ΣτΕ Ολ. 335/2025
Πρόεδρος: Ε. Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Μ.-Αλ.Τσακάλη, Σύμβουλος της Επικρατείας
Κατά την έννοια των άρθρων 78, 80 παρ. 2 και 71 παρ. 4 του ΚΔΔ, το δικαστήριο της αγωγής αποζημίωσης – όταν είναι επιτρεπτή η έγερσή της, ήτοι για διεκδίκηση απαίτησης πέραν του ποσού του φόρου, προστίμου κ.λπ. – δεν έχει εξουσία να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης της φορολογικής αρχής κατά της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί προσφυγή ουσίας είτε έχει ασκηθεί, αλλά έχει απορριφθεί, παρά μόνον εφόσον, ασκηθείσης της προσφυγής, εκλείψει το αντικείμενο της επ’ αυτής δίκης συνεπεία ανάκλησης της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης ή λήξης της ισχύος αυτών (μειοψ.).
Οι διατάξεις των άρθρων 78 και 80 παρ.2 του ΚΔΔ- οι οποίες επαναλαμβάνουν κατ’ ουσίαν τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν.1868/1989 και καθιερώνουν τον κανόνα της αυτοτέλειας της αγωγής σε σχέση με την προσφυγή ουσίας και άλλα ένδικα βοηθήματα και του παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητας της ζημιογόνου διοικητικής πράξης ή παράλειψης από τον δικαστή της αγωγής- εμπεριέχουσες την επιφύλαξη του άρθρου 71 παρ.4 ΚΔΔ, έχουν την έννοια ότι όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη της φορολογικής αρχής είναι προσβλητή με προσφυγή ουσίας, αυτή υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας μόνον κατόπιν άσκησης της προσφυγής (κατ’ επιλογή του ενδιαφερομένου είτε αυτοτελώς είτε κατά αντικειμενική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο προσφυγής και αγωγής) και όχι κατόπιν απευθείας άσκησης αγωγής (όταν η έγερσή της είναι επιτρεπτή, ήτοι για τη διεκδίκηση απαιτήσεως πέραν του ποσού του φόρου, προστίμου κ.λπ.) και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο της αγωγής δεν έχει εξουσία να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης του οργάνου της φορολογικής διοίκησης κατά της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί προσφυγή είτε έχει ασκηθεί αλλά έχει απορριφθεί. Τέτοιος παρεμπίπτων έλεγχος χωρεί επιτρεπτώς μόνον εφόσον, ασκηθείσης της προσφυγής, εκλείψει το αντικείμενο της επ’ αυτής δίκης συνεπεία ανάκλησης από τη φορολογική αρχή της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης ή λήξης της ισχύος αυτών. Υπό την ανωτέρω έννοια της εν λόγω επιφύλαξης, οι διατάξεις των άρθρων 78 και 80 παρ. 2 του ΚΔΔ, εμπεριέχουσες εξαίρεση στον κανόνα που οι ίδιες καθιερώνουν, δεν προσκρούουν σε καμία συνταγματική διάταξη ούτε άλλη υπέρτερης τυπικής ισχύος διάταξη, διότι δεν θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, η ειδική δε αυτή δικονομική μεταχείριση δικαιολογείται από την ιδιαιτερότητα των διαφορών αυτών. Συνεπώς, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης ότι η αποδιδόμενη με την ένδικη αγωγή παράνομη παράλειψη της φορολογικής αρχής για την επιστροφή του αιτηθέντος ποσού φπα γεννά φορολογική αξίωση, την ικανοποίηση της οποίας η αναιρεσείουσα όφειλε να επιδιώξει προηγουμένως με προσφυγή ουσίας και, ότι, ως εκ τούτου, η μη άσκηση της εν λόγω προσφυγής καθιστά απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, είναι νομίμως αιτιολογημένη.
Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, από το γράμμα και τον σκοπό των διατάξεων των άρθρων 78, 80 παρ. 2 και 71 παρ. 4 του ΚΔΔ, συνδυαστικά ερμηνευομένων υπό το φως των άρθρων 4 παρ. 5 και 20 παρ.1 του Συντ. και των αρχών του κράτους δικαίου και της νομιμότητας της δράσης της διοίκησης, συνάγεται ότι με την επιφύλαξη του άρθρου 71 παρ. 4 του ΚΔΔ, η οποία είναι στενώς ερμηνευτέα και αναφέρεται αποκλειστικά στην απαγόρευση άσκησης αγωγής για χρηματικές αξιώσεις φορολογικού περιεχομένου υπό στενή έννοια, δεν θεσπίζεται νέα εξαίρεση από τον κανόνα του παρεμπίπτοντος ελέγχου και της αυτοτέλειας της αγωγής, η οποία ασκείται επιτρεπτώς για τις λοιπές αξιώσεις ήτοι για την αποκατάστασης ζημίας διαφορετικής και διακεκριμένης από το αντικείμενο της πράξης ή παράλειψης της φορολογικής αρχής και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο της αγωγής έχει τη δυνατότητα (και την υποχρέωση) να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της φερόμενης ως ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης της φορολογικής αρχής.