ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσφυγή κατά εγγραφής σε βεβαιωτικούς καταλόγους Δήμου – Τέλη χρήσης δημοτικών κτημάτων – Η εγγραφή σε βεβαιωτικό κατάλογο Δήμου συνιστά εν ευρεία εννοία βεβαίωση οφειλής, κατά της οποίας στρέφεται ο οφειλέτης με προσφυγή και όχι ανακοπή ενώπιον των Τ.Δ.Δ. – Το δικαίωμα Δήμου για επιβολή φόρων, τελών, δικαιωμάτων και εισφορών, όπως τα τέλη χρήσης δημοτικού κτήματος υπόκειται, καταρχήν, στην πενταετή προθεσμία παραγραφής του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 344/1968, εντός της οποίας πρέπει να χωρήσει η έκδοση της εν ευρεία εννοία βεβαίωσης και η νομότυπη κοινοποίηση της – Μη νόμιμη η το πρώτον εγγραφή του προσφεύγοντος στους χρηματικούς καταλόγους του καθ’ ου Δήμου την 01η.01.2010 για οφειλές από αυθαίρετη χρήση δημοτικού κτήματος για τα έτη 1998 – 2004, καθώς οι αξιώσεις είχαν παραγραφεί διαδοχικά κατά τα έτη 2003 – 2009 – Η μεταγενέστερη διαγραφή των οφειλών του προσφεύγοντος από τον οικείο χρηματικό κατάλογο δυνάμει δικαστικής απόφασης, δεν δύναται να οδηγήσει στην παράταση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της αρχικής εν ευρεία εννοία βεβαίωσης, το δικαίωμα του καθ’ ου για την επίδικη εγγραφή ήταν ήδη παραγεγραμμένο – Δέχεται την προσφυγή
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΙΔ΄
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου 2024, με δικαστή τη Χριστίνα Γιασίν, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα τη Χρυσή Καραγιάννη, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή με αριθμό και ημερομηνία κατάθεσης ……/25.09.2020 (Ε.Α.Υ…….),
του …….., ήδη αποβιώσαντος, κατοίκου εν ζωή Ευόσμου Θεσσαλονίκης (οδός …..). Τη δίκη δήλωσε ότι επαναλαμβάνει η νόμιμη κληρονόμος του ………, η οποία παραστάθηκε με την από 23.10.2024 δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., διά της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας – Νεφέλης Μπαρτζώκα, που νομιμοποιήθηκε με το από 22.10.2024 ιδιωτικό πληρεξούσιο έγγραφο,
κατά του Δήμου Παύλου Μελά, που εκπροσωπείται από το Δήμαρχο αυτού, για τον οποίο παραστάθηκε με την με ημερομηνία κατάθεσης 16.10.2024 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος Λιαδάκης.
Το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τη δικογραφία, σκέφτηκε σύμφωνα με τον νόμο.
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, η οποία νομίμως εισάγεται προς συζήτηση μετά τη δημοσίευση της …/2023 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου και για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε παράβολο ποσού 41,88 ευρώ (βλ. το υπ’ αριθ. …./25.09.2020 διπλότυπο είσπραξης, τύπου Α΄, της Δ.Ο.Υ. ..΄ Θεσσαλονίκης, ποσού 13,96 ευρώ και το με κωδικό πληρωμής 470403840952 1004 0092 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 27,92 ευρώ, με τη συνημμένη εξοφλητική απόδειξη, σε συνδυασμό με το …/25.09.2020 σημείωμα υπολογισμού της δημοτικής αρχής), ζητείται η ακύρωση οκτώ (8) εγγραφών του προσφεύγοντος στον υπ’ αριθ. …./2020 βεβαιωτικό κατάλογο του Δήμου Παύλου Μελά για τα ποσά των 1.200 ευρώ, 800 ευρώ, 440 ευρώ, 440,21 ευρώ, 440,21 ευρώ, 440,21 ευρώ, 176,08 ευρώ και 171,16 ευρώ, αντίστοιχα, ως χρέος προερχόμενο από επιβληθέντα (και επαναβεβαιωθέντα) σε βάρος του τέλη αυθαίρετης χρήσης δημοτικών κτημάτων κατά τα έτη, εν όλω, 1998-2004.
2. Επειδή, εφόσον ο Π.Ζ. απεβίωσε στις 07.07.2022, ήτοι μετά την άσκηση της προσφυγής, η διακοπείσα δίκη νομίμως επαναλαμβάνεται (άρθρα 140 παρ. 1-3 και 141 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ν. 2717/1999, Α’ 97) από τη νόμιμη κληρονόμο του, ήτοι από την κόρη του Ε.Ζ. (βλ. σχετ.: α) την …../07.07.2022 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου του Δήμου Παύλου Μελά, β) το …../15.07.2022 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του ίδιου Δήμου, σύμφωνα με το οποίο ο θανών κατέλιπε πλησιέστερους εν ζωή συγγενείς του τη σύζυγό του Σ.Ζ. και τα τέκνα του Ζ., Ν. και Ε. Ζ., γ) το …../29.11.2022 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, στο οποίο αναφέρεται ότι με το …../16.09.2022, ομοίως προσκομιζόμενο, πρακτικό δημοσιεύθηκε η από 19.03.2022 ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος, με την οποία αυτός καθιστά κληρονόμο στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του την κόρη του Ε.Ζ. και η οποία κηρύχθηκε κυρία με την …/16.09.2022 πράξη, δ) το με αρ. πρωτ. …./14.12.2022 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης περί μη προσβολής του κύρους της ως άνω διαθήκης, ε) το με αρ. πρωτ. …./28.11.20922 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης περί μη καταχώρισης δήλωσης αποποίησης από την ανωτέρω κληρονόμο της κληρονομίας που κατέλιπε ο θανών και στ) τις με αρ. κατ. στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης …./2022 και …../2022 δηλώσεις απολύτου αποποίησης κληρονομίας των Ζ.Ζ. και Ζ.Ν.).
3. Επειδή, στο άρθρο 19 παρ. 1 και 7 του β.δ/τος της 24.9/20.10.1958 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον Νόμου των ισχυουσών διατάξεων περί των προσόδων Δήμων και Κοινοτήτων» (Α’ 171) ορίζεται ότι: «1. Εις τους ποιούμενους χρήσιν δημοτικών ή κοινοτικών κτημάτων, έργων ή υπηρεσιών ο Δήμος ή η Κοινότης δικαιούται να επιβάλει τέλη ή δικαιώματα οριζόμενα δι’ αποφάσεως του Συμβουλίου… 7. (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν.δ/τος 703/1970, Α’ 219): «Τα κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου τέλη ή δικαιώματα επί των ποιουμένων χρήσιν δημοτικών ή κοινοτικών κτημάτων ή έργων, επιβάλλονται και βεβαιούνται και οσάκις, εκ της αυθαιρέτου καταλήψεως των εν λόγω κτημάτων ή έργων, παρακωλύεται ή αποκλείεται η κοινή χρήσις αυτών». Περαιτέρω, το ν.δ. 318 της 18/23.10.1969 «Περί βεβαιώσεως και εισπράξεως των εσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων» (Α’ 212) ορίζει, στο άρθρο 11, ότι: «1. Αποφασισθείσης της επιβολής τέλους διά την χρήσιν δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων, έργων ή υπηρεσιών, βάσει των διατάξεων του άρθρου 19 του Ν.Δ/τος 3033/1954, το συμβούλιον υποχρεούται διά της αυτής πράξεως να ορίση, εάν οι υπόχρεοι εις την καταβολήν του τέλους οφείλουν να υποβάλουν εντός τακτής προθεσμίας, δήλωσιν περί της εκτάσεως της παρεχομένης αυτοίς ωφελιμότητος εκ των περί ων πρόκειται κτημάτων, έργων ή υπηρεσιών 2. … 3. Βάσει των υποβληθεισών δηλώσεων καταρτίζεται ο βεβαιωτικός κατάλογος του τέλους …». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα τέλη ή δικαιώματα για τη χρήση (νόμιμη ή αυθαίρετη) δημοτικών κτημάτων, έργων ή υπηρεσιών επιβάλλονται μονομερώς από τους Δήμους, ήτοι με κανονιστική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία επιτρέπει την εν λόγω χρήση και καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού του καταβλητέου τέλους ή δικαιώματος κατά μονάδα ή με άλλο τρόπο. Με βάση δε την κανονιστική αυτή απόφαση ενεργείται, κατά την προβλεπόμενη από τις εκτιθέμενες στις επόμενες σκέψεις διαδικασία, η εγγραφή του υπόχρεου στον οικείο βεβαιωτικό κατάλογο του Δήμου. Η αμφισβήτηση της νομιμότητας της εγγραφής αυτής, η οποία γίνεται βάσει της κατά τα ανωτέρω κανονιστικής ρύθμισης, δημιουργεί ατομική διοικητική διαφορά, για την εκδίκαση της οποίας δικαιοδοσία έχουν τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία, δυνάμενα να ασκήσουν και παρεμπιπτόντως έλεγχο της νομιμότητας της κανονιστικής απόφασης του δημοτικού συμβουλίου, προβαίνουν σε ακύρωση της φορολογικής εγγραφής αν κρίνουν ότι στηρίζεται σε μη νόμιμη κανονιστική απόφαση ή είναι ακυρωτέα για άλλο λόγο (βλ. ΣτΕ 2216/2003, 1827/1989, ΔΕφΠειρ 1525/2019, 1645/2018, 1795/2017).
4. Επειδή, με το άρθρο 22 του ν.δ/τος 318/1969 «Περί βεβαιώσεως και εισπράξεως των εσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων» (Α’ 212), ορίζεται ότι: «1. Οι βεβαιωτικοί κατάλογοι … τελών … και προστίμων καταρτίζονται κατά τας διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 – 5 του από 17 Μαΐου 1959 Β.Δ. 2. Απόσπασμα των βεβαιωτικών καταλόγων κοινοποιείται με απόδειξη στο φορολογούμενο, για πόσο μεγαλύτερο από δέκα χιλιάδες δραχμές. …. 3. Αντίγραφον του βεβαιωτικού καταλόγου αποστέλλεται, συγχρόνως με την ενέργειαν των κοινοποιήσεων εις τον ταμίαν διά την βεβαίωσιν του εσόδου. Μετά την πάροδον της, διά την άσκησιν προσφυγής κατά των βεβαιωτικών καταλόγων, προθεσμίας, η δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία αποστέλλει εις τον ταμίαν πίνακα εμφαίνοντα τα ονοματεπώνυμα των ασκησάντων προσφυγήν μετά μνείας του αριθμού υφ’ όν ούτοι φέρονται εγγεγραμμένοι εις τον βεβαιωτικόν κατάλογον. Ο ταμίας βάσει του πίνακος τούτου, αναστέλλει την είσπραξιν των αφορώντων εις τους προσφυγόντας ποσών, γνωστοποιεί δε εις τους υπολοίπους το χρέος των, κατά τας διατάξεις του άρθρου 41 του ν.δ. 4260/1962» [στο άρθρο 41 του ως άνω ν.δ/τος 4260/1962 (Α’ 186) προβλέπεται ότι: «Οι οφειλέται των δήμων και κοινοτήτων λαμβάνουν γνώσιν του χρέους των δι’ ατομικής ειδοποιήσεως, αποστελλομένης εις αυτούς υπό του αρμοδίου ταμείου εντός μηνός από της ημέρας, κατά την οποίαν οι φορολογικοί κατάλογοι ή τα εξ άλλης αιτίας χρέη εβεβαιώθησαν οριστικώς. Αι ατομικαί ειδοποιήσεις αποστέλλονται, είτε δια δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων ή εισπρακτόρων επί τη υπογραφή των παραληπτών οφειλετών ή εν απουσία τούτων υπό των οικείων των εις ειδικόν βιβλιάριον, είτε δια του ταχυδρομείου, τηρουμένου προς τούτο παρ’ εκάστω ταμείω ιδίου βιβλίου, εμφαίνοντος την έκδοσιν και αποστολήν των ατομικών ειδοποιήσεων. …»]. Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του από 17.5/15.06.1959 β.δ/τος (Α’ 114) «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» ορίζεται ότι: «1. Τίτλος βεβαιώσεως είναι παν έγγραφον αποδεικτικόν ή και απλώς βεβαιωτικόν της οφειλής προς τον δήμον. Ειδικώτερον: έγγραφα αποτελούντα νομίμους τίτλους είναι: α) … δ) … οι φορολογικοί κατάλογοι οι κατά τους οικείους φορολογικούς νόμους καταρτιζόμενοι υπό των αρμοδίων προς βεβαίωσιν του εσόδου το οποίον αφορώσιν ούτοι Υπηρεσιών ή οργάνων των δήμων. … 2. Τα εκ των ως άνω τίτλων στοιχεία καταχωρίζονται εις καταλόγους ή καταστάσεις εφ’ όσον αναγράφονται ονομαστικώς οι φορολογούμενοι και τα εισπρακτέα καθ’ έκαστον τούτων ποσά, αναλυτικώς. 3. Αι εγγραφαί αύται γνωστοποιούνται επί αποδείξεσι είς τους φορολογουμένους διά κοινοποιήσεως αποσπασμάτων εγγραφής, καλουμένους άμα όπως εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ασκήσουν τα ένδικα μέσα κατά της εγγραφής των. 4. Οι ούτω καταρτιζόμενοι κατάλογοι ή καταστάσεις μετά την εκπνοήν των νομίμων προθεσμιών υπογράφονται παρά των αρμοδίων οργάνων της βεβαιωτικής του εσόδου υπηρεσίας και αρχής και σφραγίζονται διά της υπηρεσιακής αυτής σφραγίδος, αποτελούν δε τον πλήρη βεβαιωτικόν νόμιμον τίτλον και εν συνεχεία τον νόμιμον τίτλον της εισπράξεως των βεβαιωθέντων εσόδων. 5. Ο ως άνω καταρτισθείς κατ’ έσοδον και οικονομικόν έτος νόμιμος τίτλος, συντεταγμένος εις τριπλούν και συνοδευόμενος από κατάστασιν συντεταγμένην εις τριπλούν, αναγράφουσαν περιληπτικώς τον συνολικόν αριθμόν των φορολογουμένων, το είδος του εσόδου και το ποσοτικόν άθροισμα του τίτλου, διαβιβάζεται δι’ εγγράφου του δημάρχου ή της αρμοδίας βεβαιωτικής αρχής εις το αρμόδιον ταμείον του δήμου. …», ενώ με το άρθρο 52 του αυτού β.δ/τος ορίζεται ότι: «1. Άμα τη υπό του δημάρχου ή των αρμοδίων υπηρεσιών του δήμου ή άλλων αρμοδίων αρχών αποστολή εις το ταμείον δήμου χρηματικών καταλόγων ή άλλων χρηματικών τίτλων εισπρακτέων εσόδων, ο δημοτικός ταμίας ή ο προϊστάμενος του γραφείου εσόδων ελεγκτής ή λογιστής επιμελείται … της εμπροθέσμου εξελέγξεως των χρηματικών καταλόγων ή τίτλων, της εντός των νομίμων προθεσμιών εκδόσεως του προσήκοντος αποδεικτικού παραλαβής εισπρακτέων της καταχωρίσεως αυτού εις το βιβλίον εισπρακτέων εσόδων και της αποστολής του παραρτήματος εις την εντεταλμένην την βεβαίωσιν υπηρεσίαν ως και την λογιστικήν υπηρεσία του δήμου. 2. Συντελεσθείσης της κατά την προηγουμένην παράγραφον οριζομένης εργασίας διά την βεβαίωσιν των εσόδων ο δημοτικός ταμίας, επιμελεία του προϊσταμένου του γραφείου εσόδων ελεγκτού ή λογίστου εκδίδει ατομικάς ειδοποιήσεις ή γενικάς ή ειδικάς προσκλήσεις προς τους οφειλέτας, αντίγραφα δε ή αποσπάσματα των χρηματικών καταλόγων παραδίδει, επί αποδείξει, εις τα εισπρακτορικά όργανα όπως επιμεληθούν της εισπράξεως».
5. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 505/1976 (Α’ 353), κάθε εγγραφή σε βεβαιωτικό κατάλογο δήμου, για οποιοδήποτε δημοτικό φόρο, τέλος, δικαίωμα κ.λπ. υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου (παρ. 1) ασκουμένη εντός προθεσμίας είκοσι ημερών (και ήδη εξήντα ημερών μετά την ισχύ του Κ.Δ.Δ. – ν. 2717/1999, Α’97), από την επομένη της κατά το άρθρο 22 του ν.δ. 318/1969 κοινοποίησης στον φερόμενο ως υπόχρεο του ανωτέρω σχετικού αποσπάσματος, εφόσον δε η σχετική χρέωση είναι μεγαλύτερη των 10.000 δραχμών η κοινοποίηση του ανωτέρω αποσπάσματος πρέπει να γίνει κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 61 παρ. 5 του ν. 1416/1984, Α΄ 18) και ήδη του Κ.Δ.Δ. (άρθρα 47 έως 57 του Κ.Δ.Δ.), ενώ στην παρ. 1 του άρθρου 61 του ν. 1416/1984 (Α’ 18) ορίζεται ότι: «Η άσκηση προσφυγής κατά πράξης βεβαίωσης δημοτικών ή κοινοτικών φόρων, τελών, δικαιωμάτων και εισφορών δεν αναστέλλει την είσπραξη του ποσού που βεβαιώθηκε, εφόσον η βεβαίωση αυτή στηρίχθηκε σε στοιχεία που δηλώθηκαν από τον υπόχρεο στο δήμο ή την κοινότητα ή σε άλλη αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, για την προσβολή της εγγραφής υποχρέου προσώπου σε χρηματικό κατάλογο Δήμου ασκείται προσφυγή ενώπιον των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Η δε εγγραφή του εκάστοτε υπόχρεου προσώπου στον χρηματικό – βεβαιωτικό κατάλογο Δήμου συνιστά εν ευρεία εννοία βεβαίωση (ΔΕφΑθ 3056/2022, 3648/2019, ΔΕφΘεσ 1700/2018), ενώ παρίσταται διάφορη η περίπτωση της προσβολής πράξης Δήμου, με την οποία βεβαιώνεται δημοτική οφειλή υποχρέου, η οποία συνιστά πράξη εκτέλεσης (εν στενή εννοία βεβαίωση) και προσβάλλεται ενώπιον των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής, σύμφωνα με τα άρθρα 217 επόμενα του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, Α’ 97). Επομένως, η κρινόμενη προσφυγή ασκείται, εν γένει, παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του καθ’ ου.
6. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 2 παρ. 1 του α.ν. 344/1968 (Α’ 71), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 παρ. 2 του ν. 1416/1984 (Α’ 18), ορίζεται ότι: «Η βεβαίωσις των φόρων, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών και αντιτίμου προσωπικής εργασίας ενεργείται υπό των δήμων και κοινοτήτων εντός αποσβεστικής προθεσμίας πέντε ετών από της λήξεως του οικονομικού έτους, εις ο ανάγονται. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η βεβαίωση μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας αν: α) είναι άγνωστος ο υπόχρεος, β) έχει ακυρωθεί μετά την πάροδο της πενταετίας η φορολογική εγγραφή για το λόγο ότι ο υπόχρεος δεν έλαβε γνώση της εγγραφής, γ) η βεβαίωση έγινε σε πρόσωπο που δεν είχε μερική ή ολική φορολογική υποχρέωση και δ) η βεβαίωση έγινε για οικονομικό έτος διάφορο από αυτό που αφορά η φορολογική υποχρέωση.».
7. Επειδή, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το δικαίωμα του οικείου δήμου για επιβολή φόρων, τελών, δικαιωμάτων και εισφορών που προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις, μεταξύ των οποίων και τα τέλη χρήσης δημοτικού κτήματος και, περαιτέρω, για την εν ευρεία εννοία βεβαίωσή τους, υπόκειται, καταρχήν, στην πενταετή αποσβεστική προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 344/1968, εκτός εάν η δημοτική αρχή επικαλεσθεί και αποδείξει ότι συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο δεύτερο εδάφιο της παραπάνω παραγράφου εξαιρετικές περιπτώσεις, που επιτρέπουν την υπέρβαση της ως άνω προθεσμίας (πρβλ. ΣτΕ 1612/2020, 1900/1999, 69/1998, 3286/1995). Περαιτέρω, προκειμένου να μην παραγραφεί το δικαίωμα του Δήμου να επιβάλει τα ένδικα τέλη, πρέπει εντός της θεσπιζομένης με τις παραπάνω διατάξεις πενταετούς προθεσμίας από τη λήξη του έτους στο οποίο αυτά ανάγονται, όχι μόνο να εκδοθεί η σχετική καταλογιστική πράξη, αλλά και να κοινοποιηθεί αυτή νομότυπα στο πρόσωπο, σε βάρος του οποίου χωρεί ο καταλογισμός. Τούτο διότι, με τις περί παραγραφής διατάξεις του παραπάνω άρθρου, σκοπείται η εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος εκκαθάριση των διαφορών που ανακύπτουν από την επιβολή των εν λόγω οικονομικών επιβαρύνσεων, χάριν της αποτελεσματικής λειτουργίας της Διοίκησης, αλλά και της διασφάλισης της σταθερότητας των δημιουργούμενων νομικών και πραγματικών καταστάσεων και της εμπέδωσης της ασφάλειας δικαίου των διοικουμένων. Οι στόχοι δε αυτοί δεν επιτυγχάνονται, όταν η Διοίκηση εκδίδει μεν την καταλογιστική πράξη εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, η κοινοποίηση, όμως, της πράξης αυτής στον διοικούμενο – από την οποία, άλλωστε, εκκινεί, καταρχήν, και η προθεσμία για την δικαστική αμφισβήτησή της – λαμβάνει χώρα μετά τη συμπλήρωση της ανωτέρω πενταετίας (πρβλ. ΣτΕ 3563/2013). Τέλος, όπως συνάγεται από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, το κατ’ εξαίρεση δικαίωμα της δημοτικής αρχής να εκδώσει και να κοινοποιήσει στον υπόχρεο εν ευρεία εννοία ταμειακή βεβαίωση μετά την πάροδο της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, στην περίπτωση που η φορολογική εγγραφή ακυρώθηκε μετά την πάροδο της πενταετίας, για τον λόγο ότι ο υπόχρεος δεν έλαβε γνώση αυτής, τελεί υπό την προϋπόθεση της εμπρόθεσμης (πριν την συμπλήρωση του κατ’ αρχήν ισχύοντος χρόνου της παραγραφής) έκδοσης της αρχικής εν ευρεία εννοία βεβαίωσης, η οποία αφορούσε στην φορολογική εγγραφή που ακυρώθηκε (πρβλ. ΣτΕ 187/2003, ΔΕφΑθ 3521/2024).
8. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τις υπ’ αριθ. …../01.01.2011 πράξεις του αρμοδίου οργάνου, ο καθ’ου η προσφυγή Δήμος Παύλου Μελά βεβαίωσε ταμειακώς, σε βάρος του προσφεύγοντος, οφειλές, οι οποίες προέρχονται από την επιβολή τελών για την αυθαίρετη χρήση, κατά τα έτη 1998-2004, κοινόχρηστης έκτασης … τ.μ., από το …. τεμάχιο, κείμενο εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Ν. Ευκαρπίας. Κατά των εν λόγω πράξεων ο προσφεύγων άσκησε, στις 06.02.2012, ανακοπή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Εν τω μεταξύ και πριν την έκδοση απόφασης επί της ως άνω ασκηθείσας ανακοπής, ο καθ’ ου Δήμος εξέδωσε τις υπ’ αριθ. …../02.01.2015 πράξεις, με τις οποίες βεβαιώθηκαν ταμειακώς σε βάρος του προσφεύγοντος ποσά – προ προσαυξήσεων – 30 ευρώ με τις πέντε πρώτες, 800 ευρώ με την έκτη, 440,21 ευρώ με την έβδομη, 440 ευρώ με την όγδοη, 1.200 ευρώ με την ένατη, 176,08 ευρώ με τη δέκατη, 440,21 ευρώ με την ενδέκατη, 176,08 ευρώ με τη δωδέκατη και 440,21 ευρώ με την δέκατη τρίτη εξ αυτών. Τα ως άνω ποσά αφορούσαν σε οφειλές που προέρχονταν από την επιβολή σε βάρος του προσφεύγοντος ισόποσων ετήσιων τελών κοιμητηρίων για τα έτη 2010-2014, καθώς και για την αυθαίρετη χρήση δημοτικών κτημάτων κατά τα έτη 1998-2004, ταυτόσημων με αυτών που επιβλήθηκαν με τις προαναφερόμενες υπ’ αριθ. …./01.01.2011 πράξεις του καθ’ ου Δήμου. Κατά των πράξεων αυτών, οι οποίες γνωστοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα στις 24.11.2015 με την κοινοποίηση σε αυτόν της υπ’ αριθ. …./2015 γνωστοποίησης ληξιπρόθεσμου χρέους, ο προσφεύγων άσκησε εκ νέου ανακοπή, στις 23.12.2015. Εν συνεχεία, στις 07.08.2018, εκδόθηκε η …./2018 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή η πρώτη κατά σειρά ασκηθείσα ανακοπή του προσφεύγοντος, διότι δεν προέκυπτε η επίδοση στον τελευταίο αποσπάσματος των οικείων, για κάθε έτος από το 1998 έως το 2004, βεβαιωτικών καταλόγων των επίμαχων οφειλών. Σε συμμόρφωση με την ως άνω απόφαση, η Ταμειακή Υπηρεσία του καθ’ ου Δήμου εξέδωσε την υπ’ αριθ. …./07.12.2018 πράξη, με την οποία επήλθε η διαγραφή των ως άνω οφειλών του προσφεύγοντος από τους οικείους βεβαιωτικούς καταλόγους. Ακολούθως, στις 24.09.2019, εκδόθηκε η ……/2019 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απερρίφθη η δεύτερη κατά σειρά ασκηθείσα ανακοπή του προσφεύγοντος. Κατόπιν τούτων, ο καθ’ ου Δήμος προέβη σε επανεγγραφή (κατόπιν εκ νέου βεβαίωσης) του προσφεύγοντος στον υπ’ αριθ. …../2020 χρηματικό κατάλογο, για τις οφειλές που αναφέρονται στην πρώτη σκέψη της παρούσας, κοινοποιώντας του τα οικεία αποσπάσματα χρηματικού καταλόγου για κάθε μία εκ των οφειλών στις 28.07.2020.
9. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, η οποία συμπληρώνεται από τα νομίμως κατατεθέντα στις 25.10.2024 και 04.11.2024 υπομνήματα, ο προσφεύγων ζητά την ακύρωση των επίδικων εγγραφών στον χρηματικό κατάλογο του καθ’ ου Δήμου, ισχυριζόμενος ότι αυτές παρίστανται μη νόμιμες. Ειδικότερα, προβάλλει, κατ’ αρχάς, ότι το δικαίωμα του καθ’ ου Δήμου να προβεί στη σύνταξη των επίδικων αποσπασμάτων χρηματικών καταλόγων έχει υποπέσει σε παραγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 71 παρ. 1 του ν. 542/1977, το οποίο ορίζει ότι το Δημόσιο δεν δύναται να προβεί σε ταμειακή βεβαίωση οιουδήποτε δικαιώματός του, μετά την πάροδο – κατ’ ανώτατο όριο – τριών ετών από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκαν οι σχετικοί τίτλοι βεβαίωσης. Εν προκειμένω, όπως διατείνεται, η αιτία των επίδικων οφειλών ανάγεται στα έτη 1998 έως 2004, ενώ οι χρηματικοί κατάλογοι (βεβαίωση εν ευρεία εννοία) φέρουν ημερομηνία έκδοσης την 01.01.2010, τα δε προσβαλλόμενα αποσπάσματα χρηματικού καταλόγου του κοινοποιήθηκαν στις 18.07.2020. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες καταλογιστικές πράξεις δεν περιέχουν πλήρη και σαφή αιτιολογία, διότι δεν περιλαμβάνουν τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η επιβολή των επίδικων οφειλών, γεγονός που τις καθιστά μη νόμιμες και ακυρωτέες. Αντιθέτως, το καθ’ ου, με την κατατεθείσα στις 04.10.2022 έκθεση απόψεών του και το από 30.10.2024 υπόμνημά του, υπεραμύνεται της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων, ισχυριζόμενο, κατ’ αρχάς, ότι εσφαλμένως ο προσφεύγων διαλαμβάνει ότι εν προκειμένω εφαρμόζεται το άρθρο 71 του ν. 542/1977 για την παραγραφή των επίδικων αξιώσεων, διότι εφαρμοστέα διάταξη είναι αυτή του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 344/1968, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή είναι πενταετής και εκκινεί από το τέλος του έτους, στο οποίο ανάγονται οι εκάστοτε οφειλές. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, ο επίδικος χρηματικός κατάλογος εκδόθηκε κατόπιν της …./2019 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και, ως εκ τούτου, το έτος 2019 είναι το έτος, από το οποίο εκκινεί η πενταετής παραγραφή, ενώ προβάλλει επικουρικά ότι ο χρόνος αποσβεστικής προθεσμίας είχε τεθεί σε αναστολή για το χρονικό διάστημα της δικαστικής αμφισβήτησης του νόμιμου τίτλου. Αναφορικά δε με τον λόγο προσφυγής περί έλλειψης αιτιολογίας των προσβαλλόμενων πράξεων, το καθ’ ου αναφέρει ότι στις εκθέσεις αυτοψίας της πρώην Κοινότητας Ευκαρπίας αναφέρεται λεπτομερώς το εμβαδόν που κατέλαβε ο καταπατητής, καθώς και το Ο.Τ., στο οποίο βρίσκεται ο δημοτικός χώρος. Επιπροσθέτως, ισχυρίζεται ότι στα αποσπάσματα χρηματικού καταλόγου παρατίθενται ευκρινώς τα χρονικά διαστήματα των αυθαιρέτων χρήσεων και, επομένως, ο χρηματικός κατάλογος εμπεριείχε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τον χρόνο και τον τρόπο της αυθαίρετης χρήσης του δημοτικού κτήματος. Προς αντίκρουση δε των ως άνω αναφερόμενων, ο προσφεύγων προβάλλει ότι, ακόμη και στην περίπτωση που θα κριθεί εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 344/1968, οι ένδικες οφειλές έχουν επίσης παραγραφεί, δεδομένου ότι οι νόμιμοι τίτλοι, ήτοι οι χρηματικοί κατάλογοι, φέρουν ημερομηνία έκδοσης την 01η.01.2010, ενώ ως απώτατο όριο έκδοσής τους θεωρείται η 31η.12.2015. Επομένως, κατά τους ισχυρισμούς του, ο χρόνος της ταμειακής βεβαίωσης των ένδικων οφειλών είναι μεταγενέστερος του απωτάτου αυτού ορίου και, για τον λόγο αυτό, η αξίωση του καθ’ ου για την αναζήτησή τους έχει υποπέσει σε παραγραφή.
10. Επειδή, ο λόγος της προσφυγής που αφορά στην αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι το διοικητικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής ουσίας κατά διοικητικής πράξης επιβολής δημοτικού τέλους ή φόρου, δεν περιορίζεται στην ακύρωσή της πράξης λόγω πλημμελειών της αιτιολογίας της, αλλά αποφαίνεται επί της διαφοράς και διαμορφώνει το ουσιαστικό περιεχόμενο της έννομης σχέσης, ενόψει του αιτήματος της προσφυγής και των προβαλλόμενων με αυτήν λόγων (πρβλ. ΣτΕ 2928/2017, 2455/2016, 3200/2015, βλ. ΔΕφΠειρ 786/2020, ΔΕφΘεσ 1212, 1232/2019). Εν προκειμένω, δε, η αιτιολογία των προσβαλλόμενων εγγραφών, αφενός, προκύπτει από το σώμα της υπ’ αριθ. …./2015 ατομικής ειδοποίησης – γνωστοποίησης ληξιπρόθεσμου χρέους, στην οποία αναφέρεται, ως αιτιολογία των ένδικων χρεώσεων η αυθαίρετη χρήση, για τα ειδικότερα χρονικά διαστήματα των ετών 1998-2004, που αφορούν σε συγκεκριμένες αποφάσεις της τότε Κοινότητας Ευκαρπίας, ενώ σε κάθε περίπτωση, ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί με συγκεκριμένους ισχυρισμούς την ουσιαστική ορθότητα των σχετικών υπολογισμών των οργάνων του καθ’ ου. Συνεπώς, ο λόγος ότι οι προσβαλλόμενες εγγραφές είναι αόριστες και αναιτιολόγητες, πρέπει να απορριφθεί.
11. Επειδή, οι προσβαλλόμενες εγγραφές στους χρηματικούς καταλόγους του καθ’ ου Δήμου εντάσσονται στο στάδιο της εν ευρεία εννοία βεβαίωσης των ένδικων τελών και προστίμων (ΔΕφΑθ 3056/2022, 3648/2019, ΔΕφΘεσ 1700/2018) και όχι σε αυτό της εν στενή εννοία βεβαίωσής τους. Συνεπώς, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις περί παραγραφής, που αφορούν στο δικαίωμα του καθ’ ου Δήμου να επιβάλει τις επίδικες οφειλές, ήτοι οι διατάξεις του α.ν. 344/1968 και όχι οι διατάξεις του ν. 542/1977, οι οποίες αφορούν στην παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την έκδοση των εν στενή εννοία βεβαιώσεων (ΣτΕ 1408/2017, 845/2015, 343/2014, 3288/2013, ΔΕφΠειρ 1540/2024). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει τόσο από τα προσβαλλόμενα αποσπάσματα χρηματικού καταλόγου, όσο και από την υπ’ αριθ. πρωτ. …./24.11.2015 γνωστοποίηση ληξιπρόθεσμου χρέους, η αρχική εν ευρεία εννοία βεβαίωση, ήτοι η το πρώτον εγγραφή του προσφεύγοντος στους χρηματικούς καταλόγους του καθ’ ου Δήμου για τις επίδικες οφειλές, έλαβε χώρα την 01η.01.2010. Το δε γεγονός της ταυτότητας των επίδικων οφειλών αποδεικνύεται τόσο από τα προσβαλλόμενα αποσπάσματα χρηματικού καταλόγου, όπου αναγράφεται ως αιτία χρέωσης «αυθαίρετη χρήση … (ΑΡ. ΧΚ 01/01/2010)», όσο και από τις απόψεις του καθ’ ου Δήμου, από τις οποίες προκύπτει η επανεγγραφή – επαναβεβαίωση των αυτών οφειλών στον υπ’ αριθ. …/2020 χρηματικό κατάλογο. Η δε επανεγγραφή του προσφεύγοντος στον χρηματικό κατάλογο του καθ’ ου διενεργήθηκε ως αποτέλεσμα συμμόρφωσης του τελευταίου στην …./2019 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, διότι προηγουμένως, σε συμμόρφωση με την …./2018 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ο καθ’ ου είχε προβεί σε διαγραφή των επίδικων οφειλών από τον από 01.01.2010 χρηματικό κατάλογο. Πλην όμως, όλως εσφαλμένως ο καθ’ ου προέβη στην εν λόγω διαγραφή, καθώς με την …/2018 απόφαση ακυρώθηκαν οι εν στενή εννοία βεβαιώσεις, ήτοι οι πράξεις εκτέλεσης, λόγω μη κοινοποίησης στον προσφεύγοντα του οικείου βεβαιωτικού καταλόγου και όχι ο τελευταίος, με αποτέλεσμα η διαγραφή των επίδικων οφειλών από αυτόν να διενεργήθηκε εκ του περισσού. Από τα ανωτέρω, καθώς και από το άρθρο 2 του α.