ΑΠΟΦΑΣΗ
Van Slooten κατά Κάτω Χωρών της 15.04.2025 (προσφυγή αριθ. 45644/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η υπόθεση αφορούσε την αφαίρεση της γονικής μέριμνας της προσφεύγουσας επί της κόρης της, η οποία είχε ανατεθεί σε ανάδοχη οικογένεια.
Η προσφεύγουσα είχε την αποκλειστική γονική μέριμνα της κόρης της από τη γέννησή της. Και οι δύο ζούσαν άλλαζαν τόπο διαμονής, σε ειδικές κατοικίες που τους παρείχε η κοινωνική πρόνοια. Η προσφεύγουσα μητέρα είχε έντονη αντιδικία με τον πατέρα της ανήλικης και οι αρχές είχαν αποφασίσει όταν συναντιόνταν, και ήταν μπροστά η κόρη τους, να υπάρχει και τρίτο άτομο για να ασκεί εποπτεία. Οι κοινωνικές υπηρεσίες έκριναν ότι η προσφεύγουσα είχε σοβαρά προβλήματα, αμφισβήτησαν την ικανότητα της να φροντίζει το ανήλικο παιδί και στη συνέχεια ζήτησαν από το αρμόδιο δικαστήριο να της αφαιρέσει τη γονική μέριμνα. Η αίτηση έγινε δεκτή από το δικαστήριο.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν λάβει επαρκώς υπόψη την ευάλωτη φύση του παιδιού και ότι τα ληφθέντα μέτρα που προηγήθηκαν της αφαίρεσης της γονικής μέριμνας είχαν βασιστεί κυρίως στη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ήταν «μη συνεργάσιμη».
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ολλανδικές αρχές είχαν εγκαταλείψει την προσπάθεια επανένωσης μητέρας και κόρης της σε πολύ πρώιμο στάδιο, χωρίς να έχει αποδειχθεί επαρκώς γιατί η επανένωσή τους δεν θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι αρχές δεν είχαν προστατεύσει επαρκώς το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή της προσφεύγουσας με το παιδί της και παραβιάστηκε το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής της ζωής (άρθρο 8). Επιδίκασε δε ποσό 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Nathanie Sugandhi Sumithra van Slooten, είναι Ολλανδή υπήκοος, η οποία γεννήθηκε το 1990 και ζει στο Steenwijk (Κάτω Χώρες).
Η προσφεύγουσα είχε την αποκλειστική γονική μέριμνα της κόρης της από τη γέννηση του παιδιού τον Αύγουστο του 2014. Η προσφεύγουσα και η κόρη της άλλαζαν τόπο κατοικίας, σε διάφορες τοποθεσίες σε ειδικές κατοικίες που παρείχε η κοινωνική πρόνοια. Δεδομένου ότι πριν και μετά τη γέννηση του παιδιού είχε διαπιστωθεί λεκτική και σωματική βία μεταξύ της προσφεύγουσας και του πατέρα του παιδιού, η κοινωνική υπηρεσία είχε επιβάλει η επικοινωνία μεταξύ τους, παρουσία του παιδιού, να είναι εποπτευόμενη. Ωστόσο, οι γονείς παραβίαζαν τη συμφωνία αυτή, γεγονός που κατά καιρούς οδηγούσε σε περαιτέρω περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Ως αποτέλεσμα, τον Αύγουστο του 2015 το Συμβούλιο Φροντίδας και Προστασίας Παιδιών ξεκίνησε έρευνα σχετικά. Τον Σεπτέμβριο του 2015, η προσφεύγουσα και το παιδί της τοποθετήθηκαν σε ειδική δομή.
Το Συμβούλιο εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες σχετικά με το ασταθές οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού και την ικανότητα της μητέρας της να το φροντίζει. Παρόλο που το Συμβούλιο παρατήρησε ότι το παιδί φαινόταν καλά φροντισμένο και ότι υπήρχε μια στοργική σχέση μεταξύ του παιδιού και της προσφεύγουσας, διατύπωσε ανησυχίες σχετικά με την ψυχική υγεία της προσφεύγουσας, και την αδυναμία συνεργασίας της με τους εκάστοτε παρόχους φροντίδας, σε συνδυασμό με τις συνεχείς αλλαγές κατοικίας. Στη συνέχεια έκανε αίτηση στο περιφερειακό δικαστήριο Overijssel για την έκδοση απόφασης επιτήρησης, διάρκειας ενός έτους. Μετά την αποχώρηση της προσφεύγουσας από τη δομή όπου φιλοξενείτο, οι αρχές ζήτησαν να εκδοθεί απόφαση προσωρινής αναδοχής, η οποία έγινε δεκτή από το περιφερειακό δικαστήριο του Overijssel τον Οκτώβριο του 2015. Το παιδί τοποθετήθηκε σε ανάδοχη οικογένεια για δύο εβδομάδες, με την προσφεύγουσα να έχει εποπτευόμενη επικοινωνία.
Η απόφαση αναδοχής και η απόφαση επιτήρησης παρατάθηκαν αργότερα από δικαστή ανηλίκων, ο οποίος διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε αρνηθεί να συνεργαστεί με τις υπηρεσίες φροντίδας και υποστήριξης, ιδίως μη αποδεχόμενη τη σύστασή τους να εισαχθεί σε συγκεκριμένη κλινική για την αξιολόγηση των γονεϊκών της ικανοτήτων. Τέσσερις μήνες μετά την επιβολή της εντολής επείγουσας αναδοχής, οι υπηρεσίες παιδικής μέριμνας ενημέρωσαν την προσφεύγουσα ότι το παιδί δεν θα παρέμενε μαζί της εξ αιτίας της άρνησής της να συνεργαστεί. Οι προσφυγές της προσφεύγουσας κατά της διαταγής αναδοχής και για την επιστροφή του παιδιού της σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της πρότασής της για εναλλακτική αξιολόγηση των γονεϊκών της ικανοτήτων, δεν είχαν αποτέλεσμα.
Τον Μάρτιο του 2017, το Συμβούλιο Φροντίδας και Προστασίας του Παιδιού ζήτησε να αφαιρεθεί η γονική μέριμνα της προσφεύγουσας. Τον Ιούνιο του 2017 το Περιφερειακό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα. Διαπίστωσε ότι ο εύλογος χρόνος που απαιτείτο ώστε να καταστεί εφικτή η επανένωση του παιδιού και της μητέρας είχε λήξει. Το δικαστήριο έκρινε ότι η αφαίρεση της γονεϊκής εξουσίας της προσφεύγουσας ήταν προς το συμφέρον του παιδιού, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η συνέχεια της ανατροφής του από την ανάδοχη οικογένεια. Η προσφεύγουσα θα «διατηρούσε μια θέση στη ζωή του παιδιού, έστω και από απόσταση». Τα ένδικα μέσα που άσκησε η προσφεύγουσα απορρίφθηκαν.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Τα μέρη συμφώνησαν ότι η απόφαση για την αφαίρεση της γονικής μέριμνας της προσφεύγουσας αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμα στην οικογενειακή της ζωή. Η απόφαση αυτή είχε νόμιμη βάση (άρθρο 1.266 του Αστικού Κώδικα) και είχε ως σκοπό την προστασία της υγείας της κόρης της, καθώς και των δικαιωμάτων και ελευθεριών της.
Όσον αφορά την «αναγκαιότητα του μέτρου σε μια δημοκρατική κοινωνία», το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το άρθρο 8 απαιτεί από τις αρχές να εξασφαλίζουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων, και ότι πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στο συμφέρον του παιδιού, το οποίο μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να υπερισχύει του συμφέροντος του γονέα ή των γονέων. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού υπαγορεύει ότι οι δεσμοί του παιδιού με την οικογένειά του πρέπει να διατηρούνται, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου η οικογένεια έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ακατάλληλη, δεδομένου ότι η διακοπή των δεσμών αυτών σημαίνει αποκοπή του παιδιού από τις ρίζες του. Όταν λαμβάνονται μέτρα προσωρινής αναδοχής, οι αρχές έχουν γενικά την υποχρέωση να διευκολύνουν την επανένωση της οικογένειας το συντομότερο δυνατό.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, πρώτον, σημείωσε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν λάβει επαρκώς υπόψιν την ευάλωτη φύση του παιδιού, παρά το γεγονός ότι στήριξαν την απόφασή τους να αφαιρέσουν τη γονική μέριμνα της προσφεύγουσας στην δεδομένη ανάγκη του παιδιού για σταθερότητα.
Δεύτερον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα μέτρα που προηγήθηκαν της απόφασης για την αφαίρεση της γονικής μέριμνας είχαν βασιστεί κυρίως στη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ήταν «μη συνεργάσιμη» και ότι όλες οι προσπάθειες επανένωσης μητέρας και παιδιού είχαν ήδη τερματιστεί τον Φεβρουάριο του 2016, μόλις τέσσερις μήνες μετά την ανάληψη αναδοχής του 18 μηνών παιδιού, όταν η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι το παιδί δεν θα παρέμενε πλέον μαζί της. Ενώ η προσφεύγουσα είχε πράγματι παρεμποδίσει την πρόοδο της αξιολόγησης των γονεϊκών της ικανοτήτων με το να μην συνεργάζεται με τις αρχές, όπως αρνούμενη να μεταβεί σε συγκεκριμένη κλινική, ωστόσο δεν υπήρχαν αποδείξεις στη δικογραφία ότι δεν ήταν ανοικτή σε άλλους τρόπους αξιολόγησης των γονεϊκών της ικανοτήτων. Το Δικαστήριο παρατήρησε στο πλαίσιο αυτό ότι η ίδια η προσφεύγουσα ήταν ένα ευάλωτο πρόσωπο που είχε σαφώς χάσει την εμπιστοσύνη της στις υπηρεσίες πρόνοιας. Οι ολλανδικές αρχές δεν θα έπρεπε να έχουν εγκαταλείψει τη ενδεχόμενο επανένωσης μητέρας και κόρης σε τόσο πρώιμο στάδιο χωρίς να έχει αποδειχθεί επαρκώς γιατί αυτό δεν θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού.
Δεδομένου ότι οι ολλανδικές αρχές δεν έδωσαν επαρκή βαρύτητα στην προστασία της οικογενειακής ζωής της προσφεύγουσας με το παιδί της, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8.
Άρθρο 6
Το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε ήδη εξετάσει το κύριο νομικό ζήτημα με τις διαπιστώσεις του βάσει του άρθρου 8 και, επομένως, δεν υπήρχε ανάγκη να εξετάσει τις καταγγελίες βάσει του άρθρου 6.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι Κάτω Χώρες έπρεπε να καταβάλουν στην προσφεύγουσα 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη.