Αριθμός 1175/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Σ. του Δ. , κατοίκου Αθηνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βαΐα Ελισάβετ Λάμπρου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χρυσούλα Καρακόιδα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/11/2015 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η 43/2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Ακολούθως, εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3053/2018 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 4867/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13/4/2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 4867/2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης, ήδη αναιρεσίβλητης, κατά της 3053/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση, που είχε δεχθεί εν μέρει την αγωγή του αναιρεσείοντος, για αξιώσεις του από τη μεταξύ αυτού και της αναιρεσίβλητης σύμβαση ασφάλισης και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των πραγματικών περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται ως λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, μολονότι, σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, έπρεπε να κριθεί νόμιμη (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 434/2021). Ο λόγος αυτός μπορεί να δημιουργηθεί και από την εσφαλμένη εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, το οποίο παραδεκτά ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι αν το δικαστήριο της ουσίας ζήτησε περισσότερα ή αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, τα οποία περιέχονταν στην αγωγή (ΑΠ 167/2023, ΑΠ 381/2021, ΑΠ 678/2018, ΑΠ 1734/2009). Στην περίπτωση, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας η ανωτέρω πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, πρέπει, κατά την ως άνω διάταξη, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, να καθορίζονται, πλην άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε, και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα, περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Επίσης, αν προβάλλεται, ειδικότερα, αιτίαση παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, συνεπεία της οποίας η αγωγή, επί της οποίας έκρινε το δικαστήριο, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, θα πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο με πληρότητα το περιεχόμενό της, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων στο δικόγραφο αυτής για τη στήριξη του αιτήματος παροχής έννομης προστασίας, καθώς και οι συγκεκριμένες αξιώσεις που ασκούνται, ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για το αν η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης, συνιστά ή όχι παραβίαση επικαλούμενου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, και συνεπώς, να προκύπτει από το αναιρετήριο η προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 434/2021, ΑΠ 699/2011). Αν όμως, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα περιστατικά που στηρίζουν το δικαίωμα και εκτίθενται στην αγωγή, και, συνεπεία αυτής της παράλειψής του, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, τότε ιδρύεται ο, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1811/2022, ΑΠ 1767/2022, ΑΠ 381/2021), εφόσον, με τη λήψη αυτών, θα κρινόταν ότι η αγωγή θεμελιώνεται στη συγκεκριμένη ουσιαστικού δικαίου διάταξη, στην οποία στηρίζεται η ένδικη αξίωση (ΑΠ 434/2021). Κατά την τελευταία διάταξη, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται και οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το δικαίωμα που αξιώνεται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ή άλλη αίτηση ή ανταίτηση των διαδίκων για παροχή έννομης προστασίας (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 173/2017). Από το συνδυασμό δε αυτής της διάταξης, με τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 4 και 566 