Αριθμός 1311/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη – Εισηγητή, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. Π. του Σ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Αλέκο και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Ζ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριέττα Γεωργούλη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/5/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 196/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1776/2021 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17/1/2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 17-1-2022 αίτηση αναίρεσης είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Η νυν αναιρεσείουσα άσκησε κατά του νυν αναιρεσιβλήτου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 31-5-2009 αγωγή της, με την οποία ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος εργολάβος ανέλαβε, έναντι αμοιβής, την υποχρέωση να προβεί στις αναγκαίες εργασίες αποπεράτωσης ενός διαμερίσματός της με τους κοινόχρηστους χώρους και να το παραδώσει σ’αυτήν έτοιμο προς χρήση το αργότερο μέχρι την 21-7-2003. Ότι αυτός από υπαιτιότητά του καθυστέρησε να παραδώσει το διαμέρισμα, το οποίο τελικά παρέδωσε την 23-4-2008, αποπερατωμένο μεν χωρίς όμως να είναι αυτό έτοιμο προς χρήση, αφού δεν μπορούσε να ηλεκτροδοτηθεί και να χρησιμοποιηθεί κατά τον προορισμό του, διότι δεν της παρέδωσε τα απαραίτητα πιστοποιητικά, που αναφέρει, με αποτέλεσμα αυτή για το χρονικό διάστημα από 21-7-2003 έως 31-5-2009 να έχει στερηθεί τη δυνατότητα κάρπωσης και οικονομικής εκμετάλλευσής του και να απωλέσει εισοδήματα, τα οποία με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ελάμβανε από την εκμίσθωσή του σε τρίτους, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 73.290 ευρώ. Ότι η μη ηλεκτροδότησή του κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εξαιτίας της μη χορήγησης των αναγκαίων πιστοποιητικών, προκάλεσε σημαντική απομείωση της αγοραίας αξίας του, τουλάχιστον κατά ποσοστό 40%, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία τουλάχιστον 217.600 ευρώ. Ότι η ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου αποτελεί συγχρόνως και αδικοπραξία, η οποία της προκάλεσε ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησε το ποσό των 50.000 ευρώ.
Εκδόθηκε η υπ’αριθ. 196/2014 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή κατά το αίτημα για την καταβολή του ποσού των 217.600 ευρώ ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ κατά τη σωρευόμενη βάση περί αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας ως νόμω αβάσιμη. Περαιτέρω το αγωγικό αίτημα για την καταβολή του ποσού των 73.290 ευρώ, το οποίο παρέμεινε καταψηφιστικό για τις 15.000 ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο ετράπη παραδεκτά σε αναγνωριστικό, απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμο. Την απόφαση αυτή η ενάγουσα προσέβαλε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών με την από 28-2-2014 έφεσή της , ενώ ασκήθηκαν με το δικόγραφο των προτάσεων της εκκαλούσας οι από 4-1-2016 πρόσθετοι λόγοι έφεσης. Το δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 651/2016 τελεσίδικη απόφασή του (η οποία διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 2532/2016 όμοια ), με την οποία απορρίφθηκε η έφεση ως ουσία αβάσιμη και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ως απαράδεκτοι. Ακολούθως η εκκαλούσα με την από 28-12-2016 αίτησή της και τους από 9-10-2017 πρόσθετους λόγους αυτής ενώπιον του Αρείου Πάγου, ζήτησε την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 266/2018 απόφαση του ΑΠ, με την οποία απορρίφθηκε ο εκ του αριθ. 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης με τον οποίο επλήττετο η εφετειακή απόφαση για την απόρριψη του αιτήματος καταβολής αποζημίωσης λόγω μείωσης της αξίας του διαμερίσματος κατά ποσοστό 40% ήτοι κατά 217.600 ευρώ τουλάχιστον, ενώ έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος αναίρεσης εκ των αριθ.1 και 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 342 ΑΚ, συνιστάμενος στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα και με ανεπαρκή αιτιολογία έκανε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, την από τον αναιρεσίβλητο προβληθείσα και επί της ως άνω διατάξεως θεμελιωθείσα ένσταση άρσεως της υπερημερίας του περί την εμπρόθεσμη εκτέλεση και παράδοση του ανατεθέντος σ’αυτόν από την αναιρεσείουσα έργου. Μετά ταύτα αναιρέθηκε η απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στην άρση της υπερημερίας του αναιρεσιβλήτου κεφάλαιο, καθισταμένης αλυσιτελούς της έρευνας των λοιπών προβληθέντων λόγων και παραπέμφθηκε η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Συζητηθείσης της υποθέσεως, εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’αριθ. 1776/2021 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία η έφεση απορρίφθηκε κατ’ουσίαν. Η εκκαλούσα-ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση από 17-1-2022 αίτησή της για την αναίρεση της υπ’αριθ. 1776/2021 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως η οποία δημοσιεύθηκε στις 31-3-2021, ενώ η αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 18-1-2022 μαζί με το παράβολο των 450 ευρώ (άρθ. 495, 552,553, 556, 558, 564 παρ.3 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ιδίαν λόγων της (αρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 ΚΠολΔ, στο δικαστήριο της παραπομπής, η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Δηλαδή, τα δικαστήρια, τα οποία επιλαμβάνονται της ίδιας υπόθεσης, ως προς τα νομικά ζητήματα, που έλυσε ο Άρειος Πάγος, δεν έχουν δικαίωμα διαφωνίας, γι` αυτό και η απόφασή τους, κατά το μέρος που συμμορφώθηκαν με την αναιρετική, πλήττεται απαραδέκτως με λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1104/2010). Η δέσμευση περιορίζεται μόνο στα νομικά ζητήματα που έλυσε ο Άρειος Πάγος, με την παραδοχή ή την απόρριψη των λόγων αναίρεσης (ΑΠ 1054/2010, ΑΠ 1395/2010). Όμως, το δικαστήριο της παραπομπής, μπορεί να εκτιμήσει διαφορετικά από την απόφαση που αναιρέθηκε, τα πραγματικά περιστατικά, αν αυτά επιδέχονται νομική προσέγγιση, η οποία δεν άπτεται του νομικού ζητήματος, το οποίο έδωσε αφορμή για την αναίρεση (ΑΠ 146/2009, ΑΠ 1450/2006). Νομικό ζήτημα είναι το εννοιολογικό περιεχόμενο, το οποίο προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου θεμελιώθηκε η αναίρεση. Μπορεί άρα, αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο, για τους κατ` ιδίαν λόγους αναίρεσης του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1097/2008, ΑΠ 297/2008). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση, μόνο ως προς το κεφάλαιο, ως προς το οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία η αναίρεση, και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα, για το οποίο έγινε δεκτός ο λόγος αναίρεσης, αλλά η υπόθεση επαναδικάζεται, κατά το εκκληθέν μέρος, για το οποίο με την απόφασή του, αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 1614/2008). Αν, επομένως, αναιρεθεί η απόφαση κατά ένα μέρος, ήτοι ως προς ορισμένα κεφάλαια αυτής και δεν αποφασισθεί η καθολική εξαφάνιση της απόφασης, το δικαστήριο της παραπομπής, δεν μπορεί να επιληφθεί της υπόθεσης για τα λοιπά κεφάλαια, γιατί, έτσι, παραβιάζεται το δεδικασμένο (ΑΠ 1522/2007, ΑΠ 1491/2007). Ομως, η μερική αναίρεση της απόφασης, αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της απόφασης, το οποίο αφορούσε ο αναιρετικός λόγος, που έγινε δεκτός και, άρα, η έφεση θα ξανακριθεί, ως προς το κεφάλαιο αυτό (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 479/2009). Εξάλλου, κατά το άρθρο 579 παρ.1 του ΚΠολΔ, “Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο, εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ` αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ` αυτήν”, κατά δε το άρθρο 581 παρ.1 εδ. α` και 2 του ίδιου Κώδικα, “1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση …. 2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ.1 εδ. β`”. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της -περίπτωση, η οποία συντρέχει, όταν ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος όλης της απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής απόφασης, σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της- αποβάλλει πλήρως και αναδρομικά την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο, εκτελεστότητα ή διαπλαστική ενέργεια καθώς και παρεπόμενες και αντανακλαστικές ενέργειες για οποιοδήποτε ζήτημα κρίθηκε με αυτή και οι διάδικοι, που μετείχαν, επανέρχονται στην πριν από την έκδοσή της κατάσταση (ΟλΑΠ 27/2007, ΑΠ 14/2021, ΑΠ 248/2020), αφού, με την αναίρεση απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, ως προς την οποία θα αποφανθεί πλέον το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την πρωτοβάθμια απόφαση είτε θα απορρίψει την έφεση και θα επικυρώσει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Αν η αναίρεση είναι μερική, αν δηλ. ο λόγος που έγινε δεκτός αφορά ορισμένο κεφάλαιο (ή κεφάλαια), αναιρείται η απόφαση για ολόκληρο το εν λόγω κεφάλαιο, καθώς και για τα αρρήκτως μ’αυτό συνδεόμενα (ΟλΑΠ 15/2011), ιδίως αν έχουν ως προϋπόθεση το αναιρεθέν. Ως προς τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν με την αναίρεση ή ως προς τα οποία η αναίρεση απορρίφθηκε, αδιάφορο αν για τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους, η προσβληθείσα απόφαση καθίσταται αμετάκλητη και εξακολουθεί να παράγει δεδικασμένο. Αν όμως ο Αρειος Πάγος, δεχόμενος λόγο αναίρεσης, έκρινε περιττούς και δεν ερεύνησε τους λοιπούς λόγους, οι ισχυρισμοί που θεμελιώνουν τους μη ερευνηθέντες λόγους ούτε στην εμβέλεια του λόγου 559 αριθ. 18 εμπίπτουν, ούτε αποκλείονται λόγω δεδικασμένου (ΑΠ 1061/2015) και επομένως παραδεκτά ερευνώνται εκ νέου, εφόσον επαναφέρονται. Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι διάδικοι επανέρχονται στη θέση που ήταν πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και η έφεση επανεξετάζεται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση, αφού κατατεθούν προτάσεις, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ, και αφού παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις (ΑΠ 45/2022, ΑΠ 84/2017, ΑΠ 1708/2014).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 342 ΑΚ ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη. Τέτοιο γεγονός είναι κάθε εύλογη αιτία εξαιτίας της οποίας δικαιολογείται η μη εκπλήρωση ή η μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής του, εφόσον όμως δεν μπορεί να αποδοθεί σε δόλο ή αμέλειά του, όταν δηλαδή την ίδια καθυστέρηση θα επεδείκνυε κάθε επιμελής άνθρωπος ευρισκόμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, καταβάλλοντας τη συνήθη προσπάθεια εκπλήρωσης (ΑΠ 266/2018, ΑΠ 754/2017, ΑΠ 672/2017, ΑΠ 521/2014, AΠ 269/2012). Kατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 § 1 εδ. α` ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόστηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόστηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, ΟλΑΠ 7/2006). Η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ` επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη τού ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 3/2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 2095/2009). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 1547/2023). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της αποφάσεως, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως του αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1547/2023, ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 19 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 345/2018). Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο αυτού σκέλος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δεχόμενο ότι δεν ασκήθηκε καταχρηστικά το δικαίωμα επισχέσεως του αναιρεσιβλήτου, αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ερεύνησε τον σχετικό λόγο της εφέσεως της αναιρεσείουσας, θεωρώντας ότι “αποτελεί προσβληθέν με το δικόγραφο των από 9-10-2017 πρόσθετων λόγων αναιρέσεως κεφάλαιο της δευτεροβάθμιας αποφάσεως, πλην όμως απαραδέκτως καθόσον το δικόγραφο αυτό απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, από την απόρριψη δε αυτή απορρέει δεδικασμένο, που δεσμεύει το παρόν δικαστήριο της παραπομπής και δεν μπορεί να επανεξετασθεί”. Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης και κατά το πρώτο αυτού σκέλος, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια εκ των αριθ. 1 και 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ συνισταμένη στο ότι το Εφετείο , με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 342 ΑΚ, δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ουσίαν την προβληθείσα από τον αναιρεσίβλητο ένσταση άρσεως της υπερημερίας του στην εμπρόθεσμη εκτέλεση και παράδοση του ανατεθέντος σ’ αυτόν από την ίδια έργου, δεχόμενο, με ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες, την συνδρομή γεγονότος για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, παρόλο που τα ως αποδειχθέντα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, επέβαλαν την απόρριψη της ως άνω ενστάσεως ως αβάσιμης κατ’ουσίαν.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι αυτή διέλαβε , κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος της, τα ακόλουθα: “Ο εναγόμενος ο οποίος κατά το συγκεκριμένο χρόνο τύγχανε πτυχιούχος πολιτικός μηχανικός(…) και ασχολείτο επαγγελματικά επί πολλά έτη, με την κατασκευή ακινήτων, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …, …, … αγοραπωλητηρίων συμβολαίων (…) απέκτησε από τους Ε. Α. του Ε., Π. Κ. και Α. Α. του Ε. αντίστοιχα, την κυριότητα των ειδικά περιγραφόμενων στα ανωτέρω συμβόλαια οριζοντίων ιδιοκτησιών της κείμενης στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου …, στην οδό …, πολυκατοικίας (…) . Ο εναγόμενος απέκτησε όλες τις οριζόντιες ιδιοκτησίες της ανωτέρω οικοδομής πλην αυτής, που αφορούσε το υπό στοιχεία Α – 1 του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, διαμερίσματος, επιφανείας 136 τ.μ., (…). Για την κατάρτιση των ανωτέρω αγοραπωλησιών ο εναγόμενος ήλθε σε συναλλακτική επαφή με τον Ε. Α., πατέρα των δύο εκ των ανωτέρω πωλητών και σύζυγο της ενάγουσας. Κατά το χρόνο σύναψης των ανωτέρω συμβολαίων, τόσο οι πωληθείσες στον εναγόμενο οριζόντιες ιδιοκτησίες, όσο και αυτή της ενάγουσας, καθώς και οι κοινόχρηστοι και κοινόκτητοι χώροι της παραπάνω οικοδομής, ήταν ημιτελείς και συγκεκριμένα όλη η πολυκατοικία βρισκόταν στο στάδιο αποπερατώσεως του εξ οπλισμένου σκυροδέματος (μπετόν αρμέ) σκελετού της. Ακολούθως, προκειμένου να διενεργηθούν οι αναγκαίες εργασίες αποπεράτωσης του ως άνω λόγω ημιτελούς από απόψεως κατασκευής διαμερίσματος της ενάγουσας, η ενάγουσα σύναψε με τον εναγόμενο την από 12.7.2001 έγγραφη συμφωνία δυνάμει της οποίας η πρώτη του ανέθεσε και ο τελευταίος ανέλαβε να εκτελέσει έναντι αμοιβής το έργο της αποπεράτωσης του παραπάνω διαμερίσματός της, όπως επίσης και αυτό της αποπεράτωσης των εν γένει κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων της ανωτέρω πολυκατοικίας, με βάση τους όρους του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού. Ειδικότερα, σ’ αυτό (συμφωνητικό) περιέχονταν μεταξύ άλλων και οι ακόλουθοι όροι: “1… Το ως άνω διαμέρισμα (Α – 1), όπως και οι λοιπές οριζόντιες ιδιοκτησίες και οι κοινόχρηστοι και οι κοινόκτητοι χώροι της άνω πολυκατοικίας, είναι ημιτελή, ήτοι βρίσκονται στο στάδιο των επιχρισμάτων. 2. Ο… Α. Ζ…. αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποπερατώσει και το άνω διαμέρισμα (Α – 1)… μέσα σε προθεσμία είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από σήμερα, εκτός περιπτώσεως ανωτέρας βίας. 3… 4…5. Ως αντάλλαγμα του εργολάβου, για την πλήρη και ολοσχερή αποπεράτωση των ανωτέρω εργασιών, (διαμερίσματος και αναλογούντων κοινοχρήστων χώρων, πραγμάτων και εγκαταστάσεων της πολυκατοικίας), ήτοι, προκειμένου να παραδοθεί το άνω διαμέρισμα έτοιμο και κατάλληλο για κάθε χρήση και οίκηση (με το κλειδί) και τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας σε πλήρη λειτουργία, συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων, το ποσό των 15.000.000 δραχμών, το οποίο ήδη καταβλήθηκε στον εργολάβο σε μετρητά χρήματα, του ιδιωτικού συμφωνητικού επέχοντος θέση αποδείξεως ως προς την καταβολή. Ο εργολάβος ουδεμία αξίωση έχει κατ’ αυτής εκ της άνω αιτίας, καθότι πλήρως εξοφλήθηκε κατά τον ως άνω αναφερόμενο τρόπο. 6. Η άνω κυρία, αφετέρου συμβαλλομένη, επιβαρύνεται με την πληρωμή των δαπανών για τις λεγόμενες παροχές της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας της. 7. Η άνω κυρία του έργου – αφετέρου συμβαλλόμενη συναινεί από τώρα, σε οποιεσδήποτε τυχόν τροποποιήσεις της Άδειας Οικοδομής και της υπ’ αριθμ. 899/89 σύστασης οριζ. Ιδιοκτησίας της Συμ/βου Αιγάλεω Σ. Σ., που θα θελήσει ο άνω εργολάβος – Α. Ζ. και κατά την απόλυτη κρίση του με τον όρο ότι δεν θα θίγονται οι κοινόχρηστοι χώροι, πράγματα και εγκαταστάσεις της πολυκατοικίας, πλην του δευτέρου κλιμακοστασίου της πολυκατοικίας, που θα επιτραπεί σε αυτόν να το καταργήσει επ’ ωφελεία των οριζόντιων ιδιοκτησιών του (…).Επιπλέον, ρητά, συμφωνείται μεταξύ των συμβαλλομένων ότι η άρνηση της κυρίας – αφετέρου συμβαλλομένης για υπογραφή της οικείας συμβολαιογραφικής πράξεως τροποποιήσεως οριζ. ιδιοκτησίας, εφ’ όσον τούτο απαιτείται (και δεν καλύπτεται από το άνω Πληρεξούσιο), θα επέφερε τις ακόλουθες συνέπειες σε βάρος της άνω κυρίας: (α) ο εργολάβος θα δικαιούται να διακόψει τις οικοδομικές εργασίας, που ανέλαβε με το συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό και για όσο χρόνο διαρκεί η άρνηση, (β) ο εργολάβος θα δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για κάθε ζημία από την καθυστέρηση του όλου έργου, δηλ. της όλης οικοδομής και (γ) θα δικαιούται να εισπράξει από την άνω κυρία, ως ποινική ρήτρα συμφωνούμενη με τo παρόν, ποσόν 50.000 δραχμών για κάθε ημέρα καθυστέρησης…”. Σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας, η ενάγουσα παρέδωσε στον εναγόμενο και αυτός, αντίστοιχα, παρέλαβε την κατοχή του ανωτέρω διαμερίσματός της, προκειμένου να εκτελέσει τις συμφωνημένες εργασίες αποπεράτωσής του. Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι μετά την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού προέκυψε η ανάγκη αναθεώρησης της εκδοθείσας, για την εν λόγω πολυκατοικία, υπ’ αριθμ. 1653/1987 Άδειας Οικοδομής και τούτο διότι από την πάροδο πολλών ετών τόσο από την έκδοση αυτής, όσο και από την κατασκευή του σκελετού της από οπλισμένο σκυρόδεμα, απαιτείτο η έκδοση αναθεωρημένης οικοδομικής άδειας, μετά τη διενέργεια των αναγκαίων για το σκοπό αυτό τεχνικών πράξεων, προκειμένου τα έντυπα αυτών (μετά τη διενέργειά τους) να ενταχθούν ως προαπαιτούμενα, στο σχετικό φάκελο, που θα έπρεπε να υποβληθεί πλήρης στην αρμόδια πολεοδομία, προκειμένου να εξεταστεί και κατόπιν αυτού να γίνει αποδεκτός ώστε να εκδοθεί η σχετική αναθεώρηση. Έτσι ο εναγόμενος, προέβη σε σύνταξη νέων τοπογραφικών διαγραμμάτων, κατάρτιση σχετικών τεχνικών εκθέσεων και συγκέντρωση φωτογραφιών, καθώς και σε ανάθεση μελετών, βάσει της οποίας συντάχθηκαν οι σχετικές μελέτες (εγκατάστασης θέρμανσης), τα οποία προσκόμισε για την ως άνω αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας, προκειμένου να λάβει παράταση της ισχύος της και αλλαγή επιβλέποντος και ιδιοκτήτη, όπως τα ανωτέρω αναφέρονται: α) στην προσκομιζόμενη από αμφοτέρους τους διαδίκους αναθεωρηθείσα υπ’ αριθ. 1563/19087 (Α2856/86) οικοδομική άδεια στο πεδίο που επιγράφεται “ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ” και β) στην προαναφερθείσα προσκομιζόμενη από την ενάγουσα από 16.12.2003 αίτηση για έκδοση αναθεώρησης οικοδομικής άδειας. Συγκεκριμένα με την τελευταία εν λόγω αίτηση που έλαβε αρ. πρωτ. Α2309/16.12.2003 ο ενάγων κατέθεσε στην αρμόδια πολεοδομία το σχετικό σχηματισθέντα εκ των ανωτέρω εγγράφων και φωτογραφιών φάκελο, κατόπιν δε της εξέτασης αυτού, των αρμόδιων ελέγχων, της ανάθεσης αυτού σε υπαλλήλους της πολεοδομίας την 27.1.2004, της αυτοψίας την 28.1.2004 ως προς το υψόμετρο, της καταχώρισης την 30.1.2004 και, ακολούθως του επανελέγχου (βλ. τις σχετικές σημειώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων της οικείας πολεοδομικής υπηρεσίας επί του σώματος της ως άνω αίτησης), εκδόθηκε η από 30/3/2004 με αύξοντα αριθμό 102/04, Α2309/03 πράξη αναθεώρησης, της ως άνω αρχικώς εκδοθείσας οικοδομικής άδειας για παράταση της ισχύος της επ’ αόριστον και με αλλαγή ιδιοκτήτη από Ν. Β. σε Α. Ζ. και Π. Β. και από Ε. Α. σε Α. Ζ. και υπολογίσθηκαν, επίσης από τον αρμόδιο υπάλληλο στις 7/4/2004 τα φορολογικά επίβλεψης στο όνομα του εναγόμενου. Είναι δε σαφές ότι πριν την ως άνω αναθεώρηση δεν ήταν δυνατόν να συνεχισθούν και να εκτελεσθούν οποιεσδήποτε οικοδομικές εργασίες στην ανωτέρω οικοδομή, όπως τούτο διαλαμβάνεται στην εμφαινόμενη στο σώμα της εν λόγω οικοδομικής άδειας, τεθείσα την 12.1.2004 υπηρεσιακή σφραγίδα της προϊσταμένης Δ/κων Υπηρεσιών της αρμόδιας πολεοδομίας Ε. Μ., που λήφθηκε κατόπιν αιτήσεως του εναγομένου με αριθμό 207/04. Στη συνέχεια και κατόπιν της ως άνω αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας του ο εναγόμενος εκτέλεσε τις απαραίτητες οικοδομικές εργασίες και μάλιστα κατά τα έτη 2004 και 2005, μεταβίβασε, αιτία πωλήσεως, τις περισσότερες οριζόντιες ιδιοκτησίες της ανωτέρω πολυκατοικίας και ειδικότερα: 1)…,2)…3)…4)…5)…6)…, με χρόνο παράδοσης, για τις οριζόντιες ιδιοκτησίες την 30/3/2006 και για τα κοινόχρηστα στις 30/5/2006. Όλες οι ως άνω πωληθείσες από τον εναγόμενο ιδιοκτησίες παραδόθηκαν στους ανωτέρω αγοραστές περί τα τέλη Ιουλίου 2006, χρόνος κατά τον οποίο ήταν αποπερατωμένο και το διαμέρισμα της ενάγουσας. Η ενάγουσα, όμως, δε συνέπραξε στην παραλαβή του διαμερίσματός της, παρόλο που οχλήθηκε προς τούτο από τον εναγόμενο, οπότε ο τελευταίος, στις αρχές Δεκεμβρίου 2007 την ειδοποίησε και πάλι για την αποπεράτωση του διαμερίσματός της και την κάλεσε να το παραλάβει και να υπογράψει τη σχετική “ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ” που της απέστειλε στην οποία διαλαμβάνονταν τα ακόλουθα: “…η υπογράφουσα Β. Π. παρέλαβα από τον Α. Ζ. το Α-1 διαμέρισμά μου…, το οποίο βρήκα της τελείας αρεσκείας μου έτοιμο και κατάλληλο για κάθε χρήση και οίκηση (με το κλειδί) και τους κοινόχρηστους χώρους, μέρη, πράγματα και εγκαταστάσεις σε πλήρη λειτουργία και δηλώνω ότι ουδεμία αξίωση ή απαίτηση έχω ή διατηρώ κατά του Α. Ζ. άλλως δηλώνω με την παρούσα μου ότι παραιτούμαι πάσης τυχόν υφισταμένης τοιαύτης”. Ταυτόχρονα ο εναγόμενος ζήτησε από την ενάγουσα να του καταβάλει τα οφειλόμενα εκ μέρους της για τις λεγόμενες “παροχές” του διαμερίσματος της, όπως αυτή υποχρεούτο βάσει του 6ου όρου του ανωτέρω από 12/7/2001 συμφωνητικού μεταξύ των διαδίκων. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο εναγόμενος είχε προβεί εγκαίρως σε όλες τις ενέργειες και είχαν εκδοθεί τα αναγκαία πιστοποιητικά για την ηλεκτροδότηση του διαμερίσματος της ενάγουσας (σχ. η από 2/8/2006 Υπεύθυνη Δήλωση Αδειούχου Εγκαταστάτη, νόμιμα θεωρημένη από τον Προϊστάμενο της Α’ ΔΟΥ Περιστερίου με το σχετικό Τεχνικό Υπόμνημα και η από 8/8/2006 Υπεύθυνη Δήλωση για ηλεκτροδοτούμενα κτίσματα, εκδοθείσα από τον Δήμο Χαϊδαρίου, με αριθμό παροχής για το ακίνητο της ενάγουσας 17414843). Εκείνη, όμως, δεν παράλαβε το ανωτέρω διαμέρισμα ούτε υπέγραψε την ως άνω αποσταλείσα “απόδειξη παραδόσεως και παραλαβής”, αλλά απέστειλε στον εναγόμενο την από 21/1/2008 εξώδικη πρόσκληση στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: “Αντιλαμβάνεσθε ότι χωρίς να ελέγξω την ποιότητα του εκτελεσθέντος έργου και χωρίς να υπολογισθούν και αποτιμηθούν οι καθυστερήσεις και λοιπές αντισυμβατικές ενέργειες δεν προτίθεμαι να σας απαλλάξω των ευθυνών σας. Εσείς όμως είστε υποχρεωμένος να μου παραδώσετε πάραυτα το έργο και την κατοχή του ακινήτου μου το αργότερο σε τρείς ημέρες από την κοινοποίηση της παρούσας άλλως θα ενεργήσω τα νόμιμα”. Στη συνέχεια η ενάγουσα άσκησε σε βάρος του εναγομένου, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία δεν εκδικάσθηκε καθότι ο εναγόμενος, στις 23/4/2008, παρέδωσε στην ενάγουσα τα κλειδιά του ανωτέρω διαμερίσματός της, πλην όμως όχι και τα αναγκαία για την ηλεκτροδότηση του εν λόγω διαμερίσματος πιστοποιητικά, καθότι εκείνη δεν του είχε μέχρι τότε καταβάλει τις αντίστοιχες για την ηλεκτροδότηση δαπάνες, με τις οποίες και βαρυνόταν η ίδια, κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα. Ενόψει όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν επέδειξε οποιαδήποτε υπαίτια καθυστέρηση στην έναρξη και εκτέλεση του αναληφθέντος από αυτόν έργου, αφού η μη παράδοση του διαμερίσματος της ενάγουσας εντός του συμφωνηθέντος, με το επίδικο ως άνω συμφωνητικό, χρονικού διαστήματος των 24 μηνών από την υπογραφή αυτού την 12.7.2001, ήτοι έως 12.7.2003, οφείλεται αποκλειστικά στην, εκ της ανάγκης αναθεωρήσεως της σχετικής οικοδομικής άδειας, μελέτη και σύνταξη των ως άνω ειδικότερα διαλαμβανόμενων τοπογραφικών διαγραμμάτων, τεχνικών εκθέσεων και μελετών, που απαιτούντο, ενόψει και του ότι επρόκειτο, κατά τα ανωτέρω, για οικοδομή που βρισκόταν στο στάδιο των επιχρισμάτων για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να συμπληρωθεί ο σχετικός φάκελος, που υποβλήθηκε την 16.12.2003 στην αρμόδια πολεοδομία, ώστε αυτός να είναι πλήρης και να γίνει αποδεκτός από την τελευταία, δεκτής γενομένης ως εκ τούτου ως και ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής προβληθείσας από τον εναγόμενο και κριθείσας, κατά τα ανωτέρω, ως νόμιμης ένστασης εκ του άρθρου 342 ΑΚ. Περαιτέρω, από το ίδιο υλικό αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος μετά την ανωτέρω αναθεώρηση (30.3.2004) εκτέλεσε το αναληφθέν έργο χωρίς καθυστέρηση και αποπεράτωσε όλες τις εργασίες της οικοδομής έως τα μέσα του έτους 2006. Τα ειδικότερα ανωτέρω αποδειχθέντα, περί του ότι ο σχετικός φάκελος ήταν πλήρης κατά την κατάθεσή του βάσει της ανωτέρω γενόμενης αναγκαίας προεργασίας, προκύπτουν και από την, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εντός μικρού χρόνου από την κατάθεσή του (16.12.2003), έκδοση της σχετικής πράξης αναθεώρησης (30.3.2004). Άλλωστε, το γεγονός ότι ο εναγόμενος από την έναρξη των εργασιών στην επίδικη οικοδομή, η οποία και προφανώς δεν θα μπορούσε να εκκινήσει την αμέσως επομένη της έκδοσης της ως άνω πράξης αναθεώρησης την 1.4.2004 και τούτο διότι αφενός δεν δύνατο αυτός να γνωρίζει εκ των προτέρων τον ακριβή χρόνο έκδοσης αυτής και αφετέρου εκ του ότι, επίσης, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, από τη στιγμή, που του γνωστοποιήθηκε αυτή, χρειαζόταν εύλογο χρονικό διάστημα για τη συγκέντρωση των σχετικών οικοδομικών συνεργείων, εγκατάσταση μηχανημάτων, προμήθεια υλικών και δημιουργία εργοταξίου επί της επίδικης οικοδομής, μέχρι και τη σταδιακή ολοκλήρωση αυτών έως τα μέσα του έτους 2006, ουδόλως υπερέβη το αρχικώς προβλεφθέν, βάσει του μεταξύ των διαδίκων συνταχθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού, χρονικό διάστημα αποπεράτωσης του αναληφθέντος συμβατικού έργου, των δύο ετών, συντείνει στο ότι αυτός δεν δύνατο να γνωρίζει κατά τον προσυμβατικό έλεγχο των σχετικών προσκομισθέντων από την πλευρά των πωλητών της επίδικης οικοδομής, εγγράφων, προκειμένου να συναχθεί το επίδικο συμφωνητικό, την πλήρη έκταση των αναγκαίων, απαιτούμενων για την έκδοση της πράξης αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας της επίδικης οικοδομής, ως άνω ενεργειών, όπως και του χρόνου, που μία έκαστη αυτών θα απαιτούσε για την ολοκλήρωσή της, καθώς είχε προβλέψει τις συνήθεις διαδικασίες για την παραπάνω έκδοση, μετά την οποία κατά τη σύμβαση θα εκκινούσε και θα ολοκληρωνόταν το επίδικο έργο, εντός του συμβατικού χρόνου, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της εκκαλούσας ως αβασίμου. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω αποδειχθέντων, πέραν των προαναφερθέντων, στηρίζεται και στην ένορκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μαρτυρική κατάθεση του αδελφού και συνεργάτη του ενάγοντος, η οποία ουδόλως αναιρείται από την κατάθεση τη νύφης της ενάγουσας, η οποία δεν κρίνεται πειστική, ούτε δε και από άλλο προσκομιζόμενο από την τελευταία αποδεικτικό στοιχείο, συμπεριλαμβανομένων των ενόρκων βεβαιώσεων που προσκομίζει εκείνη, εκ των οποίων σε εκείνες των Π. Π. και Ι. Χ. δεν γίνεται αναφορά σχετικά με το λόγο της ως άνω καθυστέρησης, παρά στην ύπαρξη και τις συνέπειές αυτής για την ενάγουσα, ενώ όσον αφορά την ένορκη βεβαίωση του συζύγου αυτής Ε. Α., στην οποία διαλαμβάνεται ότι ο εναγόμενος είχε επισταμένα εξετάσει τα σχετικά έγγραφα της επίδικης οικοδομής κατά το προσυμβατικό στάδιο και ότι δεν ασχολήθηκε με την αποπεράτωση της οικοδομής, καθώς είχε αναλάβει εκείνη την περίοδο πολλά άλλα έργα, που υπερέβαιναν τις δυνατότητές του και προσπαθούσε να ολοκληρώσει εκείνα, ενώ ανέμενε και την προπώληση των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας που είχε αγοράσει, ώστε κατόπιν αυτού να προβεί στην ολοκλήρωσή τους, έχοντας λάβει τα χρήματα, αφενός κρίνονται παντελώς αβάσιμα, μη ενισχυόμενα από οποιοδήποτε στοιχείο και αφετέρου έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το γεγονός ότι ο εναγόμενος προέβη σε πωλήσεις των παραπάνω διαμερισμάτων, δυνάμει των ανωτέρω αναφερομένων συμβολαίων, σε μεταγενέστερο της έναρξης των εργασιών επί της επίδικης οικοδομής χρόνο, γεγονός, που συνάδει και με την παραπάνω αδυναμία γνώσης του σε εκείνο το στάδιο, ήτοι πριν την ολοκλήρωση των διαδικασιών για την αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας της εν λόγω πολυκατοικίας, ως προς το χρόνο που θα γινόταν αυτή η ολοκλήρωση, ώστε να είχε προβεί πριν την 30.3.2004 σε πώληση διαμερισμάτων ιδιοκτησίας του (επί της εν λόγω οικοδομής). Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η μη παράδοση στην ενάγουσα των πιστ/κων ηλεκτροδότησης του ακινήτου της μέχρι και του αιτούμενου με την ένδικη αγωγή χρόνου την 31/5/2009, οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η ίδια, καθόλο το χρόνο μετά την ως άνω αποπεράτωση του διαμερίσματός της από τον ενάγοντα και μέχρι την παραπάνω ημερομηνία, αρνείτο να καταβάλει στον τελευταίο τις δαπάνες για τις “παροχές” του διαμερίσματός της, μεταξύ των οποίων και αυτή που αφορούσε την παροχή της ηλεκτροδότησης, που κατά την παραπάνω ρητή πρόβλεψη του όρου (6) του επίδικου συμφωνητικού μεταξύ των διαδίκων βάρυναν την ίδια, ώστε ο τελευταίος να μην οφείλει βάσει του ιδίου όρου να της αποδώσει τα σχετικά έγγραφα. Το γεγονός δε ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, η ενάγουσα δεν προέβαινε στην εν λόγω καταβολή λόγω προηγούμενων προστριβών των διαδίκων αφενός για ελαττώματα του εκτελεσθέντος έργου και αφετέρου για παραβάσεις του Γ.Ο.Κ. επί της επίδικης οικοδομής, οι οποίες στη συνέχεια και κατόπιν της υπ’ αριθ. πρωτ. 1573/3.2.2010 αίτησης της ιδίας στην αρμόδια πολεοδομία για διενέργεια αυτοψίας στην επίδικη οικοδομή (βλ. αναφορά στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. 615/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δικάσαντος κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 17 παρ. 3 ΚΠολΔ), οδήγησαν σε διακοπή οικοδομικών εργασιών και αδυναμία σύνδεσης με το δίκτυο της ΔΕΗ, λόγω της μη δυνατότητας υπηρεσιακής χορήγησης κατά το χρόνο εκείνο θεωρημένου στελέχους της ως άνω οικοδομικής άδειας εκ της εν λόγω διακοπής (βλ. την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. πρωτ. 6423/504/22.11.2013 “απάντηση σε αίτηση” του τμήματος ελέγχου κατασκευών της δ/νσης υπηρεσίας δόμησης του Δήμου Αιγάλεω), προβάλλονται το μεν πρωτίστως αλυσιτελώς ενόψει της ως άνω συμβατικής της υποχρέωσης, ενώ περαιτέρω ουδόλως αναιρούν το ότι τουλάχιστον μέχρι την αιτούμενη με την ένδικη αγωγή απώτατη ημερομηνία της 31.5.2009 για το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο, το επίδικο διαμέρισμα της ενάγουσας δύνατο νομίμως να ηλεκτροδοτηθεί…”. Μετά ταύτα, κρίνοντας η προσβαλλομένη ότι η απώλεια μισθωμάτων για το μετά την 12-7-2003 χρονικό διάστημα δεν οφειλόταν σε πταίσμα του εναγομένου, απέρριψε τον τρίτο λόγο εφέσεως και την έφεση της ενάγουσας ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Ετσι που έκρινε το Εφετείο υπέπεσε στις αποδιδόμενες με τον ως άνω αναιρετικό λόγο πλημμέλειες, καθόσον δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ουσίαν την από τον αναιρεσίβλητο-εργολάβο, προς απόκρουση της κατ’αυτού ασκηθείσης ένδικης αγωγής, προβληθείσα ένσταση ελλείψεως πταίσματός του με την ανεπαρκή αιτιολογία ότι “ο εναγόμενος δεν επέδειξε οποιαδήποτε υπαίτια καθυστέρηση στην έναρξη και εκτέλεση του αναληφθέντος από αυτόν έργου, αφού η μη παράδοση του διαμερίσματος της ενάγουσας εντός του συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος των 24 μηνών από την υπογραφή του συμφωνητικού την 12-7-2001 έως 12-7-2003 οφείλεται αποκλειστικά στην εκ της ανάγκης αναθεωρήσεως της σχετικής οικοδομικής αδείας μελέτη και σύνταξη των τοπογραφικών διαγραμμάτων, τεχνικών εκθέσεων και μελετών…”. Η αιτιολογία αυτή είναι ανεπαρκής, καθόσον, αν και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι ο αναιρεσίβλητος ανέλαβε την υποχρέωση να αποπερατώσει το διαμέρισμα της αναιρεσείουσας μέσα σε προθεσμία 24 μηνών από το χρόνο συνάψεως της έγγραφης συμφωνίας (12-7-2001), εκτός περιπτώσεως ανωτέρας βίας και ότι περί τα τέλη Ιουλίου 2006 ήταν αποπερατωμένο το διαμέρισμα της αναιρεσείουσας, στη συνέχεια κρίνει ότι ο αναιρεσίβλητος δεν επέδειξε οποιαδήποτε υπαίτια καθυστέρηση στην έναρξη και εκτέλεση του αναληφθέντος έργου, αφού η μη παράδοση του διαμερίσματος έως τις 12 Ιουλίου 2003 οφείλεται αποκλειστικά στην εκ της ανάγκης αναθεωρήσεως της οικοδομικής αδείας μελέτη και σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων κλπ., ότι ο σχετικός φάκελος υποβλήθηκε στην αρμόδια πολεοδομία στις 16-12-2003 και στις 20-3-2004 εκδόθηκε η πράξη αναθεωρήσεως της αρχικής άδειας, χωρίς όμως να διευκρινίζει πότε ο αναιρεσίβλητος διαπίστωσε την ανάγκη αναθεωρήσεως της άδειας και γιατί η ανάγκη αυτή ανέκυψε μετά την υπογραφή του από 12 Ιουλίου 2001 συμφωνητικού, αφού κατά την παραδοχή της προσβαλλόμενης η αρχική άδεια ήταν παλαιά του έτους 1987, ούτε αναφέρεται αν το ως άνω αποτελούσε γεγονός απρόβλεπτο, μη δυνάμενο να προβλεφθεί και αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Επίσης δεν προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι χρόνοι που ο αναιρεσίβλητος άρχισε να εκτελεί τις αναγκαίες ενέργειες, δηλαδή την σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, κατάρτιση τεχνικών εκθέσεων, συγκέντρωση φωτογραφιών και ανάθεση μελετών, ούτε το χρονικό διάστημα που απαιτείτο για την ολοκλήρωση κάθε μιας απ’ αυτές, ώστε να κριθεί αν ο αναιρεσίβλητος εμποδίστηκε να υποβάλει εμπροθέσμως εντός της συμβατικώς ορισθείσας διετίας (12-7-2001 έως 12-7-2003) την αίτηση για αναθεώρηση της άδειας, ενόψει του ότι, κατά την σχετική παραδοχή της αποφάσεως, η αίτηση προς την Πολεοδομική Αρχή υποβλήθηκε στις 16-12-2003, δηλ. μετά την πάροδο του χρόνου περατώσεως του έργου και περιελεύσεως του αναιρεσιβλήτου σε υπερημερία. Οι ως άνω ανεπαρκείς παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή υπαγωγή των ανελέγκτως γενομένων δεκτών στο πραγματικό της εφαρμοσθείσης ως άνω διατάξεως του άρθρου 342 ΑΚ και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την έρευνα των λοιπών προβληθέντων λόγων από τους αριθ. 8,14,1β’8, 11 και 20 του άρθ. 559 ΚΠολΔ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι, “αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση μετά από πρώτη αναίρεση, δεν γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα”, της παραγράφου 2 του άρθρου 570 ΚΠολΔ, κατά την οποία, “νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο μετά την αναίρεση υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας” και της παρ. 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία “η υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραπομπής μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις, κατά το άρθρο 524 παράγραφος 1 εδάφιο β’ ΚΠολΔ”, προκύπτουν τα εξής: Σε περίπτωση δεύτερης αναιρετικής απόφασης για την ίδια υπόθεση, ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου παραπομπής στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά οφείλει να κρατήσει και να δικάσει ο ίδιος την υπόθεση κατ’ ουσίαν, λειτουργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεν προχωρεί όμως αμέσως μετά την αναίρεση της απόφασης στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, έστω και αν οι διάδικοι, ενόψει της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και υπό την προϋπόθεση παραδοχής αυτής, έχουν καταθέσει προτάσεις και για την ουσία της υπόθεσης, αφού δεν υφίσταται και δεν νοείται, υπό την ισχύ των προαναφερόμενων διατάξεων, ενοποιημένο στάδιο συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και της ουσίας της υπόθεσης, αλλά στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο Τμήμα. Το αναιρετικό Τμήμα, το οποίο, όταν δικάζει κατ’ ουσία την υπόθεση, οφείλει να τηρεί και τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 581 παρ. 2 και 570 παρ. 2 του ΚΠολΔ, συζητεί την υπόθεση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, αφού όμως κατατεθούν προτάσεις, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 524 παρ. 1 εδάφιο β’ ΚΠολΔ και αφού μετά την αναίρεση παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις. Μπορεί, δηλαδή, να προβληθούν από τους διαδίκους στον Άρειο Πάγο, με κρίσιμη χρονική αφετηρία τη, μετά την αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ ουσίαν νέοι ισχυρισμοί, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 527 και 269 παρ.2 ΚΠολΔ, ή και να ασκηθούν από τον εκκαλούντα πρόσθετοι λόγοι έφεσης υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 520 παρ.2 ΚΠολΔ. Έτσι, για την εκπλήρωση της επιβαλλόμενης στον Άρειο Πάγο, από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, υποχρέωσης για εκδίκαση, μετά από δεύτερη αναίρεση, της υπόθεσης κατ’ ουσίαν, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης, μετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης, ενώπιον του αναιρετικού Τμήματος, το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο ουσίας, ύστερα από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους, σύμφωνα με τις προβλέψεις της διάταξης του άρθρου 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή (ΑΠ 755/2022, ΑΠ 1238/2021, ΑΠ 1196/2020, ΑΠ 1296/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη 1776/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών εκδόθηκε μετά την 266/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία, αφού αναιρέθηκε εν μέρει η υπ’αριθ. 651/2016 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αλλά με άλλη σύνθεση. Εφόσον λοιπόν, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, αναιρείται η απόφαση του δικαστηρίου της παραπομπής, δεν γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος, με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων προς περαιτέρω συζήτηση, θα δικάσει αυτός την ουσία της υποθέσεως, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Δικαστικά έξοδα θα επιδικασθούν από το παρόν Δικαστήριο με την απόφαση που θα εκδοθεί μετά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
•Αναιρεί την υπ’αριθ. 1776/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο.
•Κρατεί την υπόθεση κατά το κεφάλαιο αυτό προς ουσιαστική εκδίκαση από το Τμήμα τούτο, η οποία θα λάβει χώρα σε νέα συζήτηση της υποθέσεως, ύστερα από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους.
•Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Σεπτεμβρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1311/2024 Αποζημίωση από εργολάβο λόγω καθυστέρησης στην αποπεράτωση διαμερίσματος
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΈνοχος επιχειρηματίας για συκοφαντική δυσφήμιση μέσω διαδικτύου