– Όπως παγίως έχει κριθεί, στην περίπτωση που η Διοίκηση διαπιστώνει ότι συντρέχουν, καταρχήν, οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους είτε κατά την εξέταση αιτήματος του ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη, που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού, είτε ύστερα από την έκδοση δικαστικής απόφασης που ακυρώνει την άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα, αυτή οφείλει να επιληφθεί προκειμένου να προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου. Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση ενόψει της υποχρέωσής της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 17) προστασία της ιδιοκτησίας, βάσει, όμως, των κριτηρίων του άρθρου 24 του Συντάγματος. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει εάν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, αφενός μεν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται, αφετέρου δε τις πολεοδομικές ανάγκες, στις οποίες περιλαμβάνεται προεχόντως η ανάγκη δημιουργίας κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, καθώς και τον πολεοδομικό σχεδίασμά της περιοχής και, τέλος, τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου χωροταξικού σχεδίου ή Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται οι αποσπασματικές ρυθμίσεις. Ενόψει όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιον νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα άμεσης αποζημίωσης των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δόμησης, που πρέπει να καθορισθούν.
Περαιτέρω, η ευχέρεια επανεπιβολής της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους προϋποθέτει, εκτός από την ύπαρξη σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης χάριν της οποίας επιβάλλεται η επιχειρούμενη ρύθμιση, και την ύπαρξη πρόθεσης και δυνατότητας για την άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτρίωσης με την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης. Τέλος, η συνδρομή και των δύο αυτών προϋποθέσεων πρέπει να ερευνάται τελικώς από το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα επανεπιβολής, η σχετική δε κρίση του πρέπει να έχει πλήρη και ειδική αιτιολογία, που μπορεί, όμως, να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου. Κατά την έρευνα, πάντως, των προϋποθέσεων αυτών, μπορεί να συνεκτιμάται και η συμπεριφορά της Διοίκησης κατά το διαρρεύσαν από την αρχική επιβολή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μέχρι την άρση της χρονικό διάστημα, αλλά και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την εκ νέου επιβολή του βάρους αυτού. Η υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις νέα απαλλοτρίωση ή επανεπιβολή πολεοδομικού βάρους δεν αντιβαίνει ούτε προς τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας της ιδιοκτησίας ούτε προς την υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται με τις ακυρωτικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων.
Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξεως περί άρσεως της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως και τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου στο επίμαχο Ο.Τ, με τον χαρακτηρισμό τμήματος του εν λόγω Ο.Τ. από χώρο για την ανέγερση σχολείου σε οικοδομήσιμο χώρο, παρίσταται νόμιμη και επαρκής, του περί του αντιθέτου προβαλλόμενου λόγου απορριπτομένου ως αβασίμου. Τούτο δε αδιαφόρως του εάν απαγορευόταν, εν προκειμένω, δεύτερη επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης επί του εν λόγω ακινήτου δυνάμει της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 89 του ν. 4759/2020, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται δεύτερη επανεπιβολή, ολική ή μερική επί του αυτού ακινήτου, της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως.
Ενόψει του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ΝΟΚ, το ισχύον ποσοστό καλύψεως ανέρχεται σε 60%, το οποίο είναι ευμενέστερο για το περιβάλλον και βελτιώνει τους όρους διαβίωσης των κατοίκων της περιοχής σε σχέση με το προηγούμενο ποσοστό 70% του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1577/1985 (ΓΟΚ), ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίον εσφαλμένως το επιτρεπόμενο ποσοστό κάλυψης του προτεινόμενου οικοδομήσιμου χώρου ανέρχεται σε 70% αντί του ορθού που είναι 60%, σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους δόμησης της περιοχής, είναι βάσιμος και η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος αυτό.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Χρ. Μπολόφη