ΑΠΟΦΑΣΗ
Laterza και D’Errico κατά Ιταλίας της 27.03.2025 (προσφ. αριθ. 30336/22)
Βλ. Εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν μήνυση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας σχετικά με το θάνατο του συγγενή τους G.L. από πνευμονικό όγκο, ο οποίος, όπως ισχυρίστηκαν, είχε προκληθεί από την έκθεσή του σε τοξικές ουσίες για την παραγωγή χάλυβα, στο χώρο της εργασίας του. Η υπόθεση αυτή στη συνέχεια τέθηκε στο αρχείο.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική εγχώρια νομολογία και το γεγονός ότι η προέλευση της πάθησης του αποβιώσαντος εργαζομένου λόγω επαγγέλματος δεν είχε εξαρχής αποκλειστεί, θα έπρεπε να είχε διαταχθεί περαιτέρω έρευνα για να εξακριβωθεί η πιθανή ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της έκθεσης σε επιβλαβείς ουσίες και της ασθένειας του θανόντος, με σκοπό τον εντοπισμό των υπεύθυνων για τυχόν παραβιάσεις των μέτρων ασφαλείας. Κατά το Στρασβούργο τα εθνικά δικαστήρια δεν κατέβαλαν επαρκείς προσπάθειες για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και ότι η απόφαση να περατωθεί η έρευνα και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η έρευνα δεν ήταν αποτελεσματική και διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι δύο Ιταλοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1976 και το 1956, και συγκεκριμένα ο γιος και η σύζυγος του G.L., ο οποίος απασχολούνταν μεταξύ 1980 και 2004 στην Ilva (γνωστή ως Fintecna), εταιρεία που ειδικεύεται στην παραγωγή και επεξεργασία χάλυβα.
Τον Ιούλιο του 2010 ο G.L. πέθανε από πνευμονικό όγκο. Υποστηρίζοντας ότι ο θάνατος του G.L. προκλήθηκε από την παρατεταμένη έκθεσή του στο χώρο εργασίας σε τοξικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή χάλυβα, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν ποινική μήνυση κατά αγνώστου ή αγνώστων για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Επισύναψαν στην καταγγελία τους ιατρική πραγματογνωμοσύνη που ανέφερε ότι ο G.L. είχε εκτεθεί σε συνεχή βάση στον αμίαντο και σε άλλες τοξικές ουσίες (βενζόλιο, υδρογονάνθρακες και διοξίνες) και ότι κάθε έκθεση σε τέτοιες ουσίες αποτελούσε παράγοντα κινδύνου για όγκους.
Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να εδραιωθεί αιτιώδης σχέση με τις δραστηριότητες του εργοστασίου Ilva. Το 2015 το γραφείο του εισαγγελέα ζήτησε από το τμήμα επαγγελματικής ασφάλειας και πρόληψης στο πλαίσιο της τοπικής υγειονομικής αρχής (SPESAL) να εξακριβώσει σε ποιες εταιρείες είχε εργαστεί ο G.L.,να αναφέρει ποια ήταν τα καθήκοντά του, να υποβάλει αντίγραφο του ιατρικού του φακέλου και να διερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες που σχετίζεται με την εμφάνιση ή την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του G.L..
Το 2019 η SPESAL υπέβαλε την έκθεσή της. Σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι η Fintecna δεν παρείχε τις αιτηθείσες πληροφορίες, ιδίως όσον αφορά τα καθήκοντα του G.L. στο εργοστάσιο, και ότι κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατόν να τεκμηριωθούν με βεβαιότητα τα επαγγελματικά του καθήκοντα. Δήλωσε επίσης ότι η εταιρεία δεν είχε παράσχει πληροφορίες σχετικά με το αν ο ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός είχε παρασχεθεί σε εργαζόμενους κατά την περίοδο πριν από το 1995, προσθέτοντας ότι σε υπόμνημα της 23 Σεπτεμβρίου 2016, η Ilva είχε αναφέρει ότι η εσωτερική της έρευνα σχετικά με την διανομή μέσων ατομικής προστασίας ήταν ατελέσφορη.
Το 2019 ο εισαγγελέας ζήτησε την αρχειοθέτηση της υπόθεσης, θεωρώντας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν δεν αποδείκνυαν ότι η ασθένεια που είχε προκαλέσει τον θάνατο του G.L. ήταν επαγγελματικής φύσης. Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής, ζητώντας να συμπεριληφθεί στη δικογραφία ένα πλήρες αρχείο των καθηκόντων του αποβιώσαντος, καθώς και άλλα έγγραφα σχετικά με εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες κατά διαφόρων διευθυντών του εργοστασίου Ilva, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που κατείχαν τις θέσεις αυτές ενώ ο θανών απασχολούνταν εκεί.
Το 2022 ο ανακριτής – ενώ διαπίστωσε ότι η επαγγελματική αιτία για την πολυπαραγοντική ασθένεια του G.L. δεν μπορούσε να αποκλειστεί – απέρριψε την έφεση και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο. Ειδικότερα, έκρινε ότι προκειμένου να αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια σε σχέση την πάθηση του G.L. ήταν αναγκαίο να προσδιοριστεί η περίοδος κατά την οποία είχε εκτεθεί για πρώτη φορά σε επιβλαβείς ουσίες, όμως αυτό ήταν αδύνατο, δεδομένου ότι είχε εργαστεί υπό τη διεύθυνση πολλών ατόμων.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ποινική διαδικασία είχε τεθεί στο αρχείο επειδή είχε αποδειχθεί
αδύνατο να προσδιοριστεί το σημείο εκκίνησης («αρχικό γεγονός») της αιτιώδους συνάφειας ή να μεταβληθεί η πραγματική κατάσταση με τη χρήση των αποδεικτικών στοιχείων που ζητήθηκαν με την έφεση των προσφευγόντων κατά της εισαγγελικής απόφασης.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επισήμανε τα εξής: Σε αντίθεση με την εγχώρια δικαστική πρακτική, το συμπέρασμα των εθνικών αρχών δεν βασίστηκε σε οποιαδήποτε πραγματογνωμοσύνη ειδικού που αφορούσε επιστημονικές μελέτες στον σχετικό τομέα. Ούτε είχε βασιστεί σε οποιαδήποτε επιστημονική εξήγηση ή περίσταση για την υπό εξέταση υπόθεση, που θα καθιστούσε αδύνατη την εκτίμηση της σχετικής περιόδου έκθεσης σε επιβλαβείς ουσίες, με σκοπό να διαπιστωθεί αιτιώδης σχέση με την κατάσταση του θανόντος.
Επιπλέον, παρόλο που ο δικαστής είχε διαπιστώσει ότι τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν επέτρεπαν τον προσδιορισμό του αρχικού γεγονότος της αιτιώδους συνάφειας, είχε απορρίψει το αίτημα για περαιτέρω συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για να αποσαφηνιστεί το ζήτημα αυτό. Εξίσου, δεν είχε διατάξει περαιτέρω έρευνες, με την αιτιολογία ότι, σε κάθε περίπτωση, η συγκέντρωση πρόσθετων στοιχείων δεν θα οδηγούσε στον προσδιορισμό της ακριβούς περιόδου κατά την οποία είχε εκτεθεί στη «λεγόμενη δόση ενεργοποίησης» της ασθένειας.
Επιπλέον, η έκθεση που υπέβαλε το SPESAL αναφερόταν σε διάφορα κενά στην εργασία του G.L., τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα ιδίως την αδυναμία πρόσβασης σε έγγραφα που θα μπορούσαν να διευκρινίσουν την εν λόγω πτυχή της υπόθεσης.
Λαμβανομένου υπόψη του ελλιπούς χαρακτήρα της έκθεσης του SPESAL και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες – στα οποία δεν έγινε καμία αναφορά στην απόφαση που έθεσε στο αρχείο την υπόθεση – θα ήταν επιθυμητή η εξήγηση των επιστημονικών και/ή πραγματικών λόγων για την υποτιθέμενη αδυναμία προσδιορισμού του αρχικού γεγονότος της αιτιώδους συνάφειας. Ελλείψει τέτοιων εξηγήσεων, θα έπρεπε να συνεχιστούν οι έρευνες με σκοπό την συγκέντρωση πρόσθετων στοιχείων, ώστε να εξακριβωθεί, σύμφωνα με την συγκεκριμένη επιστημονική θεωρία που επέλεξαν τα δικαστήρια, η περίοδος κατά την οποία ο θανών είχε εκτεθεί στην επιβλαβή αυτή ουσία που συνδέεται αιτιωδώς με την κατάστασή του, και να προσδιοριστούν τα πρόσωπα που ήταν υπεύθυνα για τα μέτρα ασφαλείας κατά την περίοδο αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, η απόφαση που έθεσε στο αρχείο την υπόθεση βασίστηκε σε κυκλικό συλλογισμό, σύμφωνα με τον οποίο, δεδομένου ότι πολλαπλά πρόσωπα ήταν υπεύθυνα για τα μέτρα ασφαλείας, ήταν αναγκαίο να προσδιοριστεί το αρχικό γεγονός της αιτιώδους συνάφειας, ωστόσο, ακριβώς επειδή είχαν εμπλακεί πολλά πρόσωπα, αποδείχθηκε αδύνατο να προσδιοριστεί το γεγονός αυτό.
Από την προσβαλλόμενη απόφαση προέκυψε, ότι, λόγω της δυσκολίας προσδιορισμού ενός ατόμου στο οποίο μπορούσε να αποδοθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος, η περίσταση που επικαλέστηκε για να δικαιολογήσει τη διακοπή της διαδικασίας ήταν το γεγονός ότι ο G.L. είχε εργαστεί υπό τη διεύθυνση πολλών προσώπων.
Το Δικαστήριο θεώρησε, ωστόσο, ότι σε ένα τέτοιο πλαίσιο, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική εγχώρια νομολογία και το γεγονός ότι η επαγγελματική προέλευση της πάθησης του G.L. δεν είχε εξαρχής αποκλειστεί, το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να διατάξει περαιτέρω έρευνες για να εξακριβώσει την πιθανή ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της έκθεσης σε επιβλαβείς ουσίες και της ασθένειας του θανόντος, με σκοπό τον εντοπισμό των υπευθύνων για τυχόν παραβάσεις των μέτρων ασφαλείας.
Χωρίς να εικάζεται το αποτέλεσμα μιας περαιτέρω έρευνας και, ειδικότερα, τα μέτρα που θα έπρεπε να είχαν διαταχθεί, οι ανωτέρω εκτιμήσεις και το γεγονός ότι τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε η Κυβέρνηση δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας επέτρεψαν στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν κατέβαλαν επαρκείς προσπάθειες για να εξακριβώσουν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και ότι η απόφαση να κλείσει η έρευνα δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα δεν ήταν αποτελεσματική και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης ως προς το διαδικαστικό του σκέλος.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Οι προσφεύγοντες δεν υπέβαλαν αίτημα για δίκαιη ικανοποίηση.