Αριθμός 590/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου – Εισηγήτρια, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σωματείου με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον … ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σταύρου Κατσούλη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “… (Ν.2330/1995)”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστριά της, Εταιρεία με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στο … … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γεώργιο Ορφανίδη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και Ιωάννη Μπόμπο που ανακάλεσε την από 19/1/2024 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις. Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος του ως άνω αναιρεσείοντος, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της κρινόμενης αίτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε με την παρουσία και του Γραμματέα του, απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέταξε την πρόοδο της δίκης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/10/1989 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 26/4/1990 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική πρόσθετη παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2078/1990 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 336/1994 του Εφετείου Πειραιώς, η οποία ανέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 422/1996 μη οριστική και 720/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και η 746/2012 του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 19/12/2015 αίτησή του και τους από 15/12/2022 πρόσθετους λόγους αυτής.
Εκδόθηκε η 514/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, που ανέβαλλε την συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως και των προσθέτων αυτής λόγων για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση η ήδη αναιρεσίβλητη με την από 29/5/2023 κλήση της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αντιπρόεδρος Ασημίνα Υφαντή ανέγνωσε τις από 18/10/2021, 1/2/2023 και 4/1/2024 εκθέσεις της με τις οποίες εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων αυτής λόγων, ο παραστάς στο ακροατήριο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 29-5-2023 κλήση της αναιρεσίβλητης εισάγονται προς συζήτηση: 1) η από 19-12-2015 αίτηση αναιρέσεως και 2) οι από 15-12-2022 πρόσθετοι λόγοι αυτής, οι οποίοι έχουν ασκηθεί παραδεκτά, με ιδιαίτερο δικόγραφο, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 569 παρ.2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι επιδόθηκαν στην αναιρεσίβλητη στις 29-12-2022, ήτοι τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, κατά της εκδοθείσης, αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, υπ’αριθ.746/2012 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε κατ’ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης και υποχρεώθηκε το αναιρεσείον να της καταβάλει το ποσό των 117.388,11 ευρώ, νομιμοτόκως. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρο 577 αριθ.3 ΚΠολΔ). Οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι συνεκφωνήθηκαν με την αίτηση, πρέπει να συνεκδικασθούν με αυτήν, λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ), αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται υποχρεωτικά με την αίτηση αναιρέσεως (ΑΠ 1078/2020, ΑΠ 921/2019, ΑΠ 507/2017). Κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Επίσης, κατά το άρθρο 908 εδ. α’ ΑΚ, ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξιώσεως είναι η ύπαρξη του πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβαρύνσεως, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη. Ειδικότερα, από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι, αναγκαία προϋπόθεση για την έγερση αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή επί ζημία του, είναι και το ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μια από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες, στην ανωτέρω διάταξη, μορφές ελλείψεως της νομιμότητάς της. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση μη νομίμου αιτίας, εκείνος που έκανε την παροχή για την αιτία αυτή, δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από τον λήπτη, με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφ’ όσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία, ήτοι: α) την περιουσιακή μετακίνηση από τη μία περιουσία στην άλλη, β) τη συγκεκριμένη αιτία της μετακινήσεως αυτής και γ) την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1330/2021, ΑΠ 1254/2017, ΑΠ 338/2016, ΑΠ 342/2015).
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα, από το δικονομικό μόνο και όχι το ουσιαστικό δίκαιο, δικονομικές δηλαδή ενέργειες που ρυθμίζουν την έναρξη και εξέλιξη της έννομης σχέσεως της δίκης και κατατείνουν στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως επί της αιτουμένης έννομης προστασίας (ΟλΑΠ 12/2000). Από τις διατάξεις του άρθρου 562 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως, που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημοσία τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται τόσο το περιεχόμενό του, όσο και ο νόμιμος τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Το γεγονός δε ότι ο σχετικός ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο δεν σημαίνει και ότι ο κανόνας είναι δημοσίας τάξεως, διότι ναι μεν η εφαρμογή του νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως, αφού στην έννοια της δημοσίας τάξεως περιλαμβάνονται οι κανόνες με τους οποίους η πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του εννόμου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές και κοινωνικές η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα γενική περί δικαίου συνείδηση. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι παραδεκτοί το πρώτο στον Άρειο Πάγο εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που τους στηρίζουν προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και αυτό προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του (ΑΠ 654/2007, ΑΠ 827/2002).
Συνεπώς, ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προτάσεως ή επαναφοράς του στο εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός, αφού μη νόμιμοι, αόριστοι και απαράδεκτοι ισχυρισμοί δεν είναι για τους λόγους αυτούς ουσιώδεις και δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1401/2008, ΑΠ 1334/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έβδομο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή λόγω αοριστίας, καθόσον εκτίθεται σ’αυτή μόνον ότι οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν χωρίς να υπάρχει συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων και ότι το εναγόμενο πλούτισε χωρίς οποιαδήποτε αιτία σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, χωρίς την οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά σε πραγματικά περιστατικά, η συνδρομή των οποίων απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ. Ο πρόσθετος αυτός λόγος είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι το απαράδεκτο αυτό το πρότεινε το αναιρεσείον στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθορίζοντας και τον νόμιμο τρόπο προτάσεώς του και ότι το επανέφερε νόμιμα στο Εφετείο, ώστε βάσει του αναιρετηρίου να μπορεί να κριθεί το παραδεκτό της προτάσεώς του, ενόψει και του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν υπάγεται στις προβλεπόμενες από το άρθρο 562 αριθ.2 ΚΠολΔ εξαιρέσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο πρόσθετος αυτός λόγος είναι και αβάσιμος, διότι με την υπ’αριθ.336/1994 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κρίθηκε τελεσιδίκως ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, στηριζομένη στη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα απ’ αυτό δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλαδή από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (Ολ ΑΠ 4/2018, Ολ ΑΠ 6/2017, ΑΠ 114/2019, ΑΠ 326/2018). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και μάλιστα στην έκθεση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτά πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ’ άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Επομένως, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ ΑΠ 2/2019, Ολ ΑΠ 8/2018, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 224/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πρώτο και τρίτο πρόσθετους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, διότι ενώ δέχθηκε ότι λήπτης της περιουσιακής μετακινήσεως δεν είναι το αναιρεσείον, αλλά το αθλητικό σωματείο <…>, ότι δεν υπάρχει ζημία της αναιρεσίβλητης Τράπεζας, καθόσον η περιουσιακή μετακίνηση έγινε από την ατομική περιουσία του Γ. Κ., με σκοπό την οικονομική ενίσχυση του ως άνω σωματείου, κατέληξε στο εσφαλμένο πόρισμα ότι η ένδικη αγωγή είναι βάσιμη κατ’ουσίαν. Από την παραδεκτή, κατ’άρθρο 561 αριθ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ως προς το ενδιαφέρον τους ερευνώμενους πρόσθετους λόγους αναιρέσεως μέρος τα ακόλουθα: << Η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία την 9-8-1988 εξέδωσε σε διαταγή του εναγομένου σωματείου <…> δύο τραπεζικές επιταγές, συρόμενες επί των ιδίων αυτής διαθεσίμων, για ποσό 31.000.000 δρχ. και 9.000.000 δρχ. αντίστοιχα, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε συμβατική σχέση μεταξύ αυτής και του εναγομένου ή άλλη εξωσυμβατική υποχρέωσή της προς το τελευταίο, η οποία να δικαιολογεί την προς αυτό καταβολή των εν λόγω ποσών. Το εναγόμενο, δια των νομίμων αντιπροσώπων του, εισέπραξε τα ανωτέρω ποσά την 10-8-1988, αν και γνώριζε την ανυπαρξία οποιασδήποτε υποχρέωσης της ενάγουσας προς αυτό και έτσι με την άμεση και πραγματική πληρωμή των επιταγών αυτών από τα διαθέσιμά της, κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της τελευταίας χωρίς νόμιμη αιτία. Σημειώνεται ότι το εναγόμενο με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνομολόγησε την από αυτό είσπραξη των επίδικων ποσών καθώς και ότι μεταξύ αυτού και της ενάγουσας δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμβατική ή εξωσυμβατική σχέση κατά τους χρόνους έκδοσης και πληρωμής των επιταγών… Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν την 9-8-1988 με προφορική εντολή του Γ. Κ., ο οποίος ήταν πρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος της ενάγουσας, ενεργούντος όμως όχι με την προαναφερόμενη ιδιότητά του, αλλά ατομικά, προς τον σκοπό οικονομικής ενίσχυσης του αθλητικού σωματείου <…> για την πραγματοποίηση της μεταγραφής σ’αυτό του αθλητή της καλαθοσφαίρισης Σ. Ε., που ανήκε στο εναγόμενο σωματείο. Η ενάγουσα ως ανώνυμη τραπεζική εταιρεία εκπροσωπείται δικαστικά και εξώδικα από το διοικητικό της συμβούλιο, που ενεργεί συλλογικά και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην εκπλήρωση του σκοπού της, ενώ η ανωτέρω οργανική εκπροσώπησή της μπορεί να ανατεθεί σε ένα ή περισσότερα μέλη του ΔΣ αυτής ή και σε τρίτους, είτε απευθείας με διάταξη του καταστατικού, είτε με απόφαση του ΔΣ, αν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό. Στην προκείμενη δε περίπτωση, τέτοια ειδική απόφαση του ΔΣ της ενάγουσας, σύμφωνα με την οποία να είχε ανατεθεί στον Γ. Κ. η ενάσκηση δικαιωμάτων του ΔΣ αυτής και η νόμιμη εκπροσώπησή της από τον τελευταίο, δεν προσκομίζεται, ούτε άλλωστε γίνεται επίκλησή της, ενώ παράλληλα δεν αποδεικνύεται από άλλα έστω αποδεικτικά στοιχεία η ύπαρξη τέτοιας απόφασης του ΔΣ, με βάση την οποία να παρέχονταν οι προαναφερόμενες εξουσίες προς τον Γ. Κ., ο οποίος για την προς το εναγόμενο πληρωμή των ποσών των δύο επιταγών δεν είχε θέσει την υπογραφή του σε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο εντολής. Το γεγονός ότι ο Γ. Κ. ήταν πρόεδρος του ΔΣ της ενάγουσας και οικονομικός παράγων του τραπεζικού χώρου κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δεν αποδεικνύει μόνον αυτό ότι οι ενέργειές του δέσμευαν το νομικό πρόσωπο της ενάγουσας. Εξάλλου δεν προσκομίζεται από το εναγόμενο το καταστατικό ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο της ενάγουσας από το οποίο να προκύπτει ότι σύμφωνα με αυτό είχε ανατεθεί στον Γ..Κ. η νόμιμη εκπροσώπηση της ενάγουσας έναντι τρίτων είτε από το ΔΣ αυτής, ως το συλλογικό όργανο της διοίκησής της, είτε με ρητή διάταξη στο καταστατικό, είτε με απόφαση της ΓΣ αυτής. Επομένως δεν αποδείχθηκε ότι η εκ μέρους του Γ..Κ. γνώση της ανυπαρξίας του επίδικου χρέους αποτελούσε και γνώση της ενάγουσας για την ανυπαρξία του χρέους αυτού, ενώ παράλληλα δεν αποδείχθηκε ούτε ότι το ΔΣ της ενάγουσας ως το συλλογικό όργανο της διοίκησής της είχε τέτοια αποκλειστικά δική του γνώση, με συνέπεια να είναι αβάσιμη κατ’ουσίαν η εκ του άρθρου 905 παρ.1 ΑΚ ένσταση του εναγομένου ότι η ενάγουσα γνώριζε το αχρεώστητο των ένδικων καταβολών των 40.000.000 δρχ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο δαπάνησε τα ποσά των επιταγών για τις ανάγκες και την εκπλήρωση των σκοπών του και συγκεκριμένα για την ανάπτυξη των ερασιτεχνικών τμημάτων του με καταβολή εξόδων και αμοιβών προπονητών και αθλητών καθώς και για την απόκτηση και τα έξοδα εγκατάστασης και διαμονής στον … των καλαθοσφαιριστών Π..Τ., Κ..Γ. και Π..Σ., πλην όμως, το εναγόμενο θα προέβαινε στις δαπάνες για την κάλυψη των ανωτέρω αναγκών και εξόδων προς εκπλήρωση των σκοπών του και επομένως ο πλουτισμός του σώζεται, με συνέπεια να είναι αβάσιμη κατ’ουσίαν η εκ του άρθρου 909 ΑΚ ένσταση του εναγομένου ότι ο ανωτέρω πλουτισμός δεν σώζεται γιατί προέβη στις αναφερόμενες δαπάνες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ουσίαν και απέρριψε τις εκ των άρθρων 905 παρ.1 και 909 ΑΚ ενστάσεις του εναγομένου, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης με τους οποίους το εναγόμενο υποστηρίζει τα αντίθετα είναι ουσιαστικά αβάσιμοι. Το εναγόμενο πρωτοδίκως πρόβαλε τους ισχυρισμούς α) ότι αυτό εισέπραξε τις εν λόγω επιταγές καλοπίστως, χωρίς να γνωρίζει τις τυχόν υπερβάσεις από τον Γ..Κ. των αρμοδιοτήτων του και χωρίς να αμφιβάλλει για την φερεγγυότητα αυτού, λόγω της διπλής ιδιότητάς του ως προέδρου του ΔΣ της ενάγουσας και ως προέδρου του … και β) ότι οι επιταγές αυτές εκδόθηκαν και πληρώθηκαν από την ενάγουσα τράπεζα που ενεργούσε δια του προέδρου του ΔΣ και διευθύνοντος συμβούλου της Γ..Κ., για λογαριασμό του αθλητικού σωματείου <…> προς εξόφληση ισόποσης οφειλής του τελευταίου προς αυτό (εναγόμενο) για την απόκτηση του αθλητή του τελευταίου, Σ..Ε. και ότι η καταβολή αυτή συνιστούσε έγκυρη εκπλήρωση της ως άνω οφειλής του …, μέσω της ενάγουσας που ενεργούσε ως τρίτη. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ασκούν έννομη επιρροή, ενόψει του ότι όπως αποδείχθηκε, αφενός οι ενέργειες του Γ..Κ. δεν δέσμευαν άνευ άλλου το νομικό πρόσωπο της ενάγουσας και αφετέρου το ΔΣ αυτής ως το συλλογικό όργανο της διοίκησής της δεν είχε οποιαδήποτε δική του γνώση περί του αχρεώστητου των επίδικων καταβολών των 40.000.000 δρχ. Και τούτο διότι προϋπόθεση της περαιτέρω έρευνας των ως άνω ισχυρισμών αποτελεί η παραδοχή του ότι είχε ανατεθεί στον Γ..Κ. η νόμιμη εκπροσώπηση της ενάγουσας έναντι τρίτων και ότι συνακόλουθα οι ενέργειές του δέσμευαν το νομικό πρόσωπο της ενάγουσας, πλην όμως εν προκειμένω η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει. Κατόπιν αυτών, πρέπει η έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εφεσίβλητης να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν >>. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, το αναιρεσείον κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της αναιρεσίβλητης Τράπεζας χωρίς νόμιμη αιτία. Και τούτο διότι οι επίδικες επιταγές συνολικού ποσού 40.000.000 δρχ. εκδόθηκαν από την αναιρεσίβλητη σε διαταγή του αναιρεσείοντος χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους οποιαδήποτε συμβατική σχέση ή εξωσυμβατική υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς το αναιρεσείον, με προφορική εντολή του Γ. Κ., ο οποίος ήταν μεν, κατά τον χρόνο εκδόσεώς τους, πρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος της αναιρεσίβλητης, ενήργησε, όμως, όχι με την ως άνω ιδιότητά του, αλλά ατομικά, με σκοπό να ενισχύσει οικονομικά τον … για να πραγματοποιήσει τη μεταγραφή του αθλητή Σ..Ε. από το αναιρεσείον, χωρίς το νομικό πρόσωπο της αναιρεσίβλητης να γνωρίζει την ανυπαρξία του χρέους, του δε αναιρεσείοντος καταστάντος πλουσιότερου σε βάρος της περιουσίας της αναιρεσίβλητης, αφού τα ποσά των επίδικων επιταγών που εισέπραξε, τα δαπάνησε για την ανάπτυξη των ερασιτεχνικών τμημάτων του με καταβολή εξόδων και αμοιβών προπονητών και αθλητών και για την απόκτηση καλαθοσφαιριστών, δαπάνες στις οποίες θα προέβαινε για την εκπλήρωση των σκοπών του, και έτσι ο πλουτισμός του σώζεται. Επομένως, οι πρώτος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι της αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσεως, αφού από το ως άνω αιτιολογικό της προκύπτουν σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 904 ΑΚ, η οποία εφαρμόσθηκε, ενώ έχει τις αναγκαίες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στην προαναφερθείσα διάταξη. Επομένως, οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως αφορά ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, αναφορικά με τη συνδρομή ή μη γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους, να μην μπορεί να κριθεί, αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι στο νόμο. Έτσι, για την ίδρυση του λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, προϋπόθεση αποτελεί η από το δικαστήριο εξέταση της υποθέσεως κατ’ ουσίαν, οπότε και μόνον η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ουσιαστικές παραδοχές, από την ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των οποίων, ή από την παντελή έλλειψη τοιούτων, γεννάται η από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια. Διαφορετικά, αν δηλαδή το δικαστήριο δεν εισήλθε στην ουσία της υποθέσεως, ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος (ΟλΑΠ3/1997, ΑΠ 1935/2017, ΑΠ 369/2014, ΑΠ 701/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος: α) ότι η πληρωμή των επιταγών έγινε κατόπιν εντολής με χρέωση του λογαριασμού του Γ..Κ., ο οποίος ήταν πρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος της ενάγουσας τράπεζας, της οποίας η βούληση ως νομικό πρόσωπο εκφραζόταν απ’αυτόν που λόγω της ως άνω ιδιότητάς του εξυπηρετούσε τους σκοπούς της και ότι αυτή τόσο κατά το χρόνο εκδόσεως όσο και κατά το χρόνο εισπράξεως των επιταγών γνώριζε την ανυπαρξία του χρέους προς το εναγόμενο και β) ότι οι επιταγές εκδόθηκαν και πληρώθηκαν από την ενάγουσα τράπεζα για λογαριασμό του αθλητικού σωματείου …, σε εξόφληση ισόποσης οφειλής του τελευταίου για την απόκτηση του αθλητή του εναγομένου Σ..Ε. και ότι η καταβολή αυτή συνιστούσε έγκυρη εκπλήρωση της ως άνω οφειλής του … μέσω της ενάγουσας τράπεζας που ενεργούσε ως τρίτη. Ο πρόσθετος αυτός λόγος της αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι το Εφετείο δεν ερεύνησε τους ως άνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος κατ’ουσίαν, κρίνοντας ότι προϋπόθεση της έρευνας αυτών αποτελεί η παραδοχή του ότι είχε ανατεθεί στον Γ..Κ. η νόμιμη εκπροσώπηση της αναιρεσίβλητης τράπεζας έναντι τρίτων και οι ενέργειές του δέσμευαν το νομικό πρόσωπο αυτής, προϋπόθεση όμως που δεν συντρέχει εν προκειμένω και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ουσιαστικές παραδοχές από την ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των οποίων ή από την έλλειψη αυτών να γεννάται η πλημμέλεια της ελλείψεως νομίμου βάσεως της αποφάσεως.
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνον αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει με βάση αυτά την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ’ αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Για την πληρότητα του λόγου αυτού αναιρέσεως απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια είναι τα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβιάσθηκαν, καθώς και ο κανόνας δικαίου την ερμηνεία και εφαρμογή του οποίου τα διδάγματα αυτά αφορούν (ΑΠ 652/2013). Εξάλλου, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες, ή για την υπαγωγή ή όχι σ’ αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Έτσι, αποκλείεται η αναίρεση για εσφαλμένη χρησιμοποίησή τους ή μη χρησιμοποίησή τους προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 931/2019, ΑΠ 667/2018, ΑΠ 2086/2017). Με τον μοναδικό λόγο της αναιρέσεως και τον τέταρτο πρόσθετο λόγο αυτής αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι ο Γ..Κ. κατά την έκδοση των επίδικων επιταγών ενεργούσε για λογαριασμό του ΔΣ της ενάγουσας Τράπεζας, της οποίας δεν ήταν απλά ο πρόεδρος και ο διευθύνων σύμβουλος, αλλά ήταν επιπλέον και ο ιδιοκτήτης αυτής και ταυτόχρονα είχε και την ιδιότητα του προέδρου της ΠΑΕ … και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία της ενάγουσας ούτε πλουτισμός του εναγομένου, γιατί ο Γ..Κ. ως πρόεδρος ταυτόχρονα και της ΠΑΕ … διέθεσε τα ποσά των επίδικων επιταγών στο σωματείο του …. Οι ως άνω λόγοι είναι απαράδεκτοι, διότι δεν αποτελούν διδάγματα της κοινής πείρας τα ανωτέρω επικαλούμενα, ως τέτοια, από το αναιρεσείον, αφού δεν είναι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα, τις οποίες το δικαστήριο χρησιμοποιεί για να ανεύρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ’αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι και διότι με τα αναφερόμενα ως διδάγματα κοινής πείρας και υπό την επίφαση αυτών, το αναιρεσείον, στην πραγματικότητα, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την εκτίμηση των αποδείξεων.
Περαιτέρω, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως έχει εφαρμογή στην περίπτωση που το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα, με την έννοια του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου ως αληθινά χωρίς απόδειξη, δηλαδή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη ή δεν έχει προσαχθεί καμιά απόδειξη (ΑΠ 1299/2017, ΑΠ 104/2014). Δεν ιδρύεται, όμως, ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο της ουσίας, μετά από την εκτίμηση προσκομισθέντων και αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, καταλήξει έστω και σε εσφαλμένη περί των πραγμάτων κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ’ άρθρο 562 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 45/2014). Για να είναι δε ορισμένος αυτός ο λόγος πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ποιό πράγμα λήφθηκε υπόψη χωρίς απόδειξη και ποιά η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό (ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 449/2019, ΑΠ 1226/2017). Με τον πέμπτο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δέχθηκε ως αληθινά χωρίς απόδειξη ότι οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία και ότι το εναγόμενο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο χωρίς νόμιμη αιτία. Ο πρόσθετος αυτός λόγος είναι αβάσιμος, διότι από την πληττόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη την περιεχόμενη στις έγγραφες προτάσεις του αναιρεσείοντος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ομολογία του ότι εισέπραξε τα ποσά των επίδικων επιταγών και ότι μεταξύ αυτού και της αναιρεσίβλητης δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμβατική ή εξωσυμβατική σχέση κατά τους χρόνους εκδόσεως και πληρωμής των επιταγών, τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή που ορίστηκε με την 422/1996 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στην 303/2000 εισηγητική έκθεση και όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας.
Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, άρα, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγο έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης ούτε οι αβάσιμοι ή οι απαράδεκτοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 109/2012). Εξ άλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΑΠ 268/2021, ΑΠ 353/2020, ΑΠ 968/2018). Με τον έκτο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος που περιέχεται στον σχετικό λόγο της εφέσεώς του, ότι οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν και πληρώθηκαν από την ενάγουσα τράπεζα που ενεργούσε δια του προέδρου του ΔΣ και διευθύνοντος συμβούλου της Γ..Κ., για λογαριασμό του … προς εξόφληση ισόποσης οφειλής του τελευταίου προς αυτόν (αναιρεσείοντα) για την απόκτηση του αθλητή Σ..Ε. και ότι η καταβολή αυτή συνιστούσε έγκυρη εκπλήρωση της ως άνω οφειλής του …, μέσω της ενάγουσας τράπεζας, που ενεργούσε ως τρίτη. Ο πρόσθετος αυτός λόγος είναι αβάσιμος, διότι από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, αλλά δεν τον ερεύνησε κατ’ουσίαν, κρίνοντας ότι η έρευνά του προϋποθέτει την παραδοχή του ότι είχε ανατεθεί στον Γ..Κ. η νόμιμη εκπροσώπηση της αναιρεσίβλητης έναντι τρίτων και ότι οι ενέργειές του δέσμευαν το νομικό πρόσωπο της αναιρεσίβλητης, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του π.δ. 409/1986 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 και αντικαταστάθηκε η παράγραφος του άρθρου 22 του Κωδ.Ν. 2190/1920, προκειμένου να προσαρμοσθεί η ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις του άρθρου 9 της Πρώτης Οδηγίας 68/151/ΕΟΚ. Με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές (άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β` Κωδ.Ν. 2190/1920), ορίζεται ότι πράξεις του διοικητικού συμβουλίου, ακόμη και αν είναι εκτός του εταιρικού σκοπού, δεσμεύουν την εταιρεία απέναντι στους τρίτους, εκτός αν αποδειχθεί, ότι ο τρίτος γνώριζε την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ή όφειλε να τη γνωρίζει και δεν συνιστά απόδειξη μόνη η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας ως προς το καταστατικό της εταιρείας ή τις τροποποιήσεις του. Με τη δεύτερη από τις διατάξεις αυτές (άρθρο 22 παρ. 2 Κωδ.Ν. 2190/1920) ορίζεται ότι περιορισμοί της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου, από το καταστατικό ή από απόφαση της γενικής συνέλευσης, δεν αντιτάσσονται στους καλόπιστους τρίτους, ακόμη και αν έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές, κατ` απόκλιση της γενικής για τα νομικά πρόσωπα ρύθμισης των ΑΚ 68 και 70, αλλά και των όσων ισχύουν για τις πράξεις του αντιπροσώπου σύμφωνα με τις ΑΚ 211, 229 και 231 επ., στις οποίες παραπέμπει η ΑΚ 68 παρ. 2, καθιερώνεται ως κανόνας, ότι η ανώνυμη εταιρεία δεσμεύεται απέναντι στους τρίτους από τις πράξεις των οργανικών εκπροσώπων της και επομένως και εκείνων που ορίσθηκαν ως υποκατάστατα όργανα αυτής, κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του Κωδ.Ν. 2190/1920, έστω και αν οι πράξεις αυτές υπερβαίνουν τα όρια που θέτει ο εταιρικός σκοπός ή παραβιάζουν τους περιορισμούς, που τίθενται από το καταστατικό ή από απόφαση της γενικής συνέλευσης και κατά μείζονα λόγο του διοικητικού συμβουλίου, στην περίπτωση του υποκατάστατου οργάνου (ΑΠ 1353/1997, ΑΠ 630/2019, ΑΠ 603/2013, ΑΠ 704/2010, ΑΠ 1191/2009, ΑΠ 1510/2006). Με τον όγδοο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 905 ΑΚ, 7β, 15, 18 παρ.2, 21, 22 παρ.1,2,3 του Ν 2190/1920, απορρίπτοντας, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως αβάσιμο τον προταθέντα από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμό ότι η αναιρεσίβλητη γνώριζε δια του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της ότι δεν υφίστατο χρέος και παρά ταύτα νομοτύπως εξέδωσε και εξόφλησε τις επίδικες επιταγές, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η αναζήτηση της παροχής αυτής. Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές προκύπτει ότι το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν με προφορική εντολή του προέδρου του ΔΣ και διευθύνοντος συμβούλου της αναιρεσίβλητης τράπεζας Γ. Κ., ο οποίος, όμως, δεν ενήργησε ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, αφού τέτοια εκπροσώπηση δεν του είχε ανατεθεί είτε με απόφαση του ΔΣ είτε με απόφαση της ΓΣ είτε με σχετική διάταξη του καταστατικού της αναιρεσίβλητης, αλλά ενήργησε ατομικά, με συνέπεια η τελευταία να μην δεσμεύεται έναντι των τρίτων από τις πράξεις του, αφού δεν ήταν οργανικός εκπρόσωπός της ούτε είχε ορισθεί υποκατάστατο όργανό της, η εκ μέρους δε του Γ..Κ. γνώση της ανυπαρξίας του επίδικου χρέους δεν αποτελεί και γνώση της αναιρεσίβλητης για την ανυπαρξία αυτού του χρέους. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού από το ως άνω αιτιολογικό της προκύπτουν σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου περί της μη συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων, ενώ έχει τις αναγκαίες αιτιολογίες οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή μη υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως, ο όγδοος πρόσθετος λόγος της αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Με τον ένατο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε το δίδαγμα της κοινής πείρας ότι, υπό το φως του πασίδηλου γεγονότος ότι όλα τα μέλη του ΔΣ της αναιρεσίβλητης εστερούντο διοικητικών και διαχειριστικών εξουσιών, τις οποίες ασκούσε αποκλειστικά ο Γ. Κ., είναι αυταπόδεικτη η γνώση για την ύπαρξη ή ανυπαρξία χρέους, του παρένθετου προσώπου, δηλ. του προσώπου που ενεργεί στο δικό του μεν όνομα, αλλά για λογαριασμό του κρυπτόμενου προσώπου. Ο πρόσθετος αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν αποτελεί δίδαγμα της κοινής πείρας το ανωτέρω επικαλούμενο, ως τέτοιο, από το αναιρεσείον. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και διότι με το αναφερόμενο ως δίδαγμα κοινής πείρας και υπό την επίφαση αυτού, το αναιρεσείον, στην πραγματικότητα, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από το αναιρεσείον παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 αριθ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 106, 176, 183, 189 αριθ.1, 191 αριθ.2 ΚΠολΔ ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει την από 19-12-2015 αίτηση και τους από 15-12-2022 πρόσθετους λόγους αυτής για αναίρεση της υπ’αριθ. 746/2012 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.
Απορρίπτει την ως άνω αίτηση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από το αναιρεσείον παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην …, στις 4 Μαρτίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην …, στις 18 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :