση σύμφωνα με το σκεπτικό.
- Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου. Και
- Επιβάλλει εις βάρος του αναιρεσίβλητου Δήμου …. τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
- Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2023
- Η Προεδρεύουσα ΣύμβουλοςΗ Γραμματέας
- Άννα Καλογεροπούλου Μαρία Κουμουτσάκου
- και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 2024.
- Η Πρόεδρος του Α´ ΤμήματοςΟ Γραμματέας
- Άννα ΚαλογεροπούλουΝικόλαος Αθανασίου
- ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
- Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.
- Η εντολή πιστοποιείται με τη σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.
- Αθήνα, ……………………………………….
- Η Πρόεδρος του Α´ ΤμήματοςΟ Γραμματέας
- ./.