Μισό δισεκατομμύριο μικρότερο αποδείχθηκε τελικά το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016 (6,441 δισ. ευρώ αντί 6,936 δισ. που είχε ανακοινωθεί πριν 6 μήνες) σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η ΕΛΣΤΑΤ. Η Ελληνική Στατιστική Αρχή απέστειλε τα νέα στοιχεία στην Eurostat και κατεβάζει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,7% του ΑΕΠ, αντί 3,9% που είχε ανακοινώσει στις 21 Απριλίου.
Η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε σήμερα ότι το τελικό πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης του 2016 (όχι μόνον το πρωτογενές) ήταν χαμηλότερο από αυτό που ανακοινώθηκε τον Απρίλιο. Ανήλθε σε 790 εκατ. ευρώ ή 0,5% του ΑΕΠ, αντί 1,288 δισ. ή 0,7% του ΑΕΠ που είχε ανακοινωθεί τον Απρίλιο.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το ακαθάριστο ενοποιημένο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης σε ονομαστικές τιμές εκτιμάται στα 315 δισ. ευρώ, (180,8% του ΑΕΠ) ενώ το ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 174,199 δισ. ευρώ. Τον Απρίλιο η ΕΛΣΤΑΤ εκτιμούσε το δημόσιο χρέος σε 179% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η επί τα χείρω αναθεώρηση των στοιχείων μεταξύ των δύο κοινοποιήσεων (όπως και οι αναθεωρήσεις για την περίοδο 2013- 2016) οφείλονται κυρίως σε επικαιροποιημένα στοιχεία και σε μεθοδολογικές αλλαγές στην ταξινόμηση κάποιων ειδικών συναλλαγών.
Τα μέτρα στήριξης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, το 2016 είχαν θετική επίπτωση στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά 351 εκατ. ευρώ (0,2% του ΑΕΠ), διότι οι δεδουλευμένες αμοιβές που προκύπτουν από τις εγγυήσεις του διατραπεζικού δανεισμού και του συστήματος ομολογιακών δανείων, καθώς και τα έσοδα από τις προνομιούχες μετοχές των τραπεζών, ήταν υψηλότερα από τις δεδουλευμένες δαπάνες.
Όπως διευκρινίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ, στα στοιχεία της κοινοποίησης δεν εμφανίζεται το πλεόνασμα/έλλειμμα με βάση το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής (μνημόνιο) για την Ελλάδα. Κατά τη μέτρηση του πρωτογενούς ισοζυγίου στο πλαίσιο του Προγράμματος, μια σειρά από δαπάνες και έσοδα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ό,τι αντιμετωπίζονται κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών στοιχείων για τους σκοπούς της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος.
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο του Προγράμματος περιλαμβάνουν τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, συναλλαγές για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα έσοδα από μεταφορές ποσών που συνδέονται με εισοδήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης, τα οποία προέρχονται από την κατοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια.