Προδικαστ. ερωτήματα ΔΠρωτΘεσ Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών (άρ πρώτο παρ ΙΑ υποπαρ ΙΑ.6 περ 2 ν 4093/12 και 103 ν 4387/16) Σύμφωνη με το Σύνταγμα η 20ετής παραγραφή Προϋποθέσεις-Βάρος απόδειξης-Ευθύνη κληρονόμων
ΣτΕ Ολομ. 532/2025 (Προδικαστικά ερωτήματα άρ. 1 παρ. 2 ν. 3900/2010)
Πρόεδρος: Μιχαήλ Πικραμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Εισηγητής: Ταξιαρχία Κόμβου, Σύμβουλος της Επικρατείας
Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών (άρ. πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 ν. 4093/2012 και 103 ν. 4387/2016). Σύμφωνη με το Σύνταγμα η κατά τον ν. 4093/2012 20ετής παραγραφή. Δεν καταλαμβάνει ήδη παραγεγραμμένες αξιώσεις των ασφαλιστικών φορέων. Προϋποθέσεις αναζητήσεως – Βάρος αποδείξεως – Ευθύνη κληρονόμων (παρ. 2 άρ. 103 ν. 4387/2016 -ευθύνη απλού και με απογραφή κληρονόμου) (με μειοψ.).
[Επιλύει τα υποβληθέντα με την 1563/2022 απόφαση του Μον. Διοικ. Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης προδικαστικά ερωτήματα, κατ’ εφαρμογή του άρ. 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010]
I. Ζητήματα αφορώντα την περ. 2 της υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012
Α) Από τη διάταξη του άρ. πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012, ερμηνευόμενη σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρ. 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4), ενόψει και του επιδιωκόμενου με τη θέσπισή της σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, συνίσταται στη διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ήδη Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης), κατ’ επέκταση δε στη βιωσιμότητα των φορέων αυτών, συνάγονται τα εξής: (α) Με την εν λόγω διάταξη καθιερώνεται η εικοσαετία ως γενικός κανόνας, που ισχύει πλέον για όλους τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως αρμοδιότητας του ανωτέρω Υπουργείου, όσον αφορά τη διάρκεια της παραγραφής των αξιώσεων των φορέων αυτών από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές και (β) σύμφωνα με την αληθή βούληση του νομοθέτη (όπως συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012), ο οποίος γνώριζε τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου που μέχρι τότε είχε διαπλασθεί υπό το κράτος του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, η αναζήτηση δυνάμει της νέας διατάξεως χωρεί πλέον σε κάθε περίπτωση (δηλαδή με μόνο χρονικό περιορισμό την εικοσαετή παραγραφή) ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας του λαβόντος. Ειδικότερα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ερμηνευόμενης σύμφωνα με το Σύνταγμα και τελολογικώς, ο ασφαλιστικός φορέας έχει δικαίωμα να αναζητήσει ως αχρεώστητες τις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που έχει καταβάλει στον ασφαλισμένο/συνταξιούχο χωρίς να έχει κατά νόμον υποχρέωση προς καταβολή τους (όπως όταν έχει μεσολαβήσει γεγονός διακοπτικό της χορηγήσεως της παροχής ή γεγονός που επηρεάζει το ύψος της ή ελλείπει προϋπόθεση απονομής της). Για την αναζήτηση του αχρεωστήτου αρκεί η επίκληση και η απόδειξη από τον φορέα του θετικού γεγονότος της καταβολής και ελλείψεως υποχρεώσεως καταβολής (ελλείψεως νόμιμης αιτίας). Δεν απαιτείται υπαιτιότητα του λήπτη των παροχών. Υποχρέωση προς επιστροφή των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως, έχουν κατ’ αρχήν και οι καλόπιστοι ασφαλισμένοι/συνταξιούχοι (όπως αναλύεται κατωτέρω), είναι δε αδιάφορο το ότι οι παροχές καταβλήθηκαν με πράξεις των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα κατόπιν αιτήσεως – υπεύθυνης δηλώσεως του ίδιου του λήπτη των παροχών (με βάση στοιχεία που κατέχει ο φορέας και στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει ο ασφαλισμένος). Κρίσιμο ζήτημα είναι ότι ο λήπτης των παροχών ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία και με ζημία του ασφαλιστικού φορέα. Προβλέπεται σύμφωνα με τον υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος σκοπό της διατάξεως του άρ. πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012 ότι αξίωση του ασφαλιστικού φορέα για επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή από την τελευταία καταβολή (όπως συμβαίνει και για την αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά τις διατάξεις των άρ. 904 επ. του Αστικού Κώδικα, η οποία υπόκειται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρ. 249 του Α.Κ.), τούτο δε ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος [όπως τούτο ρητώς ορίζεται για τον καταλογισμό των αχρεωστήτως λαβόντων συνταξιούχων του Δημοσίου, βλ. άρ. 33 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2362/1995 και τις ταυτόσημου περιεχομένου διατάξεις των άρ. 96 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 4270/2014 και 148 περ. β΄ του ν. 4820/2021, βλ. και άρ. 67 παρ. 4 και 69 του π.δ. 169/2007· το ίδιο ισχύει και για τους συνταξιούχους που υπάγονται στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ν. 3163/1955 · η αξίωση για αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών στους ανωτέρω συνταξιούχους παροχών υπόκειται, ελλείψει ειδικής διατάξεως, στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρ. 249 του Α.Κ.· για την υπαγωγή των ανωτέρω συνταξιούχων στον Ε.Φ.Κ.Α. βλ. άρ. 4 παρ. 1-2 του ν. 4387/2016]. Εντούτοις, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα, αποκλείεται η αναζήτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως, όταν η οικονομική θυσία στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξαιτίας της επιστροφής (αποδόσεώς) τους είναι σε τέτοιο βαθμό που θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, και τούτο, όμως, μόνον εφόσον αυτός είναι καλόπιστος, δηλαδή μόνον εφόσον αγνοούσε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η παροχή που έλαβε ήταν αχρεώστητη ή παράνομη και, συνεπώς, επιστρεπτέα. Αν υπάρχει είτε γνώση είτε υπαίτια άγνοια του λήπτη (αν δηλαδή αυτός όφειλε να προβλέψει την έλλειψη ή το ενδεχόμενο της ελλείψεως της νόμιμης αιτίας), ο λήπτης δεν μπορεί να θεωρηθεί καλής πίστεως. Ο λήπτης μπορεί κατ’ αρχήν να είναι καλόπιστος με την έννοια ότι και μετά την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστικό φορέα οποιαδήποτε μεταβολή που επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης παροχής ή το δικαίωμα λήψεως της παροχής [δηλαδή μεταβολή που αφορά τον λήπτη ή μέλη της οικογένειάς του για τα οποία χορηγούνται στον λήπτη παροχές και αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση (υγεία κ.λπ.) ή οικογενειακή κατάσταση (γάμος, διαζύγιο, γέννηση τέκνων, θάνατος κ.λπ.) ή οικονομική κατάσταση (ανάληψη εργασίας, συνταξιοδότηση για οποιαδήποτε αιτία ή λήψη επιδόματος κ.λπ.) του ιδίου ή/και των μελών της οικογένειάς του] πιστεύει ότι λαμβάνει την παροχή με νόμιμη αιτία. Όμως και μετά τη γνωστοποίηση της μεταβολής ο λήπτης οφείλει τουλάχιστον να αμφιβάλλει ως προς το εάν νομίμως συνεχίζεται η καταβολή της παροχής. Επομένως, πρέπει να χρησιμοποιεί την παροχή δεόντως. Αλλιώς, η συμπεριφορά του υπό τις ειδικές περιστάσεις και συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι καλόπιστη. Εξάλλου, μετά την πάροδο ικανού κατά περίπτωση χρόνου (από την εκ μέρους του λήπτη ενημέρωση του φορέα για τη μεταβολή έως τη διακοπή καταβολής ή τη μείωση της παροχής) μπορεί να συναχθεί καλή πίστη του λαβόντος ενόψει των περιστάσεων και των ιδιαζουσών συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου, απαιτεί να είναι οι νομικοί κανόνες σαφείς, επακριβείς και προβλέψιμοι ως προς το αποτέλεσμά τους και ερμηνεύεται συσταλτικώς. Και ναι μεν η αρχή αυτή εμποδίζει τα όργανα του ασφαλιστικού φορέα να καθυστερούν επ’ αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, εντούτοις, μόνη η καθυστέρηση του ασφαλιστικού φορέα να επιδιώξει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών, αυτή καθ’ εαυτήν, δεν συνεπάγεται ότι η πράξη αναζητήσεως/επιστροφής είναι παράνομη ούτε συνιστά νόμιμο λόγο αποκλεισμού της αναζητήσεως των παροχών αυτών, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επίσης, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου που απορρέει από την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και εφαρμόζεται συνδυαστικώς με αυτήν αφορά κάθε πρόσωπο που μπορεί να έχει βάσιμες προσδοκίες επειδή έλαβε ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις από τα αρμόδια όργανα του ασφαλιστικού φορέα ότι δεν θα αναζητηθούν οι αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθείσες παροχές. Επομένως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η χορήγηση της παροχής δημιούργησε σε αυτόν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η παροχή αυτή δεν θα αναζητηθεί. Ομοίως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η χορήγηση της παροχής ήταν νόμιμη και, συνεπώς, δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να αποκλείσει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών η αδράνεια του ασφαλιστικού φορέα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ασφαλιστικός φορέας έχει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις της αξιώσεως της αναζητήσεως των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών, δηλαδή πρέπει να αποδείξει το θετικό γεγονός της καταβολής των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών και το αχρεώστητο ή παράνομο αυτής και γενικότερα την ανυπαρξία της νόμιμης αιτίας, ενώ ο ασφαλισμένος/συνταξιούχος για να απαλλαγεί από την υποχρέωση επιστροφής των παροχών που του καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως πρέπει αυτός να επικαλεσθεί και να αποδείξει σωρευτικώς α) την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την καλή πίστη του και β) τις σοβαρές δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις καθώς και την έκταση των επιπτώσεων αυτών στην αξιοπρεπή διαβίωσή του (ενόψει της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής καταστάσεως αυτού) σε περίπτωση επιστροφής των παροχών. Τέλος, ο ασφαλιστικός φορέας μπορεί να αντιτάξει κακοπιστία του λήπτη, οπότε βαρύνεται με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών από τα οποία αυτή προκύπτει. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί του λήπτη της παροχής που στοχεύουν στη μη επιστροφή της (ότι δηλαδή αυτός ήταν καλόπιστος και ότι εξαιτίας της αναζητήσεως επέρχονται σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του) προτείνονται παραδεκτώς έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της ουσίας που κρίνει την προσφυγή κατά της οικείας αποφάσεως της Τ.Δ.Ε.
Β) Η ανωτέρω διάταξη του ν. 4093/2012, κατά την έννοιά της, δεν καταλαμβάνει αξιώσεις των ασφαλιστικών φορέων οι οποίες έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της (12.11.2012), καθόσον τέτοιες αξιώσεις αφορούν ήδη περατωθείσες βιοτικές σχέσεις. Περαιτέρω, ως προς τις αξιώσεις οι οποίες δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά τον χρόνο αυτόν, δεν περιλαμβάνεται στον ανωτέρω νόμο ειδική μεταβατική διάταξη. Ως εκ τούτου, εφαρμόζεται συμπληρωματικώς η γενική μεταβατική διάταξη του πρώτου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του άρ. 18 του Εισ.Ν.Α.Κ., σύμφωνα με την οποία, όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου προβλέπουν μακρότερο χρόνο παραγραφής, σε σχέση με τον χρόνο παραγραφής που καθόριζε το προϊσχύσαν δίκαιο, εφαρμόζεται ο νεότερος νόμος και επί των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος δικαίου αν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής τους έως την έναρξη ισχύος του νέου νόμου.
Γ) Η αξίωση των ασφαλιστικών φορέων για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών δεν αφορά επιβολή οικονομικής επιβαρύνσεως εις βάρος του διοικουμένου υπό την έννοια του καταλογισμού χρηματικών ποσών εξαιτίας της παραβιάσεως υποχρεώσεως καταβολής ενός βάρους (όπως φόρων, τελών, εισφορών ή άλλης επιβαρύνσεως που εκ του νόμου ο διοικούμενος όφειλε να καταβάλει για χρονικό διάστημα στο παρελθόν και δεν κατέβαλε). Ο καταλογισμός των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών αφορά την επιστροφή του παράνομου πλουτισμού, δηλαδή των ποσών τα οποία ο λήπτης δεν εδικαιούτο να λάβει και τα εισέπραξε κατά παράβαση του νόμου εις βάρος των λοιπών ασφαλισμένων και συνταξιούχων δικαιουμένων κατά νόμον κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, καθώς και εις βάρος του ασφαλιστικού φορέα ο οποίος είναι φορέας Γενικής Κυβέρνησης με τις εντεύθεν έννομες συνέπειες (τα αχρεωστήτως καταβληθέντα από τους ασφαλιστικούς φορείς ποσά διευρύνουν το δημόσιο έλλειμμα). Η ρύθμιση αυτή που επαναλαμβάνει τον κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής (η οποία ίσχυε είτε δυνάμει ειδικής διατάξεως της νομοθεσίας ορισμένων ασφαλιστικών φορέων είτε, ελλείψει ειδικής διατάξεως περί παραγραφής των απαιτήσεων εν γένει του ασφαλιστικού φορέα ή των απαιτήσεών του από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές, δυνάμει του προβλέποντος την εικοσαετή γενική παραγραφή άρ. 249 του Α.Κ.), είναι απολύτως σαφής και προβλέψιμη και, ως εκ τούτου, δεν παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Όσον αφορά δε τη διάρκεια της παραγραφής, η εικοσαετία δικαιολογείται λόγω της σημαντικής, κατά κανόνα, δυσκολίας εντοπισμού των αχρεώστητων πληρωμών. Και τούτο, διότι η φύση του προβλήματος είναι σύνθετη και πολυπαραμετρική, πράγμα που κατά τον χρόνο θεσπίσεως της επίμαχης ρυθμίσεως του ν. 4093/2012 και ιδίως πριν από την ενοποίηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως με τον ν. 4387/2016 και με τον ν. 4670/2020 απαιτούσε υψηλή λειτουργική επάρκεια των ασφαλιστικών φορέων και διασυνδεσιμότητα μεταξύ τους όσον αφορά τη διασταύρωση στοιχείων, καθώς και διασυνδεσιμότητα των ασφαλιστικών φορέων με άλλους φορείς Γενικής Κυβέρνησης όσον αφορά τη λήψη αναγκαίων πληροφοριών, η διασυνδεσιμότητα δε αυτή προϋποθέτει ψηφιακή ολοκλήρωση και διαλειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων των φορέων Γενικής Κυβέρνησης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2013 και εξής. Επομένως, η υιοθέτηση ως γενικού κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων των ασφαλιστικών φορέων από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές ανταποκρίνεται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, στις συνθήκες και στα δεδομένα που συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως της επίμαχης ρυθμίσεως. Υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με την επίμαχη διάταξη του ν. 4093/2012 σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών φορέων μέσω της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου τους και εντεύθεν στη βιωσιμότητα των φορέων αυτών και στην εξασφάλιση της καταβολής παροχών στους νυν και στους μελλοντικούς δικαιούχους και ενόψει της μνημονιακής δεσμεύσεως της Χώρας για μείωση-εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται προδήλως απρόσφορη για την επίτευξη του ως άνω επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως και της αδηρίτου ανάγκης για δημοσιονομική εξυγίανση υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και όσων έχουν γίνει δεκτά ως προς την έννοια της επίμαχης διατάξεως του ν. 4093/2012, η ρύθμιση περί εικοσαετούς γενικής παραγραφής που θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή δεν αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρ. 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο) ούτε σε άλλη συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη και αρχή (με μειοψ.).
ΙΙ. Ζητήματα αφορώντα το άρθρο 103 του ν. 4387/2016
Α) Με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρ. 103 του ν. 4387/2016 επαναλαμβάνεται ρητώς και ειδικώς για το πρώην Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ο κανόνας που τέθηκε με την ως άνω διάταξη του ν. 4093/2012 για όλους τους ασφαλιστικούς φορείς αρμοδιότητας του νυν Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, δηλαδή ο κανόνας ότι οι αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές αναζητούνται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος. Σύμφωνα δε με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρ. 103 του ν. 4387/2016, σε περίπτωση υπαιτιότητας του λαβόντος οι αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές αναζητούνται εντόκως με επιτόκιο 3%. Επομένως, οι διατάξεις του άρ. 103 του ν. 4387/2016 εισάγουν (α) τον κανόνα της αναζητήσεως ατόκως των αχρεωστήτως καταβληθεισών εκ μέρους του π. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. παροχών ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη υπαιτιότητας στο πρόσωπο του λαβόντος και (β) τον κανόνα της επιβολής τόκων (επί του κεφαλαίου των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών) μόνον αν συντρέχει υπαιτιότητα του λαβόντος. Η επιβολή τόκων κατ’ εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρ. 103 του ν. 4387/2016 δεν συνιστά διοικητική κύρωση ή διοικητική ποινή, αλλά έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια απαίτηση αχρεωστήτου. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (που εντάχθηκε από 1.1.2017 στον Ε.Φ.Κ.Α., ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α.) δικαιούται να αναζητήσει το ποσό των παροχών ως αχρεωστήτως καταβληθεισών με μόνη τη διαπίστωση του θετικού γεγονότος της καταβολής των παροχών αυτών και την επίκληση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, χωρίς να υποχρεούται να επικαλεσθεί και να αποδείξει την υπαιτιότητα του λήπτη. Για τον καταλογισμό όμως τόκων επί του ποσού της κύριας οφειλής (ήτοι αξίωση παρακολουθηματικού χαρακτήρα) ο φορέας πρέπει επιπλέον να επικαλεσθεί και να αποδείξει την κακοπιστία (υπαιτιότητα) του λήπτη. Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων του ως άνω δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρ. 103 του ν. 4387/2016 και της παρ. 2 του άρ. 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, στην οποία ορίζεται ότι η αιτιολογία ατομικής διοικητικής πράξεως πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στον νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξεως, συνάγεται ότι η συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπο του λήπτη δεν απαιτείται να βεβαιώνεται στο σώμα της καταλογιστικής πράξεως αλλά αρκεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου τα οποία επικαλείται το αρμόδιο όργανο στην καταλογιστική πράξη και μνημονεύονται σ’ αυτήν. Περαιτέρω, από τις ως άνω διατάξεις της παρ. 1 του άρ. 103 του ν. 4387/2016 ερμηνευόμενες σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρ. 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4) συνάγεται ότι, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα της αναζητήσεως (ατόκως ή εντόκως) των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών, αποκλείεται η αναζήτηση όταν ο λήπτης είναι καλόπιστος και η επιστροφή των παροχών θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του. Επομένως, ο ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του π. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. απαλλάσσεται από την υποχρέωση για το σύνολο της οφειλής (κεφάλαιο και τόκους) αν επικαλεσθεί και αποδείξει σωρευτικώς (α) την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την καλή πίστη του και (β) τις σοβαρές δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις καθώς και την έκταση των επιπτώσεων αυτών στην αξιοπρεπή διαβίωσή του (ενόψει της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής καταστάσεως αυτού) σε περίπτωση επιστροφής των παροχών. Στην περίπτωση όμως της αναζητήσεως εντόκως των αχρεωστήτως καταβληθεισών παρoχών ο ανωτέρω ασφαλιστικός φορέας φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως των περιστατικών από τα οποία προκύπτει υπαιτιότητα (κακοπιστία) του λήπτη, που αποτελεί κατά νόμον αναγκαία προϋπόθεση για την επιβολή τόκων. Αν όμως ο λήπτης αντιτάξει απέναντι στον φορέα και αποδείξει την καλοπιστία του (δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία αυτή προκύπτει), αλλά δεν αποδείξει ότι σε περίπτωση επιστροφής του συνολικού ποσού των παροχών και των τόκων θα επέλθουν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβιώσεώς του, θα απαλλαγεί μόνον από τους τόκους (δηλαδή μόνον όσον αφορά την παρεπόμενη απαίτηση) αλλά όχι από το κεφάλαιο (δηλαδή όσον αφορά την κύρια απαίτηση αχρεωστήτου).
Β) Η αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών ισχύει, όπως πλέον ρητώς προβλέπεται στην παρ. 2 του άρ. 103 του ν. 4387/2016, και για τον κληρονόμο του λήπτη των παροχών, αν δεν έχει αποποιηθεί την κληρονομία (κατ’ άρ. 1847 έως 1859 του Α.Κ.) και δεν είχε εκδοθεί εις βάρος του κληρονομουμένου-οφειλέτη εν ζωή σχετική καταλογιστική πράξη (εν ευρεία εννοία βεβαίωση της οφειλής). Και τούτο, διότι η υποχρέωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών παροχών αποτελεί χρέος της κληρονομίας. Ειδικότερα, ο απλός κληρονόμος ευθύνεται, σύμφωνα με το άρ. 1901 εδ. πρώτο του Α.Κ. σε συνδυασμό με το άρ. 1710 του Α.Κ., αφενός και με την ατομική περιουσία του για τα χρέη του κληρονομουμένου και, επομένως, και για τις οφειλές (χρέη) του λήπτη – κληρονομουμένου έναντι του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και αφετέρου απεριόριστα, δηλαδή ακόμη και αν το παθητικό της κληρονομίας υπερβαίνει το ενεργητικό της ή δεν υπάρχει καθόλου ενεργητικό. Ο απλός κληρονόμος μπορεί πάντως να προτείνει κατά του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (ήτοι κληρονομικού δανειστή) την ένσταση παραγραφής.
Γ) Περαιτέρω, ο απλός κληρονόμος για να απαλλαγεί από την ευθύνη καταβολής της σχετικής οφειλής (δηλαδή το ποσό που του έχει καταλογισθεί με την οικεία πράξη του αρμόδιου οργάνου του ανωτέρω φορέα) πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει μόνον ότι η καταβολή του ποσού της οφειλής (κεφάλαιο και τυχόν τόκοι) θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, όχι όμως και την καλοπιστία του λήπτη-κληρονομουμένου όσον αφορά τις από εκείνον αχρεωστήτως εισπραχθείσες παροχές, τούτο δε, λόγω της δυσχέρειας αποδείξεως του στοιχείου αυτού (καλή πίστη του λήπτη) εκ μέρους του κληρονόμου (με μειοψ.).
Δ) Τέλος, ο κληρονόμος ο οποίος αποδέχεται την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, κατ’ άρ. 1902 και 1903 του Α.Κ., αναλαμβάνει την ευθύνη για την απόδοση των αχρεωστήτως εισπραχθεισών από τον κληρονομούμενο παροχών και υποχρεούται να τις καταβάλει στον ανωτέρω ασφαλιστικό φορέα, ο δε φορέας δικαιούται να τις αναζητήσει από τον κληρονόμο με απογραφή και νομίμως εκδίδει τη σχετική καταλογιστική πράξη εις βάρος του. Πάντως, στην περίπτωση του κληρονόμου με απογραφή δεν είναι δυνατή η απαλλαγή του από την ευθύνη υπό την ανωτέρω προϋπόθεση (σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωση του ιδίου του κληρονόμου – υποχρέου σε απόδοση) η οποία αφορά μόνον τον απλό κληρονόμο. Τούτο δε συναρτάται με τον κατά νόμον περιορισμό της ευθύνης του κληρονόμου με απογραφή, ποσοτικό (έως το ενεργητικό της κληρονομίας, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 1904 του Α.Κ.) και κατ’ αντικείμενο (λόγω του κατ’ άρ. 1905 του Α.Κ. χωρισμού των περιουσιών, υπέγγυα έναντι των κληρονομικών δανειστών είναι μόνον η κληρονομική περιουσία και όχι η ατομική περιουσία του κληρονόμου). Ειδικότερα, ο κληρονόμος με απογραφή δεν παύει να είναι καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου και, ως εκ τούτου, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομίας (σε όλη τους την έκταση), αλλά εξακολουθεί να ευθύνεται για τα χρέη αυτά μόνον όμως έως το ενεργητικό της κληρονομίας, δηλαδή μόνο με τα στοιχεία του ενεργητικού της κληρονομικής περιουσίας όπως αυτά καταγράφονται στην έκθεση απογραφής και όσο αυτά επαρκούν. Ο κληρονόμος με απογραφή δεν ευθύνεται και με την ατομική περιουσία του, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου έχει αποχωρισθεί αυτοδικαίως και αποτελεί χωριστή ομάδα. Ενδεχόμενη ανεπάρκεια του ενεργητικού της κληρονομικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών δεν ασκεί επιρροή στη νομιμοποίησή τους να στραφούν κατά του εξ απογραφής κληρονόμου για την επιδίκαση των απαιτήσεών τους. Ο ως άνω διπλός περιορισμός της ευθύνης του κληρονόμου με απογραφή έχει ως συνέπεια ότι για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου αλλά μόνον επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του κληρονόμου περί αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να προταθεί μόνον ως λόγος ανακοπής κατά της τυχόν επί της ατομικής περιουσίας του επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι κατά της καταλογιστικής εις βάρος του πράξεως του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ο εξ απογραφής κληρονόμος (που δεν έχει εκπέσει του σχετικού ευεργετήματος κατ’ άρ. 1903 και 1911-1912 του Α.Κ.) μπορεί να προβάλει ισχυρισμούς όσον αφορά την έκταση της οφειλής του (π.χ. ως προς το μέγεθος της κληρονομικής μερίδας του), όχι όμως ισχυρισμούς ως προς την έκταση της ευθύνης του, τους οποίους μπορεί να προβάλει μόνο στο στάδιο της τυχόν κινηθείσας αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος στοιχείου της ατομικής περιουσίας του.