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι για την πληρότητα του προαναφερόμενου αναιρετικού λόγου, πρέπει στο αναιρετήριο, μεταξύ άλλων, να αναφέρεται ειδικά και με πληρότητα, ποιο είναι το περιεχόμενο της αγωγής ως προς τη συγκεκριμένη αξίωση, ως προς την οποία απορρίφθηκε αυτή ως μη νόμιμη, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων στην αγωγή, για τη στήριξη του συγκεκριμένου αιτήματος παροχής έννομης προστασίας, και αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής, να παρατίθενται τα ”πράγματα” που, μολονότι διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής, το δικαστήριο της ουσίας, αν και ήταν υποχρεωμένο, ως παραδεκτά προτεινόμενα, αφού αποτελούν περιεχόμενο αυτής, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη και να εκτίθεται ποια επίδραση θα ασκούσαν αυτά στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα, ότι αν λαμβάνονταν υπόψη, θα κρίνονταν νόμιμη η αγωγή και θα επηρεάζονταν ευνοϊκά το διατακτικό της απόφασης για τον αναιρεσείοντα (ΑΠ 161/2017, ΑΠ 99/2016, ΑΠ 11/2016), ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και να προκύπτει από το αναιρετήριο η προβαλλόμενη παραβίαση της διάταξης. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης είναι αόριστος (ΑΠ 434/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή του ως μη νόμιμη, ως τα δύο πρώτα αγωγικά αιτήματα, με τα οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη, να επαναφέρει σε ισχύ το παράρτημα 2 της μεταξύ τους καταρτισθείσας ασφαλιστικής σύμβασης, με το οποίο προβλεπόταν η απαλλαγή του από την πληρωμή ασφαλίστρων, σε περίπτωση ολικής ανικανότητάς του προς εργασία και να ενεργοποιήσει τη ρήτρα απαλλαγής του από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα της ανικανότητάς του προς εργασία, το οποίο (προσάρτημα) η εναγομένη προβαίνοντας σε μονομερή τροποποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης, αφαίρεσε από αυτή, δεχόμενο ότι δεν υπέβαλε αίτημα για αναγνώριση της ακυρότητας της εν λόγω τροποποίησης, χωρίς να λάβει υπόψη τον κρίσιμο για την έκβαση της δίκης αγωγικό ισχυρισμό του, ότι η εναγομένη, ”προέβη αυθαιρέτως και μονομερώς σε τροποποίηση του υπ’ αριθμ. … ασφαλιστηρίου, αφαιρώντας το προσάρτημα 2….”, ήτοι ισχυρισμό, με τον οποίο σαφώς θεωρεί την τροποποίηση ως άκυρη και στην ακυρότητα αυτής, ως προκριματικό ζήτημα στηρίζει το αίτημά του, να επαναφερθεί και τυπικά σε ισχύ το προσάρτημα 2. Ωστόσο, έτσι, όπως διατυπώνεται ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος είναι αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, διότι ενώ κατά τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο η αγωγή του αναιρεσείοντος ως προς τα άνω αγωγικά αιτήματα απορρίφθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως μη νόμιμη, δεν παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής και οι συγκεκριμένες αξιώσεις, επί των οποίων θεμελιώνονται τα άνω αγωγικά αιτήματα, ούτε ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, κατά παραβίαση του οποίου απορρίφθηκαν τα άνω αιτήματα ως μη νόμιμα. Σε κάθε δε περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο μέρος, προκύπτει ότι σ’ αυτή, κατά την έκθεση του περιεχομένου της αγωγής, με βάση το οποίο το Εφετείο σχημάτισε την κρίση για τη μη νομιμότητα των άνω αιτημάτων, διαλαμβάνεται ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί της αυθαίρετης τροποποιητικής της σύμβασης ενέργειας της αναιρεσίβλητης και της ακυρότητας αυτής, ως μονομερώς επιχειρηθείσας, με τις παραδοχές, ότι ”…. ο ενάγων ρητά αναφέρει ότι η εν λόγω τροποποίηση της μεταξύ τους σύμβασης, που επεχείρησε να επιφέρει η εναγομένη δια μονομερούς δικαιοπραξίας είναι παράνομη, με αποτέλεσμα να μην είναι υποχρεωμένος αυτός να ανεχθεί τις συνέπειες της εν λόγω τροποποίησης”, και συνεπώς, δεν παρέλειψε να τον λάβει υπόψη. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 9 παρ. 1 και 27 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, προκύπτει ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, η οποία αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της (ασφαλιστική περίπτωση) κατά την τυχόν συμφωνημένη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης και ότι στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται, είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού), είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας, που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου (ΑΠ 1349/2022, ΑΠ 678/2020, ΑΠ 1392/2019, ΑΠ 162/2017).
