Αριθμός 814/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Αλεξάνδρα Δημητρακοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Κ. του Δ., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/10/2015 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο …. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 46/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 71/2020 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 16/8/2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1-2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ αν την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΟλΑΠ 14/2015, ΑΠ 527/2022, ΑΠ 1110/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από το αναιρεσείον, Ελληνικό Δημόσιο, με αριθμούς 9831Γ και 9832Γ/22-9-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο …, Ι. Κ., προκύπτει ότι, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης από 21-12-2021 αίτησης αναίρεσης και του από 16-8-2022 πρόσθετου αυτής λόγου, με πράξη κατάθεσης και ορισμό δικασίμου, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (20-11-2023), καθώς και κλήση προς συζήτηση για την τελευταία δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, το οποίο επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, στον αναιρεσίβλητο – καθού ο πρόσθετος λόγος. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου της άνω δικασίμου, ούτε κατέθεσε κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παράστασής του σ’ αυτή. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία του. Με την κρινόμενη, από 21-12-2021 αίτηση αναίρεσης και τον από 16-8-2022 πρόσθετο αυτής λόγο, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 71/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, το οποίο δέχθηκε την έφεση του εναγομένου, ήδη αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου κατά της 46/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου …, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της για την ενότητα της εκτέλεσης και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, ως καθολικού διαδόχου της ΕΡΤ-3, να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο, το ποσό των 24.610 ευρώ, εντόκως με επιτόκιο 6% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής, για απαίτησή του από άκυρη (προφορική) σύμβαση παροχής υπηρεσιών, κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1). Επίσης, παραδεκτός είναι και ο ως άνω πρόσθετος λόγος, ο οποίος ασκήθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε νόμιμα στον αναιρεσίβλητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι τριάντα και πλέον πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα για τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. την 9832Γ/22-9-2022 έκθεση επίδοσης του άνω δικαστικού Επιμελητή, Ι. Κ.). Επομένως, η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος αυτής λόγος, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ), αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται, υποχρεωτικά, μαζί με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 527/2023, ΑΠ 1376/2022, ΑΠ 1640/2022) και ακολούθως να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Επίσης, κατά το άρθρο 908 εδ. α ΑΚ, ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη του πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη. Ειδικότερα, από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι, αναγκαία προϋπόθεση για την έγερση αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή επί ζημία του, είναι και το ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μια από τις ενδεικτικά αναφερόμενες, στην ανωτέρω διάταξη, μορφές έλλειψης της νομιμότητάς της. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση μη νομίμου αιτίας, εκείνος που έκανε την παροχή για την αιτία αυτή, δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από τον λήπτη, με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφόσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία, ήτοι: α) την περιουσιακή μετακίνηση από τη μία περιουσία στην άλλη, β) τη συγκεκριμένη αιτία της μετακίνησης αυτής και γ) την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 898/2023, ΑΠ 1330/2021, ΑΠ 1254/2017, ΑΠ 338/2016). Έτσι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίνεται έργο ή παρέχονται εργασίες ή υπηρεσίες με άκυρη σύμβαση, ”ο αντισυμβαλλόμενος” του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια που απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 898/2023, ΑΠ 1330/2021, ΑΠ 250/2020, ΑΠ 100/2020, ΑΠ 3/2020). Η εν λόγω ωφέλεια είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις ειδικές συνθήκες της και όχι αφηρημένα με βάση γενικά αντικειμενικά κριτήρια (ΟλΑΠ 4/2021, ΑΠ 735/2022, ΑΠ 250/2020). Ο παραπάνω δε γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 898/2023, ΑΠ 212/2023, ΑΠ 160/2018, ΑΠ 1254/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ”έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ”ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ”αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 782/2023, ΑΠ 667/2023). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1284/2023). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονα πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 90/2023, ΑΠ 1887/2022, ΑΠ 38/2022). Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο, αναγνωρίζοντας την υποχρέωσή του να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο, το άνω ποσό των 24.610 ευρώ, ως ωφέλεια του ίδιου (αναιρεσείοντος) από την ένδικη άκυρη σύμβαση, παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 904 και 908 ΑΚ, καταλήγοντας στο αποδεικτικό του πόρισμα με ανεπαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε για την υπολογισμό της έκτασης της εν λόγω ωφέλειάς του. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, στα πλαίσια του αναιρετικού αυτού λόγου, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: “Ο ενάγων είναι εικονολήπτης που διαθέτει κινητό συνεργείο βιντεοσκοπήσεων στην Αλεξανδρούπολη, συνεργαζόµενος απ? το έτος 2009 έως και το έτος 2012, µε την επιχείρηση βιντεοσκοπήσεων του Δήμου Αντωνίου. Η τελευταία είχε υπογράψει σύμβαση συνεργασίας κάλυψης ειδησεογραφικών θεμάτων της περιοχής του Έβρου µε την ΕΡΤ- 3, διάρκειας δώδεκα µηνών, από 1-1-2011 έως 31-12-2011, στην κάλυψη των οποίων προέβαινε, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων µε το δικό του συνεργείο έως και τις 12-12-2012, οπότε η επιχείρηση του Α. Δ. μεταβιβάστηκε στη σ?ζυγό του Φ. Δ., για προσωπικούς λόγους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, δυνάμει της από 20-12-2012 πρόσθετης πράξης Νο 1 μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων, ΕΡΤ-3 και Α. Δ., παρατάθηκε η διάρκεια της από 09-2-2011 σύμβασης έως την ολοκλήρωση πρόχειρου διαγωνισμού για συνεργασία µε εταιρίες τεχνικών διευκολύνσεων στο Νομό Έβρου, πλην, όµως, ήδη από τις 12-12-2012 είχε µεταβιβαστεί η επιχείρηση του Α. Δ. στη σύζυγό του, χωρίς τη συναίνεση της ΕΡΤ-3 κατά παράβαση του άρθρου 8 παρ. Α της συµβάσεως που προέβλεπε ότι δεν επιτρέπεται να υποκατασταθεί από άλλον ο συνεργάτης στην εκτέλεση των υποχρεώσεών του, ούτε και να εκχωρήσει τα δικαιώματά του που προέρχονται από τη σύμβαση, ώστε τούτη (παράταση διάρκειας) κατέστη άνευ αντικειμένου, αφού δεν μπορούσε νόμιμα να καταβληθεί σ? αυτήν (Φ. Δ.) οποιαδήποτε αμοιβή λόγω της ανωτέρω απαγορεύσεως. Εν συνεχεία, µετά την ακύρωση του πρόχειρου διαγωνισμού για συνεργασία µε εταιρίες τεχνικών διευκολύνσεων στο Νομό Έβρου που είχε προκηρυχθεί, η Διοίκηση της ΕΡΤ -3, που γνώριζε εξ’ αρχής τη συνεργασία του συνεργάτη της Α. Δ. µε το συνεργείο του ενάγοντος, και ενόψει του προβλήματος που δημιούργησε στην πληρωμή της αμοιβής η μεταβίβαση της επιχείρησης του Α. Δ. στη σύζυγό του, συμφώνησε µε τον ενάγοντα προφορικά όπως προβαίνει στην κάλυψη των ειδησεογραφικών θεμάτων στην περιοχή του Έβρου, αντί αμοιβής 135 ευρώ για τετράωρη απασχόληση του συνεργείου και 195 ευρώ για οκτάωρη απασχόληση πλέον 0,30 ευρώ, ανά χιλιόμετρο κάλυψης. Στα πλαίσια της ανωτέρω άτυπης συμφωνίας κάλυψης δηµοσιογραφικών θεμάτων, ο ενάγων κατόπιν προφορικών εντολών του υπεύθυνου προγράµµατος της ΕΡΤ-3 κάλυψε ειδησεογραφικά τα θέµατα που προέκυπταν στην περιοχή του Έβρου …”. Ακολούθως, το Εφετείο παραθέτει τις παρασχεθείσες από τον αναιρεσίβλητο υπηρεσίες, ανά θέμα, χρόνο παροχής, και αξία, συνολικού ποσού 24.610 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το συμφωνηθέν ποσό, ανά χιλιόμετρο κάλυψης. Και συνεχίζει το Εφετείο, “….. Η κάλυψη των ανωτέρω θεμάτων από τον ενάγοντα, δεν µπορεί να αμφισβητηθεί δεδομένου ότι τα περισσότερα απ’ αυτά παρουσιάστηκαν στις εκπομπές της ΕΡΤ -3, “…” με τον Α. Τ., “…” µε τον Π. Σ., καθώς και στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή του Χ. Γ., επιβεβαιώνεται δε και από τη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Α. Σ., ο οποίος ως προϊστάμενος στο ρεπορτάζ το επίμαχο χρονικό διάστηµα έδινε προσωπικά και προφορικά εντολές στον ενάγοντα για την κάλυψη των ανωτέρω θεμάτων. Ας σημειωθεί ότι στην αλληλογραφία που ακολούθησε μεταξύ των διαδίκων ουδέποτε αμφισβητήθηκε η κάλυψη των θεμάτων κατά το επίμαχο χρονικό διάστηµα από το συνεργείο του ενάγοντα παρά µόνο γίνεται αναφορά στην ένεκα έλλειψης έγγραφης συναίνεσης της ΕΡΤ-3 για την από αυτόν υποκατάσταση του συνεργάτη της Α. Δ., νομική αδυναμία εξόφλησής του. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ως προς ανωτέρω συνολικό ποσό των 24.610 ευρώ ( ….) η ΕΡΤ-3, καθολικός διάδοχος της οποίας τυγχάνει το εναγόµενο και δη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, αφού σύμφωνα µε την υπ’ αριθ. 02/11-6-2013 κοινή υπουργική απόφαση του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και Υπουργού Οικονοµικών όπως τροποποιήθηκε και ισχύει (…..) η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση Ανώνυμη Εταιρία που ιδρύθηκε µε το ν. 1730/1987 (….) καταργήθηκε στις 11-6-2013 και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της ΕΡΤ – ΑΕ και των θυγατρικών της µεταβιβάστηκαν αυτοδίκαια από τη δημοσίευση της ανωτέρω υπουργικής απόφασης και χωρίς άλλη διατύπωση στο Δημόσιο, ουδέν ποσό κατέβαλε. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν αληθινά προκύπτει ότι η ανωτέρω σύμβαση συνεργασίας που κατήρτισε η ΕΡΤ-3 µε τον ενάγοντα είναι άκυρη, αφού έλαβε χώρα προφορικά, κατά παράβαση του εσωτερικού κανονισμού της εργοδότριας ΕΡΤ-3, ώστε η τελευταία κατέστη πλουσιότερη σε βάρος του ενάγοντα χωρίς νόμιμη αιτία, µε την εξοικονόμηση της δαπάνης την οποία θα κατέβαλε σε τρίτον για την, µε έγκυρη σύμβαση, εκτέλεση του συνολικού έργου που εκτέλεσε ο ενάγων, µε ζημία του, διότι αυτός κατέβαλε παροχή αχρεώστητη, ?τοι παρείχε έργο, για το οποίο δεν έλαβε αντάλλαγμα δηλαδή ανάλογη αμοιβή, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν υφίστατο μεταξύ των διαδίκων ισχυρή σύμβαση εκτέλεσης έργου….”.. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον πρώτο λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος, με τον οποίο ζητούσε την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης κατά το μέρος που αυτό είχε υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα το άνω ποσό των 24.610 ευρώ, ως οφειλόμενη σ’ αυτόν αμοιβή για τις υπηρεσίες από την ως άνω άκυρη σύμβαση. Ακολούθως, όμως, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, για την ενότητα της εκτέλεσης, κατά παραδοχή άλλου λόγου της έφεσης ως προς το κεφάλαιο των τόκων, αναγνώρισε την υποχρέωση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου (ως καθολικού διαδόχου της”ΕΡΤ Α.Ε.- ΕΡΤ3”), να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το άνω ποσό των 24.610 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής, με επιτόκιο σε 6% ετησίως, κατ? άρθρο 21 του Κώδικα των νόμων περί Δικών του Δημοσίου. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προαναφερόμενων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 904, 908 ΑΚ και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμά του ως προς το ζήτημα του προσδιορισμού της αποδοτέας στον αναιρεσίβλητο ωφέλειας του αναιρεσείοντος, με τις παραδοχές ότι, το άνω ποσό των των 24.610 ευρώ, αποτελεί την ωφέλεια που η δικαιο-πάροχος του αναιρεσείοντος (ΕΡΤ-3) αποκόμισε, χωρίς νόμιμη αιτία, από τις παρασχεθείσες προς αυτήν από τον αναιρεσίβλητο, βάσει της άνω άκυρης σύμβασης υπηρεσίες και ότι η ωφέλεια αυτή συνίσταται στη χρηματική αποτίμηση των άνω υπηρεσιών, που είναι αντίστοιχη με τη δαπάνη, που αυτή εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν εάν, καθ’ υποκατάσταση του αναιρεσίβλητου, ανέθετε τις ίδιες υπηρεσίες, με έγκυρη σύμβαση, σε τρίτο που θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες με τον αναιρεσίβλητο, υπό τις ίδιες περιστάσεις. Η ωφέλεια αυτή, κατά τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, συμπίπτει με τη συνομολογηθείσα μεταξύ της ΕΡΤ-3 και του αναιρεσίβλητου αμοιβή του τελευταίου για τις άνω υπηρεσίες, με την άκυρη (προφορική) σύμβαση, που καταρτίστηκε μεταξύ τους, δυνάμει της οποίας η αμοιβή του αναιρεσιβλήτου για την κάλυψη των ειδησεογραφικών θεμάτων στην περιοχή του Έβρου συμφωνήθηκε σε 135 ευρώ για τετράωρη απασχόληση του συνεργείου του και σε 195 ευρώ για οκτάωρη απασχόληση πλέον 0,30 ευρώ ανά χιλιόμετρο κάλυψης.
Συνεπώς, ο άνω από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως ”πράγματα”, θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1297/2022). Αντίθετα, δεν αποτελούν πράγματα, η αιτιολογημένη άρνηση, οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται, ως λόγοι έφεσης, οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 667/2023), καθώς και τα επικληθέντα αποδεικτικά μέσα και το περιεχόμενό τους (ΑΠ 1297/2022, ΑΠ 85/2021, ΑΠ 268/2020, ΑΠ 517/2019, ΑΠ 1557/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον με το δεύτερο λόγο της αίτησης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας σχετικό λόγο της έφεσής του, για εσφαλμένο προσδιορισμό της φερόμενης ωφέλειας του από την επίδικη άκυρη σύμβαση, κατά τον υπολογισμό της εν λόγω ωφέλειας, δεν έλαβε υπόψη την από 9-2-2011 σύμβαση συνεργασίας της ΕΡΤ-3 με τον Α. Δ., στο άρθρο 7 της οποίας ορίζεται το ύψος της αμοιβής που συνήθιζε να καταβάλει η ΕΡΤ ΑΕ – ΕΡΤ-3 για την εκτέλεση όμοιου έργου κάτω από τις ίδιες συνθήκες με έγκυρη σύμβαση και το οποίο συνιστά το αντικειμενικό μέτρο για την εκτίμηση της αποδοτέας ωφέλειας. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η πιο πάνω σύμβαση δεν αποτελεί ”πράγμα” υπό την προεκτεθείσα έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά αποδεικτικό μέσο, η μη λήψη του οποίου δεν ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης. Από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 ΚΠολΔ και 2 του ΑΚ προκύπτει ότι το εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της έφεσης κατά απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, με μόνες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις που ο νέος νόμος, με ρητή διάταξη, καταλαμβάνει και τις σχέσεις, που έχουν οριστικά κριθεί ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευόμενου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο κρατώντας το ίδιο την υπόθεση, δικάζει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οφείλει, συμμορφούμενο προς τη γενική διάταξη του άρθρου 2 του ΑΚ, να εφαρμόσει το νέο νόμο, αφού αυτός ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικής του απόφασης, που κρίνει την ουσία της υπόθεσης, ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδρομική δύναμη και η εφαρμογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 306/2017). Ο αναιρετικός έλεγχος νομιμότητας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης γίνεται με βάση το νόμο, που όφειλε να εφαρμόσει το ουσιαστικό δικαστήριο, του οποίου η απόφαση προσβάλλεται. Κατ’ εξαίρεση, ο αναιρετικός έλεγχος νομιμότητας θα γίνει με νόμο μεταγενέστερο εκείνου, αν ο τελευταίος έχει αναδρομική ισχύ και ορίζει ότι εφαρμόζεται και επί των τελεσιδίκως κριθέντων ή στις δίκες που είναι εκκρεμείς σε οποιοδήποτε δικαστήριο ή δεν έγιναν αμετάκλητες, με την προϋπόθεση ότι η διάταξη για αναδρομική ισχύ δεν προσκρούει σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, Σύνταγμα, ΕΣΔΑ κλπ (ΟλΑΠ 30/1998, ΑΠ 1628/2017). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Κ.Δ. της 26-06/10-07-1944 ”Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”: ”Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής”. Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 45 Ν. 4607/2019 (ΦΕΚ Α 65/24-04-2019) ορίσθηκε ότι: ”Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α)…β)…γ)…Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος (παρ. 1) Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων… (παρ. 2). Με την πιο πάνω ρύθμιση του άρθρου 45 του Ν. 4607/2019 τροποποιήθηκε το πλαίσιο για την τοκοφορία των οφειλών του Δημοσίου, με μείωση του επιτοκίου από το έως τότε ισχύον έξι τοις εκατό (6%) ετησίως, στο ύψος που ορίζεται στην εν λόγω νέα διάταξη, επειδή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, το (προ)ισχύον νόμιμο επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου (ύψους 6% ετησίως), εκτός του γεγονότος ότι κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό για τις σημερινές δημοσιονομικές συνθήκες, λόγω του αμετάβλητου χαρακτήρα του, δεν προσαρμόζεται στο εκάστοτε χρηματοοικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα τη σοβαρή επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, λαμβανομένου υπόψη και του ρυθμού απονομής δικαιοσύνης και επίσης, με την ρύθμιση αυτή ενοποιήθηκε η έως τώρα υφιστάμενη νομοθεσία και καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου (νόμιμου και υπερημερίας), για τις σχετικές οφειλές αυτού, ανεξάρτητα από την αιτία τους, με αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), το οποίο ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (γένεση επιδικίας), πλέον των προτεινόμενων εκατοστιαίων μονάδων (ΑΠ 1303/2022). Περαιτέρω, από τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου (45) του ανωτέρω Ν. 4607/2019, που ορίζει ότι οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο νόμος αυτός δημοσιεύθηκε την 24η Απριλίου 2019, συνάγεται ότι στις υποθέσεις, οι οποίες είναι εκκρεμείς σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, συνεπώς και ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά την 24η Απριλίου 2019, το επιτόκιο οφειλών του Δημοσίου μέχρι και τις 30-4-2019, θα υπολογίζεται σε ποσοστό 6% ετησίως, σύμφωνα με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 21 του Δ/τος της 26-06/10-07-1944 και από 1-5-2019 θα υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 45 του Ν. 4607/2019 (ΑΠ 407/2023, ΑΠ 643/2023, ΑΠ 1303/2022). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 15 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104), ”Για το χρονικό διάστημα της αναστολής (13-3-2020 – 31-5-2020) δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας” και σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 14 του ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α 48), όπως το άρθρο αυτό αυθεντικά ερμηνεύτηκε με το άρθρο 25 του ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α 54), ”Για το χρονικό διάστημα από τις 7-11-2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας”. Εξάλλου, με τις διατάξεις της με αριθμό ΟΙΚ.02/11-6-2013 κοινής απόφασης του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β 1414/11.6.2013), όπως ισχύει, καταργήθηκε η ΕΡΤ ΑΕ και οι θυγατρικές της και μετά την κατάργησή της το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της, περιλαμβανομένων των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, αξιώσεων και υποχρεώσεών της, μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στο αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, βάσει των διατάξεων της ως άνω ΚΥΑ, το αναιρεσείον κατέστη διάδοχος τόσο των απαιτήσεων της ΕΡΤ-ΑΕ κατά τρίτων, όσο και των υποχρεώσεων αυτής έναντι τρίτων. Ειδικότερα, οι υποχρεώσεις της ΕΡΤ-ΑΕ, παρά τη μεταβολή στο πρόσωπο του οφειλέτη, διατηρούν την ταυτότητά τους και μεταβιβάστηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο με όλα τα μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα που είχαν, εξακολούθησαν δε να υπάρχουν και δικαιώματα παρεπόμενα των απαιτήσεων των τρίτων κατά αυτής, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα περί παροχής τόκων. Το Δημόσιο, δηλαδή, κατέστη οφειλέτης και των μέχρι τότε δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας επί των απαιτήσεων αυτών, με το ποσοστό τόκου που ίσχυε για την ΕΡΤ-ΑΕ και συγκεκριμένα με το εκάστοτε ισχύον για τους ιδιώτες οφειλέτες επιτόκιο. Η υποχρέωση, όμως, του Δημοσίου προς καταβολή τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την επόμενη ημέρα της δημοσίευσης της άνω ΚΥΑ (δηλαδή από τις 12-6-2013) και εφεξής, έχουσα ως αναγκαία προϋπόθεση και δική του αυτοτελή υπαιτιότητα για την από αυτό έκτοτε καθυστέρηση της πληρωμής του κεφαλαίου της χρηματικής οφειλής της ΕΡΤ-ΑΕ, συνιστά δική του επιγενόμενη της διαδοχής ενοχή για την καταβολή των εφεξής τόκων υπερημερίας, η οποία (δική του ενοχή καταβολής τόκων υπερημερίας) διακρίνεται από εκείνη της αρχικής οφειλέτιδας ΕΡΤ-ΑΕ και η οποία διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 21 του διατάγματος της 26-6/10-7-1944 περί του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου για το χρονικό διάστημα από τις 12-6-2013 μέχρι τις 30-4-2019 και από τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 για το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 και εφεξής.
Συνεπώς, οι τόκοι υπερημερίας επί απαιτήσεων τρίτων κατά της ΕΡΤ-ΑΕ από τις 12-6-2013 και μέχρι 30-4-2019 πρέπει να υπολογισθούν με το επιτόκιο (6%) του άρθρου 21 Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου και από την 1-5-2019 και μετά με το επιτόκιο του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 (ΑΠ 782/2023, ΑΠ 1287/2018). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων, 556 παρ. 2, 562 παρ. 2, 570 παρ. 1 και 2, 577, 579 και 581 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης, δεν είναι παραδεκτή στην αναιρετική δίκη η έρευνα καταλυτικών του αγωγικού δικαιώματος ισχυρισμών, διότι κατ’ αυτή ερευνάται το παραδεκτό και η βασιμότητα των προβαλλόμενων με τους λόγους αναίρεσης νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1227/2022). Επομένως, δεν είναι παραδεκτή, μετά την τελεσίδικη απόφαση, η έρευνα νέων ισχυρισμών στην αναιρετική δίκη, καθόσον το αντίθετο θα μετέβαλε τον Άρειο Πάγο σε δικαστήριο ουσίας τρίτου βαθμού (ΑΠ 1508/2023, ΑΠ 1846/2022, ΑΠ 164/2021, ΑΠ 1127/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με το μοναδικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 45 του Ν. 4607/2019 που έχει εφαρμογή για το ίδιο, ως καθολικό διάδοχο της ΕΡΤ- ΑΕ και έτσι αναγνώρισε την υποχρέωσή του για καταβολή τόκου για το μετά την 1-5-2019 χρονικό διάστημα με επιτόκιο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής και όχι με το επιτόκιο του άρθρου 45 του άνω νόμου (4607/ 2019), που εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς δίκες, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο βρίσκονται. Ο λόγος αυτός, παραδεκτά προβαλλόμενος, καθόσον στηρίζεται σε σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 562 παρ. 2 περ. β ΚΠολΔ), είναι βάσιμος, αφού η νέα ως άνω ρύθμιση του άρθρου 45 του ν. 4607/2019, έχοντας ημερομηνία έναρξης ισχύος την 24-4-2019, ίσχυε τόσο κατά τον χρόνο συζήτησης της έφεσης του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Εφετείου (11-10-2019), όσο και κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (19-2-2020) και καταλάμβανε και την εκκρεμή στις 24-4-2019 ένδικη αξίωση του ιδιώτη – ενάγοντος – εφεσίβλητου – και ήδη αναιρεσίβλητου, για επιδίκαση τόκου, κατά το μέρος που η αξίωση αυτή ανάγεται και υπολογίζεται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του παρέλειψε να εφαρμόσει την διάταξη του