Πέτρος Ραπανάκης
Σύμβουλος επ/σεων σε θέματα εργατικής νομοθεσίας & ανθρ. δυναμικού
Νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 του Ν.4808/19-6-2021, το υπόλοιπο της ετήσιας άδειας αναψυχής του μισθωτού που δεν έχει χορηγηθεί εντός του αντίστοιχου ημερολογιακού έτους πρέπει να εξαντληθεί το αργότερο εντός του πρώτου τριμήνου του αμέσως επόμενου έτους.
Ειδικότερα, με την ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945, ως προς την υποχρέωση σε παροχή άδειας από τον εργοδότη στον μισθωτό μέχρι το τέλος εκάστου ημερολογιακού έτους, ακόμη κι αν δεν ζητηθεί από τον εργαζόμενο και προστέθηκε τέταρτο εδάφιο, που προβλέπει πλέον τη δυνατότητα εξάντλησης της δικαιούμενης ετήσιας άδειας εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου ημερολογιακού έτους.
Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, τάσσεται επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής η 31η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους (αντί της τελευταίας ημέρας του ημερολογιακού έτους που όριζαν οι προϊσχύουσες ρυθμίσεις), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης.
Επεξηγηματικά αναφέρεται ότι, η παρ. 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση που επήλθε με το άρθρο 61 του Ν.4808/19-6-2021, έχει ως εξής:
«1. Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως το ήμισυ τουλάχιστον των κατ΄ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ΄ αποδοχών δικαιώματος αυτού. Η δικαιούμενη, κατ΄ έτος, άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους.».
Διευκρινίζεται ότι ο εργοδότης – επιχείρηση υποχρεούται:
- Να τηρεί το Βιβλίο αδειών στο χώρο εργασίας και να το επιδεικνύει ανά πάσα στιγμή στους Επιθεωρητές Εργασίας (παρ. 7 του άρθρου 24 του Ν.3996/2011). Επισημαίνεται ότι, η μη επίδειξη του βιβλίου Ετήσιων Κανονικών Αδειών συνιστά γενική παράβαση με επιβολή προστίμου, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θιγόμενων εργαζόμενων, χαρακτηριζόμενη ως χαμηλή και λογιζόμενη ως ευθέως αποδεικνυόμενη παράβαση, με κυρώσεις επιβαλλόμενες κατά δέσμια αρμοδιότητα σύμφωνα με την υπουργική απόφαση Αριθμ. 80016/2022 (ΦΕΚ Β΄ 44629/1-9-2022). Για παραβάσεις χαμηλές, όπως εν προκειμένω η πλημμελής τήρηση Βιβλίου Ετήσιων Κανονικών Αδειών, το πρόστιμο ορίζεται ανάλογα με τον αριθμό των εργαζόμενων που απασχολεί η επιχείρηση στον ελεγχόμενο τόπο εργασίας ως εξής:
– από 1 έως 10 άτομα σε 300,00€,
– από 11 έως 20 άτομα σε 400,00€,
– από 21 έως 50 άτομα σε 800,00€,
– από 51 έως 150 άτομα σε 1.000,00€,
– από 151 έως 250 άτομα σε 1.500,00€,
– από 251 και άνω άτομα σε 2.000,00€.
- Να τηρεί στο χώρο εργασίας και να φυλάσσει επί πέντε έτη τις αιτήσεις των εργαζομένων, καθώς και τις αποφάσεις του για κατάτμηση της ετήσιας άδειας των εργαζομένων (υποπαρ. ΙΑ.14 του Ν.4093/2012).
- Να γνωστοποιεί στο Πληροφοριακό Σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, εντός του μηνός Απριλίου κάθε έτους, τα στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και έχουν καταχωρισθεί στο ειδικό Βιβλίο Αδειών (Έντυπο Ε11).
Αξίζει να επισημανθεί ότι, συνεχίζει να είναι υποχρεωτική η τήρηση του βιβλίου αδειών από τις επιχειρήσεις που απασχολούν μισθωτούς, καθώς επίσης συνεχίζει να υφίσταται η υποχρέωση υποβολής στο πληροφοριακό σύστημα Εργάνη του εντύπου Ε11 «Γνωστοποίηση στοιχείων ετήσιας κανονικής άδειας».
Κατάτμηση της άδειας κατά τα δυο πρώτα ημερολογιακά έτη απασχόλησης
Η ετήσια κανονική άδεια, κατά τα δυο πρώτα ημερολογιακά έτη απασχόλησης ενός εργαζόμενου, χορηγείται τμηματικά και κατ΄ αναλογία του χρόνου υπηρεσίας του μισθωτού, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.3144/2003 και του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004. Στο πλαίσιο αυτό, επιτρέπεται η κατάτμηση της άδειας, ανεξάρτητα από τον αριθμό των χρονικών περιόδων κατάτμησης της, χωρίς να απαιτείται προς τούτο γραπτή αίτηση του μισθωτού περί κατάτμησης της άδειας του σε περισσότερες των δυο (2) περιόδων.
Παράδειγμα
Εργαζόμενος χωρίς προϋπηρεσία προσελήφθη την 1η Απριλίου 2024 και η σχέση εργασίας του με καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί πενθήμερο εβδομαδιαίως διήρκεσε καθ΄ όλο το ημερολογιακό έτος 2024, με αποτέλεσμα να δικαιούται δέκα πέντε (15) εργάσιμες ημέρες άδεια. Οι ημέρες άδειας αυτές χορηγήθηκαν σύννομα στο σύνολό τους από την επιχείρηση τμηματικά και κατ΄ αναλογία του χρόνου υπηρεσίας του υπόψη μισθωτού, κατατετμημένες εν προκειμένω στο παράδειγμα αυτό σε έξι (6) περιόδους των δυο (2) ημερών και σε μία περίοδο των τριών (3) ημερών.
Κατάτμηση της άδειας εργαζόμενου που διανύει το 3ο και πλέον ημερολογιακό έτος απασχόλησης σε δυο περιόδους, χωρίς έγγραφη αίτηση του
Σε περίπτωση που εργαζόμενος διανύει το 3ο και πλέον ημερολογιακό έτος απασχόλησης και δεν έχει υποβάλλει έγγραφη αίτηση για κατάτμηση της άδειας του, παρέχεται στον εργοδότη, κατ΄ εξαίρεση, η δυνατότητα κατάτμησης του χρόνου αδείας του εργαζόμενου σε δυο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης που προκύπτει στο πλαίσιο της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης (άρθρο 8 του Ν.549/1977), χωρίς έγκριση από το Σ.ΕΠ.Ε.. Η πρώτη περίοδος της άδειας που χορηγείται με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να είναι μικρότερη των έξι (6) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο. Στην περίπτωση αυτή, η χορήγηση των δυο περιόδων της άδειας συμφωνείται μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, χωρίς πλέον να απαιτείται προς τούτο έγκριση της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 6 του Ν.3846/2010, όπως αντικαταστάθηκε με την περ. 3 της υποπαρ. ΙΑ 14 του άρθ. Πρώτου του Ν. 4093/2012 και της ερμηνευτικής Εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας 26352/839/28-11-2012).
Παράδειγμα
Εργαζόμενος χωρίς προϋπηρεσία προσελήφθη την 15η Απριλίου 2022 και η σχέση εργασίας του με καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί εξαήμερο εβδομαδιαίως (Δευτέρα έως Σάββατο) διαρκεί μέχρι σήμερα και καθ΄ όλο το 3ο ημερολογιακό έτος εργασίας, με αποτέλεσμα να δικαιούται κατά το έτος 2024 είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες άδεια. Ο υπόψη μισθωτός δεν έχει υποβάλλει έγγραφη αίτηση για κατάτμηση της άδειας του και οι ημέρες άδειας χορηγήθηκαν σε αυτόν σύννομα στο σύνολό τους από την επιχείρηση σε δυο (2) περιόδους, των δέκα έξι (16) εργασίμων ημερών η πρώτη (από Δευτέρα 24 Ιουνίου έως Πέμπτη 11 Ιουλίου 2023) και δέκα (10) ημερών η δεύτερη περίοδος (από Τετάρτη 21 Αυγούστου έως και Σάββατο 31 Αυγούστου 2024).
Κατάτμηση της ετήσιας κανονικής άδειας σε περισσότερες των δύο περιόδων
Η διαδικασία κατάτμησης της ετήσιας κανονικής άδειας των μισθωτών που διανύουν το τρίτο και πλέον ημερολογιακό έτος απασχόλησης, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της περ. 3 της Υποπαραγράφου IA.14 του άρθρου πρώτου του N. 4093/2012, ρυθμίζεται από τον εργοδότη ή τον εργαζόμενο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και κριτήρια, που ορίζονται από τις σχετικές διατάξεις. Ειδικότερα, όπως ρητά προβλέπεται στις ανωτέρω ρυθμίσεις, η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζόμενου προς τον εργοδότη. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται από τον εργαζόμενο προς τον εργοδότη, χωρίς τη μεσολάβηση της Επιθεώρησης Εργασίας. Δίνεται, συνεπώς, η δυνατότητα κατάτμησης της άδειας σε περισσότερες των 2 περιόδων μόνον μετά από γραπτή αίτηση των εργαζομένων προς τον εργοδότη τους. Συγκεκριμένα, υφίσταται ένα σταθερό τμήμα αδείας 10 ή 12 ημερών επί πενθήμερης και εξαήμερης εργασίας αντίστοιχα ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών, εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο, το οποίο λαμβάνεται υποχρεωτικώς και αυτούσιο από τον εργαζόμενο, χωρίς αυτό το σταθερό τμήμα της άδειας να ορίζεται κατ΄ ανάγκην ως η πρώτη άδεια του μισθωτού. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται από τον εργαζόμενο προς τον εργοδότη, χωρίς τη μεσολάβηση της Επιθεώρησης Εργασίας.
Ειδικότερα, στην ίδια ως άνω διάταξη προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση αυτή του εργαζόμενου δεν απαιτεί έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του Σ.EΠ.E., διατηρείται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και είναι στην διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αίτηση του εργαζόμενου για κατάτμηση της αδείας θα πρέπει να είναι ελέγξιμη από τους Επιθεωρητές Εργασίας, διατηρούμενη επί πενταετία, στην επιχείρηση, για τον σκοπό αυτό.
Η αίτηση του εργαζόμενου για κατάτμηση της αδείας, στην περίπτωση που ο εργαζόμενος αιτηθεί την κατάτμηση της άδειας του από το 3ο ημερολογιακό έτος απασχόλησης και μετά, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 6 του Ν.3846/2010 και του Ν. 4093/2012, θα πρέπει να είναι ελέγξιμη από τους Eπιθεωρητές Eργασίας, διατηρούμενη επί πενταετία, στην επιχείρηση, για τον σκοπό αυτό.
Σε περίπτωση που η αίτηση του εργαζόμενου, καθώς και η έγκριση του εργοδότη λαμβάνουν χώρα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, θα πρέπει η σχετική αλληλογραφία, με την ημερομηνία πραγματοποίησής της να εκτυπώνεται, σε περίπτωση ελέγχου, από τα αρμόδια όργανα του Σ.ΕΠ.Ε., ούτως ώστε με τον τρόπο αυτό να πληρούται ο σκοπός της σχετικής νομοθετικής διάταξης (Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας 37506/730/3-11-2014).
Όσον αφορά το ερώτημα εάν θα ήταν σύννομο να υπάρχει εκ προοιμίου στην σύμβαση εργασίας του εργαζόμενου, η πρόβλεψη ότι συναινεί στην κατάτμηση της άδειας του, έτσι ώστε να μην είναι απαραίτητη η κατ΄ έτος υποβολής της σχετικής έγγραφης αίτησης από τον εργαζόμενο, σας αναφέρουμε ότι με βάση τις ως άνω νομοθετικές ρυθμίσεις, προκειμένου ένας εργαζόμενος να αιτηθεί την κατάτμηση της άδειας του από το 3ο ημερολογιακό έτος απασχόλησης και μετά, πρέπει ο τελευταίος (ο εργαζόμενος) να υποβάλει σχετική αίτηση κάθε φορά (για κάθε ημερολογιακό έτος απασχόλησης) και δεν αρκεί η ύπαρξη ενός γενικόλογου όρου περί συμφωνίας σχετικά με την κατάτμηση της άδειας στην ατομική σύμβαση εργασίας του εργαζόμενου, γιατί η θέσπιση ενός τέτοιου όρου στην ατομική σύμβαση εργασίας που θα τον δεσμεύει καθ΄ όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης δεν θα παρέχει ασφάλεια δικαίου για τον εργαζόμενο αυτό.
Χρόνος καταβολής αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας
Τόσο οι αποδοχές της άδειας, όσο και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται κατά το στάδιο έναρξης της άδειας στο μισθωτό.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 4547/1966 «Αι αποδοχαί μετά του επιδόματος αδείας, προκαταβάλλονται εις τον μισθωτόν κατά την έναρξιν της αδείας». Συνεπώς, με βάση την ανωτέρω διάταξη, οι αποδοχές και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας.
Οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στο μισθωτό κατά την έναρξη της άδειάς του και δεν συμψηφίζονται δε με ανώτερες των νόμιμων καταβαλλόμενες αποδοχές (Εφετείο Αθηνών 8662/1996).
Οι αποδοχές και το επίδομα αδείας καταβάλλονται κατά την ημέρα ενάρξεως της αδείας ή κατά τη λύση της εργασιακής σχέσεως, κατά πάσαν περίπτωσιν δε μέχρι της τελευταίας ημέρας του ημερολογιακού έτους (ήδη μέχρι 31 Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους) (Εφετείο Πειραιώς 555/2006 ΔΕΝ τεύχος 1497, σελ, 898).
Στην περίπτωση τμηματικής λήψης της άδειας κατά το 1ο και 2ο ημερολογιακό έτος απασχόλησης του μισθωτού, προκαταβάλλεται το ανάλογο μέρος των αποδοχών και του επιδόματος άδειας.
Σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 3 του ΑΝ 539/1945, οι αποδοχές αδείας, καθώς και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του.
Συνεπώς, χρόνος καταβολής του επιδόματος αδείας (μαζί με τις αποδοχές της αδείας) είναι το χρονικό σημείο χορηγήσεως της αδείας ολόκληρης ή τμήματος αυτής.
Έτσι, όταν η άδεια χορηγείται σε τμήματα, τόσο κατά τα 1ο και 2ο ημερολογιακά έτη υπηρεσίας του μισθωτού, όσο και κατά το 3ο και εφεξής έτη (κατάτμηση της αδείας κατά την περ. 3 της υποπαρ. ΙΑ 14 του Ν. 4093/2012), επιβάλλεται, κατά την έναρξη κάθε τμήματος αδείας η χορήγηση αναλόγου προς τον αριθμό των χορηγουμένων ημερών τμήματος των αποδοχών αδείας, καθώς και ανάλογου τμήματος του επιδόματος αδείας (μέχρις εξαντλήσεως του ποσού του ½ μισθού ή των 13 ημερομισθίων), για να παρέχεται με τον τρόπο αυτό ασφάλεια δικαίου για τον εργαζόμενο.
Διευκρινίζεται ότι, η μη καταβολή επιδόματος και αναλογίας επιδόματος αδείας συνιστά παράβαση ατομικού χαρακτήρα και επισύρει πρόστιμο 900,00€ ανά θιγόμενο εργαζόμενο, σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση 80016/1-9-2022 (ΦΕΚ Β΄ 4629/2022).
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Α.Ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 3 του Ν. 4504/1966, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, καθώς και με την Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας 3321/1-3-2005 επί του άρθρου αυτού, όπως επίσης και του άρθρου 61 του Ν.4808/2021, η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο. Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με οποιοδήποτε τρόπο πριν ο μισθωτός λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα άδειας κατά το χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας (`Αρειος Πάγος 1549/2011, 97/2009), που αποτελεί δήλη ημέρα πληρωμής. Συνεπώς, δήλη ημέρα καταβολής των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας επί διακοπής της εργασιακής σχέσης αποτελεί ο χρόνος λύσης αυτής και όχι το τέλος του ημερολογιακού έτους, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο μισθωτός αυτός επαναπροσλήφθηκε από την ίδια επιχείρηση με νέα σύμβαση εργασίας. Για τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής η τελευταία ημέρα του ημερολογιακού έτους το αργότερο, για την χορήγηση της άδειας και του επιδόματος αδείας, η οποία και θεωρείται ως δήλη ημέρα, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης (`Αρειος Πάγος 286/2013).
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του κ. Πέτρου Ραπανάκη που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Απριλίου 2024 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο, μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά και στην κατάτμηση της άδειας εργαζόμενων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις που εμφανίζουν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο μεγάλη σώρευση εργασίας, στην παραβίαση των διατάξεων για την κατάτμηση του χρόνου της αδείας, στη συμπλήρωση υπηρεσίας δέκα ετών στον ίδιο εργοδότη και στις δικαιούμενες ημέρες άδειας και σε υπόδειγμα αίτησης χορήγηση κανονικής άδειας κατατετμημένης σε περισσότερες των δυο περιόδων.