Η Ελλάδα παραμένει σε στενωπό και οι Ελληνες έγιναν φτωχότεροι από τους Ευρωπαίους κατά 31%, την ώρα που το «δωρεάν χρήμα» των κεντρικών τραπεζών οδήγησε σε «πάρτι» τις διεθνείς αγορές
Υστερα από οκτώ χρόνια μνημονίων και προγραμμάτων προσαρμογής η «Ελληνική Μεγάλη Υφεση» οδήγησε τη χώρα στη «δεκαετία της μεγάλης απόκλισης» σε σχέση με το υπόλοιπο κόσμο, τόσο σε επίπεδο αγορών και κινητών και ακίνητων αξιών, όσο και της ίδιας της οικονομίας.
Ενώ μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 οι ισχυρές κεντρικές τράπεζες «τύπωσαν» πάνω από 15 τρισ. δολ. και οι 50 κορυφαίες μείωσαν τα επιτόκιά τους περισσότερες από 700 φορές για να ενισχύσουν την παγκόσμια οικονομία, η Ελλάδα αφού έχασε την πρόσβασή της στις αγορές βρέθηκε έξω και από το «πάρτι» του «δωρεάν χρήματος» παλεύοντας με τις δικές της ανισορροπίες, που την οδήγησαν τελικά σε συνθήκες φτώχειας.
Με βάση το 2007 και τις 100 μονάδες, η ευρωζώνη βρίσκεται σήμερα στο 105,2, ενώ η ελληνική οικονομία υποχώρησε στο 73,6, αφού η χώρα έχασε το 26,4% του ΑΕΠ της, ενώ η ευρωζώνη ανέκαμπτε. Ετσι, η απόκλιση της ελληνικής οικονομίας με την ευρωζώνη διαμορφώθηκε την τελευταία 10ετία στις 31,6 μονάδες βάσης. Γίναμε φτωχότεροι κατά 31,6% σε σχέση με τους εταίρους μας. Οι σωρευτικές απώλειες του ΑΕΠ της χώρας, από το υψηλό των 242 δισ. ευρώ το 2008, έφτασαν στα 67,8 δισ. ευρώ το 2016 (174,2 δισ. ευρώ μετά την αναθεώρηση της ΕΛΣΤΑΤ).
Η μόνη χώρα
Η Ελλάδα μάλιστα είναι η μόνη χώρα της λεγόμενης περιφέρειας της ευρωζώνης που παραμένει σε στενωπό, ενώ χώρες όπως η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Πορτογαλία όχι μόνο κατάφεραν να εξέλθουν των μνημονίων, αλλά έχουν σε μεγάλο βαθμό ανακτήσει ή και ξεπεράσει (π.χ. το ΑΕΠ της Ιρλανδίας είναι πια 40% μεγαλύτερο) την απώλεια του ΑΕΠ που σημειώθηκε στη διάρκεια της κρίσης. Η απόκλιση ήταν σημαντική και στη γειτονιά μας, καθώς ενώ στις αρχές του 21ου αιώνα το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν σχεδόν ίσο με το ΑΕΠ όλων των βαλκανικών χωρών και λίγο μικρότερο της Τουρκίας, σήμερα η Ρουμανία βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής και η τουρκική οικονομία είναι 4,5 φορές μεγαλύτερη της ελληνικής.
Η αύξηση πάντως του ισολογισμού της ΕΚΤ στα 4,3 τρισ. ευρώ από 1,5 τρισ. ευρώ το 2008 και της Fed των ΗΠΑ στα 4,5 τρισ. δολ. από 0,9 τρισ. δολ., το αποκαλούμενο και ως «δωρεάν χρήμα», οδήγησε στην εκτίναξη των αξιών παγκοσμίως. Π.χ. οι τιμές των ακινήτων βρέθηκαν σε αρκετές χώρες στα επίπεδα της «φούσκας».
Μελέτη της UBS για την παγκόσμια αγορά ακινήτων αποτυπώνει την τάση αυτή σε αρκετές αγορές. Οπως αναφέρει, από το Μόναχο το Τορόντο και το Αμστερνταμ, ως το Σίδνεϊ και το Χονγκ Κονγκ, οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν περισσότερο από 10% μόνο το τελευταίο έτος. Ετήσιοι ρυθμοί αύξησης 10% οδηγούν όμως σε διπλασιασμό των τιμών των κατοικιών κάθε επτά χρόνια, κάτι που δεν θεωρείται βιώσιμο. Οι αναμενόμενες αυξήσεις των επιτοκίων από τις ισχυρές κεντρικές τράπεζες τα επόμενα χρόνια συντείνουν στην άποψη πως η διάρθρωση των τιμών είναι αναπόφευκτη.
