Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-292/23 | Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (Δικαστικός έλεγχος των διαδικαστικών πράξεων)
Εντούτοις, ο έλεγχος αυτός δεν απαιτείται να διενεργείται κατ’ ανάγκην στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής, υπό την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνει έλεγχο του σεβασμού των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του ενδιαφερομένου
Οι διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση των προσώπων που τις προσβάλλουν πρέπει να μπορούν να υποβληθούν σε δικαστικό έλεγχο. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να καθορίσει αν τούτο συμβαίνει, μέσω συγκεκριμένης και ειδικής εξέτασης.
Ωστόσο, ο έλεγχος αυτός πρέπει να διενεργείται στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής μόνον όταν αυτού του είδους η προσφυγή προβλέπεται στο εσωτερικό δίκαιο για την απευθείας προσβολή ανάλογης αποφάσεως των εθνικών αρχών.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι ανεξάρτητο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρμόδιο για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οργανώνεται σε δύο επίπεδα: αφενός, σε ένα κεντρικό επίπεδο, αποτελούμενο από την Κεντρική Εισαγγελία, η οποία βρίσκεται στην έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο Λουξεμβούργο, και, αφετέρου, σε ένα αποκεντρωμένο επίπεδο, το οποίο αποτελείται από τους Ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς που εδρεύουν στα κράτη μέλη.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διεξάγει, στην Ισπανία, ποινική έρευνα για απάτη σχετικά με επιδοτήσεις της Ένωσης. Οι επιληφθέντες της υπόθεσης Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς κλήτευσαν δύο πρόσωπα ως μάρτυρες.
Τα υπό έρευνα πρόσωπα προσέβαλαν την κλήτευση ενός από τους μάρτυρες. Ο δικαστής ο οποίος ασκεί, στην Ισπανία, τον δικαστικό έλεγχο των μέτρων έρευνας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Επισημαίνει ότι ο ισπανικός νόμος επιτρέπει τον εν λόγω δικαστικό έλεγχο μόνο σε ορισμένες ρητώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η κλήτευση μαρτύρων. Ο δικαστής αυτός θεωρεί, ωστόσο, ότι η ως άνω πράξη συνιστά πράξη δυνάμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι, προκειμένου να αποφευχθεί ο αδικαιολόγητος περιορισμός των δικαιωμάτων που παρέχονται από το δίκαιο της Ένωσης, θα πρέπει να ασκείται ο έλεγχος που προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης 1 για τις πράξεις αυτού του είδους.
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι απόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει, κατόπιν συγκεκριμένης και ειδικής εξέτασης, αν η κλήτευση μαρτύρων μπορεί να επηρεάσει τη νομική κατάσταση των προσώπων σε βάρος των οποίων διεξάγεται η έρευνα. Αν τούτο συμβαίνει, η κλήτευση πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Τούτο, όμως, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ο έλεγχος αυτός πρέπει να ασκείται στο πλαίσιο ειδικής και ευθείας προσφυγής. Μπορεί επίσης να ασκείται παρεμπιπτόντως, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζονται το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και το δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο, καθώς και το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα υπεράσπισης.
Εντούτοις, όταν προβλέπεται ευθεία προσφυγή για την απευθείας προσβολή ανάλογης απόφασης των εθνικών αρχών, η ίδια δυνατότητα πρέπει να υφίσταται όσον αφορά τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 8ης Απριλίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 – Άρθρο 42, παράγραφος 1 – Διαδικαστικές πράξεις που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων – Δικαστικός έλεγχος από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο – Περιεχόμενο – Κλήτευση μαρτύρων – Εθνικό δίκαιο το οποίο δεν επιτρέπει τον άμεσο δικαστικό έλεγχο τέτοιου μέτρου – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας »
Στην υπόθεση C‑292/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε ο Juzgado Central de Instrucción no 6 de Madrid (έκτος εθνικός τακτικός ανακριτής Μαδρίτης, Ισπανία) με απόφαση της 26ης Απριλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Μαΐου 2023, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά των
I.R.O.,
F.J.L.R.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, T. von Danwitz, Αντιπρόεδρο, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, I. Jarukaitis, S. Rodin, A. Kumin, N. Jääskinen, Δ. Γρατσία (εισηγητή) και M. Gavalec, προέδρους τμήματος, E. Regan, I. Ziemele, J. Passer, Z. Csehi και O. Spineanu-Matei, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins
γραμματέας: R. Stefanova-Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εκπροσωπούμενη από τους J. F. CastilLO García και L. De Matteis, και από τον I. de Lucas Martín, Fiscal Europeo,
– οι I.R.O. και F.J.L.R., εκπροσωπούμενοι από τους N. de Dorremochea Guiot, procurador, και P. Soriano Mendiara, abogado,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Gavela Llopis και P. Pérez Zapico,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard, την B. Dourthe και τον B. Fodda,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον D. G. Pintus, avvocato dello Stato,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. M. Besselink, K. Bulterman και A. Hanje,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Baquero Cruz, την F. Blanc και τον H. Leupold,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Οκτωβρίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 42, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2017, L 283, σ. 1), του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1), του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 86, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 6, 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας την οποία κίνησε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά των I.R.O. και F.J.L.R., σε βάρος των οποίων διεξήχθη έρευνα του εν λόγω οργάνου για απάτη σχετικά με επιδοτήσεις και για πλαστογραφία σε σχέση με τη χρηματοδότηση ενός έργου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 12, 30, 32, 83 και 85 έως 89 του κανονισμού 2017/1939 έχουν ως εξής:
«(12) Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η καταπολέμηση αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών της. […] Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η ενίσχυση, μέσω της σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, της καταπολέμησης αξιόποινων πράξεων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεμονωμένα λόγω του κατακερματισμού των εθνικών δράσεων δίωξης των αξιόποινων πράξεων που διαπράττονται εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, αλλά μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης λόγω της αρμοδιότητας που θα έχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τη δίωξη των εν λόγω αξιόποινων πράξεων, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 [ΣΕΕ]. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω στόχων και μεριμνά για την ελάχιστη δυνατή παρέμβασή του στις έννομες τάξεις και στις θεσμικές δομές των κρατών μελών.
[…]
(30) Οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει κατά κανόνα να διεξάγονται από τους (τις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς στα κράτη μέλη. […]
[…]
(32) Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και, με την ιδιότητά τους αυτή, όταν ερευνούν και διώκουν αξιόποινες πράξεις εντός της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να ενεργούν αποκλειστικά για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο έδαφος των αντίστοιχων κρατών μελών τους. […]
[…]
(83) Δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οφείλει να σέβεται ιδίως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, τα δικαιώματα της υπεράσπισης και το τεκμήριο αθωότητας, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του [Χάρτη]. […] Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει επομένως να σέβεται πλήρως τα εν λόγω δικαιώματα και να εφαρμόζει και να ερμηνεύει τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με αυτά.
[…]
(85) Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα υπεράσπισης που κατοχυρώνονται στο σχετικό δίκαιο της Ένωσης, όπως είναι [η οδηγία 2016/34, όπως αυτή εφαρμόζεται στις εθνικές νομοθεσίες]. Κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος σε βάρος του οποίου κινεί έρευνα η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να απολαύει των εν λόγω δικαιωμάτων, καθώς και του δικαιώματος βάσει του εθνικού δικαίου να ζητεί διορισμό εμπειρογνωμόνων ή ακρόαση μαρτύρων ή κατ’ άλλον τρόπο προσκόμιση από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποδείξεων για την υπεράσπιση.
(86) Σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ], ο νομοθέτης της Ένωσης δύναται να προβλέπει τους κανόνες που ισχύουν για τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Η εν λόγω αρμοδιότητα που παρέχεται στον νομοθέτη της Ένωσης αντικατοπτρίζει την ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων και της δομής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, που τη διακρίνει από όλα τα άλλα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και απαιτεί την εφαρμογή ειδικών κανόνων δικαστικού ελέγχου.
(87) Σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 2 [ΣΛΕΕ], η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών μελών την ποινική δίωξη των αδικημάτων αυτών. Οι πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας κατά τις έρευνές της συνδέονται στενά με την ποινική δίωξη που ενδέχεται να προκύψει από αυτές και παράγουν με τον τρόπο αυτόν αποτελέσματα στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Σε πολλές περιπτώσεις οι πράξεις θα εκτελούνται από τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου, οι οποίες θα ενεργούν σύμφωνα με τις εντολές της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, σε κάποιες δε περιπτώσεις κατόπιν έγκρισης από εθνικό δικαστήριο.
Αρμόζει επομένως να εξεταστεί το ενδεχόμενο να υπόκεινται σε έλεγχο από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο, οι διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Με την πρόβλεψη αυτή θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από τα εθνικά δικαστήρια οι διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας οι οποίες εκδίδονται πριν από την απαγγελία κατηγορίας και προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων (στους οποίους περιλαμβάνονται ο ύποπτος, το θύμα και άλλοι ενδιαφερόμενοι τα δικαιώματα των οποίων ενδέχεται να θιγούν από τέτοιες πράξεις). Οι διαδικαστικές πράξεις που αφορούν την επιλογή του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια θα είναι αρμόδια να κρίνουν επί της ποινικής δίωξης, η οποία θα πρέπει να διενεργείται με βάση τα κριτήρια που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων και, επομένως, θα πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από εθνικά δικαστήρια το αργότερο κατά το στάδιο της δίκης.
[…] Σε περίπτωση που η εθνική νομοθεσία προβλέπει δικαστικό έλεγχο σχετικά με τις διαδικαστικές πράξεις που δεν προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων […], δεν θα πρέπει να δίνεται η ερμηνεία ότι ο παρών κανονισμός θίγει τις σχετικές νομικές διατάξεις. Επιπρόσθετα, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να προβλέπουν δικαστικό έλεγχο από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια σχετικά με διαδικαστικές πράξεις που δεν προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, όπως είναι ο διορισμός εμπειρογνωμόνων ή η επιστροφή των εξόδων των μαρτύρων.
Τέλος, ο παρόν κανονισμός δεν θίγει τις εξουσίες των εθνικών δικαζόντων δικαστηρίων.
(88) Η νομιμότητα των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων θα πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Συναφώς, θα πρέπει να διασφαλίζεται η ύπαρξη αποτελεσματικών ένδικων βοηθημάτων και μέσων, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 19 παράγραφος 1 [ΣΕΕ]. Επιπλέον, όπως τονίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες που διέπουν τις προσφυγές για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν αντίστοιχες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξης (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας).
Όταν τα εθνικά δικαστήρια ελέγχουν τη νομιμότητα των εν λόγω πράξεων, δύνανται να το πράττουν βάσει του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος κανονισμού, καθώς και βάσει του εθνικού δικαίου, το οποίο εφαρμόζεται όταν κάποιο ζήτημα δεν καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό. […]
[…]
(89) Η διάταξη του παρόντος κανονισμού σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο δεν τροποποιεί τις εξουσίες του Δικαστηρίου για τον έλεγχο των διοικητικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, δηλαδή αποφάσεις που δεν λαμβάνονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή στη δικαιοσύνη. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει εξάλλου τη δυνατότητα ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής να ασκήσουν προσφυγή ακύρωσης σύμφωνα με το άρθρο 263 δεύτερο εδάφιο [ΣΛΕΕ] και το άρθρο 265 πρώτο εδάφιο [ΣΛΕΕ], καθώς και με τη διαδικασία επί παραβάσει των άρθρων 258 και 259 [ΣΛΕΕ].»
4 Το άρθρο 4 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθήκοντα», ορίζει τα εξής:
«Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων και των συνεργών σε αξιόποινες πράξεις οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης […]. Για τον σκοπό αυτό η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διενεργεί έρευνες και εκτελεί πράξεις δίωξης και ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα στα αρμόδια δικαστήρια των κρατών μελών έως την οριστική περάτωση της υπόθεσης.»
5 Το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας», ορίζει τα εξής:
«1. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί αδιαίρετο οργανισμό της Ένωσης που λειτουργεί ως ενιαία Εισαγγελία με αποκεντρωμένη δομή.
2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οργανώνεται σε κεντρικό και σε αποκεντρωμένο επίπεδο.
3. Το κεντρικό επίπεδο αποτελείται από την Κεντρική Εισαγγελία στην έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η Κεντρική Εισαγγελία συγκροτείται από το συλλογικό όργανο, τα μόνιμα τμήματα, τον (την) ευρωπαίο(-α) γενικό(-ή) εισαγγελέα, τους (τις) αναπληρωτές(-ριες) ευρωπαίους(-ες) γενικούς(-ές) εισαγγελείς, τους (τις) ευρωπαίους(-ες) εισαγγελείς και τον (τη) διοικητικό(-ή) διευθυντή(-ρια).
4. Το αποκεντρωμένο επίπεδο αποτελείται από ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς που θα εδρεύουν στα κράτη μέλη.
[…]»
6 Το άρθρο 13 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς ενεργούν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους και έχουν τις ίδιες εξουσίες με τους (τις) εθνικούς(-ές) εισαγγελείς όσον αφορά την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης […]
Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς είναι υπεύθυνοι(-ες) για τις έρευνες και τις διώξεις τις οποίες έχουν κινήσει, οι οποίες τους έχουν ανατεθεί ή των οποίων έχουν επιληφθεί κάνοντας χρήση του δικαιώματος ανάληψης υπόθεσης. […]
[…]»
7 Το άρθρο 28 του κανονισμού 2017/1939, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεξαγωγή της έρευνας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο (Η) ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας που έχει επιληφθεί υπόθεσης δύναται, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και το εθνικό δίκαιο, […] να προβεί ο (η) ίδιος(-α) στη λήψη των μέτρων έρευνας και άλλων μέτρων […]»
8 Το άρθρο 30 του κανονισμού 2017/1939, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μέτρα έρευνας και άλλα μέτρα», ορίζει στις παραγράφους 1, 4 και 5 τα εξής:
«1. Τουλάχιστον στις περιπτώσεις στις οποίες η υπό έρευνα αξιόποινη πράξη τιμωρείται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων ετών τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς δικαιούνται να διατάσσουν ή να ζητούν τα ακόλουθα μέτρα έρευνας:
α) διενέργεια έρευνας […]·
β) λήψη μέτρων για την προσκόμιση κάθε σχετικού αντικειμένου ή εγγράφου […]·
γ) λήψη μέτρων για την προσκόμιση δεδομένων αποθηκευμένων σε υπολογιστή […]·
δ) δέσμευση οργάνων ή προϊόντων εγκλήματος […]·
ε) παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών […]·
στ) παρακολούθηση και εντοπισμό ενός αντικειμένου […]·
[…]
4. Πέρα από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς δικαιούνται να ζητούν ή να διατάσσουν οποιαδήποτε άλλα μέτρα στο κράτος μέλος τους τα οποία είναι διαθέσιμα στους (στις) εισαγγελείς βάσει του εθνικού δικαίου σε αντίστοιχες εθνικές υποθέσεις.
5. Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς μπορούν να διατάξουν τα μέτρα των παραγράφων 1 και 4 μόνον όταν πιστεύουν ευλόγως ότι με το συγκεκριμένο επίμαχο μέτρο θα μπορούσαν να συλλεγούν πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία χρήσιμα για την έρευνα και εφόσον δεν είναι διαθέσιμα λιγότερο παρεμβατικά μέτρα με τα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί ο ίδιος στόχος. Οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί για τη λήψη των μέτρων διέπονται από το ισχύον εθνικό δίκαιο.»
9 Το άρθρο 41 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εύρος των δικαιωμάτων των υπόπτων και των κατηγορουμένων», ορίζει τα εξής:
«1. Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σέβεται πλήρως τα δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων τα οποία κατοχυρώνονται στον [Χάρτη], μεταξύ άλλων το δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου και τα δικαιώματα της υπεράσπισης.
2. Κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας απολαύει κατ’ ελάχιστο των διαδικαστικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών σχετικά με τα δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων στην ποινική διαδικασία όπως αυτές εφαρμόζονται από το εθνικό δίκαιο, όπως για παράδειγμα:
[…]
β) το δικαίωμα ενημέρωσης και πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας, […]·
γ) το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και ενημέρωσής τους σε περίπτωση κράτησης, […]·
δ) το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα στον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, […]·
[…]
3. Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο, οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι καθώς και τα άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας απολαύουν όλων των διαδικαστικών δικαιωμάτων που προβλέπονται για την περίπτωσή τους στο εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να προσκομίζουν αποδείξεις, να ζητούν διορισμό εμπειρογνωμόνων ή διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και ακρόαση μαρτύρων, καθώς και να ζητούν από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να λαμβάνει τέτοια μέτρα εκ μέρους της υπεράσπισης.»
10 Το άρθρο 42 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαστικός έλεγχος», προβλέπει τα εξής:
«1. Οι διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων υπόκεινται σε έλεγχο από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο. Το ίδιο ισχύει όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία παραλείπει να εκδώσει διαδικαστικές πράξεις που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων και τις οποίες έχει νομική υποχρέωση να εκδώσει δυνάμει του παρόντος κανονισμού.
2. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο 267 [ΣΛΕΕ], να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις σχετικά με:
α) το κύρος των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εφόσον τέτοιο ζήτημα εγείρεται ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου κράτους μέλους και θεμελιώνεται άμεσα επί του ενωσιακού δικαίου·
β) την ερμηνεία ή το κύρος διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος κανονισμού·
γ) την ερμηνεία των άρθρων 22 και 25 του παρόντος κανονισμού σε σχέση με οποιαδήποτε σύγκρουση αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των αρμόδιων εθνικών αρχών.
3. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να θέσει υπόθεση στο αρχείο, στο μέτρο που αμφισβητούνται απευθείας με βάση το δίκαιο της Ένωσης, υπόκεινται σε έλεγχο ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 263 τέταρτο εδάφιο [ΣΛΕΕ].
4. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 268 [ΣΛΕΕ] για όλες τις διαφορές σχετικά με την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
5. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 272 [ΣΛΕΕ] για όλες τις διαφορές σχετικά με ρήτρες διαιτησίας που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
6. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 270 [ΣΛΕΕ] για όλες τις διαφορές σχετικά με θέματα προσωπικού.
7. Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σχετικά με την παύση του (της) ευρωπαίου(-ας) γενικού(-ής) εισαγγελέα ή των ευρωπαίων εισαγγελέων […].
8. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τον δικαστικό έλεγχο από το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 263 τέταρτο εδάφιο [ΣΛΕΕ], των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που θίγουν τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων κατά τα οριζόμενα στο κεφάλαιο VIII και των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που δεν αποτελούν διαδικαστικές πράξεις, όπως είναι οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που αφορούν το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα ή οι αποφάσεις περί παύσης ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, οι οποίες λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, ή οποιεσδήποτε άλλες διοικητικές αποφάσεις.»
Το ισπανικό δίκαιο
Ο LO 9/2021
11 Ο Ley Orgánica 9/2021 de aplicación del Reglamento (UE) 2017/1939 del Consejo, de 12 de octubre de 2017, por el que se esoctuce una cooperación reforzada para la creación de la Fiscalía Europea [οργανικός νόμος 9/2021 για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας], της 1ης Ιουλίου 2021 (BOE αριθ. 157, της 2ας Ιουλίου 2021, σ. 78523, στο εξής: LO 9/2021), προβλέπει, στο πλαίσιο κάθε αρμόδιου δικαστηρίου, έναν Juez de garantías (δικαστή αρμόδιο για την τήρηση των δικονομικών εγγυήσεων, στο εξής: δικαστής των εγγυήσεων), ο οποίος, σύμφωνα με το προοίμιο του εν λόγω οργανικού νόμου, αποτελεί όργανο το οποίο δεν συμμετέχει στη διεξαγωγή της διαδικασίας, πλην όμως είναι επιφορτισμένο με τα καθήκοντα δικαστικού ελέγχου που ρητώς προβλέπονται στον εν λόγω οργανικό νόμο.
12 Το άρθρο 42 του LO 9/2021 προβλέπει τα εξής:
«1. Οι Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς διενεργούν την έρευνα σύμφωνα με τον παρόντα οργανικό νόμο, με τον κανονισμό [2017/1939] και με τους κανόνες του εσωτερικού κανονισμού τους, διατάσσοντας τη διεξαγωγή όλων των πράξεων έρευνας και τη λήψη όλων των συντηρητικών μέτρων που προβλέπονται στον Ley de Enjuiciamiento Criminal [(κώδικα ποινικής δικονομίας)], εξαιρουμένων των μέτρων τα οποία, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τη λοιπή νομοθεσία, μπορούν να διατάσσονται μόνον από τα δικαστήρια και τα οποία πρέπει να εγκρίνονται από τον δικαστή των εγγυήσεων.
[…]
3. Οι πράξεις έρευνας διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εκτός από τις ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς στον παρόντα οργανικό νόμο.»
13 Το άρθρο 43 του LO 9/2021 ορίζει τα εξής:
«1. Ο Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας δύναται να κλητεύει και να εξετάζει ως μάρτυρα οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει γνώση των γεγονότων και των περιστάσεων που σχετίζονται με τη διαπίστωση της αξιόποινης πράξης και την εξακρίβωση της ταυτότητας του υπαιτίου ή το οποίο θα μπορούσε να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες προς τον σκοπό αυτόν.
Με εξαίρεση τα πρόσωπα που απαλλάσσονται από την υποχρέωση να εμφανιστούν και να καταθέσουν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, κάθε πρόσωπο το οποίο κλητεύεται από τον Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα υποχρεούται να εμφανιστεί και να καταθέσει, ως μάρτυρας, οτιδήποτε γνωρίζει σχετικά με τις ερωτήσεις που του υποβάλλονται.
2. Η κατάθεση του μάρτυρα λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατυπώσεις που προβλέπει ο κώδικας ποινικής δικονομίας.
Τα υποκείμενα της ποινικής δίκης μπορούν να παρίστανται στην εξέταση του μάρτυρα διά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στη δε περίπτωση αυτή έχουν τη δυνατότητα, μετά το πέρας της κατάθεσης, να ζητήσουν από τον μάρτυρα τις διευκρινίσεις τις οποίες κρίνουν αναγκαίες.»
14 Το άρθρο 90 του LO 9/2021 προβλέπει τα εξής:
«Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τον Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα κατά τη διαδικασία έρευνας μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του δικαστή των εγγυήσεων μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς από τον παρόντα οργανικό νόμο.»
15 Το άρθρο 91 του LO 9/2021 ρυθμίζει τα σχετικά με τη διαδικασία προσφυγής.
16 Δυνάμει του LO 9/2021, το υπό έρευνα πρόσωπο μπορεί να προσφύγει κατά των ακόλουθων αποφάσεων του Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα:
– της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας,
– της απόφασης με την οποία απορρίπτεται το αίτημα του υπό έρευνα προσώπου να εξεταστεί εκ νέου,
– της απόφασης με την οποία απορρίπτεται αίτημα περί διενέργειας πράξεων έρευνας που υποβλήθηκε ενώπιον του Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα,
– της απόφασης με την οποία απορρίπτεται αίτημα να περιληφθούν στον φάκελο της υπόθεσης τα έγγραφα και οι εκθέσεις που υποβλήθηκαν,
– της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η συμμετοχή του πραγματογνώμονα που διορίστηκε από την υπεράσπιση στην πραγματογνωμοσύνη της οποίας η διενέργεια συμφωνήθηκε,
– της απόφασης με την οποία απορρίπτεται αίτημα εξαίρεσης του πραγματογνώμονα,
– της απόφασης περί λήψης προσωρινών μέτρων,
– της απόφασης του Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα περί προσωρινής κράτησης, και
– της απόφασης με την οποία διατάσσεται η επανάληψη της έρευνας.
Ο κώδικας ποινικής δικονομίας
17 Το άρθρο 311 του κώδικα ποινικής δικονομίας ορίζει τα εξής:
«Ο ανακριτής ενεργεί όλες τις ανακριτικές πράξεις που προτείνουν η εισαγγελία ή τα υποκείμενα της ποινικής δίκης, εκτός εάν τις θεωρεί μη αναγκαίες ή επιζήμιες.
Κατά της διάταξης με την οποία απορρίπτεται η διενέργεια των ζητούμενων ανακριτικών πράξεων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή, η οποία παραπέμπεται αμέσως προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου.
[…]»
18 Το άρθρο 766, παράγραφος 1, του κώδικα ποινικής δικονομίας ορίζει τα εξής:
«Κατά των δεκτικών προσβολής διατάξεων του ανακριτή και του ποινικού δικαστηρίου είναι δυνατή η άσκηση αίτησης επανεξέτασης ενώπιον του ίδιου οργάνου καθώς και προσφυγής. Εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως, η ως άνω αίτηση και η ως άνω προσφυγή δεν αναστέλλουν τη διαδικασία.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
19 Οι I.R.O. και F.J.L.R. ήταν διευθυντές εταιρίας ισπανικού δικαίου η οποία έλαβε επιχορήγηση για την υλοποίηση ενός έργου χρηματοδοτούμενου από πόρους της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ενημέρωσε τη Fiscalía de área de Getafe-Leganés (εισαγγελία του Getafe-Leganés, Ισπανία) ότι οι άμεσες δαπάνες προσωπικού, τις οποίες είχε ζητήσει και λάβει η εταιρία αυτή για την απασχόληση δύο ερευνητών κατά την υλοποίηση του εν λόγω έργου, ήτοι των Y.C. και I.M.B., δεν δικαιολογούνταν επαρκώς.
20 Η εισαγγελία του Getafe-Leganés διαβίβασε στο Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 1 de Getafe (πρωτοδικείο αριθ. 1 του Getafe, Ισπανία) μήνυση για απάτη σχετικά με την είσπραξη επιχορηγήσεων. Στις 20 Απριλίου 2021, το εν λόγω δικαστήριο κίνησε διαδικασία ποινικής έρευνας κατά του I.R.O. Στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας, ο I.R.O. εξετάστηκε στις 21 Μαΐου 2021 και άσκησε το δικαίωμα σιωπής. Στις 2 Ιουλίου 2021 το εν λόγω δικαστήριο εξέτασε τον Y.C. ως μάρτυρα.
21 Με απόφαση της 26ης Ιουλίου 2022, οι Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς που επιλήφθηκαν της υπόθεσης στην Ισπανία άσκησαν το δικαίωμά τους ανάληψης της υπόθεσης και κίνησαν τη διαδικασία έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
22 Με αποφάσεις της 22ας Αυγούστου και της 25ης Οκτωβρίου 2022, οι ως άνω Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς κάλεσαν, σύμφωνα με το άρθρο 27 του LO 9/2021, τον I.R.O. και τον F.J.L.R. σε μια πρώτη ακρόαση, προκειμένου να τους ενημερώσουν για τη διεξαγωγή σε βάρος τους έρευνας για απάτη σχετικά με επιχορηγήσεις και για πλαστογραφία, βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 308 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 306 του Código Penal (ποινικού κώδικα) καθώς και των άρθρων 390 και 392 του εν λόγω κώδικα.
23 Με απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023 (στο εξής: απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023), η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43 του LO 9/2021, οι εν λόγω Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς κλήτευσαν τους Y.C. και I.M.B., προκειμένου να εμφανιστούν ενώπιόν τους και να εξεταστούν ως μάρτυρες. Στις 7 Φεβρουαρίου 2023 οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των I.R.O. και F.J.L.R. προσέβαλαν, βάσει του άρθρου 90 του LO 9/2021, την ανωτέρω απόφαση ενώπιον της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, κατά το μέρος που με την εν λόγω απόφαση κλητεύθηκε ο Y.C. να εμφανιστεί και να εξεταστεί ως μάρτυρας. Υποστήριξαν ότι, εφόσον το Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 1 de Getafe (πρωτοδικείο αριθ. 1 του Getafe) είχε ήδη εξετάσει τον Y.C. υπό την ιδιότητα αυτή, το εν λόγω μέτρο έρευνας δεν ήταν ούτε πρόσφορο, ούτε αναγκαίο, ούτε χρήσιμο. Στις 8 Φεβρουαρίου 2023, η εν λόγω υπόθεση παραπέμφθηκε στον Juzgado Central de Instrucción n° 6 de Madrid (έκτο εθνικό τακτικό ανακριτή Μαδρίτης, Ισπανία), ο οποίος συμμετέχει στη διαδικασία ως δικαστής των εγγυήσεων και είναι το αιτούν δικαστήριο.
24 Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να του παράσχει τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης τα οποία θα του επιτρέψουν να εκτιμήσει τις συνέπειες που επάγεται ο κανονισμός 2017/1939 όσον αφορά την αρμοδιότητα του δικαστή των εγγυήσεων να ελέγχει ορισμένες διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, δυνάμει των άρθρων 42 και 43 του LO 9/2021, σε συνδυασμό με το άρθρο 90 του ίδιου νόμου, ο δικαστικός έλεγχος των διαδικαστικών πράξεων του εν λόγω οργάνου είναι δυνατός μόνον εφόσον επιτρέπεται ρητώς από τον ως άνω οργανικό νόμο. Δεδομένου ότι η κλήτευση μαρτύρων δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των πράξεων ως προς τις οποίες ο οργανικός νόμος επιτρέπει τέτοιον έλεγχο, δεν υφίσταται δυνατότητα προσβολής της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023 ενώπιον του δικαστή των εγγυήσεων.
25 Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το άρθρο 42 του κανονισμού 2017/1939 επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων και εκτιμά ότι τούτο ισχύει όσον αφορά την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023.
26 Κατά πρώτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η εν λόγω απόφαση παράγει άμεσο αποτέλεσμα έναντι των προσώπων που κλητεύονται, καθόσον θίγει, αφενός, το θεμελιώδες δικαίωμά τους να εισέρχονται και να εξέρχονται από το έδαφος της Ένωσης καθώς και να κυκλοφορούν ελεύθερα σε αυτό, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 6 του Χάρτη, και, αφετέρου, τα δικαιώματά τους υπεράσπισης, τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 48 του Χάρτη, διότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα οι καταθέσεις τους να αποκαλύψουν κάποια μορφή συμμετοχής στα επίμαχα γεγονότα και να συναχθούν από αυτές ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς, ενώ εξάλλου ο κώδικας ποινικής δικονομίας δεν προβλέπει ότι ο μάρτυρας πρέπει, κατά την κατάθεσή του, να επικουρείται από δικηγόρο.
27 Κατά δεύτερον, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, η κλήτευση των Y.C. και I.M.B. παράγει αποτελέσματα έναντι των προσώπων σε βάρος των οποίων διεξάγεται η εν εξελίξει έρευνα. Το αιτούν δικαστήριο, αφενός, εκτιμά ότι η κλήτευση του Y.C. ως μάρτυρα, ενώ αυτός είχε ήδη καταθέσει υπό την ιδιότητα αυτή ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 1 de Getafe (πρωτοδικείου αριθ. 1 του Getafe), θα μπορούσε να θίξει το δικαίωμα των εν λόγω προσώπων να δικαστούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, δεδομένου ότι τούτο θα συνεπαγόταν την επανάληψη διαδικαστικών πράξεων που έχουν ήδη διενεργηθεί. Αφετέρου, παρατηρεί ότι οι καταθέσεις των Y.C. και I.M.B θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απόκτηση επιβαρυντικών στοιχείων ικανών να βλάψουν τα υπό έρευνα πρόσωπα.
28 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η έλλειψη δυνατότητας προσβολής της αποφάσεως της 2ας Φεβρουαρίου 2023 μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητο, υπό το πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, περιορισμό ατομικού δικαιώματος το οποίο απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης.
29 Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση που τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά εξετάζονταν από Ισπανό ανακριτή, ήτοι από τον ομόλογο, σε εθνικό επίπεδο, του Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, θα έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία ποινικής έρευνας, δεδομένου ότι η ποινή την οποία επισύρουν τα επίμαχα αδικήματα δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη φυλάκισης. Δυνάμει, ωστόσο, του άρθρου 766 του κώδικα ποινικής δικονομίας, οι διατάξεις των ανακριτών με τις οποίες διατάσσεται η διενέργεια ανακριτικών πράξεων στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του ίδιου ανακριτή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και ενώπιον δικαστηρίου ανώτερης βαθμίδας.
30 Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, ασφαλώς, σύμφωνα με μια τάση της εθνικής νομολογίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης που καλείται «Procedimiento Sumario Ordinario» (διαδικασία η οποία εφαρμόζεται επί αδικημάτων που επισύρουν ποινή φυλάκισης άνω των πέντε ετών), το άρθρο 311 του κώδικα ποινικής δικονομίας προβλέπει ότι δεν είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής κατά των διατάξεων περί διενέργειας των ανακριτικών πράξεων που ζητούν οι διάδικοι. Εντούτοις, η νομολογιακή αυτή τάση, η οποία επεκτείνει και στη διαδικασία ποινικής έρευνας την εφαρμογή ειδικής διατάξεως της διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης «Procedimiento Sumario Ordinario», δεν έχει επικυρωθεί από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία), δεν έχει γίνει ομόφωνα αποδεκτή και δεν έχει οδηγήσει σε αντίστοιχη νομοθετική μεταβολή.
31 Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας, δεδομένου ότι ο LO 9/2021 δεν επιτρέπει την προσβολή των πράξεων κλητεύσεως μαρτύρων, ενώ ο κώδικας ποινικής δικονομίας δεν προβλέπει κανέναν περιορισμό όσον αφορά τη δυνατότητα προσβολής των διατάξεων του ανακριτή σχετικά με τη διενέργεια ή την άρνηση διενέργειας ανακριτικών πράξεων.
32 Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο LO 9/2021 περιορίζει τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων σε εξαντλητικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το γεγονός ότι οι εξουσίες ελέγχου του δικαστή των εγγυήσεων που απορρέουν από τον ανωτέρω νόμο, ιδίως από το άρθρο 90 αυτού, έχουν περιοριστικό χαρακτήρα συνιστά εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και των δικαιωμάτων υπεράσπισης τα οποία ο κανονισμός 2017/1939 αναγνωρίζει στους ιδιώτες και τα οποία απορρέουν από τον Χάρτη καθώς και από τις συμφυείς με το κράτος δικαίου αξίες στις οποίες στηρίζεται η Ένωση. Επιπλέον, το προβλεπόμενο στο άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού μέσο ένδικης προστασίας εντάσσεται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας η οποία έχει ως κύριο σκοπό την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής εντός της Ένωσης. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, υφίσταται έννομο συμφέρον και επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος να διασφαλιστεί ότι οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπονται σε εθνικό επίπεδο δεν έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν άνευ αντικειμένου ή να περιορίζουν την άσκηση ενός τέτοιου μέσου ένδικης προστασίας το οποίο απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης.
33 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Juzgado Central de Instrucción n° 6 de Madrid (έκτος εθνικός τακτικός ανακριτής Μαδρίτης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού [2017/1939] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 90 του [LO 9/2021], το οποίο αποκλείει από τον δικαστικό έλεγχο διαδικαστική πράξη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων (υπό την προαναφερθείσα έννοια), όπως η από 2 Φεβρουαρίου 2023 απόφαση του Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα για την κλήτευση μαρτύρων;
2) Έχουν τα άρθρα 6 και 48 του [Χάρτη], καθώς και το άρθρο 7 της οδηγίας [2016/343], την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 90 του [LO 9/2021], σε συνδυασμό με το άρθρο 42, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 43 του εν λόγω νόμου, η οποία αποκλείει από τον δικαστικό έλεγχο διαδικαστική πράξη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπως η απόφαση του Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα για την κλήτευση ως μάρτυρα τρίτου προσώπου για το οποίο υπάρχει εύλογη υπόνοια συμμετοχής στις υπό έρευνα αξιόποινες πράξεις;
3) Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 86, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ την έννοια ότι αντιτίθενται σε σύστημα δικαστικού ελέγχου όπως το προβλεπόμενο στα άρθρα 90 και 91 του LO 9/2021 σχετικά με τις πράξεις των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42, παράγραφος 1, και του άρθρου 43 του εν λόγω νόμου, το οποίο αποκλείει από τον δικαστικό έλεγχο μέτρο που διατάχθηκε από τον Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα κατά την άσκηση των εξουσιών του έρευνας και το οποίο δεν έχει καμία σχέση ισοδυναμίας με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν την προσβολή των διατάξεων τις οποίες εκδίδουν οι ανακριτές κατά την άσκηση των ανακριτικών τους καθηκόντων;
4) Έχει το άρθρο 2 ΣΕΕ, το οποίο διακηρύσσει τις αξίες που είναι συνυφασμένες με το κράτος δικαίου στο οποίο βασίζεται η Ένωση, σε συνδυασμό με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη τα οποία εγγυάται το άρθρο 47 του [Χάρτη] καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, την έννοια ότι αντιτίθεται σε σύστημα δικαστικού ελέγχου των πράξεων των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων το οποίο απαριθμεί περιοριστικά τις περιπτώσεις προσβολής τους, όπως είναι το προβλεπόμενο στα άρθρα 90 και 91 του LO 9/2021;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού
34 Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η Ισπανική, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο διότι είναι αμιγώς υποθετικό. Συγκεκριμένα, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την προσβολή, εκ μέρους των προσώπων σε βάρος των οποίων διεξάγεται η έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, της απόφασης της τελευταίας περί κλητεύσεως τρίτων ως μαρτύρων, ενώ το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά τη δυνατότητα των ίδιων των μαρτύρων να προσβάλουν την εν λόγω απόφαση.
35 Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υποστηρίζει ότι το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα έχουν ομοίως υποθετικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι, κατά την άποψή της, το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 δεν παρέχει άνευ ετέρου δικαίωμα δικαστικού ελέγχου των διαδικαστικών πράξεων του εν λόγω οργάνου χωρίς να υπάρχει νομική βάση στο εθνικό δίκαιο.
36 Κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του κανονιστικού και πραγματικού πλαισίου το οποίο το ίδιο προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ., C‑234/17, EU:C:2018:853, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
37 Εν προκειμένω, αφενός, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 6 και 48 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 7 της οδηγίας 2016/343 αντιτίθενται σε κανόνα του εθνικού δικαίου ο οποίος δεν προβλέπει τη δυνατότητα των τρίτων να προσβάλουν απόφαση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με την οποία αυτοί κλητεύονται να εμφανιστούν ως μάρτυρες, λαμβανομένης υπόψη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους που μπορεί να προκύψει από την εν λόγω απόφαση.
38 Επισημαίνεται ότι, μολονότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά πράγματι την προσβολή της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023, με την οποία οι επιληφθέντες της υποθέσεως της κύριας δίκης Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς κλήτευσαν τους Y.C. και I.M.B. να εμφανιστούν ενώπιόν τους ως μάρτυρες, η απόφαση αυτή δεν προσβλήθηκε από τα ως άνω πρόσωπα, αλλά από τους I.R.O. και F.J.L.R., σε βάρος των οποίων διεξαγόταν η έρευνα των εν λόγω Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους, παρά το εν λόγω πλαίσιο, είναι εντούτοις αναγκαία η απάντηση του Δικαστηρίου στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το εν λόγω ερώτημα είναι απαράδεκτο.
39 Αφετέρου, με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία παρέχει δυνατότητα προσβολής των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μόνον σε ορισμένες περιοριστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις και η οποία, ως εκ τούτου, δεν παρέχει προστασία ισοδύναμη με εκείνη την οποία παρέχουν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες που εφαρμόζονται στις προσφυγές κατά των διατάξεων που εκδίδουν κατά την άσκηση των εξουσιών τους έρευνας οι ανακριτές, οι οποίοι αποτελούν τους ομολόγους, σε εθνικό επίπεδο, των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων.
40 Συναφώς, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του εθνικού δικαίου, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας περί κλητεύσεως των Y.C. και I.M.B. ως μαρτύρων, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν μπορεί να προσβληθεί. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, το εθνικό δίκαιο έχει την έννοια ότι οι διατάξεις ανακριτή με τις οποίες διατάσσεται η εκτέλεση ανακριτικών πράξεων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας υπόκεινται σε προσφυγή.
41 Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, την ακρίβεια των οποίων δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αμφισβητήσει, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι το παραδεκτό της προσφυγής της κύριας δίκης μπορεί να εξαρτάται από την απάντηση του Δικαστηρίου στα ερωτήματα αυτά. Κατά τα λοιπά, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αφορά την ερμηνεία του άρθρου 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 και, επομένως, άπτεται της ουσίας των εν λόγω ερωτημάτων και όχι του παραδεκτού τους.
42 Κατά συνέπεια, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτά.
Επί του πρώτου, του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
43 Με το πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, καθώς και των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στα πρόσωπα σε βάρος των οποίων διεξάγεται έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να προσβάλουν απευθείας ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου απόφαση με την οποία, στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, ο επιληφθείς Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας κλητεύει μάρτυρες.
44 Το άρθρο 4 του κανονισμού 2017/1939 ορίζει ότι «[η] Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων καθώς και των συνεργών σε αξιόποινες πράξεις οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης». Για τον σκοπό αυτόν, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διενεργεί έρευνες, εκτελεί πράξεις δίωξης και ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα στα αρμόδια δικαστήρια των κρατών μελών έως την οριστική περάτωση της υπόθεσης.
45 Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί αδιαίρετο οργανισμό της Ένωσης που λειτουργεί ως ενιαία Εισαγγελία με αποκεντρωμένη δομή. Οι παράγραφοι 2 έως 4 του άρθρου αυτού ορίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οργανώνεται σε δύο επίπεδα, ήτοι, αφενός, σε ένα κεντρικό επίπεδο, αποτελούμενο από την Κεντρική Εισαγγελία, η οποία βρίσκεται στην έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, και, αφετέρου, σε ένα αποκεντρωμένο επίπεδο, το οποίο αποτελείται από τους Ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς που εδρεύουν στα κράτη μέλη.
46 Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών του σκέψεων 30 και 32, οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει, κατ’ αρχήν, να διεξάγονται από τους Ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς, οι οποίοι ενεργούν εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους [απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, G. K. κ.λπ. (Ευρωπαϊκή Εισαγγελία), C‑281/22, EU:C:2023:1018, σκέψη 42].
47 Κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939, ο Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας που έχει επιληφθεί υπόθεσης δύναται, σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό και το εθνικό δίκαιο, να προβεί ο ίδιος στη λήψη των μέτρων έρευνας και άλλων μέτρων. Ειδικότερα, οι Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς έχουν την εξουσία να λαμβάνουν όχι μόνον τα μέτρα έρευνας του άρθρου 30, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, τουλάχιστον στις περιπτώσεις στις οποίες η υπό έρευνα αξιόποινη πράξη τιμωρείται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων ετών, αλλά επίσης, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 30, παράγραφος 4, να ζητούν ή να διατάσσουν οποιαδήποτε άλλα μέτρα στο κράτος μέλος τους τα οποία είναι διαθέσιμα στους εισαγγελείς βάσει του εθνικού δικαίου σε αντίστοιχες εθνικές υποθέσεις. Επιπλέον, όπως ορίζει το εν λόγω άρθρο 30, παράγραφος 5, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί για τη λήψη των μέτρων διέπονται από το ισχύον εθνικό δίκαιο.
48 Στο πλαίσιο αυτό, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 86 του κανονισμού 2017/1939, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων και της δομής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, που τη διακρίνει από όλα τα άλλα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, το άρθρο 86, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ παρέχει στον νομοθέτη της Ένωσης τη δυνατότητα να προβλέπει ειδικούς κανόνες που ισχύουν για τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά την άσκηση των καθηκόντων της.
49 Ο νομοθέτης της Ένωσης άσκησε την αρμοδιότητα αυτή θεσπίζοντας το άρθρο 42 του εν λόγω κανονισμού, του οποίου η παράγραφος 1 προβλέπει ότι οι διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων υπόκεινται σε έλεγχο από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο.
50 Προκειμένου να διαπιστωθεί αν το άρθρο 42, παράγραφος 1, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στα πρόσωπα σε βάρος των οποίων διεξάγεται έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να προσβάλουν απευθείας ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου απόφαση με την οποία ο επιληφθείς της υπόθεσης Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας κλητεύει μάρτυρες, πρέπει να εξακριβωθεί αν μια τέτοια απόφαση εμπίπτει στην κατά το άρθρο 42, παράγραφος 1, έννοια των «διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων».
51 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο από τις απαιτήσεις της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και από την αρχή της ισότητας συνάγεται ότι οι όροι διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύονται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση, για την ερμηνεία δε αυτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της εκάστοτε διατάξεως αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη νομοθεσία της οποίας η οικεία διάταξη αποτελεί μέρος [απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N. (EncroChat), C‑670/22, EU:C:2024:372, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
52 Κατά πρώτον, είναι αληθές ότι, κατά το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939, τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια προβαίνουν στον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων «σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο».
53 Τούτου λεχθέντος, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 42, παράγραφος 1, προκύπτει ότι η εν λόγω αναφορά «στις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο» αφορά μόνον τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια προβαίνουν στον δικαστικό έλεγχο των οικείων πράξεων και όχι το περιεχόμενο της έννοιας των «διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων», ως προς την οποία η διάταξη αυτή δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως.
54 Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 39 έως 43 των προτάσεών του, από το γράμμα και την οικονομία του άρθρου 42 του κανονισμού 2017/1939, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 86, 87 και 89 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ως άνω διάταξη, προκύπτει ότι σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, να προβλέψει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και των δικαστηρίων της Ένωσης για την άσκηση του δικαστικού ελέγχου της δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
55 Επομένως, ενώ, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 49 και 52 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 42, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού απονέμει στα εθνικά δικαστήρια την αρμοδιότητα να ελέγχουν τις διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, οι παράγραφοι 2 έως 8 του εν λόγω άρθρου απαριθμούν τις περιπτώσεις στις οποίες ο δικαστικός έλεγχος της δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εμπίπτει, αντιθέτως, στην αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.
56 Ειδικότερα, το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1939 απονέμει στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης την αρμοδιότητα να ελέγχουν, σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να θέσει υπόθεση στο αρχείο, στο μέτρο που αυτές προσβάλλονται απευθείας με βάση το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, δυνάμει της παραγράφου 8 του εν λόγω άρθρου 42, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ελέγχουν επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τόσο τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που θίγουν τα δικαιώματα τα οποία αντλούν τα υποκείμενα των δεδομένων από το κεφάλαιο VIII του εν λόγω κανονισμού όσο και τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που δεν αποτελούν διαδικαστικές πράξεις, όπως είναι οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που αφορούν το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα, οι τυχόν αποφάσεις περί παύσης Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων, οι οποίες λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ή οποιεσδήποτε άλλες διοικητικές αποφάσεις.
57 Ως εκ τούτου, οι «διαδικαστικές πράξεις», κατά την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939, είναι εκείνες των οποίων η νομιμότητα ελέγχεται, κατ’ αρχήν, από τα εθνικά δικαστήρια, με εξαίρεση εκείνες οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 42, παράγραφος 3, και κατ’ αντιδιαστολή προς τις αποφάσεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τις «διοικητικές αποφάσεις» της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 42, παράγραφος 8, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.
58 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η κατά το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 έννοια των «διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων» συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να ερμηνεύεται βάσει ενιαίων κριτηρίων. Πράγματι, μόνον μια τέτοια ερμηνεία είναι ικανή να διασφαλίσει, σε ολόκληρη την Ένωση, τη συνεπή κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης για την άσκηση του δικαστικού ελέγχου της δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
59 Κατά δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν απόφαση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας περί κλητεύσεως μαρτύρων εμπίπτει στην έννοια αυτή, η οποία δεν ορίζεται από τον κανονισμό 2017/1939.
60 Συναφώς, πρώτον, από την αιτιολογική σκέψη 87 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η φράση «διαδικαστικές πράξεις» αφορά, μεταξύ άλλων, τις πράξεις που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο πλαίσιο των ερευνών της. Δεν αμφισβητείται δε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη απόφαση συνιστά «διαδικαστική πράξη», σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που πρέπει να δοθεί στον εν λόγω όρο, και ότι η πράξη αυτή εκδόθηκε στο πλαίσιο έρευνας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
61 Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν μια τέτοια απόφαση πρέπει να θεωρηθεί διαδικαστική πράξη η οποία «προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων», επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η φράση αυτή αντιστοιχεί στο κριτήριο που χρησιμοποιείται στο άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ για τον ορισμό της έννοιας της πράξεως που μπορεί να προσβληθεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο.
62 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όλες οι διατάξεις ή τα μέτρα που θεσπίζονται από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, ανεξάρτητα από τον τύπο τους, τα οποία αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, ικανών να επηρεάσουν τα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, IMG κατά Επιτροπής, C‑619/20 P και C‑620/20 P, EU:C:2022:722, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
63 Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της εν γένει οικονομίας του εν λόγω κανονισμού και του σκοπού του ως άνω άρθρου, μπορεί να συναχθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, αναφερόμενος σε ένα κριτήριο ανάλογο με εκείνο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν είχε την πρόθεση να περιορίσει τον υποχρεωτικό δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες διαδικαστικών πράξεων, αλλά να επεκτείνει τον εν λόγω έλεγχο σε κάθε πράξη διαδικαστικής φύσεως που αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων ικανών να επηρεάσουν τα συμφέροντα τρίτων, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση, ιδίως δε στις πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο διαδικασίας ποινικής έρευνας.
64 Στο πλαίσιο αυτό, αφενός, επισημαίνεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 87 του κανονισμού 2017/1939, με τον όρο «τρίτος», κατά το άρθρο 42 του ίδιου κανονισμού, νοείται μια κατηγορία προσώπων στην οποία περιλαμβάνονται όχι μόνον ο «ύποπτος» και το «θύμα», αλλά και «άλλοι ενδιαφερόμενοι τα δικαιώματα των οποίων ενδέχεται να θιγούν από τέτοιες πράξεις».
65 Εξάλλου, στο τρίτο εδάφιο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης 87, ο νομοθέτης της Ένωσης, προκειμένου να αποσαφηνίσει την έννοια των «διαδικαστικών πράξεων που δεν προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων», αναφέρθηκε ρητώς μόνο στον διορισμό εμπειρογνωμόνων ή στην επιστροφή των εξόδων των μαρτύρων. Λαμβανομένου υπόψη του ενδεικτικού χαρακτήρα της απαριθμήσεως αυτής, δεν μπορεί να αποκλειστεί, εκ προοιμίου, το ενδεχόμενο μια απόφαση περί κλητεύσεως μαρτύρων, η οποία δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των διαδικαστικών πράξεων που μνημονεύονται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, να θεωρηθεί ότι παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση.
66 Αφετέρου, η ερμηνεία που εκτίθεται στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως είναι η μόνη που δύναται να εγγυηθεί την τήρηση της αρχής κατά την οποία η Ένωση συνιστά ένωση δικαίου, στην οποία τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί υπόκεινται σε έλεγχο της συμφωνίας των πράξεων τους, μεταξύ άλλων, με τις Συνθήκες, με τις γενικές αρχές του δικαίου καθώς και με τα θεμελιώδη δικαιώματα (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
67 Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται επίσης ότι για να καθορισθεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, εάν η προσβαλλόμενη πράξη αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, πρέπει να εξετασθεί η ουσία της και να εκτιμηθούν τα αποτελέσματά της με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της επίμαχης πράξεως, λαμβανομένων υπόψη, ενδεχομένως, του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε, καθώς και των εξουσιών του θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης που την εξέδωσε. Οι εξουσίες αυτές πρέπει να εξετάζονται όχι κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά ως στοιχεία ικανά να διαφωτίσουν τη συγκεκριμένη ανάλυση του περιεχομένου της επίμαχης πράξεως, η οποία είναι καίρια και απαραίτητη (βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, IMG κατά Επιτροπής, C‑619/20 P και C‑620/20 P, EU:C:2022:722, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
68 Υπό το πρίσμα των κριτηρίων που εκτίθενται στις σκέψεις 62 έως 67 της παρούσας αποφάσεως, το ζήτημα αν η απόφαση Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα να κλητεύσει μάρτυρες αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων ικανών να θίξουν τα δικαιώματα των υπό έρευνα προσώπων, όπως είναι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση, δεν μπορεί να επιλυθεί κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.
69 Πράγματι, τα κριτήρια αυτά απαιτούν μια in concreto εκτίμηση της επίμαχης πράξεως υπό το πρίσμα, ιδίως, της ιδιότητας του «τρίτου» που προσβάλλει την εν λόγω πράξη, του περιεχομένου της, του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε και των εξουσιών του οργάνου που την εξέδωσε.
70 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 83 και 85 έως 87 του κανονισμού 2017/1939, το άρθρο 42, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο του 41, έχει την έννοια ότι ο δικαστικός έλεγχος των διαδικαστικών πράξεων που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων διασφαλίζει τον σεβασμό, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων έναντι των οποίων οι διαδικαστικές αυτές πράξεις παράγουν τέτοια αποτελέσματα και, ιδίως, τον έλεγχο του σεβασμού, εκ μέρους του εν λόγω οργάνου, του δίκαιου χαρακτήρα της δίκης και των δικαιωμάτων υπεράσπισης των υπόπτων και των κατηγορουμένων, σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη.
71 Ειδικότερα, ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την εξακρίβωση του αν έγιναν σεβαστά όχι μόνον τα προβλεπόμενα από το δίκαιο της Ένωσης διαδικαστικά δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 41, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, αλλά και, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, όλα τα διαδικαστικά δικαιώματα που παρέχονται από το εσωτερικό δίκαιο που εφαρμόζεται ως προς τα εν λόγω πρόσωπα καθώς και ως προς τα άλλα πρόσωπα τα οποία αφορούν οι διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
72 Επομένως, δεδομένου ότι το εύρος των διαδικαστικών εγγυήσεων που παρέχονται στις διάφορες κατηγορίες προσώπων μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες του οικείου κράτους μέλους, το φάσμα των διαδικαστικών πράξεων τις οποίες τα εν λόγω πρόσωπα δύνανται παραδεκτώς να προσβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορεί επίσης να διαφέρει ανάλογα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.
73 Κατά συνέπεια, η εκτίμηση των αποτελεσμάτων της απόφασης περί κλητεύσεως μαρτύρων επί των δικαιωμάτων των υπό έρευνα προσώπων εξαρτάται, σε κάποιο βαθμό, από τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες καθώς και από τις ειδικές περιστάσεις της ποινικής έρευνας στο πλαίσιο της οποίας η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εξέδωσε την εν λόγω απόφαση και, ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαστήρια που είναι αρμόδια για την άσκηση του δικαστικού ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 είναι τα πλέον κατάλληλα να προβούν στην εν λόγω εκτίμηση.
74 Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 87 του ως άνω κανονισμού. Αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 12 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να περιορίσει, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, οι οποίες διατυπώνονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 4, ΣΕΕ, τον βαθμό εναρμόνισης του δικαστικού ελέγχου των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο απολύτως αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση ενός ενιαίου επιπέδου αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε σχέση με τις πράξεις αυτές, το οποίο να είναι σύμφωνο με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης. Αφετέρου, η ως άνω ερμηνεία συνάδει επίσης με τον υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης του εν λόγω οργάνου της Ένωσης στα συστήματα ποινικής δικονομίας των κρατών μελών στο πλαίσιο των οποίων ασκεί τις αρμοδιότητές του, ο οποίος δικαιολογεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 87, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, τη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τις διαδικαστικές πράξεις του άρθρου 42, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.
75 Κατά συνέπεια, απόκειται στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια να εκτιμήσουν, υπό το πρίσμα ιδίως των εθνικών δικονομικών κανόνων καθώς και των ειδικών περιστάσεων της ποινικής έρευνας η οποία υποβάλλεται στην κρίση του, αν η απόφαση Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα περί κλητεύσεως μαρτύρων αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων ικανών να θίξουν τα συμφέροντα των προσώπων που προσβάλλουν την εν λόγω απόφαση, όπως, εν προκειμένω, των υπό έρευνα προσώπων, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση, μεταξύ άλλων θίγοντας τα διαδικαστικά δικαιώματά τους. Εφόσον τούτο συμβαίνει, η εν λόγω απόφαση υπόκειται στον έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939.
76 Κατά τρίτον, όσον αφορά το ζήτημα αν ο δικαστικός έλεγχος πρέπει κατά περίπτωση να διενεργείται στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής κατά της ίδιας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι το γράμμα της ως άνω διατάξεως δεν διευκρινίζει αν τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν ειδικό μέσο ένδικης προστασίας το οποίο να καθιστά δυνατή την ευθεία προσβολή διαδικαστικής πράξεως της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και αν ο έλεγχος αυτός πρέπει κατ’ ανάγκην να αποσκοπεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως.
77 Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι ο δικαστικός αυτός έλεγχος ασκείται «σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο». Επομένως, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται πλήρως ο σεβασμός των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, η ως άνω διάταξη δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, στα κράτη μέλη στα οποία οι κανόνες της ποινικής δικονομίας δεν προβλέπουν τέτοιο ειδικό ένδικο βοήθημα για την προσβολή των πράξεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, ο δικαστικός αυτός έλεγχος να μπορεί να ασκηθεί παρεμπιπτόντως.
78 Η ως άνω ερμηνεία επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 88 του κανονισμού 2017/1939, η οποία αναφέρει ότι, όσον αφορά τον έλεγχο νομιμότητας που ασκούν τα εθνικά δικαστήρια επί των διαδικαστικών πράξεων που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, θα πρέπει να διασφαλίζονται αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.
79 Η ως άνω διάταξη της Συνθήκης ΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους τομείς που καλύπτονται από το δίκαιο της Ένωσης. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αυτή αντιστοιχεί στο δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής κάθε προσώπου του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη. Η εν λόγω υποχρέωση συνεπάγεται όμως μόνον ότι σε κάθε πρόσωπο αναγνωρίζεται το δικαίωμα να προσβάλει δικαστικώς βλαπτική για το ίδιο πράξη η οποία θίγει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του και όχι κατ’ ανάγκην ότι ο φορέας του δικαιώματος αυτού διαθέτει άμεσο μέσο ένδικης προστασίας το οποίο σκοπεί, κυρίως, στην προσβολή συγκεκριμένου μέτρου, εφόσον υφίστανται, εξάλλου, ενώπιον των διαφόρων αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, ένα ή περισσότερα μέσα ένδικης προστασίας που του παρέχουν τη δυνατότητα να επιτύχει, παρεμπιπτόντως, τον δικαστικό έλεγχο του μέτρου αυτού, διασφαλίζοντας τον σεβασμό των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που το δίκαιο της Ένωσης κατοχυρώνει υπέρ αυτού, χωρίς να απαιτείται προς τούτο να εκτεθεί στον κίνδυνο να υποστεί δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση μη τηρήσεως του μέτρου αυτού [πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα), C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψεις 47, 58 και 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
80 Συναφώς, μολονότι το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, εντούτοις δεν προδικάζει τους δικονομικούς κανόνες του δικαστικού ελέγχου τον οποίον ασκούν τα εθνικά δικαστήρια. Επομένως, ο έλεγχος αυτός μπορεί επίσης να λάβει τη μορφή παρεμπίπτοντος ελέγχου, ιδίως από το δικάζον ποινικό δικαστήριο, εφόσον οι εν λόγω δικονομικοί κανόνες διασφαλίζουν δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, όπερ προϋποθέτει ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της διαφοράς είναι αρμόδιο να εξετάσει όλα τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς αυτής. Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να είναι αρμόδιο να εξακριβώσει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η πράξη αυτή δεν συνελέγησαν ή χρησιμοποιήθηκαν κατά τρόπο που προσβάλλει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνει υπέρ του ενδιαφερομένου το δίκαιο της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα), C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
81 Τέλος, κατά τέταρτον, όπως αφήνει να εννοηθεί το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 88 του κανονισμού 2017/1939, το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών.
82 Δυνάμει της αρχής αυτής, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες των ένδικων βοηθημάτων και μέσων που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που καλύπτονται από το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι, στις καταστάσεις που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψεις 56 και 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
83 Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, το αιτούν δικαστήριο εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η αρχή αυτή τηρείται από τους εφαρμοστέους εθνικούς δικονομικούς κανόνες.
84 Προκειμένου να ελεγχθεί η τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας, πρέπει, αφενός, να προσδιοριστούν οι παρεμφερείς διαδικασίες ή τα παρεμφερή μέσα ένδικης προστασίας και, αφετέρου, να κριθεί αν τα μέσα ένδικης προστασίας που στηρίζονται στο εθνικό δίκαιο αντιμετωπίζονται πιο ευνοϊκά σε σχέση με τα μέσα ένδικης προστασίας τα οποία αφορούν την προάσπιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης [απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
85 Ως προς τον παρεμφερή χαρακτήρα των ενδίκων βοηθημάτων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει άμεση γνώση των εφαρμοστέων δικονομικών κανόνων, να ελέγξει την ομοιότητα των σχετικών μέσων ένδικης προστασίας, με γνώμονα το αντικείμενο, την αιτία και τα ουσιώδη στοιχεία τους [απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
86 Εν προκειμένω, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 29 και 40 της παρούσας αποφάσεως, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι τα μέσα ένδικης προστασίας κατά των διαδικαστικών πράξεων των διορισμένων στην Ισπανία Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων πρέπει να συγκριθούν με εκείνα τα οποία προβλέπονται στο εσωτερικό δίκαιο, κατά ανάλογων πράξεων που διενεργούνται από ανακριτή, ήτοι τον ομόλογο, σε εθνικό επίπεδο, του Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα.
87 Όσον αφορά την παρόμοια αντιμετώπιση των μέσων ένδικης προστασίας, υπενθυμίζεται ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη σχετική με τα μέσα ένδικης προστασίας που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης είναι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνες που αφορούν παρόμοια μέσα ένδικης προστασίας του εσωτερικού δικαίου πρέπει να αναλύεται από το εθνικό δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη της σημασίας των οικείων κανόνων στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας, του τρόπου διεξαγωγής της και των ιδιαιτεροτήτων των κανόνων αυτών, ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαστηρίων [απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
88 Συναφώς, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 61 των προτάσεών του, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να προκύπτει ότι τα πρόσωπα σε βάρος των οποίων διεξάγεται έρευνα από διορισμένο στην Ισπανία Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα πρόσωπα σε βάρος των οποίων διεξάγεται έρευνα από ανακριτή, δεδομένου ότι η εθνική ρύθμιση που ισχύει για τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας δεν προβλέπει τη δυνατότητα ευθείας προσφυγής κατά της απόφασης περί κλητεύσεως μαρτύρων, ενώ η ρύθμιση που ισχύει για τον δικαστικό έλεγχο ανάλογης πράξης ανακριτή προβλέπει τη δυνατότητα προσβολής της πράξης αυτής ενώπιον του εν λόγω ανακριτή ή ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου.
89 Εντούτοις, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν τούτο ισχύει, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που εκτίθενται στη σκέψη 87 της παρούσας αποφάσεως, και ιδίως αν πρέπει να απορριφθεί η ερμηνεία του εθνικού δικαίου την οποία υποστηρίζουν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με την οποία, σε μια αμιγώς εσωτερική κατάσταση, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν δικονομικές διατάξεις οι οποίες δεν προβλέπουν τέτοια ευθεία προσφυγή.
90 Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή δεν συνεπάγεται, εν προκειμένω, άλλες απαιτήσεις πέραν εκείνων που απορρέουν από το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ [πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Πλην όμως, από τη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι οι εν λόγω διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης δεν αντιτίθενται στην έλλειψη άμεσου μέσου ένδικης προστασίας κατά διαδικαστικής πράξεως της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας περί κλητεύσεως μαρτύρων, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι απαιτήσεις που μνημονεύονται, ειδικότερα, στην εν λόγω σκέψη 79 και στη σκέψη 80 της παρούσας αποφάσεως.
91 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη καθώς και των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι απόφαση με την οποία, στο πλαίσιο έρευνας, ο επιληφθείς της υποθέσεως Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας κλητεύει μάρτυρες υπόκειται στον έλεγχο του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 1, όταν η απόφαση αυτή αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων ικανών να θίξουν τα συμφέροντα των προσώπων που προσβάλλουν την εν λόγω απόφαση, όπως είναι τα πρόσωπα σε βάρος των οποίων διεξάγεται η έρευνα, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή, το εθνικό δίκαιο πρέπει να εγγυάται στα εν λόγω πρόσωπα τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της ως άνω αποφάσεως, τουλάχιστον παρεμπιπτόντως, κατά περίπτωση από το δικάζον ποινικό δικαστήριο. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ισοδυναμίας, όταν οι εθνικές δικονομικές διατάξεις που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου προβλέπουν τη δυνατότητα απευθείας προσβολής ανάλογης αποφάσεως, η δυνατότητα αυτή πρέπει να παρέχεται επίσης στα εν λόγω πρόσωπα.
Επί των δικαστικών εξόδων
92 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
Το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας,
έχει την έννοια ότι:
απόφαση με την οποία, στο πλαίσιο έρευνας, ο επιληφθείς της υποθέσεως Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας κλητεύει μάρτυρες υπόκειται στον έλεγχο του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 1, όταν η απόφαση αυτή αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων ικανών να θίξουν τα συμφέροντα των προσώπων που προσβάλλουν την εν λόγω απόφαση, όπως είναι τα πρόσωπα σε βάρος των οποίων διεξάγεται η έρευνα, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση.
Στην περίπτωση αυτή, το εθνικό δίκαιο πρέπει να εγγυάται στα εν λόγω πρόσωπα τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της ως άνω αποφάσεως, τουλάχιστον παρεμπιπτόντως, κατά περίπτωση από το δικάζον ποινικό δικαστήριο.
Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ισοδυναμίας, όταν οι εθνικές δικονομικές διατάξεις που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου προβλέπουν τη δυνατότητα απευθείας προσβολής ανάλογης αποφάσεως, η δυνατότητα αυτή πρέπει να παρέχεται επίσης στα εν λόγω πρόσωπα.
(υπογραφές)