άρθρου 45 ν. 4607/2019, που ήταν εφαρμοστέα για το μετά την 1-5-2019 χρονικό διάστημα, αν και ήταν υποχρεωμένο να το κάνει και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά το μέρος που η κρίση του αυτή (περί τοκοδοσίας) αφορά στο χρονικό διάστημα μετά την 1/5/2019, αφού από τότε και μεταγενέστερα, ο οφειλόμενος από το Δημόσιο τόκος υπολογίζεται με βάση τη νεότερη και ειδική ρύθμιση του άρθρου 45 ν. 4607/2019 και όχι κατά το άρθρο 21 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου, το οποίο δεν είναι εφαρμοστέο για το χρονικό αυτό διάστημα. Κατ’ ακολουθία, κατά παραδοχή του ως άνω κριθέντος ως βάσιμου πρόσθετου λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιο των τόκων. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση, πρέπει αυτή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. α ΚΠολΔ, να κρατηθεί και δικασθεί από το παρόν αναιρετικό τμήμα, στη συνέχεια να γίνει δεκτή η έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της επιδίκασης σε βάρος αυτού τόκων υπερημερίας 6% ετησίως και αφού ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή, ως προς το κεφάλαιο αυτό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το επιδικασθέν ποσό των 24.610 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, με επιτόκιο 6% ετησίως για το διάστημα έως και τις 30-4-2019 και με το επιτόκιο του άρθρου 45 ν. 4607/2019, για το διάστημα από 1-5-2019 και εφεξής. Περαιτέρω, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά παραδοχή του άνω πρόσθετου λόγου, δεν τίθεται ζήτημα εξαίρεσης της τοκογονίας, κατά τα χρονικά διαστήματα από 13-3-2020 έως 31-5-2020 και από 7-11-2020 μέχρι 6-4-2021, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων, 74 παρ. 15 ν. 4690/2020 και 83 παρ. 14 ν. 4790/2021, όπως αυτή ερμηνεύθηκε αυθεντικά και συμπληρώθηκε με το άρθρο 25 Ν. 4792/2021, λόγω των μέτρων προστασίας από την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού, όπως το αναιρεσείον υποστηρίζει με τους διαλαμβανόμενους στον άνω πρόσθετο λόγο ισχυρισμούς. Και τούτο διότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν συνάπτονται με συγκεκριμένη αναιρετική πλημμέλεια κατά της προσβαλλόμενης τελεσίδικης απόφασης, αλλά συνιστούν νέους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, η έρευνα των οποίων, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, δεν είναι παραδεκτή στην αναιρετική δίκη, καθόσον το αντίθετο θα μετέβαλλε τον Άρειο Πάγο σε δικαστήριο ουσίας τρίτου βαθμού. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του πρώτου και δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας και της προκείμενης δίκης, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, κατ’ άρθρο 22 παρ. 2 εδ. β` του ν. 3693/1957 σε συνδ. με τα άρθρα 178 και 183 του ΚΠολΔ, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει την από 21-12-2021 αίτηση αναίρεσης και τον από 16-8-2022 πρόσθετο αυτής λόγο, για αναίρεση της 71/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Αναιρεί την άνω απόφαση, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος αυτής.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της.
Δέχεται την από 5-4-2018 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 46/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου …, ως προς το κεφάλαιο της επιδίκασης τόκων επί του ποσού των των 24.610 ευρώ.
Εξαφανίζει την παραπάνω απόφαση, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο.
Κρατεί και δικάζει την από 1-10-2015 αγωγή, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το επιδικασθέν (με την υπ’ αριθμ. 71/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης κατά το μη αναιρούμενο μέρος της), ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα (24.610) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και με επιτόκιο 6% ετησίως για το χρονικό διάστημα έως και τις 30-4-2019 και με το επιτόκιο του άρθρου 45 ν. 4607/2019 για το χρονικό διάστημα από 1-5-2019 και εφεξής.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