Τα ακίνητα
Αντίθετα, η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα σημειώνει απώλειες 45%-50% σε ορισμένες περιπτώσεις και πέρα από τον τομέα του τουρισμού και των ξενοδοχείων που «γύρισε» και παρουσιάζει αυξημένη ζήτηση, συνεχίζει να ταλαιπωρείται από το μεγάλο απόθεμα κατοικιών, τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων από τις τράπεζες και τη δυνατότητά τους για νέες χρηματοδοτήσεις, αλλά κύρια από τη δυνατότητα επιστροφής της οικονομίας σε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Παράλληλα, ενώ οι μετοχές παγκοσμίως βρέθηκαν σε νέα υψηλά, στην Αθήνα είχαμε κατάρρευση των τιμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ π.χ. τα χρηματιστήρια στις ΗΠΑ σημειώνουν ιστορικά υψηλά, η αξία των αμερικανικών μετοχών αυξήθηκε από 7,9 τρισ. δολ. το 2008 στα 22 τρισ. δολ. σήμερα, ενώ και η χρηματιστηριακή αξία των ευρωπαϊκών μετοχών αυξήθηκε από τα 3,7 τρισ. ευρώ στα 8 τρισ. ευρώ.
Οι μετοχές
Αντίθετα, οι μετοχές στο Χρηματιστήριο της Αθήνας κατέρρευσαν, ενώ όπως παρατηρεί και η NN Investment Partners είναι σχετικά σπάνιο το φαινόμενο μια μεμονωμένη αγορά να παρεκκλίνει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ή ακόμη περισσότερο να κινείται συστηματικά σε αντίθετη κατεύθυνση από τη διεθνή αγορά των μετοχών.
Και όμως, μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς κατά την τελευταία 10ετιìα, καθώς ενώ ο παγκόσμιος μετοχικός δείκτης MSCI World Index σε όρους ευρώ παρουσίασε κέρδη +48%, ο Γενικός Δείκτης του ελληνικού Χρηματιστηρίου υποχώρησε κατά 86% το ίδιο διάστημα.
Οι επιπτώσεις
Η τεράστια αυτή απόκλιση μεταξύ της ελληνικής μετοχικής αγοράς και της παγκόσμιας αποτυπώνει τις επιπτώσεις της πολύπλευρης κρίσης, που διέρχεται η Ελλάδα, στις αξίες των εγχώριων περιουσιακών στοιχείων (από το 2007, η περιουσία των Ελλήνων μειώθηκε σύμφωνα με την Credit Suisse κατά 587 δισ. ευρώ, ενώ οι απώλειες για το μέσο νοικοκυριό διαμορφώθηκαν το ίδιο διάστημα στα 67.704 ευρώ).
Κυρίως όμως αποτυπώνει την επίδραση που είχε ο τραπεζικός κλάδος σε αυτή την απόκλιση, με δεδομένα την πρωτοφανή πτώση των τιμών των μετοχών των τραπεζών και τη βαρύτητά τους συνολικά στο ελληνικό Χρηματιστήριο, αφού ο δείκτης των τραπεζών FTSE/Athex Banks Index κατέρρευσε την τελευταία 10ετία παρουσιάζοντας απωìλειες 99,94%.
Υστερα από τέσσερα stress tests, τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις και ισχυρή αναδιάρθρωση και συγκέντρωση στον κλάδο η μετοχική αξία των τραπεζών μηδενίστηκε δύο φορές: με το PSI τον Φεβρουάριο του 2012 και με τη δεύτερη φάση της ελληνικής κρίσης τον Νοέμβριο του 2015. Μετά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση μάλιστα οι μετοχές τους υποχώρησαν σχεδόν κατά 30%, καθώς άρχισαν οι συζητήσεις για το ενδεχόμενο νέας ανακεφαλαιοποίησης. Να σημειωθεί ότι η κεφαλαιακή ενίσχυση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κατά τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις ήταν 50,6 δισ. ευρώ (64 συνολικά στον κλάδο).
Οι προκλήσεις και τα ερωτηματικά
Το ερώτημα που ανακύπτει, σύμφωνα με την ΝΝ, αφορά το αν και κατά πόσο αυτή η απόκλιση μεταξύ της ελληνικής αγοράς και της διεθνούς θα συνεχιστεί, ή αν και σε ποιον βαθμό και βάθος χρόνου θα αποκατασταθεί η συσχέτιση μεταξύ τους, δεδομένης της προσαρμογής που έχει συντελεστεί στις τιμές των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων. Το έγκαιρο κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και το ενδεχόμενο νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών, αλλά και η δημιουργία ενός οδικού χάρτη ικανού να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών θα καθορίσουν την πορεία της αγοράς.