Προσφάτως σας ενημερώσαμε για τους «συντάξιμους» χρόνους ανεργίας, πώς υπολογίζονται και τι συμβαίνει με τα ένσημα. Ας δούμε όμως και ένα παράδειγμα ενός εργαζόμενου που απολύθηκε από μια εταιρεία, αν και προσπαθούσε να μαζέψει τα ένσημά του για σύνταξη. Το τι μπορεί να κάνει, θα διαβάσετε παρακάτω:
Ο συγκεκριμένος κύριος ήταν ιδιωτικός υπάλληλος, γεννημένος το 1959 (58 ετών σήμερα). Αν και δούλευε από μικρή ηλικία δεν έχει καταφέρει να συγκεντρώσει πολλά μόρια, μόλις 7.500. Πρόσφατα εργαζόταν σε μια εταιρεία αλλά απολύθηκε.
Ο συγκεκριμένος ασφαλισμένος μπορεί να εξαγοράσει πλασματικά έτη, αλλά δεν τον συμφέρει. Ακόμη και αν αγοράσει το μέγιστο των ετών, που είναι 7 έτη, δηλαδή 2.100 ένσημα, θα έχει 9.500, που και πάλι δεν βοηθούν γιατί υπάγεται σε διάταξη που έχει δύο επιλογές εξόδου: είτε στα 62 πλήρη με 12.000 ένσημα (40 χρόνια) είτε στα 67 πλήρη με τα ένσημα που έχει σήμερα και χωρίς εξαγορά. Θα βοηθούσε αν π.χ., είχε σήμερα 10.000 ή 10.500 για να υπαχθεί σε ευνοϊκότερη διάταξη συνταξιοδότησης και πάντως πριν από τα 67. Εκεί θα βοηθούσε να αγοράσει πλασματικό χρόνο, που σημειωτέων κοστίζει το 20% του μέσου μισθού του τελευταίου 12μηνου.
Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα ο παραπάνω κύριος, θα συνταξιοδοτηθεί στα 67 (εκτός αν έχει βαρέα). Επίσης, μπορεί να επιλέξει την έξοδο με μειωμένη σύνταξη στα 62, αλλά ο νόμος ζητά να έχει την τελευταία 5ετία, δηλαδή από 57 ως 61 ετών, 100 ένσημα κάθε έτος. Σε αυτά τα 100 μετράει ο χρόνος επιδότησης λόγω ανεργίας. Η μια χρονιά μπορεί να καλύπτεται με ένσημα ανεργίας. Οι άλλες 4 θα πρέπει να έχουν ένσημα από εργασία ή και από ασθένεια.