Συνεπώς, η κύρια υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης, που απορρέει ευθέως από την ασφαλιστική σύμβαση, είναι η καταβολή στον ασφαλιστή ενός χρηματικού ποσού ως ασφαλίστρου, σε αντάλλαγμα για την παροχή των υπηρεσιών του ασφαλιστή, ήτοι την κάλυψη ενός ασφαλιστικού κινδύνου (ασφαλιστική κάλυψη). Οι διατάξεις για το ασφάλιστρο είναι ενδοτικού δικαίου και συνεπώς οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν (ΑΚ 361) οποιαδήποτε ρήτρα (ΑΠ 1832/2023, ΑΠ 714/ 1994, ΑΠ 1474/1983). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ”έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ”ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ”αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 782/2023, ΑΠ 667/2023). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1284/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 2496/1997 και του άρθρου 361 ΑΚ, με το να απορρίψει την αγωγή του κατά το μέρος, που αφορούσε την επιστροφή σ’ αυτόν ασφαλίστρων, που αδικαιολόγητα κατέβαλε στην αναιρεσίβλητη, κατά το χρονικό διάστημα της ανικανότητάς του προς εργασία, διαλαμβάνοντας σ’ αυτή ανεπαρκείς αιτιολογίες σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα της ολικής ανικανότητάς του προς εργασία και της συνεπεία αυτής απαλλαγής του από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, δέχθηκε τα ακόλουθα: “…. Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής, που εκδόθηκε στις 17-9-2008, καταρτίσθηκε την 7-9-2004, μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφαλίσεως ζωής ισοβίου διαρκείας, η οποία διέπεται από τους διαλαµβανόμενους σε αυτό όρους και συμφωνίες. Το εν λόγω ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής παρέχει στον ενάγοντα βασική ασφάλιση ζωής, και καλύπτει τις πρόσθετες παροχές που συμφωνήθηκαν µε το Προσάρτηµα 25 (Κωδικός Προγράμματος Α), ήτοι κάλυψη για ιατρικές επισκέψεις, ιατρικές πράξεις, διαγνωστικές εξετάσεις και για έξοδα νοσοκοµειακής περίθαλψης εντός και εκτός Ελλάδος, κατά τους όρους που αναφέρονται στο εν λόγω Προσάρτηµα, καθώς και κάλυψη του κινδύνου ανικανότητας προς εργασία µε το Προσάρτηµα 2. Ειδικότερα, µε το άρθρο 1 του Προσαρτήματος 2, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η εναγοµένη ασφαλιστική εταιρία καλύπτει σύμφωνα µε τους όρους του Προσαρτήµατος αυτού, πρόσθετα προς κάθε άλλη καλυπτόμενη παροχή και τον κίνδυνο της ολικής ανικανότητας του ασφαλιζόµενου για εργασία, που οφείλεται αποκλειστικά και µόνο και ανεξάρτητα από κάθε άλλη αιτία, σε ατύχημα ή ασθένεια που επήλθαν κατά τη διάρκεια ισχύος του Προσαρτήµατος. Με το ίδιο άρθρο ορίζεται ότι η ασφαλιστική εταιρία απαλλάσσει το συμβαλλόμενο από την υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρων τόσο της Βασικής ασφάλειας Ζωής όσο και των προσαρτηµάτων του ασφαλιστηρίου και ότι η απαλλαγή δίνεται µόνο αν η ανικανότητα άρχισε πριν από την επέτειο της Ασφάλειας Ζωής την πλησιέστερη προς την ηµεροµηνία που ο ασφαλιζόµενος συμπληρώνει το εξηκοστό πέμπτο (65ο) έτος της ηλικίας του. Με το άρθρο 2 του ίδιου Προσαρτήµατος (µε τίτλο “Ορισμο?”) ορίζεται ότι για την εφαρµογή των όρων του προσαρτήµατος θεωρούνται: “Ατύχηµα”, κάθε περιστατικό (συμβάν) που οφείλεται σε αιτία εξωτερική, βίαιη, αιφνίδια και ξένη προς την πρόθεση του ασφαλιζομένου που προκαλεί στον ασφαλιζόμενο, σαν αποκλειστική αιτία και ανεξάρτητα από κάθε άλλη, σωµατικ? βλάβη. Β) “Ασθένεια” κάθε µεταβολή της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού που δεν οφείλεται σε ατύχημα. Γ) “Ολική ανικανότητα”, η πλήρης ανικανότητα του ασφαλιζόμενου να ασκεί το επάγγελµα που ασκούσε κατά το χρόνο που εκδηλώθηκε η ανικανότητά του. Με το άρθρο 3 του ίδιου Προσαρτήµατος (εδ. α µε τίτλο, “Απαλλαγή πληρωμής”) ορίζεται ότι, “Σε περίπτωση ολικής ανικανότητας η εταιρία απαλλάσσει το συµβαλλόμενο από την υποχρέωση καταβολής οποιασδήποτε δόσης ασφαλίστρων, που γίνεται απαιτητή κατά τη διάρκεια της ολικής ανικανότητας του ασφαλιζόμενου. Η απαλλαγή εννοείται σε ακέραιες δόσεις ασφαλίστρων σύμφωνα µε τον τρόπο καταβολής που ισχύει και δεν υπολογίζεται αναλογικά. Εφόσον διαρκεί η ολική ανικανότητα του ασφαλιζόµενου δεν µπορεί να αλλάξει ο τρόπος της καταβολής των ασφαλίστρων. Με το εδ. β του ίδιου άρθρου (µε τίτλο “Επιστροφή Ασφαλίστρων”) ορίζεται ότι, “Κάθε ασφάλιστρο που καταβλήθηκε, τόσο για τη βασική ασφάλεια Ζωής, όσο και για τα Προσαρτήµατα, για το οποίο μεταγενέστερα δόθηκε απαλλαγή που αρχίζει πριν ή κατά το χρόνο οφειλής του επιστρέφεται. Το ασφάλισµα που πρέπει να καταβληθεί, για οποιαδήποτε κάλυψη του ασφαλιστηρίου, σύμφωνα µε τους όρους του, καθώς και οι αξίες του θα είναι στο ίδιο ύψος όπως θα ήταν αν τα ασφ?λιστρα, για τα οποία απαλλάχθηκε ο συμβαλλόμενος, είχαν πληρωθεί”. Επίσης, µε το άρθρο 4 του Προσαρτήµατος 2 (µε τίτλο “Εξαιρέσεις”) ορίζεται ότι: Α. Το προσάρτηµα δεν καλύπτει κινδύνους που η επέλευσή τους οφείλεται ολικά ή μερικά, άμεσα ή έμμεσα, σε µία ή περισσότερες από τις ακόλουθες αιτίες:….. Διανοητικές, νευρικές, νευροφυτικές διαταραχές και ψυχιατρικές παθήσεις ή ασθένειες….. Β. Το Προσάρτηµα δεν καλύπτει επίσης κινδύνους που η επέλευσή τους οφείλεται ολικά ή μερικά, άμεσα ή έμμεσα σε: Απόπειρα ανθρωποκτονίας του ασφαλιζόµενου ανεξάρτητα απ? τη διανοητικ? του κατάσταση. Προγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσης ή επαναφοράς σε ισχύ του προσαρτήµατος ασθένεια ή σωµατικ? βλάβη, καθώς και τα επακόλουθα και τις επιπλοκές τους….. Γ. Το προσάρτηµα δεν καλύπτει επίσης τον κίνδυνο αν δεν έχει διαρκέσει τουλάχιστον επί έξι (6) συνεχείς µήνες. Η ολική και αθεράπευτη απώλεια της οράσεως και των δύο ματιών ή της χρήσης και των δύο χεριών, ή των δύο ποδι?ν ? ενός χεριού και ενός ποδιού συνεπάγεται την άμεση απαλλαγή πληρωμής ασφαλ?στρων. Επίσης το προσάρτηµα δεν καλύπτει τον ασφαλιζόμενο αν κατά τη διάρκεια της ολικής ανικανότητάς του, απασχολείται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία ή ασκεί οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα µε αμοιβή ή για κέρδος. Εξάλλου, µε την υπ’ αριθμ. … /2013/5784/1-8-2013 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Υγειονοµικής Επιτροπής ΚΕΠΑ κρίθηκε ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εμφανίζει αναπηρία σε ποσοστό 70%, εκ του οποίου το ποσοστό 20% οφείλεται σε ψυχιατρικ? πάθηση, κατά ιατρική πρόβλεψη για το χρονικό διάστηµα από 23-4-2013 έως 30-4-2015, αφού διαπιστώθηκε ότι πάσχει από, “Παλαιό έμφραγμα μυοκαρδίου – τριπλή αγγειοπλαστική (2008). Υφίσταται σηµαντικ? υπολειπόμενη ισχαιµία σήμερον. Αγγειοπλαστικ? (αρ.) λαγονίου (2005). Καταθλιπτικ? συνδρομή υπό Φ.Α.”, και ακολούθως χορηγήθηκε σε αυτόν σύνταξη λόγω αναπηρίας για το χρονικό διάστηµα απ? 23-4-2013 έως 30-4-2015, µε απόφαση του Διευθυντ? του Υποκαταστήµατος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αλεξάνδρας. Ακολούθως, µε την υπ’ αριθμ. … /2015/6469/2-7-2015 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΚΕΠΑ, κρίθηκε ότι αυτός εμφανίζει ποσοστό αναπηρίας 67%, εκ του οποίου ποσοστό 20% οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση, κατά ιατρική πρόβλεψη για το διάστηµα από 1-5-2015 έως 30-4-2017, καθώς διαπιστώθηκε ότι πάσχει από, “Ήπιες δυστονικές κινήσεις από παιδικής ηλικίας άνω άκρου και προσώπου. Παλαιό έμφραγμα μυοκαρδίου υποβληθείς σε αγγειοπλαστική ενός αγγείου µε Κ.Ε. =45%. Παραμένουσα νόσο ενός αγγείου και κλάδου και δοκιμασία κοπώσεως διάρκειας 10 λεπτών αρνητική για ισχαιμία. Παλαιό stent λαγωνίου αρτηρίας µε καλό αποτέλεσµα. Μεικτή διαταραχή άγχους και κατάθλιψη”, προς τούτο και χορηγήθηκε σε αυτόν σύνταξη αναπηρίας µε απόφαση του ίδιου ως άνω Διευθυντή ΙΚΑ -ΕΤΑΜ και για το παραπάνω χρονικό διάστηµα. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος µε την από 5-11-2013 επιστολή – αναγγελία αποζημίωσης ζωής και υγείας, προς την εναγόµενη, αφού γνωστοποίησε στην τελευταία το περιεχόμενο της υπ’ αριθ. … /2013/5784/1-8-2013 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής ΚΕΠΑ, και δη ότι κρίθηκε ανάπηρος σε ποσοστό 70% και ότι συνεπεία αυτού είναι ανίκανος προς εργασία, ζήτησε να τον απαλλάξει αυτή από την υποχρέωση πληρωμής ασφαλίστρων, σύμφωνα µε τους όρους του Προσαρτήµατος 2 του μεταξύ τους ασφαλιστηρίου. Η τελευταία κατόπιν έρευνας των προσκομισθέντων από τον ενάγοντα δικαιολογητικών διαπίστωσε ότι καίτοι αυτός εργαζόταν από ετών ως Υπάλληλος Γραφείου, είχε ήδη καταστεί άνεργος, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και είχε ήδη ενταχθεί στο Πρόγραμμα του ΟΑΕΔ, λαμβάνοντας επίδοµα ανεργίας από 8-5-2012 και μέχρι 28-8-2014. Κατόπιν τούτων, αρνήθηκε να απαλλάξει τον τελευταίο απ? την πληρωμή των ασφαλίστρων, επικαλούμενη ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρµογής των όρων του Προσαρτήματος 2 (“Απαλλαγή Πληρωμής των Ασφαλίστρων λόγω Ανικανότητας”), επειδή δεν ασκούσε οποιοδήποτε επάγγελµα και ήταν άνεργος όταν κατέστη ανίκανος προς εργασία, παράλληλα δε, µε την υπ’ αριθ. 00731461/14-10-2014 πρόσθετη πράξη της, “αφαίρεσε” το Προσάρτηµα από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, προβαίνοντας έτσι, μονομερώς σε τροποποίηση του μέχρι τότε ισχύοντος ασφαλιστηρίου. Ακολούθως, εξέδωσε τραπεζική επιταγή σε διαταγή του ενάγοντος, προκειµένου να του επιστρέψει τα ασφάλιστρα που είχε καταβάλει και αντιστοιχούσαν στην κάλυψη του κινδύνου που αναλαμβανόταν µε το Προσάρτηµα 2, ποσό το οποίο ο ενάγων επικαλείται ότι ουδέποτε εισέπραξε. Ο τελευταίος απέστειλε στην στην εναγόµενη την από 15-3-2015 επιστολή του, µε την οποία της γνωστοποιούσε ότι δεν αποδέχεται οποιαδήποτε τροποποίηση των όρων του μεταξύ τους καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου, συνέχισε ωστόσο να καταβάλει τα ασφάλιστρα (που αφορούσαν το υπ’ αριθ. … /2004 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όπως είχε τροποποιηθεί και το οποίο δεν περιλάμβανε πλέον το Προσάρτηµα 2), προκειµένου να αποφύγει τυχόν καταγγελία εκ µέρους της εναγόµενης ασφαλιστικής εταιρίας της βασικής σύμβασης ασφάλισης και έτσι κατέβαλε συνολικά το ποσό των 6.654,75 ευρώ μέχρι την άσκηση της αγωγής. Τα παραπάνω πραγματικά συνομολογούνται από αµφότερους τους διαδίκους….. Περαιτέρω απ? συνεκτίµηση όλων των νομίμως προσκομιζοµένων αποδεικτικών µέσων αναφορικά µε την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος αποδεικνύονται τα εξής: Αυτός εμφάνισε απόφραξη αρ. λαγονίου αρτηρίας το έτος 2005 και υποβλήθηκε σε αγγειοπλαστική επέμβαση µε τοποθέτηση stent, ενώ το έτος 2008 υπέστη έμφραγμα µυοκαρδίου, προς τούτο και υποβλήθηκε σε τριπλή αγγειοπλαστική επέμβαση µε τοποθέτηση τριών (3) stent, έκτοτε δε, εμφανίζει σηµαντική υπολειπόµενη ισχαιµία. Συνεπεία των σοβαρών αυτών προβλημάτων υγείας, που πάντως δεν τον κατέστησαν εκείνο το χρονικό διάστηµα πλήρως ανίκανο να εργασθεί, είχε μειωμένη σωµατικ? ικανότητα προς εργασία, αφού αδυνατούσε να ασκεί εργασία που απαιτούσε ή προκαλούσε έντονη σωµατική καταπόνηση. Ενόψει του ότι ήταν αναγκαίο να προσαρμόσει τις συνθήκες εργασίας στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, μετά την τρίµηνη άδεια ασθενείας που έλαβε το έτος 2008, εργάστηκε ως υπάλληλος γραφείου, µε μειωμένο ωράριο (4 έως 5 ώρες ημερησίως) και την εργασία του αυτή άσκησε μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Σημειώνεται ότι καίτοι από τα νομίμως µε επίκληση προσκομιζόµενα από τα διάδικα µέρη αποδεικτικά µέσα δεν προκύπτει πότε ακριβώς έλαβε χώρα η εν λόγω καταγγελία, βέβαιο είναι αυτή έλαβε χώρα πριν την 8-5-2012, οπότε ο ενάγων εντάχθηκε στο πρόγραµµα επιδότησης του ΟΑΕΔ και έλαβε το σχετικό επίδοµα για το διάστηµα από 8-5-2012 έως 28-8-2014. Όλο το χρονικό διάστηµα που μεσολάβησε από την καταγγελία και μέχρι την εξέτασή του από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΚΕΠΑ, αυτός εξακολουθούσε να επιδίδεται στην ανεύρεση εργασίας, ανάλογης των σωματικών του δυνατοτήτων και (και δη παροχή υπηρεσιών γραµµατειακής υποστήριξης – γραμματέα), πλην, όμως, δεν κατέστη εφικτό να βρει τέτοια εργασία. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από όσα ο αδελφός του, Ε. Σ. κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και δεν αντικρούονται από οιοδήποτε άλλο αποδεικτικό µέσο. Τον Απρίλιο του έτους 2013 αυτός εμφάνισε καταθλιπτική συνδροµή, γεγονός που επιβάρυνε την γενικότερη κατάσταση της υγείας του, προς τούτο υπέβαλε σχετική αίτηση στο υποκατάστημα του ΙΚΑ ΕΤΑΜ Αλεξάνδρας, µε την οποία ζητούσε να αξιολογηθεί η κατάσταση της υγείας του από την αρμόδια Επιτροπή της εν λόγω Υπηρεσίας. Πράγματι εξετάστηκε από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΚΕΠΑ, η οποία, αφού διαπίστωσε, αφενός ότι υφίσταται ακόµη υπολειπόμενη ισχαιµία, συνεπεία παλαιού εμφράγµατος μυοκαρδίου, εξαιτίας του οποίου ο ενάγων είχε υποβληθεί σε τριπλή αγγειοπλαστική το έτος 2008 και ότι αυτός εμφανίζει αποφρακτική αγγειοπάθεια κάτω άκρων, συνεπεία της οποίας είχε υποβληθεί σε επέμβαση αγγειοπλαστικής αρ. λαγωνίου το έτος 2005, αφετέρου ότι εμφανίζει καταθλιπτική συνδρομή υπ? Φ.Α., αποφάνθηκε ότι ο ενάγων εμφανίζει ποσοστό αναπηρίας ποσοστό 70%, εκ του οποίου ποσοστό 20% οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση, όπως ρητά αναφέρεται στο εν λόγω έγγραφο…… Με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής του ασφαλισμένου της (ενάγοντος εφεσιβλήτου) από την καταβολή των οφειλοµένων ασφαλίστρων, λόγω ολικής ανικανότητας αυτού προς εργασία, αφού στην ανικανότητά του προς εργασία (και μάλιστα σε ποσοστό 70%) συνέβαλε και ψυχιατρική πάθηση αυτού κατά ποσοστό 20%, όπως προκύπτει από την από 1-8-2013 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Αναπηρίας & Ιατρικής Εργασίας του ΙΚΑ, που αυτός της προσκόµισε προς απόδειξη του σχετικού του ισχυρισμού περί ολικής ανικανότητας προς εργασία, πλην, όμως, µε βάση το άρθρο 4 του Προσαρτήματος 2 του επίµαχου ασφαλιστηρίου, συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι το Προσάρτηµα 2 δεν καλύπτει κινδύνους που η επέλευσή τους οφείλεται μερικά ή ολικά, άμεσα ή έμμεσα σε µια ή περισσότερες από τις αιτίες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, μεταξύ των οποίων και διανοητικές, νευροφυτικές διαταραχές και ψυχιατρικές παθήσεις ή ασθένειες. Επικαλούμενη, περαιτέρω ότι έσφαλε η εκκαλουµένη που έκρινε ότι δεν τυγχάνει εφαρµογής το σχετικό άρθρο του προσαρτήματος 2, που προβλέπει εξαιρέσεις από την ασφαλιστική κάλυψη, µε την αιτιολογία ότι το άρθρο τυγχάνει εφαρµογής µόνο όταν η ανικανότητα προς εργασία αποκλειστικά σε ψυχιατρική πάθηση, και όχι όταν, όπως εν προκειμένω, συνυπάρχει µε άλλες καθοριστικές ασθένειες του ασφαλιζοµένου, που τον καθιστούν ανίκανο προς εργασία, ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουµένη και να απορριφθεί η αγωγή κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της……. Ο σχετικός ισχυρισμός αποδεικνύεται και βάσιµος. Ειδικότερα, µε το άρθρο 4 του Προσαρτήµατος 2 του επίµαχου ασφαλιστηρίου (µε τίτλο “Εξαιρέσεις”), όπως ήδη εκτέθηκε, ορίζεται ότι “Α. Το προσάρτηµα δεν καλύπτει κινδύνους, που η επέλευσή τους οφείλεται ολικά ή µερικ?, άμεσα ή έμμεσα, σε µία απ? τις ακόλουθες αιτίες:……. Διανοητικές, νευρικές νευροφυτικές διαταραχές και ψυχιατρικές παθήσεις ή ασθένειες….”. Από τη διατύπωση της διάταξης και ιδίως από την φράση “το προσάρτηµα δεν καλύπτει κινδύνους που η επέλευσή τους, οφείλεται ολικά ή μερικά, άμεσα ή έμμεσα σε µία ή περισσότερες από τις ακόλουθες αιτίες”, σαφώς προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων συµφωνήθηκαν εξαιρέσεις από την κάλυψη του κινδύνου της ολικής ανικανότητας προς εργασία και συγκεκριµένα ότι το προσάρτηµα δεν καλύπτει τον κίνδυνο της ολικής ανικανότητας προς εργασία, εφόσον στην επέλευση αυτής της ανικανότητας έχει συντελέσει µε οποιοδήποτε τρόπο? ολικά ή µερικά, άμεσα ή έμμεσα, μεταξύ άλλων, και η ύπαρξη διανοητικών, νευρικών, νευροφυτικών διαταραχών και ψυχιατρικών παθήσεων ή ασθενειών στον ασφαλιζόµενο. Εφόσον δε, στην από 1-8-2013 Γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Αναπηρίας & Ιατρικής Εργασίας του ΙΚΑ (που σημειωτέον είναι και η µοναδική ιατρικ? γνωμάτευση που εν προκειμένω προσκομίζεται νομίμως µε επίκληση, αναφορικά µε την κατάσταση υγείας του ενάγοντος), ρητά αναφέρεται ότι µετά από αξιολόγηση από την Υγειονοµική Επιτροπή του ΚΕ.Π.Α., διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων στον ενάγοντα -εφεσίβλητο “ΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΥΠΟ Φ.Α.”, και περαιτέρω ότι από το συνολικό ποσοστό αναπηρίας αυτού, που ανέρχεται σε 70%, κατά ιατρική πρόβλεψη από 23-4-2013 έως 30-4-2015, ποσοστό 20% οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση, σαφώς προκύπτει ότι στην επέλευση της ολικής ανικανότητας προς εργασία του ενάγοντος, έχει συντελέσει και η παραπάνω ψυχιατρική πάθηση που αυτός εμφανίζει. Επομένως, συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την κάλυψη της ασφαλιστικής περίπτωσης που προβλέπεται µε το Προσάρτηµα 2 και ως εκ τούτου ο ενάγων δεν δικαιούται απαλλαγής από την καταβολή των ασφαλίστρων τόσο της βασικ?ς ασφάλειας Ζωής όσο και των προσαρτηµάτων των ασφαλιστηρίων. Επισημαίνεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση,….. αποφάνθηκε ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 4 του προσαρτήματος και μάλιστα με την αιτιολογία ότι, ”Και ναι μεν η διάγνωση αναπηρίας του ενάγοντος κατά ποσοστό 20% οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση, η οποία ανήκει στις εξαιρέσεις της ασφαλιστικής κάλυψης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του προσαρτήματος 2 του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ωστόσο αυτό έχει το νόημα ότι εφαρμόζεται όταν η ανικανότητα προς εργασία οφείλεται αποκλειστικά σε τέτοια πάθηση και όχι, όταν, όπως εν προκειμένω συνυπάρχει με άλλες καθοριστικές ασθένειες του ασφαλιζόμενου που τον καθιστούν ανίκανο προς εργασία. Άλλωστε, σύμφωνα με την απόφαση αριθ. Φ11321/οικ.19219/688 περί ενιαίου Πίνακα Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΕΚ τευχ. Β 1506/4-5-2012), η κυρίαρχη ασθένεια του ενάγοντος, ήτοι το παλαιό έμφραγμα μυοκαρδίου με ΚΕ 35-50% και μικρού βαθμού ισχαιμία συνεπάγεται από μόνο του ποσοστό αναπηρίας 67%, ενώ η χειρουργική επαγγείωση του μυοκαρδίου με σημαντική ισχαιμία και δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας συνεπάγεται ποσοστό αναπηρίας 67-80%”, έσφαλλε, αφενός γιατί αποφάνθηκε επί ισχυρισμού μη παραδεκτώς προταθέντος, και αφετέρου γιατί προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4 του Προσαρτήματος 2. Ενόψει των παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιµος και απ? ουσιαστική άποψη ο δεύτερος λόγος της έφεσης,….. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που είχε δεχθεί την αγωγή του αναιρεσείοντος, υποχρεώνοντας την αναιρεσίβλητη να του καταβάλει, το ποσό των 6.654,75 ευρώ, για αχρεωστήτως καταβληθέντα ασφάλιστρα, λόγω συνδρομής ολικής ανικανότητάς του προς εργασία, και απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος αυτό. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του, σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα της απαλλαγής του αναιρεσείοντος από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων, λόγω της ολικής ανικανότητάς του προς εργασία, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή μη εφαρμογή των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, του Ασφαλιστικού Νόμου και την ορθή εφαρμογή του άρθρου 361 ΑΚ. Ειδικότερα το Εφετείο, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες παραδοχές, δέχθηκε με πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, τη συνδρομή των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων που δικαιολογούν την απόρριψη της ένδικης αγωγής κατά το παραπάνω μέρος, ως ουσιαστικά αβάσιμης, κατά παραδοχή των προβαλλόμενου ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης, ότι συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την κάλυψη του κινδύνου της ολικής ανικανότητας του αναιρεσείοντος προς εργασία και τη συνεπεία αυτής απαλλαγή του από την καταβολή ασφαλίστρων, σύμφωνα με τον αναφερόμενο στο προσάρτημα 2 της ασφαλιστικής σύμβασης όρο, με τις υποστηρίζουσες την κρίση αυτή παραδοχές, α) ότι με το άρθρο 4 του προσαρτήματος 2 της ασφαλιστικής σύμβασης, που είχε καταρτίσει ο αναιρεσείων με την αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία (απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων εξαιτίας ανικανότητας προς εργασία), συμφωνήθηκε εξαίρεση από την κάλυψη του κινδύνου της ολικής ανικανότητας προς εργασία, εφόσον στην επέλευσή της, έχει συντελέσει με οποιοδήποτε τρόπο, ολικά ή μερικά άμεσα ή έμμεσα, μεταξύ άλλων, ψυχιατρική πάθηση του ασφαλισμένου, β) ότι ο αναιρεσείων κατέστη ολικά ανίκανος προς εργασία, κατά το χρονικό διάστημα από 23-4-2013 μέχρι 30-4-2015, λόγω αναπηρίας, σε ποσοστό 70%, συνεπεία των άνω αναφερόμενων στις άνω παραδοχές ασθενειών του, μεταξύ των οποίων και ψυχιατρική πάθηση και συγκεκριμένα καταθλιπτική συνδρομή, που συνετέλεσε σε ποσοστό 20% στο συνολικό ποσοστό της αναπηρίας του και ότι κατόπιν τούτων συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την κάλυψη της ολικής ανικανότητας του αναιρεσείοντος προς εργασία και της συνεπεία αυτής απαλλαγής του από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίζεται, αν και χωρίς την άνω ψυχιατρική πάθηση του αναιρεσείοντος, η οφειλόμενη στις λοιπές παθήσεις αναπηρία του, σε ποσοστό 50%, αρκεί από μόνη της ή όχι να θεωρείται ολικά ανίκανος προς εργασία, ενόψει και του ότι σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά υφίσταται πράγματι ολική ανικανότητά του προς εργασία, πλην, όμως, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η ως άνω κάλυψη, διότι η ολική αναπηρία του συνδέεται και με ψυχιατρική πάθηση, που συνετέλεσε στην επέλευσή της, περίπτωση που συνιστά λόγο απαλλαγής της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τον παραπάνω όρο του ασφαλιστηρίου. Επομένως, ο άνω λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις που διαλαμβάνονται στον ίδιο λόγο, σύμφωνα με τις οποίες το Εφετείο δέχθηκε ότι, ”με την Φ. 11321/οικ.19219/688/4-5-2012 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η κυρίαρχη ασθένεια του ενάγοντος, ήτοι το παλαιό έμφραγμα του μυοκαρδίου με ΚΕ 35-50% και μικρού βαθμού ισχαιμία συνεπάγεται από μόνο του ποσοστό αναπηρίας 67%, ενώ η χειρουργική επαγγείωση του μυοκαρδίου με σημαντική ισχαιμία και δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας συνεπάγεται ποσοστό αναπηρίας 67-80%”, είναι αβάσιμες, ως στηριζόμενες σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον οι παραδοχές αυτές, δεν αποτελούν παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά της πρωτόδικης, οι οποίες ερευνώμενες στα πλαίσια του ισχυρισμού εξαίρεσης της σχετικής κάλυψης έγιναν δεκτές πρωτοδίκως και ακολούθως απορρίφθηκαν από το Εφετείο. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό νόμιμο αίτημά της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-4-2022 αίτηση αναίρεσης της με αριθμό 4867/2020 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Αυγούστου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 21 της 1175/2024 πολιτικής απόφασης του Αρείου Πάγου Χ.Π.