ν. 344/1968, συνάγεται ότι το δικαίωμα του καθ’ ου για την εγγραφή του προσφεύγοντος στους οικείους χρηματικούς καταλόγους για τις επίδικες οφειλές είχε αποσβεστεί, για τις οφειλές του έτους 1998 στις 31.12.2003, για τις οφειλές του έτους 1999 στις 31.12.2004, για τις οφειλές του έτους 2000 στις 31.12.2005, για τις οφειλές του έτους 2001 στις 31.12.2006, για τις οφειλές του έτους 2002 στις 31.12.2007, για τις οφειλές του έτους 2003 στις 31.12.2008 και για τις οφειλές του έτους 2004 στις 31.12.2009, ήτοι πέντε έτη από το τέλος του έτος, στο οποίο αυτές ανάγονταν. Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε, η αρχική εγγραφή του προσφεύγοντος για τις επίδικες οφειλές στον οικείο χρηματικό κατάλογο έλαβε χώρα την 01η.01.2010, ενώ, όπως έγινε δεκτό με την …/2018 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ο εν λόγω χρηματικός κατάλογος ουδέποτε κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα. Ο δε ισχυρισμός του καθ’ ου περί αναστολής της εν λόγω παραγραφής, λόγω δικαστικής αμφισβήτησης του νόμιμου τίτλου, ανεξαρτήτως του εάν στηρίζεται ορθώς σε νομοθετική διάταξη, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης πραγματικής προϋπόθεσης, διότι δεν προκύπτει, από τα στοιχεία του φακέλου, ότι μέχρι τις 31.12.2009 ο προσφεύγων αμφισβήτησε δικαστικά οιονδήποτε νόμιμο τίτλο. Η δε μεταγενέστερη διαγραφή των οφειλών του προσφεύγοντος από τον οικείο χρηματικό κατάλογο με την υπ’ αριθ. …/07.12.2018 πράξη του καθ’ ου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν διενεργήθηκε σε σύννομη συμμόρφωση με την …/2018 δικαστική απόφαση, δεν δύναται να οδηγήσει στην παράταση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της αρχικής εν ευρεία εννοία βεβαίωσης, το δικαίωμα του καθ’ ου για την επίδικη εγγραφή ήταν ήδη παραγεγραμμένο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην έβδομη σκέψη της παρούσας. Επομένως, οι προσβαλλόμενες εγγραφές στους χρηματικούς καταλόγους για τα έτη 1998-2004, που, όπως συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου, πραγματοποιήθηκαν εντός του έτους 2010 και αφορούν μόνο οφειλές από αυθαίρετη χρήση δημοτικού κτήματος, διενεργήθηκαν μετά την παρέλευση της κατά νόμο πενταετούς αποσβεστικής προθεσμίας και είναι μη νόμιμες και ακυρωτέες, όσα δε αντίθετα προβάλλει ο καθ’ ου Δήμος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες εγγραφές του προσφεύγοντος στους οικείους χρηματικούς καταλόγους του καθ’ ου Δήμου για οφειλές από αυθαίρετη χρήση δημοτικού κτήματος, που αφορούν στα έτη από 1998 έως 2004 και οι οποίες του γνωστοποιήθηκαν, αντιστοίχως, με τις …../02.01.2015 πράξεις βεβαίωσης του καθ’ ου Δήμου.
12. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν οι οκτώ (8) προσβαλλόμενες εγγραφές για τις επίδικες οφειλές του προσφεύγοντος στον υπ’ αριθ. …./2020 βεβαιωτικό κατάλογο του καθ’ ου Δήμου. Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στον προσφεύγοντα το καταβληθέν παράβολο (βλ. άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α’ του Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, απαλλάσσεται ο καθ’ ου Δήμος από τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος (βλ. άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε’ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει τις προσβαλλόμενες οκτώ (8) εγγραφές του προσφεύγοντος στον υπ’ αριθ. …./2020 βεβαιωτικό κατάλογο του Δήμου Παύλου Μελά, για τα ποσά των 1.200 ευρώ, 800 ευρώ, 440 ευρώ, 440,21 ευρώ, 440,21 ευρώ, 440,21 ευρώ, 176,08 ευρώ και 171,16 ευρώ, αντίστοιχα.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στον προσφεύγοντα.
Απαλλάσσει τον καθ’ ου Δήμο από τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 31.01.2025, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΙΑΣΙΝ ΧΡΥΣΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